12/9/2011
Γράφει ο Πέτρος Θεοτοκάτος…


βαλτωμένος σε χώρα ξεπεσμένη

Καθένας έχει δικαίωμα να κάνει τη ζωή του σκατά. Η εποχή αλλάζει, μυρίζει φθινόπωρο, μακριά έξω από την Αθήνα, απόηχος, ανάμνηση δροσιάς, ανάτασης, έρωτα, έτσι για να με εκδικηθεί το σύμπαν μιας και τίποτε από όλα αυτά δε φτάνουν σε αυτή την πόλη.

Στο αυτοκίνητο, στη δουλειά, στο σπίτι… Αυτές είναι οι σχέσεις μου με το χώρο πάνω στον πλανήτη γη. Δε χρειάζομαι τη βοήθεια της στατιστικής, έχω βαλτώσει σε μια ξεπεσμένη, άθλια χώρα που κυνηγάει τους πολίτες της, τους διώχνει από τη δουλειά, τους διώχνει από τις πλατείες, τους κλείνει στα “σπίτια φυλακές” με διέξοδο τηλεόραση, και ιντερνετ.

Κανα δυο φίλοι μπήκαν στο νοσοκομείο, ένας έκανε παιδί, ο Άρης, αυτός ο φοβερός, με απίθανο χιούμορ φιλαράκος, που έκανε την παραγωγή στον τελευταίο μου δίσκο, που άπειρες ώρες, νύχτες, μιλήσαμε για γυναίκες νεράιδες, με τις φωνές, τα ουρλιαχτά από τις αφρικανές νεαρές πανέμορφες πόρνες στην οδό Σωκράτους κάτω από το στούντιο, τις μπύρες, τα χιλιάδες τσιγάρα, τα όνειρά μας, τα τηλεφωνήματα, τα κόκκινα στριμμένα φώτα των δρόμων όταν φεύγαμε αργά, την πλατεία Συντάγματος που έσφιγγε την ύπαρξή μας με ένα συρματόσχοινο γύρω από την καρδιά, στο κτήριο της Βουλής απολιθωμένα περιττώματα δεινοσαύρων, τη γλυκιά μα αδιάφορη συνάμα λεωφόρο Βουλιαγμένης, τα ισχνά πρόσωπα και τους αόρατους χαρακτήρες ανθρώπων μέσα στα σπίτια, γεμάτα επιφάσεις ηρεμίας, αναπηρίας θα έλεγα, απόγνωσης και βαρεμάρας, περιμένοντας ένα μοιραίο λάθος στο χωρόχρονο, το πάθος αργά μετά τις τρείς το πρωί, με τα πόδια ανοιχτά και τις βραχνές φωνές …τώρα, έρχομαι τώρα.

Το πρωί, το πόδι στο γκάζι, 200 χιλιόμετρα την ώρα με το φεγγάρι μαχαίρι που κόβει το λαιμό, το αίμα να ξεχύνεται ποτίζοντας την ψυχή με δύναμη, συνείδηση, γαλήνη, σιγουριά πως τίποτε δεν μπορεί να με νικήσει, ούτε ο ίδιος μου ο εαυτός. Γιατί ξέρω να χάνω τα επουσιώδη, τα σημαντικά ἠταν και θα είναι για πάντα μέσα μου. Οι απώλειες δε μπορούν να με αλλάξουν, δε χαλάνε τη σχέση μου με τα δέντρα, τους γάτους όταν φρενάρω μπροστά τους τις νύχτες, τα φωτόνια που μεταμορφώνουν όλα, που γιγαντώνουν την πίστη μου.

Ένα βράδυ, στην παραλία του Θεολόγου, σε ένα μπαλκόνι έμεινα ακίνητος τρείς ώρες, κοιτάζοντας τη θάλασσα, μέχρι που τα φώτα γύρω στο λιμάνι, άρχισαν φιδίσιους χορούς, κάποια σύννεφα γύρω απο το φεγγάρι έπεφταν με δύναμη στη γη, κάνοντας τεράστιες τρύπες, τάφρους που το νερό της θάλασσας όλο χάθηκε εκεί μέσα, και πέθαναν όλοι οι αστερίες, τα ψάρια νεκρά φάνηκαν, τα κουτάκια από μπύρα στο βυθό, μια άγκυρα, ένα σπίτι με τη γιαγιά μου να κεντάει σεμεδάκια, καπνός από το τζάκι, καθόλου φαγητό όμως, μια γαρδένια, και χαρτἀκια με ποδοσφαιριστές απο το μουντιάλ του ᾽78 στην Αργεντινή.

Ζω στην Αθήνα, προσπαθώ να καταλάβω τον κόσμο, το σύμπαν, τις γυναίκες, το γιο μου, το Θεό. Καταλαβαίνω τίποτα, κάνω μουσική και γράφω λέξεις για να βοηθηθώ. Νιώθω τόσο ελεύθερος, όπως στη Θεσσαλονίκη του 1987 που βούλιαζα φωτογραφίες στα συντριβάνια, που μαγνητοφωνούσα κάθε αρλούμπα μου τις νύχτες σε ένα μαγνητόφωνο ΣΟΝΥ μέχρι που χάλασε, και τελικά έχασα και τις μικροκασσέτες. Κάθε απώλεια έκτοτε μου προκαλούσε γέλια μετά τα πρώτα πέντε λεπτά, αναίσθητος και ευαίσθητος δε γίνεται μαζί, εκτός κι αν έχεις στόχο. Ιδιοτέλεια, κακουργία, ασυνέπεια, ομορφιά.

Ο Άρης μετανάστευσε στη Γαλλία, δουλεύει στα αμπέλια, κάνει ακόμη μουσική…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here