stou_xronou_ton_kathrefti_logo_500

Γράφει ο Τάσος Κριτσιώλης
Πέμπτη, 22 Μαΐου 2014

Η δεκαετία του ’60 θεωρείται από πολλούς ως εκείνη που άλλαξε τα πάντα στη μουσική της πατρίδας μας. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις κι εν συνεχεία ο Σταύρος Ξαρχάκος και οι «επίγονοί» τους, άνοιξαν νέους δρόμους στο τραγούδι με τις δημιουργίες τους. Παράλληλα όμως, αυτές ευτύχησαν να ερμηνευθούν από μια γενιά σπουδαίων τραγουδιστών που είτε ξεκίνησε τότε, είτε προϋπήρχε αλλά άκμασε στη συγκεκριμένη περίοδο.

Με αφετηρία λοιπόν το 1960, θα σταθούμε «στου χρόνου τον καθρέφτη» και θα γυρίσουμε το ρολόι στο «τότε». Ανά 15 ημέρες, η στήλη θα παρουσιάζει τα σημαντικότερα μουσικά γεγονότα στην Ελλάδα χρόνο με το χρόνο και παράλληλα, συχνά θα κάνει μια «βόλτα» στα νυχτερινά κέντρα της εποχής, παρουσιάζοντας τα «σχήματα» που έγραψαν ιστορία…

———————————————————–

stou_xronou_ton_kathrefti_1975

 

1975 (Α’ μέρος): «Υπάρχω», «Δημητρούλα» και ρεμπέτικο…

Το 1975 βρίσκει την Ελλάδα να ζει μέρες «κρασιών και λουλουδιών», λίγους μήνες μετά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας! Μπορεί ακόμα τα «σταγονίδια» της χούντας και μια ελαφράς μορφής λογοκρισία να μην έχουν εξαφανιστεί τελείως, όμως ο λαός είναι πλέον ελεύθερος κι απαλλαγμένος από κάθε είδους απαγορεύσεις…

Η πανίσχυρη κυβέρνηση Καραμανλή έχει αρκετές εκκρεμότητες να επιλύσει, με πρώτη τη δίκη των πρωταίτιων της 21ης Απριλίου. Έτσι, το καλοκαίρι οι δικτάτορες κάθονται στο εδώλιο των κατηγορουμένων και η ακροαματική διαδικασία προκαλεί και μονοπωλεί το ενδιαφέρον όλων για πολύ καιρό.

stou_xronou_ton_kathrefti_1975_xounta

Η τελική ετυμηγορία είναι καταδίκη σε θάνατο, η οποία όμως μετατρέπεται σε ισόβια δεσμά καθώς, όπως είπε αργότερα ο Καραμανλής, «στην Ευρώπη δε μπαίνεις με αίμα». Άλλωστε, είχαν ξεκινήσει εκ νέου οι διαδικασίες ένταξης της χώρας στην τότε ΕΟΚ, οι οποίες είχαν «παγώσει» μετά το πραξικόπημα του ’67. Επιπλέον, γίνεται η αναθεώρηση του Συντάγματος και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος εκλέγεται Πρόεδρος της δημοκρατίας.

Τις τελευταίες ημέρες του χρόνου, κάνει την εμφάνισή της η τρομοκρατική οργάνωση που θα γράψει με αίμα και δεκάδες θυμάτων την ιστορία της Ελλάδας από τη μεταπολίτευση και μετά. Η «17 Νοέμβρη», δολοφονεί τον σταθμάρχη της CIA στη χώρα μας Ρίτσαρντ Γουέλς.

Στον καλλιτεχνικό χώρο, παρατηρείται και πάλι δημιουργικός οργασμός. Το πολιτικό και το «έντεχνο» τραγούδι εξακολουθούν να πρωταγωνιστούν, όμως από ένα σημείο και μετά το κοινό κουράζεται και στρέφει το ενδιαφέρον του στο λαϊκό, αλλά και στο ρεμπέτικο, που επανέρχεται στο προσκήνιο έπειτα από πολλά χρόνια στο περιθώριο.

