Γράφει ο Δημήτρης Κονιδάρης

Σαν σήμερα πριν 39 χρόνια, άφησε την τελευταία του πνοή ο Νίκος Ξυλούρης (7/7/1936-8/2/1980), ένας από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές, ανεξαρτήτως είδους, που γνώρισε η πατρίδα μας. Η αλήθεια είναι ότι πριν το σημερινό αφιέρωμα προβληματίστηκα   για το θέμα που θα καταπιανόμουν: θα ήταν σε κάποιο έργο του Γιάννη Μαρκόπουλου, του Σταύρου Ξαρχάκου, του προσφάτως αποθανόντος Χριστόδουλου Χάλαρη, του Λίνου  Κόκκοτου, του Λουκά Θάνου ή στα κατεξοχήν Κρητικά; Τελικά αποφάσισα να κινηθώ με καθαρά υποκειμενικά και συναισθηματικά κριτήρια αναφέροντας κάποιες κρίσεις και σκέψεις για τον τραγουδιστή αυτόν που σημάδεψε όσο ελάχιστοι το ελληνικό τραγούδι.

Καταρχάς είναι αναμφισβήτητο ότι ο Ξυλούρης αγαπήθηκε σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο από τους Κρητικούς αλλά και από όλους τους Έλληνες που βρίσκονται είτε εντός των συνόρων της χώρας μας είτε σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ακολούθησε μια πορεία μυθιστορηματική  ερμηνεύοντας σε πρώτη φάση τραγούδια από την ιδιαίτερη πατρίδα του και  στη συνέχεια απέδωσε  με απαράμιλλο τρόπο μουσική κορυφαίων συνθετών και στίχους των μεγαλύτερων ποιητών του τόπου μας. Η φωνή του ξέφυγε από τα όρια της Κρήτης και αγκάλιασε ολάκερη την Ελλάδα αφήνοντας ένα στίγμα τόσο δυνατό που ακόμα και τώρα ηχεί εκκωφαντικά στις καρδιές μας.

Κατά τα πρώτα του βήματα,  στα πανηγύρια και πάσης φύσεως γλέντια, ο Ψαρονίκος (όπως ήταν γνωστός) έπαιζε με τη λύρα του  ξενόφερτα τραγούδια,  που ήταν της μόδας στη δεκαετία του 1950, ενσωματώνοντας σταδιακά και κάποια κρητικά. Με το πέρασμα του χρόνου προσπαθούσε να εντάξει στο πρόγραμμά του πιο πολλά  παραδοσιακά της Κρήτης και ο  κόσμος ανταποκρινόταν ολοένα και περισσότερο. Κατ’  αυτόν τον τρόπο άλλαζε βαθμιαία το ρεπερτόριό του  βγάζοντας στην επιφάνεια τα τραγούδια της πολύπαθης ιδιαίτερης πατρίδας του. Σιγά σιγά ο Ξυλούρης άρχισε να γίνεται πολύ γνωστός σε όλη την Κρήτη αφού πέρα από εξαίρετος λυράρης, τραγουδούσε πανέμορφα με το χαρακτηριστικό κρητικό ιδίωμα. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960 είχε εντοπιστεί από τον ισχυρό άνδρα της COLUMBIA Τάκη Β. Λαμπρόπουλο ο οποίος τον προόριζε για έντεχνα κομμάτια έχοντας εντυπωσιαστεί από τη φωνή του.

Έτσι ξεκίνησε μια μυθική πορεία αρχικά με τον περίφημο δίσκο «Χρονικό» του Γιάννη Μαρκόπουλου σε στίχους Κ. Μύρη (Κώστα Γεωργουσόπουλου). Ακολούθησαν μεταξύ άλλων:

  • τα περίφημα «Ριζίτικα» με την ενορχήστρωση του Μαρκόπουλου,
  • η «Ιθαγένεια», «Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους», το «Διάλειμμα», τα «Ανεξάρτητα» του Γ. Μαρκόπουλου,
  • «Διόνυσε καλοκαίρι μας», «Κομμέντια», «Συλλογή», «Η συμφωνία της Γιάλτας και της πικρής αγάπης τα τραγούδια», «Ο μυστικός ο δείπνος» του Σταύρου Ξαρχάκου
  • «Τροπικός της Παρθένου» και «Ακολουθία» του Χριστόδουλου Χάλαρη
  • «Κύκλος Σεφέρη» του Ηλία Ανδριόπουλου
  • «Παραστάσεις» του Χρήστου Λεοντή
  • «Τα Αντιπολεμικά» του Λίνου Κόκκοτου
  • «Σάλπισμα» του Λουκά Θάνου

Φυσικά  το «Το μεγάλο μας τσίρκο» του Σταύρου Ξαρχάκου, το «Καπνισμένο τσουκάλι» του Χρήστου Λεοντή και  «Οι  Ελεύθεροι πολιορκημένοι» του Γιάννη Μαρκόπουλου κατέχουν περίοπτη θέση (σ.σ. τα συναισθηματική κριτήρια που προαναφέρθηκαν).

