stou_xronou_ton_kathrefti_logo_500

Γράφει ο Τάσος Κριτσιώλης
Πέμπτη, 5 Ιουνίου 2014

Η δεκαετία του ’60 θεωρείται από πολλούς ως εκείνη που άλλαξε τα πάντα στη μουσική της πατρίδας μας. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις κι εν συνεχεία ο Σταύρος Ξαρχάκος και οι «επίγονοί» τους, άνοιξαν νέους δρόμους στο τραγούδι με τις δημιουργίες τους. Παράλληλα όμως, αυτές ευτύχησαν να ερμηνευθούν από μια γενιά σπουδαίων τραγουδιστών που είτε ξεκίνησε τότε, είτε προϋπήρχε αλλά άκμασε στη συγκεκριμένη περίοδο.

Με αφετηρία λοιπόν το 1960, θα σταθούμε «στου χρόνου τον καθρέφτη» και θα γυρίσουμε το ρολόι στο «τότε». Ανά 15 ημέρες, η στήλη θα παρουσιάζει τα σημαντικότερα μουσικά γεγονότα στην Ελλάδα χρόνο με το χρόνο και παράλληλα, συχνά θα κάνει μια «βόλτα» στα νυχτερινά κέντρα της εποχής, παρουσιάζοντας τα «σχήματα» που έγραψαν ιστορία…

———————————————————–

stou_xronou_ton_kathrefti_1975

 

1975 (Β` μέρος): «Καπνισμένο τσουκάλι», «Τετραλογία» και «Canto General»…

Όπως είδαμε στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στο 1975, το λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι άρχισε και πάλι ν’ απλώνει βαθιές και δυνατές ρίζες στις καρδιές όλων των Ελλήνων, οι οποίοι από ένα σημείο και μετά, ένιωθαν κουρασμένοι από τη σχεδόν απόλυτη κυριαρχία του πολιτικού τραγουδιού τους πρώτους μήνες της μεταπολίτευσης.

Αυτό όμως δε σημαίνει ότι τούτο το είδος εξέλειψε αυτή τη χρονιά. Κάθε άλλο, αφού όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω, αρκετοί και σημαντικοί δημιουργοί συνέχισαν να γράφουν και να εκδίδουν «αγωνιστικά» κομμάτια και μάλιστα με αρκετή επιτυχία. Πρωτοπόρος και πάλι ο Μίκης Θεοδωράκης, με το Γιάννη Μαρκόπουλο, το Μάνο Λοΐζο, αλλά και τον πρωτοεμφανιζόμενο Θάνο Μικρούτσικο ν’ ακολουθούν.

Υπάρχει βεβαίως και η μελοποιημένη ποίηση που βρίσκεται στο απώγειό της. Ο Δήμος Μούτσης κυκλοφορεί την «Τετραλογία» βασισμένη στο έργο τεσσάρων ποιητών, ο Χρήστος Λεοντής το «Καπνισμένο τσουκάλι» του Γιάννη Ρίτσου και ο Γιάννης Σπανός την «Τρίτη ανθολογία», με ποιήματα διαφόρων δημιουργών…

Ας δούμε λοιπόν τους «καρπούς» όλων αυτών των έργων, καθώς και τι συνέβη στο χώρο του έντεχνου τραγουδιού…

Μίκης Θεοδωράκης

«Μπαλάντες»: Από τους ωραιότερους και πιο μελωδικούς κύκλους τραγουδιών του μεγάλου συνθέτη μας, πάνω σε ποίηση του αείμνηστου Θεσσαλονικιού ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη. Ο Μίκης έγραψε τα κομμάτια το 1973 και το 1974 στο Παρίσι και στο Ντουμπρόβνικ και ο δίσκος κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1975, με ερμηνευτές τον Πέτρο Πανδή και την – πρωτοεμφανιζόμενη και άρτι αφιχθείσα από την τότε Σοβιετική Ένωση – Μαργαρίτα Ζορμπαλά.