Το γεγονός της χρονιάς όμως, είναι η τελευταία δισκογραφική δουλειά του Στέλιου Καζαντζίδη. Το «Υπάρχω» είναι το «κύκνειο άσμα» του κορυφαίου Έλληνα ερμηνευτή στη δεκαετία του ‘70, ο οποίος για δώδεκα ολόκληρα χρόνια θα σιωπήσει και δε θα επιστρέψει στο βινύλιο παρά μόνο το 1987.

Η μουσική ανασκόπηση του 1975 θα καλυφθεί και πάλι σε δύο μέρη, καθώς υπάρχει ευρύ και σπουδαίο υλικό το οποίο επιβάλλεται να παρουσιαστεί αναλυτικά. Στο πρώτο, θα δούμε τα σημαντικότερα γεγονότα στο λαϊκό κι ελαφρολαϊκό τραγούδι και θ’ ακολουθήσει στο επόμενο το πολιτικό και το έντεχνο…

«Υπάρχω»: Υστερόγραφο πριν τη σιωπή…

Τι λόγια να βρει κάποιος για να σχολιάσει αυτό το θρυλικό πλέον άλμπουμ. Πρόκειται για την τελευταία δισκογραφική παρουσία του Καζαντζίδη πριν τη δωδεκαετή «σιωπή» του, λόγω της γνωστής κόντρας του με την εταιρεία. Η γνώμη μου είναι ότι μαζί με την «Ανατολή» του Μίκη Θεοδωράκη που είχε κυκλοφορήσει ένα χρόνο νωρίτερα, αποτελεί ό,τι καλύτερο ερμήνευσε ο αξέχαστος «Στελάρας» σε ολοκληρωμένο «κύκλο τραγουδιών». Θα έβαζα και το δίσκο «Η ζωή μου όλη», αλλά μόνο την πλευρά του Άκη Πάνου…

stou_xronou_ton_kathrefti_1975_kazantzidis

Θεωρώ ότι στο «Υπάρχω» (το οποίο αργότερα έδωσε την ονομασία στην επιχείρηση με το ούζο που δημιούργησε ο Καζαντζίδης) οι τρεις συντελεστές ξεπερνούν και τον ίδιο τον εαυτό τους. Ο Χρήστος Νικολόπουλος γράφει εκπληκτικά τραγούδια, με ενορχήστρωση που πρέπει να διδάσκεται σε σεμινάρια για τη λαϊκή μουσική. Χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερα πλούσια και «φορτωμένη» ορχήστρα, ακόμη κι αυτή όμως δε μπορεί να τα βάλει με τη φωνή του Καζαντζίδη, που συχνά – πυκνά τη σκεπάζει με τον όγκο και το μέταλλο της.

Ο τραγουδιστής δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας και στα δώδεκα τραγούδια, ενώ εξαιρετικοί είναι και οι στίχοι του Πυθαγόρα, ο οποίος υπογράφει και το σημείωμα που υπάρχει στο εσώφυλλο του δίσκου, κάτω από μια επιβλητική φωτογραφία του ερμηνευτή. Αξέχαστη έχει μείνει και η περίφημη εκπομπή που προβλήθηκε στις 29 Ιανουαρίου του 1976 από την ΕΡΤ, με τον Καζαντζίδη να τραγουδά (playback βεβαίως) επτά από τα δώδεκα τραγούδια.

Πέρα από το πασίγνωστο ομότιτλο, και τα «Κάτω απ’ το πουκάμισό μου», «Οι αισθηματίες» και «Άργησα να σε γνωρίσω» (με δεύτερες φωνές από το Γιώργο Νταλάρα) τα οποία από την αρχή ακούστηκαν πολύ, υπάρχει πάνω απ’ όλα το «Τι θέλεις από μένανε». Αυτό το κομμάτι το συγκαταλέγω μέσα στα 20 κορυφαία που τραγούδησε στην καριέρα του ο μεγάλος ερμηνευτής. Πραγματικό αριστούργημα από την αρχή ως το τέλος και με ενορχήστρωση πολύ πιο μπροστά από την εποχή του…

Το πρωτότυπο της όλης ιστορίας βρίσκεται στην εισαγωγή – πρόλογο του δίσκου, εκεί που ο Καζαντζίδης μιλάει στους «γνωστούς και άγνωστους φίλους» του, εξηγώντας το νόημα του τίτλου «Υπάρχω», υπό τους διακριτικούς ήχους του μπουζουκιού του Νικολόπουλου.

