afierwmeno_eksairetika_logo_500x100Γράφει ο Τάσος Κριτσιώλης

 

 

“Η σημασία αυτής της στήλης του musiccorner είναι ακριβώς ότι λέει ο τίτλος της: “Αφιερωμένη εξαιρετικά” σε ανθρώπους που προσέφεραν στο ελληνικό τραγούδι, αλλά μένοντας ηθελημένα στην “οπισθοφυλακή” και χωρίς ποτέ να ζητήσουν κάτι περισσότερο από το να κάνουν αυτό που αγαπούσαν.

Η δουλειά τους περιορίστηκε στην πίστα, στο στούντιο, στη γραφή μουσικής και στίχου και πουθενά αλλού. Άλλοι έκαναν μεγάλη επιτυχία, άλλοι μικρότερη. Άλλοι συνεχίζουν την πορεία τους και παλεύουν, άλλοι έχουν αποχωρήσει. Άλλοι έχουν φύγει από τη ζωή.

Όμως, όλοι τους ανεξαιρέτως έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στην ελληνική μουσική σκηνή και δικαιούνται αυτό που τους προσφέρουμε: Μια γωνιά “αφιερωμένη εξαιρετικά”…!

———————————————————– 

Η σχέση τους, ξεκίνησε όπως εκείνη του πατέρα με το γιο. Ολοκληρώθηκε στις δικαστικές αίθουσες και με θλιβερούς χαρακτηρισμούς, υπό το βλέμμα των αδηφάγων τηλεοπτικών συνεργείων. Όμως, τα 47 τραγούδια που τους ένωσαν στα σχεδόν τριάντα χρόνια που μεσολάβησαν από το πρώτο ως το τελευταίο, είναι πιο δυνατά και από τους νόμους, και από τις ανθρώπινες αδυναμίες, και από τις πικρίες. Κυρίες και κύριοι, σας παρουσιάζουμε την κοινή πορεία του Στέλιου Καζαντζίδη και του Χρήστου Νικολόπουλου…

kazantzidis_nikolopoulos

Ο ένας, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ήταν ο απόλυτος άρχοντας του λαϊκού τραγουδιού. Ο άλλος, ένα νεαρό παιδί με μεγάλο ταλέντο στο μπουζούκι, που έψαχνε να βρει την τύχη του στην Αθήνα. Και πράγματι, εκείνη του χαμογέλασε πλατιά, στέλνοντάς τον για ακρόαση στον υπ’ αριθμόν ένα τραγουδιστή της Ελλάδας. Δε χρειάστηκε πολύς χρόνος για ν’ αντιληφθεί ο Καζαντζίδης ότι μπροστά του είχε τον σολίστα που ήθελε. Τον πήρε μαζί του αμέσως κι έτσι, ο πιτσιρικάς Νικολόπουλος τον συνόδευε έκτοτε σε όλες τις «ζωντανές» εμφανίσεις του σε Ελλάδα κι εξωτερικό. Ήταν αληθινά σαν πατέρας με γιο…

Επιτυχία με την πρώτη…

Ο Χρήστος Νικολόπουλος εκτός από τις σπουδαίες ικανότητές του στο μπουζούκι, έκρυβε και μιαν ακατέργαστη δημιουργική φλέβα. Είχε αρχίσει σιγά-σιγά να γράφει κάποια τραγούδια κι όταν ο Στέλιος Καζαντζίδης το αντιλήφθηκε, του ζήτησε ν’ ακούσει ένα δείγμα.

Το αποτέλεσμα τον ενθουσίασε κι έτσι, το Δεκέμβριο του 1968 ηχογραφούνται τα πρώτα δύο κομμάτια που έφτιαξε ο συνθέτης για τη φωνή του ερμηνευτή. Το ένα είναι το πασίγνωστο και διαχρονικό «Νυχτερίδες κι αράχνες», ενώ στην άλλη πλευρά του 45αριού υπάρχει το «Δε μου ‘δειξαν λίγη στοργή», αμφότερα σε στίχους του μεγάλου κι αξέχαστου λαϊκού ποιητή Κώστα Βίρβου.