Ο πρώτος είχε ήδη καθιερωθεί στο πλευρό του Θεοδωράκη, όντας ένας εκ των βασικών συνεργατών του στις περιοδείες και στις συναυλίες ανά τον κόσμο την εποχή της δικτατορίας, αποδίδοντας θαυμάσια το έργο με την «επικολυρική» φωνή του. Η δε πολύ νέα – και ηλικιακά – Ζορμπαλά, κερδίζει τις εντυπώσεις με τις εξαιρετικές ερμηνείες της, σε μια δουλειά ιδιαίτερα απαιτητική και άρα εξ ορισμού δύσκολη.

Φυσικά, το «σήμα κατατεθέν» του δίσκου είναι το υπέροχο «Δρόμοι παλιοί», χιλιοτραγουδισμένο, δημοφιλές και αγαπημένο εδώ και αρκετά χρόνια. Το μουσικό θέμα του, πρωτοακούστηκε στην περίφημη κινηματογραφική ταινία “SERPICO” και πλέον θεωρείται ως ένα από τα ωραιότερα και «κλασικά» κομμάτια του συνθέτη. Εκείνη την εποχή γενικότερα, ο δίσκος δεν έκανε μεγάλη εντύπωση, όμως με τον καιρό και μέχρι τις μέρες μας, σιγά-σιγά αναδεικνύεται η αξία του και με βάση το συγκεκριμένο τραγούδι, αρχίζει να γίνεται γνωστός. Επίσης, ξεχωρίζουν τα «Οι στίχοι αυτοί», «Το ναυάγιο» και «Όταν μιαν άνοιξη», χωρίς να υστερούν τα υπόλοιπα.

Πρόκειται για μιαν εξαιρετική δουλειά με τη σφραγίδα του Μίκη Θεοδωράκη, πάνω στους στίχους του Αναγνωστάκη, που περιγράφουν βιωματικές καταστάσεις από τα δύσκολα χρόνια που ο ίδιος ήταν πολιτικός εξόριστος. Η ενορχήστρωση βασίζεται κυρίως σε «κλασικά» έγχορδα (τσέλο, μπάσο, κιθάρα), χωρίς να λείπει η διακριτική παρουσία των μπουζουκιών, ενώ έντονη είναι και η συμμετοχή του όμποε.

«Ο εχθρός λαός»: Η τεράστια επιτυχία της παράστασης «Το μεγάλο μας τσίρκο» διατηρεί ακέραιο τον απόηχό της, όταν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος αποφασίζουν να προχωρήσουν στο επόμενο θεατρικό βήμα τους. Αφού τον Ιούνιο του 1974 μεσολαβεί το «Ένα κάποιο παραμύθι, το κουκί και το ρεβίθι», τον Ιούνιο του 1975 ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γράφει ένα καινούργιο έργο, με τίτλο «Ο εχθρός λαός». Ουσιαστικά πρόκειται για μια συνέχεια του «Τσίρκου», όμως εδώ η σάτιρα καλύπτει και τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, αλλά και τη μεταπολίτευση.

Η μουσική ανατίθεται στο Μίκη Θεοδωράκη και είναι η δεύτερη φορά που ο συνθέτης συνεργάζεται με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη επί σκηνής, καθώς είχε προηγηθεί η περίφημη «Γειτονιά των αγγέλων» το 1963. Ως τραγουδιστής, εμφανίζεται ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου στην πρώτη θεατρική του συμμετοχή, καθώς την προηγούμενη χρονιά στον «Προδομένο λαό» του Γεωργίου Ρούσσου όπου πάλι τη μουσική είχε γράψει ο Θεοδωράκης, τα τραγούδια ακούγονταν πλέι μπακ.

Λίγους μήνες μετά το τέλος των παραστάσεων του «Εχθρού λαού», τον Οκτώβριο του 1975 κυκλοφορεί και ο διπλός δίσκος, με τα μουσικά μέρη του έργου. Στον πρώτο δίσκο τραγουδούν η Καρέζη και ο Παπακωνσταντίνου και στον δεύτερο, υπάρχουν μόνο τα τέσσερα χορικά.