Να προσθέσω ότι στο δίσκο συναντάμε δύο τραγούδια σε δεύτερη εκτέλεση: Το «Ποια είσαι συ» που είχε πρωτοπεί ο Μπάμπης Τσετίνης το 1972 και το «Έφυγες μ’ έναν άλλονε», σε μουσική του Γιάννη Τατασόπουλου και στίχους του Νίκου Ρούτσου, που είχε τραγουδήσει ο συνθέτης στη δεκαετία του ’50 και ο ίδιος ο Καζαντζίδης θέλησε να συμπεριλάβει σ’ αυτή τη δουλειά.

Επίσης, να πούμε ότι δύο τραγούδια είχαν ήδη κυκλοφορήσει στις 45 στροφές το 1974 («Μετάνιωσες» και «Ξεκινήσαμε με όνειρα χρυσά»), μαζί με τα «Λυπάμαι που σε χάνω» και «Μια γυναίκα έφυγε», επίσης των Νικολόπουλου – Πυθαγόρα. Τα δύο τελευταία όμως δε χώρεσαν στο δίσκο κι έτσι συμπεριλήφθηκαν σε μια συλλογή από 45άρια του τραγουδιστή, που κυκλοφόρησε το 1985 με τίτλο «Μια γυναίκα έφυγε».

Νταλάρας και μισός αιώνας ρεμπέτικο…

Μέσα στο κλίμα της μεταπολίτευσης και της κυριαρχίας του πολιτικού τραγουδιού, ο Γιώργος Νταλάρας τον Οκτώβριο του 1975 ηχογραφεί μια από τις πιο σημαντικές και σπουδαίες δουλειές της καριέρας του. Το διπλό άλμπουμ «50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι», με το οποίο επιχειρεί να στρέψει την προσοχή του κοινού σ’ ένα είδος που για χρόνια βρισκόταν στην αφάνεια και είχε περιφρονηθεί από πολλούς για τη θεματολογία του. Ωστόσο, έκτοτε έγινε «μόδα» και ακριβώς αυτό δεν επέτρεψε στον τραγουδιστή να συνεχίσει σε ανάλογους δρόμους και να ηχογραφήσει επιπλέον σχετικό υλικό. Εξαίρεση, τα «Ρεμπέτικα της κατοχής» το 1980.

Η επιτυχία είναι πρωτοφανής για εκείνη την περίοδο, αφού ο διπλός δίσκος ξεπέρασε σε πωλήσεις τα 300.000 αντίτυπα, αποδεικνύοντας ότι ο κόσμος είχε κουραστεί από τα πομπώδη «εμβατήρια» που γράφονταν κατά κόρον τότε από τους περισσότερους συνθέτες και θέλησε να γυρίσει πίσω και να ξαναθυμηθεί ή ν’ ανακαλύψει ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής παράδοσης.

stou_xronou_ton_kathrefti_1975_ntalaras

Ο ίδιος ο Νταλάρας κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες ώστε να πείσει την εταιρεία να εκδώσει το δίσκο, μια και οι υπεύθυνοί της αντιμετώπιζαν με αδιαφορία αυτά τα τραγούδια και ίσως φοβούνταν ότι η «αλλαγή πλεύσης» του τραγουδιστή θα στοίχιζε στον εμπορικό τομέα. Ας μη ξεχνάμε ότι τότε εκείνος είχε συνδεθεί σχεδόν αποκλειστικά με τον Σταύρο Κουγιουμτζή και κατά δεύτερο λόγο με το Μάνο Λοΐζο και τον Απόστολο Καλδάρα που είχε περάσει στο «έντεχνο», οπότε ήταν ρίσκο η επιλογή να τραγουδήσει ένα είδος που θεωρούταν ξεχασμένο και «περιθωριακό».

