Γράφει ο Τάσος Κριτσιώλης
http://vinylmaniac.madblog.gr

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

“Η σημασία αυτής της στήλης του musiccorner είναι ακριβώς ότι λέει ο τίτλος της: “Αφιερωμένη εξαιρετικά” σε ανθρώπους που προσέφεραν στο ελληνικό τραγούδι, αλλά μένοντας ηθελημένα στην “οπισθοφυλακή” και χωρίς ποτέ να ζητήσουν κάτι περισσότερο από το να κάνουν αυτό που αγαπούσαν.

Η δουλειά τους περιορίστηκε στην πίστα, στο στούντιο, στη γραφή μουσικής και στίχου και πουθενά αλλού. Άλλοι έκαναν μεγάλη επιτυχία, άλλοι μικρότερη. Άλλοι συνεχίζουν την πορεία τους και παλεύουν, άλλοι έχουν αποχωρήσει. Άλλοι έχουν φύγει από τη ζωή.

Όμως, όλοι τους ανεξαιρέτως έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στην ελληνική μουσική σκηνή και δικαιούνται αυτό που τους προσφέρουμε: Μια γωνιά “αφιερωμένη εξαιρετικά”…!

———————————————————–

Λιζέττα Νικολάου: Το «διαμάντι» της Καλαμαριάς

 

Φωνή καθάρια, λεβέντικη, δυνατή, γεμάτη χρώματα, που σε ταξιδεύει σ’ άλλους καιρούς. Χαρακτήρας ντόμπρος και καθαρός, ως γνήσια Πόντια και Θεσσαλονικιά! Δε χρειάζεται κάποιος να τη γνωρίσει προσωπικά για να το καταλάβει. Η καταγωγή της κι από τις δύο πατρίδες, μιλά από μόνη της…

Αυτή είναι η Λιζέττα Νικολάου, από τις πιο σπουδαίες και σημαντικές τραγουδίστριες-ερμηνεύτριες των τελευταίων 40 ετών, μ’ ένα «δισάκι» γεμάτο συνεργασίες πλάι σε ανθρώπους της ελληνικής μουσικής σκηνής, που οι σημερινές δήθεν «φίρμες» δε θα τολμούσαν ούτε στα όνειρά τους να ζήσουν. Για την ακρίβεια, δε θα ήταν άξιοι ούτε καν αυτόγραφο να τους ζητήσουν!

Σε αυτό λοιπόν το «διαμάντι» της Καλαμαριάς, αλλά και όλης της Ελλάδας, είναι «αφιερωμένο εξαιρετικά» το σημερινό ταξίδι μας στην εποχή που ελληνικό τραγούδι σήμαινε πάνω απ’ όλα σεβασμό στο κοινό τόσο από τους δημιουργούς, όσο και από τους εκτελεστές…

Από γραμματέας, τραγουδίστρια…

Η Ελισάβετ Κατηκαρίδου (το πραγματικό ονοματεπώνυμο της Λιζέττας) γεννήθηκε στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης από Πόντιους γονείς που είχανε νιώσει την πίκρα και τον πόνο της προσφυγιάς, καθώς είχαν βρεθεί στη συμπρωτεύουσα φεύγοντας από την πατρογονική εστία τους -τον Καύκασο- και προσπάθησαν να στήσουν εκεί το σπιτικό τους με πολλές δυσκολίες.

Αυτή η χιλιοβασανισμένη και ταλαιπωρημένη φυλή, εκτός από τον καημό για τα προγονικά χώματα που έχασε, κουβαλούσε μαζί της και τη μεγάλη αγάπη για το τραγούδι. Ειδικά σε προσφυγικές συνοικίες όπως ήταν η Καλαμαριά, η λύρα και οι ποντιακοί σκοποί -άσβεστη κληρονομιά που κανένας εχθρός δε θα μπορούσε να καταστρέψει, όσα όπλα κι αν είχε- ήταν καθημερινή ανάγκη, όπως το φαγητό και ο ύπνος.