Ωστόσο, η παράσταση δεν έχει την επιτυχία του «Τσίρκου». Ο λαός αισθάνεται πλέον ελεύθερος, δεν έχει ανάγκη από «υπόγεια» μηνύματα και πλέον, θέλει να ξεχάσει το παρελθόν και να κοιτάξει μπροστά. Επιπλέον, οι κριτικές δεν είναι και οι καλύτερες δυνατές. Παρόλα αυτά, η Καρέζη και ο Καζάκος την περίοδο 1975-76 αποφασίζουν να κάνουν περιοδεία σε όλη την Ελλάδα και την Κύπρο τόσο με τη συγκεκριμένη παράσταση, όσο και με το «Μεγάλο μας τσίρκο» και γνωρίζουν αποθεωτική υποδοχή από το κοινό…

Από τα τραγούδια του διπλού δίσκου, το «Αρνιέμαι» ήταν εκείνο που ξεχώρισε κι ακούστηκε αρκετά. Φυσικά δεν υστερούν τα υπόλοιπα, ωστόσο η υπερπληθώρα των έργων του Θεοδωράκη που κυκλοφορούσαν το ένα μετά το άλλο τον πρώτο χρόνο της μεταπολίτευσης, κάπου είχε κουράσει το κοινό κι έτσι οι πωλήσεις δεν ήταν ανάλογες της αξίας του.

«Canto General»: Αυτό το καταπληκτικό έργο έχει κυκλοφορήσει αρκετές φορές στην ελληνική και παγκόσμια δισκογραφία σε ζωντανή ηχογράφηση, ωστόσο η συγκεκριμένη που έγινε από τις 13 έως τις 16 Αυγούστου 1975 στο Στάδιο Καραϊσκάκη και στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, αποτελεί πραγματικό ντοκουμέντο. Επιπλέον, ο ηχολήπτης Γιάννης Σμυρναίος πραγματοποίησε αληθινό άθλο, καταφέρνοντας να ηχογραφήσει τις συναυλίες μέσα σε τέτοιους χώρους…

Κι αυτό, γιατί πέρα από το ότι μεταφέρει αυτούσια την απίθανη ατμόσφαιρα που υπήρχε τότε σ’ εκείνες τις μοναδικές συναυλίες παρουσία χιλιάδων θεατών, ο Μίκης Θεοδωράκης παρουσίασε σε «παγκόσμια πρώτη» και τα επτά μέρη του έργου που είχε συνθέσει ως τότε (ακολούθησαν αργότερα τα υπόλοιπα πέντε, συν το «Ρέκβιεμ» που έγραψε ο ίδιος ο συνθέτης μετά το θάνατο του Πάμπλο Νερούντα και το αφιέρωσε στη μνήμη του). Λίγους μήνες νωρίτερα, είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα για πρώτη φορά σε μονό δίσκο με λιγότερα κομμάτια. Συνολικά, τις τέσσερις συναυλίες παρακολούθησαν 125.000 θεατές…

Πραγματικά δεν έχω λόγια για να περιγράψω τα συναισθήματα που γεννά η ακρόαση του έργου. Η ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη και του Πέτρου Πανδή ξεπερνά ακόμη και το τέλειο, ενώ υποδειγματική είναι η παρουσία της Εθνικής χορωδίας της Γαλλίας, με διευθυντή τον Jacques Grimbert.

Εξάλλου, τα κρουστά του Στρασβούργου δίνουν μιαν άλλη οντότητα σ’ αυτό το ορατόριο, που στα κατοπινά χρόνια έγινε ύμνος σχεδόν για όλη τη Λατινική Αμερική, όπως για μας το «Άξιον Εστί». Επίσης, παίζει και λαϊκή ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του αείμνηστου Γιάννη Διδίλη και σολίστες στα μπουζούκια τον Λάκη Καρνέζη και τον Χρήστο Κωνσταντίνου.

Όπως είπαμε, πρόκειται για μιαν ηχογράφηση πραγματικό ντοκουμέντο, με τη στιβαρή και μοναδική φωνή του αξέχαστου Μάνου Κατράκη να δεσπόζει στην εισαγωγή.