Με τις συγκλονιστικές ερμηνείες του στα ανωτέρω έργα, που αποτελούν μερικά από το σύνολο της δισκογραφικής του δουλειάς, κέρδισε την αναγνώριση και την εκτίμηση όλων των Ελλήνων σφραγίζοντας με μοναδικό τρόπο όχι μόνο την εποχή του αλλά και τις επόμενες γενιές.  Η φωνή του με το εκπληκτικό ηχόχρωμα, βγαλμένη από τα βάθη της αρχέγονης κρητικής παράδοσης, συγκινούσε σε δυσθεώρητο βαθμό τους Έλληνες και προσέδιδε  σε κάθε τραγούδι ένα ξεχωριστό χαρακτήρα. Ελάχιστοι είναι οι τραγουδιστές με τόσο πλατιά αποδοχή που είχαν αυτή τη σπανιότατη και ζηλευτή ικανότητα να μεταδίδουν το νόημα  ενός κομματιού με τόσο άμεσο και ζωντανό τρόπο. Ο Αρχάγγελος της Κρήτης με τις ανεπανάληπτες ερμηνείες του δεν άφηνε τον παραμικρό ενδοιασμό στους τυχερούς ακροατές ότι όλα τα τραγούδια που ερμήνευσε γράφτηκαν ειδικά για τη φωνή του. Τα έκανε κτήμα του και τα μεταλαμπάδευε σε όλη την Ελλάδα επιτυγχάνοντας να δημιουργήσει έναν άρρηκτο δεσμό με τις ψυχές των ομιλούντων την Ελληνική γλώσσα και όχι μόνο.

Η λεβεντιά του, η περηφάνια του,  η αυθεντικότητά του, το πάθος του για τη μουσική και η αγάπη του για το γνήσιο παραδοσιακό τραγούδι συν τα μοναδικά μουσικά προσόντα της θείας φωνής του κατάφεραν κάτι σχεδόν αδύνατο: να κάνουν τον ακροατή να θεωρεί ή, μάλλον, να πιστεύει ότι ο Ψαρονίκος ήταν παρών στα γεγονότα που περιγράφουν οι στίχοι των τραγουδιών. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον «Ξεριζωμό»  από «Το μεγάλο μας τσίρκο» όπου η ερμηνεία του είναι τόσο πειστική σαν να βρίσκεται σε κάποιο σημείο της Μικράς Ασίας ή, ακόμα και στην προκυμαία της Σμύρνης, θρηνολογώντας για τη μεγάλη συμφορά του Ελληνισμού. Στο θρυλικό «Γίγαντα» από το «Χρονικό» σε κάνει να νομίζεις ότι βρίσκεται κάπου στον Καύκασο και παρακολουθεί ιδίοις όμμασι το δράμα του Τιτάνα Προμηθέα που έδωσε τη φωτιά στους ανθρώπους (ασκέρι) και τιμωρήθηκε βάναυσα από τον Δία.  Μα και στο Καπνισμένο τσουκάλι, στην καλύτερη στιγμή της Ελληνικής μουσικής κατά τον ίδιο, οι ερμηνείες του είναι τόσο δυνατές που ξεπερνούν και τον πλέον ευφάνταστο νου. Π.χ. στο «Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν» δίνει την εντύπωση ότι είναι στην εξορία μαζί με τον εμβληματικό ποιητή Γιάννη Ρίτσο, που έγραψε τους στίχους, στο Κοντοπούλι της Λήμνου και τραγουδά με νότες αισιοδοξίας  παρά το φόβο του επικείμενου θανάτου. Στο «Κι όχι να πείτε» η εικόνα που έρχεται κατευθείαν στο μυαλό είναι αυτή με τον ίδιο τον  Ξυλούρη να φορά  χειροπέδες.  Στους  Ελεύθερους πολιορκημένους και συγκεκριμένα στη «Μητέρα μεγαλόψυχη» δίνει τη βεβαιότητα ότι ο τραγουδιστής είναι ο ίδιος ο ποιητής που έχει το προνόμιο να συνομιλεί με τη μητέρα πατρίδα ενώ «Στα μάτια και στο πρόσωπο» βλέπει τους στοχασμούς των πολιορκούμενων σαν να βρίσκεται δίπλα τους μέσα στην Ιερή Πόλη του Μεσολογγίου.