Έτσι, η μικρή Ελισάβετ δε θα μπορούσε ν’ αποτελέσει εξαίρεση και από πολύ νωρίς έδειξε ότι είχε κλίση προς τη μουσική, ιδιαίτερα τη λαϊκή, αλλά και βεβαίως την ποντιακή. Ωστόσο, τελειώνοντας το Γυμνάσιο όλα έδειχναν ότι το τραγούδι θα έμενε στη ζωή της ως χόμπι, καθώς γράφτηκε σε σχολή αγγλόφωνων γραμματέων και φαινόταν ότι η «καριέρα» της θα περιοριζόταν σ’ ένα γραφείο γεμάτο χαρτιά και συνεχή κουδουνίσματα τηλεφωνικών συσκευών. Μάλιστα, μετά το τέλος της σχολής έπιασε δουλειά ως γραμματέας σε εμπορικό γραφείο.

Από το “ARIGATO” στα «ΔΕΙΛΙΝΑ»

Όμως, άλλα είχε γραμμένα η μοίρα για κείνη. Ήδη από μαθήτρια τραγουδούσε κρυφά από τον πατέρα της στο -πασίγνωστο στους παλιούς Θεσσαλονικείς – “ARIGATO”, συμμετέχοντας στο συγκρότημα των “Greeks” (ένα από τα πολλά νεανικά σχήματα της εποχής). Λίγα χρόνια μετά, ξαναγύρισε εκεί αφού πρώτα κατάφερε να πείσει την οικογένειά της ότι η μεγάλη αγάπη της ήταν το τραγούδι κι εκεί ήθελε ν’ αφοσιωθεί.

Κάποια βραδιά στο “ARIGATO”, βρέθηκε ένας παραγωγός της τότε πανίσχυρης Columbia, ενθουσιάστηκε από τη φωνή της και της πρότεινε να κατέβει στην Αθήνα για ακρόαση. Πέρασε με «άριστα» τις «εξετάσεις» της κι αμέσως υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με την εταιρεία.

Έτσι, στα τέλη του 1972 ηχογράφησε το πρώτο δισκάκι 45 στροφών της καριέρας της, με δύο λαϊκά τραγούδια σε μουσική Τάκη Σούκα -που τότε περίπου άρχισε να γίνεται περισσότερο γνωστός και ως συνθέτης- και στίχους Ηρακλή Παπασιδέρη. Αυτό περιλάμβανε τα «Κι όμως χωρίσαμε» και «Τα στραβοπατήματα» (COLUMBIA 4099). Αργότερα, στις αρχές του 1974 με τους ίδιους δημιουργούς θα κυκλοφορήσει το δεύτερο -και τελευταίο- 45άρι της, με τα «Ταίρι μου αλαργινό» και «Νύχτα σε νύχτα» (COLUMBIA 4158).

Σχεδόν παράλληλα, θα ηχογραφήσει σε δεύτερη εκτέλεση το πασίγνωστο «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε» των Δήμου ΜούτσηΓιάννη Λογοθέτη για τις ανάγκες ενός «τουριστικού» δίσκου της εποχής, που συνήθιζαν εκείνα τα χρόνια να εκδίδουν οι εταιρείες…

Στο μεταξύ, έχει κάνει ήδη τις πρώτες εμφανίσεις της στα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας και συγκεκριμένα στα «Δειλινά» το 1973, ως σιγόντο του συμπατριώτη της Στράτου Διονυσίου, σ’ ένα σχήμα όπου υπήρχαν ακόμη ο Γιώργος Νταλάρας, ο Γιάννης Πάριος και η Χάρις Αλεξίου. Μάλιστα, στις διαφημιστικές αφίσες της εποχής αναφέρεται μόνο με το μικρό όνομά της: «Ελισάβετ» …