«Γράμματα απ’ τη Γερμανία»: Από τους λιγότερο γνωστούς, αλλά όχι λιγότερο σημαντικούς κύκλους τραγουδιών του μεγάλου συνθέτη κι ένας από τους πολλούς που γράφτηκαν λίγο πριν τη δικτατορία, όμως κυκλοφόρησαν μετά το πέρας της, για ευνόητους λόγους. Με λύπη θα πω ότι ίσως σήμερα είναι ένας από τους πιο επίκαιρους, με βάση την αθρόα φυγή κυρίως νέων παιδιών στο εξωτερικό, λόγω της κρίσης…

Σύμφωνα με το εξαιρετικά διαφωτιστικό κείμενο που υπάρχει στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ γραμμένο από τον στιχουργό του έργου Φώντα Λάδη, τα «Γράμματα από τη Γερμανία» γράφτηκαν το Μάρτιο του 1966, μελοποιήθηκαν τον Απρίλιο και τον Ιούλιο πρωτοπαρουσιάστηκαν στη μπουάτ «Εσπερίδες», με ερμηνευτή τον αείμνηστο Γιώργο Ζωγράφο.

Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο ίδιος τα τραγούδησε εκ νέου στο Λυκαβηττό αλλά όταν ήλθε η ώρα να περάσουν στη δισκογραφία, επενέβη η λογοκρισία που απαγόρευσε τα επτά από τα δεκατρία. Ήλθε μετά και η δικτατορία, οπότε κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το Δεκέμβριο του 1975, με ερμηνευτές τον «πρώτο διδάξαντα» Γιώργο Ζωγράφο, τον Γιάννη Θωμόπουλο και την – πολύ νέα τότε και στα πρώτα της βήματα – Άννα Βίσση.

Κάποιες φορές οι στίχοι έχουν περιπαικτική έως «τολμηρή» διάθεση, αλλά ο Φώντας Λάδης κατάφερε να περιγράψει με τον ιδανικότερο τρόπο το βίο των συμπατριωτών μας μακριά από την Ελλάδα.

Από την άλλη, ο Μίκης Θεοδωράκης «έντυσε» αυτούς τους εξαιρετικούς στίχους με υπέροχες μελωδίες, γεμάτες λυρισμό. Αν και φαινομενικά αταίριαστες με την πολιτική χροιά των ποιημάτων, «δένουν» απολύτως μεταξύ τους και δημιουργούν ένα μοναδικό σύνολο.

Από τα τραγούδια, πιο γνωστά είναι τα «Γεια σου μάνα, γεια σου Στράτο» και «Βγήκε η ζωή μας στο σφυρί», ενώ καλές στιγμές είναι και τα «Κίνησε ο Μάης για να ‘ρθει» και «Χτες τ’ απόγεμα στο Άαχεν».

Χρήστος Λεοντής

stou_xronou_ton_kathrefti_1975_leontis_ksylouris

«Καπνισμένο τσουκάλι»: Θεωρώ ότι μαζί με τα «18 λιανοτράγουδα», είναι η καλύτερη μελοποίηση ποιητικού έργου που έγινε ή κυκλοφόρησε μετά τη μεταπολίτευση. Συμπτωματικά, και τα δύο φέρουν τη σφραγίδα του σπουδαίου ποιητή μας Γιάννη Ρίτσου, ο οποίος μάλιστα σ’ αυτό το δίσκο παίρνει ενεργά μέρος, απαγγέλλοντας με πραγματικά συγκλονιστικό κι επιβλητικό τρόπο αποσπάσματα από το ποίημα, ακόμη και κατά τη διάρκεια των τραγουδιών.

Θα τολμούσα να συγκρίνω το «Καπνισμένο τσουκάλι» με το «Άξιον εστί» ως προς τη δομή του, αφού αμφότερα τα έργα στηρίζονται στο τρίπτυχο «ποιητής – αφηγητής – τραγουδιστής».

Ο Χρήστος Λεοντής ήδη είχε δώσει δείγματα υποδειγματικής μελοποίησης ποιητικού λόγου τόσο στην «Καταχνιά» το 1964 (Κώστας Βίρβος), όσο και στο «Αχ έρωτα» το 1974 (Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα σε απόδοση Λευτέρη Παπαδόπουλου), όμως στο δίσκο αυτό που κυκλοφόρησε το 1975, ξεπερνά κάθε προηγούμενη δουλειά του.