Ο τραγουδιστής εμφανίζεται στο δίσκο και ως συνδημιουργός των τραγουδιών ως προς το συνθετικό κομμάτι, κάτι που οφείλεται στον ίδιο το νεαρό συνθέτη, ο οποίος έτσι θέλησε να τιμήσει τον άνθρωπο που τον βοήθησε τόσο πολύ στα πρώτα βήματά του. Όμως, στην πορεία αυτό το γεγονός θ’ αποβεί μοιραίο για τις σχέσεις τους…

Από εκεί και πέρα, ο Νικολόπουλος μπήκε για τα καλά στο χώρο της μουσικής δημιουργίας και φυσικά, ο Καζαντζίδης δε θα μπορούσε να μην είναι ο κύριος ερμηνευτής των τραγουδιών του. Εκτός αυτού, παίζει μπουζούκι σχεδόν σε όλες τις ηχογραφήσεις του «Στελάρα» και ο ήχος του γίνεται πλέον γνώριμος σε όλους.

Το 1969, ο συνθέτης και πάλι με στίχους του Βίρβου θα δώσει στον ερμηνευτή τη «Θεατρίνα» που ακούστηκε πολύ, και τα σχετικά άγνωστα «Ο επισκέπτης» και «Κι αν δεν είσαι από τζάκι». Την ίδια χρονιά, με τη συμμετοχή του αείμνηστου στιχουργού Πυθαγόρα, σχηματίζεται για πρώτη φορά η «τριάδα» που την επόμενη εξαετία θα γράψει χρυσές σελίδες στο βιβλίο του λαϊκού τραγουδιού. Τότε, κυκλοφορούν και οι παρθενικές απόπειρες της «σύμπραξης» των τριών: «Άσε με να ζήσω μοναχός» και «Απόψε σ’ έχω στην αγκαλιά μου», με πολύ μεγάλη επιτυχία.

Είναι η περίοδος που ο Καζαντζίδης βρίσκεται σε (ακόμα μια…) κόντρα με τη MINOS κι αποφασίζει να ενταχθεί στη σχεδόν νεοσύστατη PHILIPS, όμως γρήγορα επιστρέφει στην εταιρεία Μάτσα, καθώς αποκαλύφθηκε ότι είχε υπογράψει διπλά συμβόλαια…

Η δεκαετία του ‘70

Το 1970, ο «Στελάρας» μπαίνει ίσως στη φωνητικά καλύτερη περίοδο της καριέρας του. Όμως, για ακόμη μια φορά ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του θα τον οδηγήσει στην απόφαση αποχής από τη δισκογραφία, η οποία θα διαρκέσει δύο χρόνια. Ωστόσο, θα προλάβει μέσα στη χρονιά να ηχογραφήσει οκτώ τραγούδια, που δύο εξ αυτών θα έχουνε τη συνθετική υπογραφή του Χρήστου Νικολόπουλου και τη στιχουργική του Πυθαγόρα: Το πασίγνωστο, διαχρονικό κι αγαπημένο «Αγριολούλουδο» και το «Φίλε μου καλέ».

Το φθινόπωρο του 1972, ο Στέλιος Καζαντζίδης θα επιστρέψει στο βινύλιο μετά από ένα διετές «διάλειμμα». Υπογράφει νέο συμβόλαιο με τη MINOS, το οποίο στα επόμενα χρόνια θ’ αποτελέσει το «μήλο της Έριδος» και αφορμή μιας έντονης διαμάχης των δύο πλευρών, που θα έχει ως αποτέλεσμα εκείνος να σταματήσει τις ηχογραφήσεις για μια συναπτή δωδεκαετία.

Τότε όμως (1972), αναγγέλλεται πανηγυρικά η κυκλοφορία του άλμπουμ «Γυρισμός», το οποίο γίνεται ανάρπαστο και «βγάζει» πολλές και μεγάλες επιτυχίες. Τέσσερις από αυτές, έχουν ως δημιουργούς την «τριανδρία»: «Την Παρασκευή το βράδυ», «Ο μπαρμπα-Γιάννης» (στη μνήμη του Γιάννη Παπαϊωάννου που είχε σκοτωθεί σε τροχαίο δυστύχημα τον Αύγουστο του ’72), «Η καρδιά μου ας όψεται» και «Γυρίζω απ’ τη νύχτα».

Η συνεργασία των τριών θα συνεχιστεί και το 1973, με έξι τραγούδια που θα κυκλοφορήσουνε σε τρία 45άρια: «Απ’ τα ψηλά πατώματα» (μεγάλο κι αδικημένο κομμάτι…), «Ο παρεξηγημένος», «Η αγάπη κι ο παράς», «Τώρα μη κλαις», «Ο ανεπιθύμητος» και «Πάει κι αυτός», το οποίο ακούστηκε περισσότερο απ’ όλα.