Εν τέλει, τίποτε από όλα αυτά δεν ίσχυσε. Λίγο πριν την κυκλοφορία του δίσκου, βγήκαν στην αγορά αντίστοιχοι, με τα ίδια τραγούδια ερμηνευμένα από τους «πρώτους διδάξαντες» σε αυθεντικές εκτελέσεις. Αυτό λίγο έλειψε να τινάξει τα πάντα στον αέρα, αφού ο Νταλάρας απογοητεύτηκε και προς στιγμή σκέφτηκε ν’ αναβάλλει την έκδοση για …είκοσι χρόνια, όπως είχε πει τότε στον ερευνητή και μελετητή του ρεμπέτικου τραγουδιού Κώστα Χατζηδουλή. Τούτο βεβαίως δεν έγινε ποτέ και ο συγκεκριμένος δίσκος έχει πλέον τη δική του ξεχωριστή θέση στο πάνθεον της ελληνικής δισκογραφίας.

Η ερμηνεία του τραγουδιστή είναι εξαιρετική και στα 25 διαμάντια της μουσικής μας, την ενορχηστρωτική επιμέλεια των οποίων είχε ο ίδιος, συμβάλλοντας τα μέγιστα στο ν’ αποκτήσουν μια νέα ταυτότητα και ν’ ακούγονται ως σύγχρονα. Σε καμία περίπτωση δε θυμίζουν ούτε στο ελάχιστο τις πρώτες εκτελέσεις κι αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα του δίσκου. Κλασικότερη περίπτωση όλων, «Το γράμμα» των Γιώργου Ζαμπέτα-Γιώργου Μητσάκη, που οι περισσότεροι το έμαθαν με τη φωνή του Νταλάρα…

Η ορχήστρα αποτελείται από σπουδαίους μουσικούς, όπως μεταξύ άλλων οι Χρήστος Νικολόπουλος, Θανάσης Πολυκανδριώτης και οι Δομένικος και Στέλιος Βαμβακάρης στα μπουζούκια, ο Τίτος Καλλίρης και ο Μάριος Κώστογλου στις κιθάρες, ο Τάκης Σούκας στο σαντούρι, ο Θόδωρος Δερβενιώτης και ο Πάνος Ιατρού στους μπαγλαμάδες κ.α. Δεύτερες φωνές κάνουν οι Χάρις Αλεξίου και Πάνος Λαμπρόπουλος.

Να πούμε εδώ ότι για τον εν λόγω δίσκο ηχογραφήθηκαν κι άλλα τέσσερα τραγούδια, που ωστόσο λόγω χώρου δε συμπεριλήφθηκαν: Το «Ότι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» του Βασίλη Τσιτσάνη και «Τα νέα της Αλεξάνδρας» του Κώστα Γιαννίδη, τα οποία βρήκαν τη θέση τους στο «Μουσικό κουτί» του Γιώργου Νταλάρα με τα 9 CD που κυκλοφόρησε το 1997, καθώς και «Οι φάμπρικες» του Τσιτσάνη και το «Ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά» του Μάρκου Βαμβακάρη, που συμπεριλήφθηκαν στην επανέκδοση του δίσκου σε ψηφιακή μορφή πριν λίγα χρόνια μέσω κυριακάτικης εφημερίδας…

«12 λαϊκά τραγούδια» της Χαρούλας…

Ο πρώτος προσωπικός δίσκος μιας εκ των μεγαλυτέρων τραγουδιστριών που έβγαλε ποτέ η χώρα μας, ο οποίος κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1975 κι έγινε χρυσός, αφού ξεπέρασε τα 50.000 αντίτυπα σε πωλήσεις κι «έβγαλε» πολλές και διαχρονικές επιτυχίες. Χρειάστηκε να περάσουν πέντε χρόνια από τότε που η Χάρις Αλεξίου βγήκε επαγγελματικά στο τραγούδι για να εκδοθεί η πρώτη της δισκογραφική δουλειά, ωστόσο είχε πάρει μέρος σε τόσες άλλες, που ήταν σαν να έκανε δυο δίσκους το χρόνο και είχε γίνει πολύ γνωστή στον κόσμο.