Παρουσιάζει ένα έργο που στηρίζεται σε όργανα όλων των ειδών (παραδοσιακά, πνευστά, «κλασικά») και το αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από λαμπρό, αφού επιπλέον έχει την τύχη να ερμηνεύεται από τον αξέχαστο μεγάλο τραγουδιστή Νίκο Ξυλούρη, την ανερχόμενη αλλά εξαιρετική Τάνια Τσανακλίδου και τον Βασίλη Μπαρνή, που εν συνεχεία χάθηκε από το προσκήνιο.

Από την αρχή μέχρι το τέλος, ο δίσκος είναι ένα αριστούργημα απ’ όλες τις απόψεις. Ξεχωρίζουν όμως «Αυτά τα κόκκινα σημάδια», «Και να αδερφέ μου» και «Τούτες τις μέρες», με τον αδικοχαμένο λυράρη να δίνει μαθήματα ερμηνείας όχι μόνο με τη φωνή, αλλά και την ψυχή.

Άλλωστε, ο ίδιος είχε ζητήσει να πάρει μέρος στο δίσκο, ακούγοντας το έργο λίγα χρόνια νωρίτερα σε μια μπουάτ, αλλά και σε κασέτες που είχε πρόχειρα ηχογραφήσει ο Λεοντής στο σπίτι του. Όχι ότι στα υπόλοιπα είναι κατώτερος, όμως αυτά τα τρία τραγούδια ήταν που τότε ακούστηκαν περισσότερο και μέχρι και σήμερα, είναι γνωστά στον πολύ κόσμο. Προσωπικά πάντως, με συγκλονίζει όταν τον ακούω στο «Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν»…

Η Τάνια Τσανακλίδου αποδίδει με τον ιδανικότερο τρόπο τα δικά της κομμάτια, ενώ ήδη αναφερθήκαμε στην παρουσία του Γιάννη Ρίτσου, που δίνει αμεσότητα και ζωντάνια στο όλο έργο. Ο ποιητής έγραψε αυτό το ποίημα το 1948, στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Πολιτικών Κρατουμένων στο Κοντοπούλι Λήμνου και οι περιγραφές του είναι πράγματι συγκλονιστικές…

Προς το τέλος της χρονιάς, ο Λεοντής κυκλοφόρησε και το άλμπουμ «Παραστάσεις», με τραγούδια που είχε γράψει κατά καιρούς για το ανέβασμα θεατρικών παραστάσεων. Συμμετείχαν οι Νίκος Ξυλούρης, Μανώλης Μητσιάς και Τάνια Τσανακλίδου και οι πιο γνωστές στιγμές του δίσκου είναι «Ο Θούριος του Ρήγα» και «Το στρείδι και το μαργαριτάρι»…

Δήμος Μούτσης

«Τετραλογία»: Η μελοποίηση κορυφαίων Ελλήνων ποιητών βρίσκεται στο αποκορύφωμά της ενάμισι χρόνο μετά τη μεταπολίτευση, όταν ο Δήμος Μούτσης προς το τέλος του 1975 παρουσιάζει στο βινύλιο δέκα ποιήματα τεσσάρων σημαντικών δημιουργών. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Κώστας Καρυωτάκης και ο Γιάννης Ρίτσος συνυπάρχουν μοναδικά μέσα από τις μελωδίες του σπουδαίου συνθέτη, ο οποίος με το έργο του αυτό ανοίγει ένα νέο δρόμο στην ελληνική μουσική. Το έργο ήταν έτοιμο από το 1973 κι επρόκειτο να ηχογραφηθεί με τη Βίκυ Μοσχολιού και το Δημήτρη Ψαριανό, οι οποίοι και το παρουσίασαν για πρώτη φορά στο “Ζυγό” στην Πλάκα. Ωστόσο, αυτό δεν έγινε ποτέ…

Τα τραγούδια του δίσκου, μοιράζονται ο Μανώλης Μητσιάς (που ο Μούτσης καθιέρωσε έξι χρόνια νωρίτερα με την «Ελευσίνα»), ο αείμνηστος Χρήστος Λεττονός και η Άλκηστη Αττικιουζέλ, που κάνει το δισκογραφικό της ντεμπούτο και μετονομάζεται σε …Πρωτοψάλτη από τον ίδιο τον συνθέτη…