Και φτάνουμε στο 1974. Η στενή σχέση Καζαντζίδη-Νικολόπουλου περνά πλέον και σε συγγενικό επίπεδο, καθώς ο ερμηνευτής μαζί με τον Πυθαγόρα γίνονται νονοί του γιου του συνθέτη, του Βασίλη. Φυσικά, συνεχίζουνε και την κοινή επαγγελματική πορεία τους, βάζοντας τα θεμέλια του θρυλικού «Υπάρχω», με τέσσερα τραγούδια για δύο δισκάκια των 45 στροφών: «Λυπάμαι που σε χάνω», «Μετάνιωσες», «Μια γυναίκα έφυγε» και «Ξεκινήσαμε με όνειρα χρυσά»…

Η ώρα του «Υπάρχω»…

Το φθινόπωρο του 1975, ο Στέλιος Καζαντζίδης αποφασίζει να μπει στο στούντιο για την πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά του με το Χρήστο Νικολόπουλο και τον Πυθαγόρα. Ο συνθέτης κι ο στιχουργός γράφουν οκτώ καινούργια τραγούδια για τη φωνή του, τα οποία συνολικά γίνονται δώδεκα με την προσθήκη δύο που υπήρχαν ήδη από το 1974 («Μετάνιωσες», «Ξεκινήσαμε με όνειρα χρυσά»), του «Ποια είσαι συ» που είχε ερμηνεύσει σε πρώτη εκτέλεση ο Μπάμπης Τσετίνης το 1972 και του «Έφυγες μ’ έναν άλλονε» των Στέλιου Τατασόπουλου-Νίκου Ρούτσου, ένα παλιό κομμάτι που ο ίδιος ο ερμηνευτής θέλησε να περιλάβει στην καινούργια δουλειά του.

Έτσι, το Νοέμβριο του 1975 κυκλοφορεί ο δίσκος «Υπάρχω» κι από την πρώτη στιγμή γνωρίζει μεγαλειώδη καλλιτεχνική κι εμπορική επιτυχία. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ο Καζαντζίδης ξεπερνά ακόμη και τον ίδιο τον εαυτό του στο ερμηνευτικό μέρος, ενώ οι ενορχηστρώσεις και οι μουσικές του Νικολόπουλου είναι πραγματικές μοναδικές.

Δε νομίζω ότι χρειάζονται περισσότερα σχόλια, καθώς το άλμπουμ θεωρείται ως η «επιτομή» του λαϊκού τραγουδιού από το ’70 και μετά, ενώ τα κομμάτια που περιλαμβάνει δεν έχουνε σταματήσει ν’ ακούγονται μέχρι τις μέρες μας: «Κάτω απ’ το πουκάμισό μου», «Οι αισθηματίες», «Τι θέλεις από μένανε», «Άργησα να σε γνωρίσω» και φυσικά το μεγαλειώδες ομότιτλο…

Ξεχωριστή στιγμή, η τηλεοπτική εμφάνιση του ερμηνευτή την Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 1976 στην ΕΡΤ και στην εκπομπή «Λαϊκό τραγούδι», όπου παρουσίασε επτά από τα τραγούδια του δίσκου. Μαρτυρίες της εποχής, αναφέρουν ότι «νέκρωσε» όλη η Ελλάδα για να τον δει στην ασπρόμαυρη μικρή οθόνη…

Η σιωπή και το νέο «σμίξιμο»

Το «Υπάρχω» είναι η τελευταία δισκογραφική παρουσία του ερμηνευτή μέχρι το 1987. Η διαμάχη του με την εταιρεία γίνεται αντικείμενο έρευνας, σχολίων και συζητήσεων όχι μόνον από τους πολυπληθείς και φανατικούς θαυμαστές του, αλλά και από τα ΜΜΕ. Πόσα δε γράφτηκαν και δεν ειπώθηκαν επί μία και πλέον δεκαετία γι’ αυτή…

Όμως, το 1977 Καζαντζίδης και Νικολόπουλος ετοίμαζαν ένα καινούργιο δίσκο, με τίτλο «Γύφτος λαός», ενώ ο ερμηνευτής βρισκόταν ήδη στην Αμερική. Τα περισσότερα τραγούδια είχανε στίχους του Πυθαγόρα, ενώ τα υπόλοιπα της Μάρως Μπιζάνη και του Βαγγέλη Ατραΐδη. Μάλιστα, ένα από αυτά είχε ακουστεί ζωντανά στην εκπομπή που αναφέραμε παραπάνω («Νέα Ιωνία»).