Το άλμπουμ κινείται μέσα σ’ ένα κλίμα που διαμόρφωσε το στυλ της Αλεξίου στους πρώτους «μεγάλους» δίσκους της. Περιλαμβάνει κατά βάση παλιά – κυρίως προπολεμικά – λαϊκά τραγούδια, τα οποία όμως με τη μοναδική φωνή της έκαναν μια «δεύτερη καριέρα» και αγαπήθηκαν πολύ από τον κόσμο, με αποκορύφωμα τη «Δημητρούλα». Παράλληλα, υπάρχει σε νέα εκτέλεση το πρώτο τραγούδι που είπε σε δισκάκι 45 στροφών το 1970 («Όταν πίνει μια γυναίκα») και το «Πέργαμε», που το θεωρώ ένα από τα καλύτερα κομμάτια που ερμήνευσε η Χαρούλα, ασχέτως αν δεν έγινε ιδιαίτερα γνωστό.

Από εκεί και πέρα, το δίσκο συμπληρώνουν δύο «κλασικά» ζεϊμπέκικα του Απόστολου Καλδάρα, που είχε τραγουδήσει σε δεύτερη εκτέλεση η Αλεξίου τον Δεκέμβριο του 1974 στο άλμπουμ του συνθέτη «Για ρεμπέτες και για φίλους». Επίσης, υπάρχουν δύο τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου που σχεδόν παράλληλα κυκλοφόρησαν στο δίσκο του «Ανεξάρτητα» ερμηνευμένα από τον ίδιο («Λένγκω-Λένγκω» από ζωντανή ηχογράφηση) και τη Βίκυ Μοσχολιού («Η Ρόζα η ναζιάρα»).

Εξάλλου, στα «12 λαϊκά» συναντάμε ένα από τα πρώτα τραγούδια του Αντώνη Βαρδή κι ένα εξαιρετικό χασάπικο του Γιώργου Ζαμπέτα, «προάγγελο» του «Τι γλυκό να σ’ αγαπούν» που τραγούδησε η Χαρούλα το 1977, στο καταπληκτικό διπλό άλμπουμ «24 τραγούδια».

Ο Βασίλης Τσιτσάνης στο «Σκοπευτήριο»

Το πολιτικό τραγούδι και η μελοποιημένη ποίηση βρίσκονται στην ακμή τους λίγο καιρό μετά την πτώση της δικτατορίας, όταν ο Βασίλης Τσιτσάνης στα μέσα του 1975 προσπαθεί να στρέψει το ενδιαφέρον του κόσμου στη λαϊκή μουσική. Το κάνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αφού το «Σκοπευτήριο» περιέχει δώδεκα εκπληκτικά τραγούδια, που φέρουν τη σφραγίδα του μεγάλου δημιουργού και ορισμένα από αυτά έχουν πάρει εξέχουσα θέση στο πάνθεον της λαϊκής μας παράδοσης.

Πρώτο βεβαίως, το πασίγνωστο «Της γερακίνας γιος», που ερμηνεύει ο ίδιος ο συνθέτης με τη Λιζέτα Νικολάου και που σήμερα, 39 χρόνια μετά δεν παύει ν’ ακούγεται σε όλα τα νυχτερινά μαγαζιά της επικράτειας. Ένα εξαιρετικό ζεϊμπέκικο σε στίχους του Κώστα Βίρβου που «σπάνε κόκαλα» και που έχει ήδη περάσει στην «αθανασία» με τη χαρακτηριστική φωνή του δημιουργού του.

Στα «συν» του δίσκου, συγκαταλέγεται σαφώς η συμμετοχή δύο από τις μεγαλύτερες ερμηνεύτριες που έβγαλε ποτέ αυτός ο τόπος: Της Βίκυς Μοσχολιού και της Δήμητρας Γαλάνη, που μπορεί να μην είχαν συνδέσει το καλλιτεχνικό τους παρελθόν με τον Τσιτσάνη (ένα τραγούδι του είχε πει ως τότε η Μοσχολιού και δύο η Γαλάνη –και μάλιστα αυτά σε δεύτερη εκτέλεση), όμως τραγούδησαν με ανεπανάληπτο τρόπο τις νέες δημιουργίες του συνθέτη, οι οποίες γράφτηκαν την πενταετία 1970-75 στο «Σκοπευτήριο» της Καισαριανής. Εκεί εμφανιζόταν ο Τσιτσάνης κι εκεί – όπως επισημαίνει ο ίδιος με χειρόγραφο σημείωμα στο εσώφυλλο του δίσκου – εμπνεύστηκε τα περισσότερα από αυτά τα τραγούδια, οπότε αποφάσισε να δώσει και τούτο τον τίτλο στην καινούργια του δουλειά.