Οι δύο πλευρές του δίσκου βινυλίου «ανοίγουν» με το ίδιο μουσικό θέμα, που θυμίζει κάτι μεταξύ στρατιωτικής παρέλασης (με τα πνευστά που κυριαρχούν) και ξεφαντώματος καρναβαλιστών (με τις φωνές που ακούγονται). Από εκεί και πέρα, ο Μητσιάς αποδίδει μοναδικά τα «Κι αν ο αγέρας φυσά» και «Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι» -αμφότερα πασίγνωστα-, η Πρωτοψάλτη φανερώνει από την πρώτη στιγμή το αστείρευτο ταλέντο της, ερμηνεύοντας τα «Η πόλις», «Είναι παλιό το λιμάνι» και «Μετά την ήττα», ενώ ο Λεττονός πραγματικά συγκλονίζει με τη θεατρική του ερμηνεία στα «Πρέβεζα» και «Ιδανικοί αυτόχειρες».

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο «Θρήνος για τον Άδωνι» είναι ποίημα του Σίδνεϋ Κιζ μεταφρασμένο από το Γιώργο Σεφέρη, ενώ τρία από τα ποιήματα του δίσκου («Κι αν ο αγέρας φυσά», «Πρέβεζα» και «Ιδανικοί αυτόχειρες») μελοποιήθηκαν αργότερα και από άλλους συνθέτες…

Θάνος Μικρούτσικος

«Πολιτικά τραγούδια»: Η πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά του Θάνου Μικρούτσικου, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1975 και με το «καλημέρα» προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, αφού η μετάδοση των οκτώ από τα 13 τραγούδια του δίσκου απαγορεύτηκε από το τότε ΕΙΡΤ. Ας μη ξεχνάμε ότι μπορεί να είχε περάσει ένας και πλέον χρόνος από τη μεταπολίτευση και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ωστόσο οι «αρτηριοσκληρωτικές» αντιλήψεις των ιθυνόντων σε τηλεόραση και ραδιόφωνο ακόμη δεν είχαν εκλείψει κι έτσι, ο συγκεκριμένος δίσκος έτυχε της συγκεκριμένης αντιμετώπισης. Παρόλα αυτά, πήγε πολύ καλά εμπορικά, εξακολουθεί και σήμερα να πουλάει και πλέον θεωρείται κλασικός…

Ο συνθέτης στηρίχθηκε σε ποιήματα του σπουδαίου Ναζίμ Χικμέτ και του Γερμανού Βολφ Μπίρμαν, χαράζοντας ένα δρόμο που ακολούθησε πιστά στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, αυτόν δηλαδή της μελοποιημένης ποίησης. Τα τραγούδια απέδωσε η Μαρία Δημητριάδη, στενή συνεργάτιδα του Μίκη Θεοδωράκη στην τελευταία φάση της παραμονής του στο εξωτερικό, η οποία – όπως αναφέρει και ο Μικρούτσικος σε σημείωμά του στο εσώφυλλο – δίνει αληθινό μάθημα ερμηνείας σε τούτο το δίσκο.

Επική αλλά όχι πομπώδης, δυναμική αλλά συνάμα τρυφερή, ήταν η ιδανικότερη τραγουδίστρια για τη συγκεκριμένη δουλειά. Να προσθέσουμε ότι εκείνη την εποχή υπήρχε και συγγενική σχέση ερμηνεύτριας και συνθέτη, μια και ήταν παντρεμένη με τον Ανδρέα Μικρούτσικο, ο οποίος στο δίσκο παίζει μπάσο…

Στα ποιήματα του Μπίρμαν η μετάφραση έγινε από τον Δημοσθένη Κούρτοβικ, ενώ εκείνα του Χικμέτ απέδωσαν ο Γιάννης Ρίτσος και ο Γιώργος Παπαλεονάρδος. Πολλά από τα τραγούδια έγιναν γνωστά («Αν η μισή μου καρδιά», «Η πιο όμορφη θάλασσα» κ.α.) και δύο από αυτά σε ποίηση Χικμέτ ηχογραφήθηκαν ως “μπούσουλας” και από το Μάνο Λοΐζο με δική του μουσική στο δίσκο «Γράμματα στην αγαπημένη», που κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά το θάνατό του. Επίσης, το «Αυτούς τους έχω βαρεθεί» επανεκτέλεσε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου το 1978, μέσα από το άλμπουμ με τίτλο το όνομά του.