Τσιτσάνης και Μαρκόπουλος

Στα τέλη του 1973, η Λιζέττα Νικολάου (όπως έχει μετονομαστεί για …καλλιτεχνικούς λόγους) θα συνεργαστεί για πρώτη φορά με το Βασίλη Τσιτσάνη, κάνοντάς του δεύτερες φωνές στα τραγούδια που εκείνος λέει στο δίσκο «Τα ωραία του Τσιτσάνη», με επανεκτελέσεις παλαιών δημιουργιών του. Εξάλλου, το 1974 θα συμμετάσχει από κοινού με τον Αντώνη Παπαϊωάννου (γιο του Γιάννη Παπαϊωάννου) και στο άλμπουμ «Τα τραγούδια του πατέρα μου», με αφορμή τη συμπλήρωση δύο ετών από το θάνατο του αξέχαστου δημιουργού.

Ωστόσο, η συνεργασία που θα σημαδέψει ανεξίτηλα την καριέρα της θα έλθει λίγο καιρό μετά. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος την ακούει ένα βράδυ στα «Δειλινά» και της ζητά να ενταχθεί στο συγκρότημά του, που ήδη αριθμούσε αρκετούς σπουδαίους ερμηνευτές (Λάκης Χαλκιάς, Χαράλαμπος Γαργανουράκης κ.α.). Έτσι, η Λιζέττα αφήνει τα λαϊκά πάλκα και στρέφεται σ’ ένα πιο «έντεχνο» ρεπερτόριο, υπό τις οδηγίες του συνθέτη.

Συμμετέχει στο «Θεσσαλικό κύκλο» (εξαιρετικές οι ερμηνείες της στα «Το παζάρι», «Βγήκε ο ήλιος» και «Στα χειμωνιάτικα νυχτέρια»), στα «Ανεξάρτητα», στο «Αφιέρωμα» και στο «Οροπέδιο», έργα που έχουνε «σφραγίσει» το μεταπολιτευτικό ελληνικό τραγούδι με την υπογραφή του Μαρκόπουλου. Παράλληλα, εμφανίζεται μαζί του και με το υπόλοιπο συγκρότημα σε συναυλίες, αλλά και σε μπουάτ της Πλάκας.

Παρόλα αυτά, συνεχίζει να ρίχνει «κλεφτές» ματιές στο λαϊκό τραγούδι που τόσο αγαπούσε. Θα συνοδεύσει πάλι ως δεύτερη φωνή το Βασίλη Τσιτσάνη στα πρώτα καινούργια κομμάτια που γράφει μετά τη μεταπολίτευση κι εντάσσονται στο άλμπουμ «Σκοπευτήριο» (καλοκαίρι 1975), στο οποίο συμμετέχουν επίσης η Βίκυ Μοσχολιού και η Δήμητρα Γαλάνη. H Λιζέττα θα σφραγίσει με το χαρακτηριστικό σιγόντο της στον μεγάλο δημιουργό ένα από τα πιο κλασικά λαϊκά τραγούδια όλων των εποχών στην πρώτη εκτέλεσή του: «Της γερακίνας γιος» …

Ο πρώτος δίσκος

Τον Σεπτέμβριο του 1976, ουσιαστικά κλείνει το κεφάλαιο της «αποκλειστικής» συνεργασίας της με τον Μαρκόπουλο, συμμετέχοντας σε μια σπουδαία και ιστορική συναυλία στο Ηρώδειο, μαζί με όλους τους μεγάλους ερμηνευτές που είχε κατά καιρούς ο συνθέτης στο συγκρότημά του. Αυτό το σημαντικό μουσικό γεγονός, θα εκδοθεί σε διπλό δίσκο …14 χρόνια μετά (1990). Εκείνη την περίοδο, ξεκινά εμφανίσεις στη μπουάτ «Διαγώνιος» στην Πλάκα δίπλα στο Γιώργο Νταλάρα, τη Χαρούλα Αλεξίου, τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη και την Άννα Βίσση.