Εκτός από το «Της γερακίνας γιος», ακούστηκαν πολύ το «Παλικάρι στο σφυρί» και «Η σκιά μου κι εγώ», το οποίο θυμίζει έντονα τη «χρυσή» εποχή του ρεμπέτικου τραγουδιού, στην οποία πρωτοστάτησε ο συνθέτης. Όσο για τα υπόλοιπα, όλα είναι ένα κι ένα…

Ιδιαίτερη αναφορά όμως αξίζει η «Νοσταλγία», ένα τραγούδι που όποιος δε γνωρίζει ποιος το έγραψε, αποκλείεται να πάει ο νους του στον Τσιτσάνη. Πρόκειται για μια εκπληκτική μελωδική μπαλάντα με δύο κιθάρες κι ένα μπουζούκι, σε στυλ καντάδας που αποδίδει μοναδικά η Δήμητρα Γαλάνη. Τολμώ να πω ότι συγκαταλέγεται μέσα στα 50 καλύτερα τραγούδια που έγραψε ποτέ ο Τσιτσάνης, όσο κι αν είναι δύσκολο να διαλέξει κάποιος ανάμεσα στις εκατοντάδες σπουδαίες δημιουργίες του. Οι στίχοι του αναφέρονται στην πτώση της δικτατορίας αλλά με αλληγορικό τρόπο, όπως έκανε πολλές φορές ο συνθέτης κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης παρουσίας του στα ελληνικά μουσικά δρώμενα.

Μοσχολιού-Μητσιάς στη «Λαϊκή παράδοση»

Δίσκος που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1975, σχεδόν ενάμισι χρόνο μετά τη μεταπολίτευση και ακριβώς την εποχή που το ρεμπέτικο τραγούδι είχε αρχίσει να επανέρχεται σε πρώτο πλάνο. Εκείνο το διάστημα, μόλις είχε εκδοθεί το διπλό άλμπουμ «50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι» με το Γιώργο Νταλάρα και είχε σημειώσει μεγάλες πωλήσεις, ενώ είχε προηγηθεί η έκδοση της «Ρεμπέτικης ιστορίας» σε έξι δίσκους βινυλίου, με την επιμέλεια του Κώστα Χατζηδουλή.

Ο ίδιος, μαζί με τον Απόστολο Καλδάρα και τον γνωστό παραγωγό Γιώργο Μακράκη, διάλεξαν τα 13 κομμάτια που υπάρχουν στη «Λαϊκή παράδοση» κι ερμηνεύουν η Βίκυ Μοσχολιού και ο Μανώλης Μητσιάς, στην πρώτη τους απόπειρα να τραγουδήσουν, αλλά και να επανεκτελέσουν τέτοιου είδους τραγούδια.

Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό, αφού και οι δύο τα καταφέρνουν πολύ καλά και ειδικά ο Μητσιάς που το ρεπερτόριό του ήταν καθαρά «έντεχνο», αν και το 1973 είχε τραγουδήσει μοναδικά τέσσερις προπολεμικές δημιουργίες του Βασίλη Τσιτσάνη, στο άλμπουμ «Το ξεκίνημα».

Τα τραγούδια της «Λαϊκής παράδοσης» καλύπτουν μια περίοδο εκατό και πλέον ετών από το 1825 μέχρι το 1940 και κάποια από αυτά είναι αρκετά γνωστά, όπως το «Βάλε με στην αγκαλιά σου» του Βαγγέλη Παπάζογλου, «Οι πρωθυπουργοί» του Μάρκου Βαμβακάρη, το «Μπρος στον Άγιο Σπυρίδωνα» του Νίκου Γούναρη και φυσικά η περίφημη «Ντουντού». Αξίζει τον κόπο να ψάξετε και να βρείτε αυτό τον δίσκο, ο οποίος είναι από τους πλέον δυσεύρετους και ανεκτίμητης αξίας, με δύο σπουδαίους τραγουδιστές στις καλύτερες στιγμές τους.

