Γράφει η Μαρία Αβραμίδου

Το νέο του θανάτου του έφτασε ένα πολύ ζεστό και κάπως παράταιρα ηλιόλουστο πρωινό Κυριακής. Ίσως πάλι έτσι να ταίριαζε να είναι το φευγιό του: γεμάτο Φως –σαν αυτό που λούζει το Αιγαίο και το νησί που γεννήθηκε, τη Σύρο, σαν το φως με το οποίο γέμισε τις ζωές μας και, κυρίως, σαν το φως που σπίθιζε μέσα στα μάτια του.

Δεν είχα την χαρά και την τιμή να γνωρίζω προσωπικά τον Μάνο Ελευθερίου –είχαμε απλώς βρεθεί αρκετές φορές στον ίδιο χώρο, σε συναυλίες και παραστάσεις. Και μετά από τα τόσα κείμενα που έχουν γραφτεί γι’ αυτόν από ανθρώπους που τον γνώριζαν, τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν, ίσως το δικό μου να περιττεύει. Ένιωσα, ωστόσο, την ανάγκη να το γράψω.

interview_manos_eleftheriou_2012_11_02

Η πρώτη φορά που γνώρισα τραγούδι του ήταν απ’ τη φωνή της Άλκηστης Πρωτοψάλτη και θυμάμαι ακόμη τη χαρά μου κάθε φορά που τραγουδούσαμε σε σχολικές γιορτές το «Θα Σε Ξανάβρω στους Μπαξέδες». Ακολούθησαν δημιουργίες του σε μουσική του αξέχαστου Σταύρου Κουγιουμτζή, που ακούγαμε οικογενειακώς σχεδόν καθημερινά σε κασέτες. Όμως η καθοριστικότερη συνάντησή μας ήταν όταν άκουσα για πρώτη φορά το «Κάτω απ’ τη Μαρκίζα». Μπορεί ουδείς να ενδιαφέρεται για το εάν ένα παιδί, που τότε ακόμη πήγαινε Δημοτικό, ένιωσε ξαφνικά ν’ ανατριχιάζει σαν να το μούσκευαν ώς το κόκκαλο οι σταγόνες σ’ εκείνο το τοπίο της βροχής… Κι όμως έτσι έγινε. Κι όπως τότε με συγκίνησε βαθιά, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνω τί λέει, εκείνο το τραγούδι, με τη μαγική μελωδία του Γιάννη Σπανού στο πιάνο και την ασύλληπτη ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού, έτσι με κάνει να βουρκώνω κάθε φορά που το ακούω μέχρι σήμερα –για εντελώς διαφορετικούς πλέον λόγους… Το ίδιο κατάφερε, χρόνια μετά, και «Ο Άμλετ της Σελήνης» του…

Κι αν όντως είμαστε φτωχότεροι και τα τραγούδια μας θα έχουν για καιρό ακόμη Παραπονεμένα λόγια, από τα ξημερώματα της Κυριακής, 22 Ιουλίου, που ο Κύριος Μάνος –διότι κάποιοι σπάνιοι άνθρωποι, αν και εκλιπόντες, ουδέποτε χάνουν αυτόν τον τίτλο με το δίκαιο κεφαλαίο του μπροστά– ολοκλήρωσε το Σεργιάνι του στον Κόσμο αυτόν, η αλήθεια είναι άλλη. Ναι, ο κόσμος μας –και ιδίως ο κόσμος των δικών του ανθρώπων– είναι φτωχότερος εξαιτίας της απουσίας του. Όμως όλοι εμείς και ο Πολιτισμός μας είναι –και θα παραμείνουν– πλουσιότεροι, χάρη στο έργο και την προσωπικότητα του Μάνου Ελευθερίου. Ενός ανθρώπου αληθινά σεμνού, με χιούμορ, με ευγένεια και ήθος, ο οποίος προσέγγιζε με υποστήριξη και πολλή αγάπη ειδικά τους νέους καλλιτέχνες και έμενε μακριά από ταμπέλες, αφορισμούς και «στεγανά». Όλα του τα χαρίσματα αυτά ήταν εμφανή ακόμη κι αν απλώς διάβαζες ή παρακολουθούσες κάποια συνέντευξή του ή αν τον άκουγες να μιλά στο ραδιόφωνο.