Κάπου εκεί, έρχεται η στιγμή για τον πρώτο προσωπικό της δίσκο. Κυκλοφορεί το φθινόπωρο του 1977, με τον «ευρηματικό» τίτλο «Το χαμόγελο της Λιζέττας» και είναι ίσως η μοναδική φορά στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας που τόσο σπουδαίοι δημιουργοί από διαφορετικούς μουσικούς χώρους συμπράττουν σ’ ένα και μόνο άλμπουμ. Στους Τσιτσάνη και Μαρκόπουλο με τους οποίους είχε ήδη συνεργαστεί, προστίθενται ο Δήμος Μούτσης και ο Γιάννης Σπανός, καθώς και οι στιχουργοί Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μάνος Ελευθερίου, Γιώργος Κανελλόπουλος κ.α.

Αμέσως ξεχωρίζει το διαχρονικό και τόσο ταιριαστό στις μέρες μας «Τώρα γι’ άλλα τραγουδάμε» των Μούτση-Κανελλόπουλου, ενώ ξεχωριστή στιγμή αποτελεί το ντουέτο της με το Μαρκόπουλο στην επανεκτέλεση του «Όχι δεν πρέπει», που είχε ηχογραφήσει πρώτος ο Θέμης Ανδρεάδης. Επίσης, ξαναθυμίζει το «Για κοίτα κόσμε ένα κορμί» του Τσιτσάνη (πρώτη εκτέλεση Καίτη Γκρέυ) με τον τίτλο «Έλα πάμε στον οντά μου»…

Την ίδια χρονιά (1977), θα συμμετάσχει ως δεύτερη φωνή σε άλλο ένα μεγάλο και πασίγνωστο λαϊκό τραγούδι του Τρικαλινού δημιουργού, που θα ερμηνεύσει ο ίδιος και θα κυκλοφορήσει σε δισκάκι 45 στροφών (COLUMBIA-EMI 70529-2). Ο τίτλος του είναι «Το βαπόρι απ’ την Περσία» και δε νομίζω ότι χρειάζεται να προσθέσω κάτι άλλο!

Η δεκαετία του ‘80

Στη «χαραυγή» της όγδοης δεκαετίας του 20ού αιώνα, η Λιζέττα Νικολάου είναι πλέον μια πολύ γνωστή κι αγαπητή τραγουδίστρια και όλοι την παραδέχονται και την εκτιμούν τόσο ως φωνή, όσο και ως χαρακτήρα. Αρχές του 1980 λοιπόν, κυκλοφορεί ο δεύτερος προσωπικός δίσκος της με τίτλο «Σ’ αγάπησα, μ’ αγάπησες», σε μουσική των Χρήστου Νικολόπουλου, Αντώνη Βαρδή και Γιάννη Μαρκόπουλου, με τον οποίο συνεργάζεται για τελευταία φορά στη δισκογραφία. Αξίζει ν’ αναφέρουμε ότι ο Μαρκόπουλος ποτέ ως σήμερα δεν έχει δώσει μεμονωμένα νέα τραγούδια σε προσωπικά άλμπουμ τραγουδιστών, αλλά έκανε εξαίρεση μόνο για τη Νικολάου! Αυτό λέει πολλά…

Τούτος ο δίσκος περιλαμβάνει -ως «κανονικό» τραγούδι πλέον- το πασίγνωστο μουσικό θέμα από την τηλεοπτική σειρά του BBC “Who pays the ferryman”, το οποίο είχε πουλήσει ως 45άρι πάνω από 100.000 κομμάτια στην Αγγλία το 1978. Εδώ, έχει τίτλο «Ποιος πληρώνει τον βαρκάρη» (ακριβέστατη η μετάφραση…) και γίνεται μεγάλη επιτυχία.