Η ρεμπέτικη “ματιά” του Γιάννη Πουλόπουλου

Στο πλαίσιο της αναβίωσης του ρεμπέτικου τραγουδιού που παρατηρείται λίγο μετά τη μεταπολίτευση, τον Αύγουστο του 1975 ο Γιάννης Πουλόπουλος (κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του «νέου κύματος» την προηγούμενη δεκαετία) κυκλοφορεί ένα δίσκο σε ανάλογο κλίμα, διαλέγοντας 12 σπουδαία κομμάτια που είχαν γράψει τη δική τους ιστορία στην ελληνική μουσική, τα οποία ηχογραφούνται και κυκλοφορούν με τον τίτλο “12 ρεμπέτικα”.

Η αλήθεια είναι ότι δεν πρόκειται εξ’ ολοκλήρου για ρεμπέτικα, καθώς στο δίσκο υπάρχουν και λαϊκά της δεκαετίας του ’60 αλλά και τα λεγόμενα «αρχοντορεμπέτικα», δοσμένα ιδανικά από τον δημοφιλή τραγουδιστή, που αποδεικνύει την ευρεία ερμηνευτική γκάμα του, παρά το γεγονός ότι σε όλη την περίοδο της καριέρας του ήταν στο «απέναντι στρατόπεδο» (έντεχνο) κι ελάχιστα είχε ασχοληθεί με το εν λόγω είδος.

Σημειωτέον ότι ήταν η τελευταία δουλειά του στη LYRA με την οποία ως τότε συνεργαζόταν περίπου δέκα χρόνια και είχε συντελέσει αποφασιστικά στην άνοδό της, όπως φυσικά και η ίδια η εταιρεία στη δική του. Επέστρεψε σ’ αυτή το 1997 κι εκεί έκλεισε την πορεία του στη δισκογραφία, λίγο πριν το 2000…

Την ενορχήστρωση και τη διεύθυνση της ορχήστρας επιμελήθηκε ο Γιώργος Κατσαρός, ενώ δυστυχώς στο εσώφυλλο του άλμπουμ δεν αναγράφεται η παραμικρή λεπτομέρεια όσον αφορά τους υπόλοιπους συντελεστές (παραγωγός, στούντιο ηχογράφησης, ηχολήπτες, μουσικοί κ.τ.λ.). Παρόλα αυτά, ο δίσκος είναι πολύ καλός και ορισμένα από τα τραγούδια που περιλαμβάνει, ακούστηκαν αρκετά και με τη φωνή του Πουλόπουλου…

Επιστροφή Γαβαλά, το «Αμάξι» του Μπιθικώτση και άλλα…

Το 1975, είναι η χρονιά της επιστροφής του Πάνου Γαβαλά στη δισκογραφία έπειτα από σχεδόν πέντε χρόνια αποχής. Ο δημοφιλής ερμηνευτής αντιμετώπισε κάποια οικονομικά προβλήματα μετά το κλείσιμο της εταιρείας του (“Sonata”) κι έφυγε για αρκετό διάστημα στο εξωτερικό, τραγουδώντας εκεί για να «ρεφάρει» τις απώλειες. Επιστρέφοντας, ήλθε σ’ επαφή με το Μάκη Μάτσα με αφορμή το ενδεχόμενο πώλησης των μηχανημάτων της εταιρείας του στη MINOS και πάνω στην κουβέντα, συζητήθηκε και η πιθανότητα ενός νέου δίσκου.

Πράγματι, την άνοιξη του ’75 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Θέλω να πω τον πόνο μου» σε μουσική του σολίστα του ακορντεόν Κώστα Σταματάκη και στίχους του ίδιου του Γαβαλά, φυσικά με τη Ρία Κούρτη στις δεύτερες φωνές. Παρά το γεγονός του πενταετούς «παροπλισμού» του, ακούστηκαν αρκετά ορισμένα τραγούδια, όπως η υπέροχη «Δοκιμασία» και το «Άσε με πια»…

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης κυκλοφορεί μια νέα δουλειά έπειτα από δύο χρόνια, σε μουσική δική του και στίχους του Κώστα Βίρβου. Από την καινούργια συνεργασία τους, προκύπτει το άλμπουμ «Μικροί καημοί» και μια τεράστια και διαχρονική επιτυχία: «Ένα αμάξι με δυο άλογα», το οποίο δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις…