Στις «Παραστάσεις» του Λεοντή και στο «Ο ήλιος εβασίλεψε» νιώθουμε ότι ακούμε τον ίδιο το στρατηγό Μακρυγιάννη να τραγουδά και να θρηνεί για τα χαμένα παλληκάρια ενώ στο «Θούριο»  φανταζόμαστε  ότι η φωνή του Ρήγα έρχεται από το 18ο αιώνα κατευθείαν στον 20ο   μέσω του χρυσού λαρυγγιού του Ξυλούρη.  Φυσικά τα παραδείγματα από τα αριστουργηματικά κομμάτια που έχει τραγουδήσει είναι πάρα πολλά αλλά δεν θα μπορούσε να λείπει μια αναφορά στο «Έβαλε ο Θεός σημάδι» που προκαλεί ρίγη ανατριχίλας αφού, τελικά, ο ίδιος ο θρυλικός λυράρης και ερμηνευτής ήταν το παλληκάρι που ταξίδεψε στον Άδη λίγα χρόνια αργότερα.

Συμπερασματικά ο Αρχάγγελος της Κρήτης με το σπάνιο ύφος του και την Κρητική, Δημοτική, Βυζαντινή και, πάνω απ’ όλα, Ελληνική φωνή του, περιγράφει την ιστορία του Ελληνισμού διαμέσου των αιώνων με τέτοια εκφραστικότητα και μελωδικότητα που «αναγκάζει» τον ακροατή να ταυτιστεί μαζί του και να τον αγαπήσει με πάθος. Με κάθε συλλαβή που ακουγόταν  από τα χείλη του  ήταν ηλίου φαεινότερο ότι έκανε κατάθεση της ψυχής του και γι’ αυτό έδινε στα τραγούδια αυτή την πνοή. Παρόλο που η μόρφωσή του ήταν επιπέδου δημοτικού, είχε τεράστια παιδεία που με την  υψηλότατη καλλιτεχνική ευφυΐα του, το αλάνθαστο ένστικτό του και τη σκληρή προσπάθειά του  συν βέβαια την ουράνια φωνή του έδωσαν πολλά από τα πιο  σπουδαία και εκρηκτικά δείγματα μουσικής δημιουργίας στον τόπο μας. Γι’ αυτό και κατάφερε να εκφέρει με τέτοια επιτυχία στίχους των μεγαλύτερων ποιητών της πατρίδας μας, κάτι που είχε πετύχει την προηγούμενη δεκαετία ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης όταν ο Μίκης Θεοδωράκης ξεκινούσε τον τιτάνιο αγώνα προς τη μελοποιημένη ποίηση.

Θα ήταν μάλλον σοβαρή παράλειψη αν δεν αναφέραμε ποια ήταν η άποψη του Μπιθικώτση για τον Ξυλούρη όπως τη διατύπωσε στην αυτοβιογραφία του: «Από τους τραγουδιστές ένας που μου άρεσε ιδιαίτερα ήταν ο Νίκος Ξυλούρης. Η φωνή του έμοιαζε σαν κάποιος να χτυπούσε μια πέτρα σ’ έναν μαρμάρινο βράχο ανάμεσα σε δυο δρυμούς και ο ήχος που έβγαινε να ερχόταν στην πόλη, στα αυτιά σου. Αυτή τη φωνή, την πέτρινη, είχε ο Νίκος Ξυλούρης. Αξεπέραστος τραγουδιστής. Αξεπέραστος. Ακόμα και τώρα που μιλάω για εκείνον έχω τον πέτρινο ήχο της φωνής του στ’ αυτιά μου». Καταφανώς η άποψη ενός κορυφαίου για έναν άλλο κορυφαίο αποκτά βαρύνουσα σημασία και προφανώς τα λόγια των υπολοίπων κοινών θνητών μάλλον περιττεύουν.

Με λίγα λόγια ο Ξυλούρης επιτυγχάνει με τις απίστευτες ερμηνείες του να δημιουργήσει ολοζώντανες εικόνες που εντυπώνονται στη μνήμη του κάθε ακροατή. Ίσως γι’ αυτό  η δημοτικότητά του και η αναγνωρισιμότητά του εκτοξεύτηκαν στα ύψη  και είναι  αδύνατον να σταθεί αδιάφορα κάποιος απέναντι στη φωνή του. Οι ερμηνείες του ακόμα και τώρα συγκινούν βαθύτατα και χαρακτηρίζονται ως κλασικές και μη προσεγγίσιμες από άλλους καλλιτέχνες. Σε κάθε περίπτωση η κληρονομιά του Νίκου Ξυλούρη είναι ανεκτίμητη αφού υπήρξε συγκοινωνούν δοχείο για να φθάσουν στο λαό μεγαλειώδη έργα που ανήκουν στα λαμπρότερα δημιουργήματα του Ελληνικού Πολιτισμού. Το να λέμε ότι ο Ξυλούρης θα μείνει αθάνατος στο διάβα των επόμενων ετών είναι μάλλον αυτονόητο γιατί η φωνή του και το ήθος του είναι εντελώς αναγκαία στοιχεία για ένα σωστό ταξίδι στον κόσμο της Ελληνικής μουσικής.

Νίκο Ξυλούρη, θα είμαστε πάντοτε ευγνώμονες για όσα μας χάρισες.

 —————

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here