Το μυαλό και η καρδιά του –να ξέρετε, ένα όργανο είναι αυτά όταν συντονίζονται, απλώς λειτουργούν με τρόπο διαφορετικό– μάς χάρισαν μέσα από τα κείμενά του αμέτρητα δώρα και συναισθήματα ανεκτίμητα. Η Ποίησή του, προικισμένη με βαθιά νοήματα, πάντοτε μέσα στην απλότητά της, είχε την ευτυχία να γνωρίσει υπέροχες μελοποιήσεις, σπουδαίες ερμηνείες, να φθάσει στα χείλη του κόσμου και να αγγίξει τις καρδιές όλων. Πρωτίστως δε, ευλογήθηκε να πραγματοποιήσει αυτό που μόνο η αληθινά Υψηλή Τέχνη μπορεί: να μιλήσει ουσιαστικά κι απλά για την ανθρώπινη ύπαρξη και να προσφέρει Ανάσα με το Φως της –ειδικά στους απελπισμένους. Γι’ αυτό και το «αντίδωρο» που μπορούμε –και οφείλουμε– να προσφέρουμε όλοι εμείς στον σπουδαίο μας ποιητή είναι να τον θυμόμαστε, να τον τραγουδάμε και, πάνω απ’ όλα, να ασπαζόμαστε το Ήθος του με τις καθημερινές μας επιλογές και πράξεις.

Πείτε με ιδεαλίστρια και ρομαντική, όμως πιστεύω πως είμαστε πιο πλούσιοι κι αληθινά τυχεροί που ζήσαμε στα Χρόνια του Μάνου Ελευθερίου, διαβάζοντας, ακούγοντας και τραγουδώντας τα Λόγια του. Λόγια που είναι ικανά να εμπνεύσουν τον Ποιητή, τον Καλλιτέχνη, τον Άνθρωπο που υπάρχει μέσα στον καθέναν από εμάς να ανακαλύψει το Φως μέσα στα σκοτάδια εντός του, να ντύσει με αυτό τον εαυτό του κι έπειτα να το σκορπίσει απλόχερα στον κόσμο.

Απ’ το κακό και τ’ άδικο διωγμένο
κι όπως ενήστευες τη δίκοπη ζωή,
σε βρήκα ξαφνικά σημαδεμένο
να σ’ έχει ο κάτω κόσμος ξεγραμμένο
κι ο πάνω κόσμος να ‘ναι οι τροχοί
που σ’ έχουν στα στενά κυνηγημένο…

Και πήρες του καιρού τ’ αλφαβητάρι
και της αγάπης λόγια φυλαχτό,
για να βρει πάλι ρίζα το χορτάρι
και πήρες την ελπίδα και τη χάρη,
ψηλά να πας να χτίσεις κιβωτό
με την ελπίδα μόνο και τη χάρη…

Μα πώς να μην ξεχάσεις την αυλή σου
και την παλιά τη γνώμη καθενός,
όσους κρυφά περπάτησαν μαζί σου
να σημαδεύουν πάλι τη ζωή σου
και να ‘σαι το πουλί κι ο κυνηγός
στις μαύρες λαγκαδιές του παραδείσου…

Κρυφά και φανερά σ’ ακολουθούνε
οι συμμορίες κι οι βασανιστές
και ψάχνουν μέρα – νύχτα να σε βρούνε,
μα δεν υπάρχει δρόμος να διαβούνε
γιατί ποτέ δεν ήταν ποιητές,
το χώμα που πατούν να προσκυνούνε…

Καλό ταξίδι κι ένα τεράστιο ευχαριστώ, Κύριε Μάνο…

eleftheriou_manos_2015_01_01

————————————-

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here