Στο πλαίσιο της «αναβίωσης» του ρεμπέτικου, ο Θέμης Ανδρεάδης περιλαμβάνει πέντε παλιά τραγούδια του είδους στον πρώτο δίσκο που κάνει στη νέα του εταιρεία (MINOS), με τίτλο «Ο πρωταθλητής». Με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο «ζωντανεύει» ορισμένες «ανάλαφρες» στιγμές μιας ωραίας εποχής («Στου Λινάρδου την ταβέρνα», «Η πλύστρα», «Το καλοκαίρι», «Το σωφεράκι», «Το σακάκι»)…

Ως προς τα «εμπορικά» λαϊκά τραγούδια της χρονιάς, την παράσταση κλέβει το «Ατάκα κι επί τόπου» του Τάκη Μουσαφίρη με τη Δούκισσα, μέσα από το ομότιτλο άλμπουμ της, το οποίο ξεπερνά σε πωλήσεις τις 50.000 αντιτύπων, αλλά και το “Όχι θα κάτσω να σκάσω” των Λυκούργου Μαρκέα-Φίλιππου Νικολάου με τη Λίτσα Διαμάντη, μέσα από το δίσκο “Τα τσαχπίνικα”. 

Το «ελαφρολαϊκό» τραγούδι

Ο Γιάννης Πάριος είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής στο χώρο του «ελαφρολαϊκού» τραγουδιού το 1975. Ο τέταρτος προσωπικός δίσκος του με τίτλο «Έρχονται στιγμές» σαρώνει εμπορικά, κυρίως λόγω της πρώτης μεγάλης «μεταγλωττισμένης» επιτυχίας που ηχογραφεί. Ο λόγος για το «Ποτέ δεν σε ξεχνώ» (“El bimbo”) του Claude Morgan με ελληνικούς στίχους του Πυθαγόρα, το οποίο είναι η αφετηρία για μιαν ανάλογη συνέχεια ως προς το ρεπερτόριο του ερμηνευτή -και όχι μόνο- τα επόμενα χρόνια…

Ο Τόλης Βοσκόπουλος με το δίσκο «Εγώ τι έχω και τι θα ‘χω» επιχειρεί ένα μικρό «άνοιγμα» στο «κοινωνικό» τραγούδι, λόγω της συνεργασίας του με τη στιχουργό Σώτια Τσώτου («Σε τι κόσμο βρέθηκα», «Είμαστε άνθρωποι απλοί»). Ωστόσο, το περιεχόμενο του άλμπουμ κινείται πάλι σε ερωτικούς δρόμους με μεγάλη επιτυχία («Αν ήξερες», «Του χρόνου τέτοια μέρα», «Δυο καρδιές», «Ρώτησε να μάθεις»)…

Στο ίδιο μοτίβο κινείται και η σύζυγός του Μαρινέλλα, η οποία ηχογραφεί το άλμπουμ «Για πάντα», που κυκλοφορεί τον Ιούνιο του ’75 και περιλαμβάνει τα πρώτα τραγούδια που της δίνει ο Κώστας Χατζής -προοίμιο της συνεργασίας τους ένα χρόνο αργότερα στο περίφημο «Ρεσιτάλ». Ίσως πρόκειται για τον καλύτερο προσωπικό δίσκο της καριέρας της, αφού περιλαμβάνει ορισμένα εξαιρετικά κομμάτια, όπως «Σαν κάποιος θίασος», «Αύριο», «Πάλι ύπνος δε με πιάνει», «Κι ύστερα» και βεβαίως το πασίγνωστο «Γιατί φοβάσαι», διασκευή της διεθνούς επιτυχίας του Ντέμη Ρούσσου “From souvenirs to souvenirs”…

Όσο για τη Τζένη Βάνου, συνεργάζεται για πρώτη και τελευταία φορά σε ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά με το Μίμη Πλέσσα, πάνω σε στίχους του Ηλία Λυμπερόπουλου. Έτσι, προκύπτει το άλμπουμ «Αγάπησα, αμάρτησα», με την τεράστια και διαχρονική επιτυχία «Σε βλέπω στο ποτήρι μου».

————

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here