Ωστόσο, τα προβλήματα του «Στελάρα» με τη MINOS αποδείχθηκαν αξεπέραστα κι έτσι, δυστυχώς το άλμπουμ έμεινε μόνον ως σχέδιο. Πάντως, ορισμένα από εκείνα τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν αργότερα, με άλλους ερμηνευτές…

Θα κάνουμε ένα μεγάλο άλμα στο χρόνο και θα πάμε στο 1989. Ο Στέλιος Καζαντζίδης έχει επιστρέψει στη δισκογραφία και το Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς, κυκλοφορεί ένα διπλό δίσκο με τίτλο «Ό,τι δεν είπα», ο οποίος περιλαμβάνει παλιά λαϊκά τραγούδια σε δεύτερη εκτέλεση.

Αυτά ηχογραφήθηκαν στο στούντιο του Χρήστου Νικολόπουλου, με τον οποίον υπήρξε επανασύνδεση, καθώς για κάποια χρόνια οι σχέσεις τους είχανε «παγώσει». Μάλιστα, εκείνος του έδωσε τον «Τραγουδιστή» σε στίχους Μάρως Μπιζάνη, που είχε γίνει μεγάλη επιτυχία με το Γιώργο Νταλάρα το 1983, μέσα από το ομότιτλο «πλατινένιο» άλμπουμ.

Η εκ νέου «σύσφιγξη σχέσεων «πατέρα» και «γιου», οδήγησε στη σκέψη για τη δημιουργία ενός καινούργιου δίσκου. Αρχικώς, τους στίχους κλήθηκε να γράψει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, μόνιμος συνεργάτης του συνθέτη επί αρκετά χρόνια. Έτσι κι έγινε, αλλά ο Καζαντζίδης τους θεώρησε «υψηλού διανοήματος» και μακριά από τη δική του θεματολογία, οπότε το σχέδιο ναυάγησε…

Όμως, το Νοέμβριο του 1992 κυκλοφόρησε τελικώς η νέα δουλειά δημιουργού κι ερμηνευτή, με τίτλο «Βραδιάζει». Το άλμπουμ πήγε πολύ καλά εμπορικά, με το ομότιτλο τραγούδι ν’ ακούγεται πολύ και ν’ αποτελεί την πιο διαχρονική στιγμή του «Στελάρα» από το 1987 κι ως το τέλος της ζωής του.

Οι στίχοι ήτανε της Σώτιας Τσώτου και της Τασούλας Θωμαΐδου, ενώ υπάρχουνε και δύο από τα κομμάτια που είχε γράψει ο Πυθαγόρας για το «Γύφτο Λαό» το 1977: Η «Νέα Ιωνία» και τα «Μακρόνησα», το οποίο με τίτλο «Και μας έλεγε το κύμα» κι εντελώς διαφορετική ενορχήστρωση και μελωδία είχε ηχογραφήσει η Χάρις Αλεξίου το 1984…

Κι ενώ όλοι περίμεναν ότι η συνεργασία Καζαντζίδη-Νικολόπουλου έμπαινε σε καινούργια φάση, δυστυχώς οι σχέσεις τους «πάγωσαν» και πάλι. Ωστόσο, ο μέγιστος λαϊκός ερμηνευτής στο άλμπουμ του «Τα βιώματά μου» το 1995, θα προλάβει να τραγουδήσει το «Τι μπορείς να πεις» σε στίχους Βαγγέλη Ατραΐδη, το οποίο επίσης προοριζόταν για το «Γύφτο λαό». Είναι το τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε σε μουσική του «γιου» του…

Δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος ν’ αναφέρουμε τα όσα γίνανε τα τελευταία χρόνια της ζωής του Στέλιου Καζαντζίδη μεταξύ αυτού και του συνθέτη. Είναι πικρά, θλιβερά κι επιπλέον, δεν έχουνε καμιά σημασία πια. Ας μείνουμε στο σπουδαίο καλλιτεχνικό έργο που μας χάρισαν κι ας το απολαμβάνουμε όποτε νιώθουμε την επιθυμία…

 

————

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here