Ωστόσο, το καλύτερο τραγούδι του άλμπουμ έχει τη συνθετική υπογραφή του Βαρδή και τον τίτλο «Ήρθες νύχτα», που επίσης ακούστηκε εκείνη την περίοδο. Αξιοσημείωτο το γεγονός ότι μ’ αυτά τα δύο κομμάτια εμφανίστηκε η Λιζέττα στο τελευταίο επεισόδιο της θρυλικής τηλεοπτικής σειράς «Λούνα Παρκ», στις 9 Μαΐου 1981, όπως μπορείτε να δείτε στο παρακάτω βίντεο…

Το 1982 η ερμηνεύτρια θα ηχογραφήσει ίσως τον καλύτερο δίσκο της καριέρας της. Τίτλος του «Βενετιά και Φανάρι», ο οποίος κυκλοφορεί το Μάρτιο εκείνης της χρονιάς και περιλαμβάνει λαϊκά και παραδοσιακά τραγούδια από τη Βουλγαρία, την Ιρλανδία, την τότε Σοβιετική Ένωση κλπ.

Οι ελληνικοί στίχοι είναι του Δημήτρη Ιατρόπουλου και οι υποδειγματικές διασκευές κι ενορχηστρώσεις του Νέστορα Δάνα. Είναι κρίμα που δεν έκανε μεγάλες πωλήσεις, αλλά και που δεν έχει εκδοθεί μέχρι σήμερα σε ψηφιακή μορφή (όπως άλλωστε και όλοι οι δίσκοι της Νικολάου μέχρι το 1986…).

Δυο χρόνια μετά, το 1984, θα κάνει άλλο ένα δίσκο με «έτοιμο» υλικό, που αυτή τη φορά θα έχει σχέση με ελληνικά παραδοσιακά, λαϊκά και αρχοντορεμπέτικα τραγούδια, σε μια εποχή που ο κόσμος είχε αρχίσει να στρέφεται προς τα εκεί. Πρόκειται για «Τα κέφια της Λιζέττας» σε μουσική κι ενορχηστρωτική επιμέλεια του ανθρώπου που την έβαλε στη δισκογραφία, του Τάκη Σούκα. Ένα πολύ καλό άλμπουμ με εξαιρετικές ερμηνείες, που ωστόσο δεν «πήγε» ιδιαίτερα εμπορικά…

Ποντιακά και λαϊκά

Την άνοιξη του 1985, η Λιζέττα Νικολάου θα συναντήσει τις ρίζες της, καθώς θα «ντύσει» με τη φωνή της τα ποντιακά τραγούδια που ακούγονται σε μια τηλεοπτική σειρά (ουσιαστικά ντοκιμαντέρ) στην τότε ΕΡΤ-1. Τίτλος της «Το μεγάλο χρέος», σε σενάριο του Δημήτρη Ιατρόπουλου και θέμα της, η ιστορία της ποντιακής φυλής μέσα από ένα οδοιπορικό στον μαρτυρικό Πόντο.

Σχεδόν ταυτόχρονα, θα κυκλοφορήσει από την τότε MINOS και ο δίσκος «Ποντιακά τραγούδια (Το μεγάλο χρέος)», με ορισμένα από τα τραγούδια που έλεγε στην εν λόγω σειρά, σε μουσική επιμέλεια δική της και του Ιατρόπουλου και την ίδια ντυμένη με παραδοσιακή ποντιακή στολή στο εξώφυλλο. Οι ερμηνείες της άνευ σχολιασμού…

Το 1986 θα συνεργαστεί με τον Αλέκο Χρυσοβέργη (μουσική) και τον Σπύρο Γιατρά (στίχοι) στο άλμπουμ «Έτσι χάνονται οι αγάπες», που περιλαμβάνει ορισμένα πολύ ωραία λαϊκά κομμάτια («Έρωτά μου θάνατε» -εξαιρετικό ζεϊμπέκικο, το ομότιτλο κ.α.), τα οποία όμως δεν ακούστηκαν σχεδόν καθόλου. Αυτός θα είναι και ο τελευταίος δίσκος της στην τότε Columbia, μετά από 14 χρόνια συνεργασίας.

