Γράφει ο Γιάννης Τσούμαλης
Φωτογραφίες: Ματίνα Φουντούλη

Μιχάλης Σουγιουλτζόγλου; Τον γνωρίζετε; Το «Σουγιούλ», όπως εδραιώθηκε καλλιτεχνικά, σας θυμίζει κάτι; Αν όχι, για αρχή ας πω ότι είναι συνθέτης αρκετών γνωστών ελληνικών τραγουδιών όπως: «Ασ’ τα τα μαλλάκια σου», «Κάτι με τραβά κοντά σου», «Ο μήνας έχει εννιά», «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά», «Μας χωρίζει ο πόλεμος», «Άρχισαν τα όργανα», «Απόψε το κορίτσι θέλει θάλασσα», «Το τραμ το τελευταίο», «Μια ζωή την έχουμε», «Αδύνατον να κοιμηθώ», «Άλα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα», «Άσε τον παλιόκοσμο να λέει», «Μονά – Ζυγά», «Άτιμη Τύχη», «Σβήστε με απ’ τον χάρτη» και πάρα πολλά άλλα. Έχει γράψει και το «Ας ερχόσουν για λίγο», με το οποίο τιτλοφορείται η παράσταση που είναι αφιερωμένη σε αυτόν και παίζεται στο «ΘΕΑΤΡΟΝ» του κέντρου πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», σε ευρηματική, εξαιρετική και προσεγμένη σκηνοθεσία και κείμενα του Δημήτρη Μαλισσόβα, σε μουσική διεύθυνση μιας, άλλοτε ξεσηκωτικής κι άλλοτε ταξιδιάρικης, ορχήστρας υπό τον Γιάννη Παπαζαχαριάκη κι έναν ταλαντούχο θίασο με επικεφαλής τον Γιάννη Μπέζο, την Τάνια Τρύπη και την Ευρυδίκη.

as_erxosoun_gia_ligo_theater_2016_03_016

Όλοι ετούτοι είναι μαζί, για να τιμήσουν έναν καλλιτέχνη που ίσως δεν γνωρίζει σήμερα το ευρύ κοινό, μα η ζωή του, ο τρόπος που έβλεπε τα πράγματα, αλλά φυσικά και το ταλέντο του εμπνέουν και άθελα δείχνουν τι πρέπει να κοιτάμε στην ομίχλη του καιρού μας. Γεννημένος στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1906 και ύστερα «ξαναγεννημένος» το 1922 στην πολυαγαπημένη του Αθήνα (όπου ήρθαν με την οικογένειά του έξι μήνες πριν την καταστροφή), προερχόμενος από μια εύπορη οικογένεια δερματέμπορων, ανάμεσα στους ήχους των βαλς, του Charleston, των tango, αλλά και στα σμυρνέικα τραγούδια των δρόμων, αποφάσισε να γίνει ένας «κοινός παιχνιδάτορας». Αγαπούσε, χώριζε, πονούσε, μέθαγε, έβλεπε τις πληγές και τις ομορφιές της Αθήνας και της Ελλάδας που τόσο αγαπούσε και τα έκανε τραγούδι. Άλλοτε του βγαίνανε παιχνιδιάρικα tango ή samba, -καθώς ήταν πιστός στο «ευρωπαϊκό τραγούδι» όπως ονομαζόταν η ελαφρά μουσική της εποχής- κι άλλοτε χασάπικα και ζεϊμπέκικα, ακόμα και πατριωτικά άσματα. Είχε ήχους μέσα του γραμμένους από τα παιδικά του χρόνια. Φιλίες και συνεργασίες με πολλούς καλλιτέχνες της εποχής, επιτυχία και εμφανίσεις στα πιο σπουδαία νυχτερινά κέντρα και θέατρα και τακτική δισκογραφία.


Πώς θα χωρέσει μια τόσο γεμάτη ζωή, τόσα τραγούδια, τόσες ανέκδοτες ιστορίες, τόσοι σπουδαίοι άνθρωποι σε ένα δίωρο πάνω σε μία σκηνή; Στοίχημα. Αναμφισβήτητα το κέρδισαν. Ο Γιάννης Μπέζος μεστός και απολαυστικός τόσο στον λόγο του, όσο και στις ζωηρές σιωπές του. Η Τάνια Τρύπη αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι το είδος του μουσικού θεάτρου το έχει ημερέψει, ενώ η Ευρυδίκη μας αφήνει συγκινημένους με την τόσο θεατρική ερμηνεία των τραγουδιών, που λέει. Βέβαια, αν οι τρεις τους δεν πλαισιώνονταν από αυτόν τον εξαιρετικό θίασο, που καταθέτει ψυχή πάνω στο σανίδι, αλλά και από τους χορευτές, που είναι συστατικό της ατμόσφαιρας του έργου, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν καλλιτεχνικά τόσο άρτιο.


Ο ροζ φωτισμός του βαλς εναλλάσσεται με το ψυχρό φωτισμό ενός χασάπικου, το παράπονο δίνει τη θέση του στη χαρά κι αντίστροφα, ο έρωτας κι ο χωρισμός, η πατρίδα και ο πόνος, τα καλαμπούρια και οι σπουδαίοι άνθρωποι στην απλότητά τους, τα πούπουλα και τα πολύχρωμα φορέματα αλλάζουν με τα ρούχα της καθημερινότητας εκείνων των ανθρώπων. Ζούμε τη μεθυσμένη νύχτα, αλλά και την ημέρα που γελά με τα νυχτερινά καμώματα, ακούμε φράσεις οδοδείκτες για το σήμερα, θυμόμαστε από τι είναι φτιαγμένη η Ελλάδα και οι αυθεντικοί άνθρωποί της.


Και τι μένει; Η αίσθηση περίεργη. Πού πήγε άραγε το τόσο κέφι; Έχουμε ακόμα τόσο ζωή μέσα μας σαν συλλογική οντότητα, αλλά και ως ξεχωριστές οντότητες; Προς απάντηση, λοιπόν, ας αναφερθεί ότι ο Σουγιούλ ανεδείχθη στο μεσοπόλεμο και σημείωσε τη μεγαλύτερή του επιτυχία την περίοδο της κατοχής. Δεν το έβαλε κάτω, αλλά μαζί με άλλους πεισματάρηδες δημιουργούσαν και τολμούσαν κι ο κόσμος αυτό τους το αναγνώρισε. Χόρευε, λοιπόν, και τότε ο κόσμος, αγαπούσε, χαιρόταν, χώριζε, πονούσε κι όλα αυτά τα έκανε τραγούδι. Τότε τους έλαχε να γεννηθούν κι έπρεπε να ζήσουν. Και έπρεπε να ζήσουν καλά, όπως ήθελαν, γιατί «μια ζωή την έχουμε». Οπότε «περπάτα να προλάβουμε το τραμ το τελευταίο»… κι ας πάνε άλλοι με ταξάρες!

as_erxosoun_gia_ligo_theater_2016_03_017

Δείτε περισσότερες αποκλειστικές φωτογραφίες του Music Corner από την παράσταση…

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here