Η επόμενη δουλειά της θα κυκλοφορήσει το 1989, με την ετικέτα της WEA (WARNER) και τίτλο «Θέλω ν’ αντισταθώ», εξ ολοκλήρου σε μουσική του Τάκη Σούκα. Και σ’ αυτήν υπάρχουν ορισμένα καλά τραγούδια, όπως τα «Δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι», «Σε παιχνίδι φτιαχτό» (θυμάμαι να το ακούω αρκετά στο ραδιόφωνο εκείνη την εποχή) και το ντουέτο με τον Δημήτρη Κοντολάζο «Για σένα είμαι εγώ, για σένα».

Η τελευταία εικοσαετία

Και φτάνουμε στο 1990, όπου η Νικολάου εμφανίζεται στο εξώφυλλο του νέου της δίσκου με πιο «μοντέρνο» στυλ και στο ίδιο ύφος είναι και ορισμένα από τα τραγούδια που περιλαμβάνονται σ’ αυτόν. Τίτλος, «Νυχτερινοί έρωτες» σε μουσική Χρήστου Νικολόπουλου, Στέλιου Φωτιάδη και Θόδωρου Παπαδόπουλου και θυμάμαι ότι τότε στα ιδιωτικά ραδιόφωνα που μόλις είχαν κάνει την εμφάνισή τους, ακουγόταν πολύ το «Μηχανή χωρίς φρένα».

Δυο χρόνια μετά (1992), θα ηχογραφήσει άλλο ένα άλμπουμ με ποντιακά τραγούδια -το «Τέρεν μάνα πώς χορεύω»- κι από εκεί και πέρα, η παρουσία της στη δισκογραφία θ’ αραιώσει αισθητά. Πέρα από κάποιες συμμετοχές σε δίσκους συναδέλφων της, δε θα κυκλοφορήσει προσωπική δουλειά μέχρι το 1999, όταν θα ηχογραφήσει το άλμπουμ «Είμαι εδώ», με χαρακτηριστικό τίτλο και τραγούδια κυρίως του Στέλιου Ρόκκου, αλλά κι ένα του Παντελή Θαλασσινού. Καλή προσπάθεια, αλλά πώς να σταθεί μέσα στο συρφετό των «σκουπιδιών» που ήδη είχε αρχίσει να κατακλύζει την ελληνική μουσική…

Έκτοτε και μέχρι σήμερα, παραμένει μακριά από τη δισκογραφία. Ωστόσο, συνεχίζει να τραγουδά κατά καιρούς σε μουσικές σκηνές και κάνει πολύ λίγες κι επιλεκτικές εμφανίσεις στην τηλεόραση. Άλλωστε, ουδέποτε επεδίωξε την προβολή της μέσω των ΜΜΕ και πάντα έκανε «αθόρυβα» τη δουλειά της όσο καλύτερα μπορούσε…

Αυτή λοιπόν είναι η ως τώρα πορεία της Λιζέττας Νικολάου με τη σεμνή παρουσία και την υπέροχη φωνή. Ωστόσο, έχει μπροστά της ακόμη αρκετά χρόνια ώστε να συνεχίσει να προσφέρει τις τόσο πολύτιμες υπηρεσίες της στο καλό ελληνικό τραγούδι, που έχει και τη δική της ανάγκη για να μπορέσει να σταθεί όρθιο…

———————

***Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Φίλε Τάσο
    συγχαρητήρια, εξαιρετικό το άρθρο/αφιέρωμα σου για την αγαπημένη Λιζέττα Νικολάου.
    Με την ευκαιρία θα σε παρακαλούσα να μού θυμίσεις (σε εμένα και στην υπόλοιπη παρέα μου των 70άρηδων)πού ακριβώς βρισκόταν το ARIGATO (των αφών Κουτσιλίνη ήταν?).
    Εάν βέβαια μας θύμιζες και ποια night clubs της δεκαετίας του ’60 βρισκόταν στο Καραμπουρνάκι, Αρετσού, Νέα κρήνη, Καλαμαριά, εε τότε θα σού στήναμε αδριάντα.
    Χίλια ευχαριστώ εκ των προτέρων και εύχομαι πάντα επιτυχίες !
    με φιλικούς χαιρετισμούς
    Χρήστος Γιαννουλάκης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here