Γιάννης Σπανός

«Τρίτη ανθολογία»: Η τρίτη και τελευταία -μέχρι φέτος- απόπειρα του Γιάννη Σπανού να μελοποιήσει Έλληνες ποιητές, μετά τις δύο εξαιρετικά επιτυχημένες «Ανθολογίες» που κυκλοφόρησαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Ωστόσο, στην «Τρίτη Ανθολογία» που κυκλοφόρησε το 1975, το μουσικό ύφος είναι εντελώς διαφορετικό σε σχέση με τις προηγούμενες.

Ενώ λοιπόν στις δύο πρώτες κυριαρχεί έντονα το λαϊκό στοιχείο, εδώ οι μελωδίες είναι απλές, λιτές και «χαμηλόφωνες», απόρροια ίσως του μουσικού κλίματος της εποχής λίγο μετά τη μεταπολίτευση, που βασιζόταν σε «έντεχνα» στοιχεία.

Άλλωστε, δεν είναι τυχαία και η επιλογή των ερμηνευτών: Η Αρλέτα (Νικολέτα Τσάμπρα) που είχε συμμετάσχει και στην «Ανθολογία Β’» είναι η κατεξοχήν «χαμηλόφωνη» εκπρόσωπος του «νέου κύματος», ενώ στο ίδιο επίπεδο κινείται και ο Κώστας Καράλης (Καραγιαννόπουλος, αδελφός της Ελπίδας), που εδώ κάνει το δισκογραφικό του ντεμπούτο, όντας μουσικός για πολλά χρόνια (κιθάρα).

Ο Σπανός είναι ο πρώτος συνθέτης που μελοποιεί ποίημα του Νίκου Καββαδία (το πασίγνωστο «Ιδανικός κι ανάξιος εραστής»), ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την πλατιά αναγνώριση του ποιητή στα κατοπινά χρόνια τόσο μέσα από τις μουσικές της Μαρίζας Κωχ (1977), όσο και από τα «κλασικά» πια έργα του Θάνου Μικρούτσικου «Ο Σταυρός του Νότου» (1979) και «Γραμμές των οριζόντων» (1991).

Εκτός από αυτό, σίγουρα όλοι γνωρίζετε το «Σπασμένο καράβι», το «Πώς θες να το ξέρω» και το «Είναι ν’ απορείς», όλα ερμηνευμένα από τον Καράλη. Ωστόσο, εξαιρετικές στιγμές του δίσκου είναι και τα «Το λέει και το τραγούδι», «Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι» και «Ο θρήνος της μάνας», χωρίς να υστερούν τα υπόλοιπα. 

Μάνος Λοΐζος

«Τα νέγρικα»: Άλλη μια δουλειά του Λοΐζου με παλαιότερο υλικό, το οποίο όμως εκδίδεται για πρώτη φορά δισκογραφικά το Νοέμβριο του 1975. Τα τραγούδια είχαν γραφτεί στα μέσα του 1966 και τον Φεβρουάριο του 1967 είχαν πρωτοπαρουσιαστεί στη Φοιτητική Εβδομάδα της Ανωτάτης Βιομηχανικής, με ερμηνευτές τη Μαρία Φαραντούρη και τον Γιώργο Ζωγράφο.

Γίνανε και κάποιες άλλες συναυλίες με τη συμμετοχή του Διονύση Σαββόπουλου και του Γιώργου Μούτσιου, ενώ επρόκειτο να γίνει και μία στις 21 Απριλίου 1967, αλλά την πρόλαβαν τα τανκς…

Το θέμα τους δεν είναι άλλο από τις φυλετικές διακρίσεις της εποχής εκείνης και της άνισης μεταχείρισης των νέγρων έναντι των λευκών. Ο Γιάννης Νεγρεπόντης (Ξυνοτρούλιας το πραγματικό του επώνυμο), περιγράφει περιστατικά από αυτή την εποχή, τασσόμενος σαφώς υπέρ της ισότητας όλων των φυλών της γης και η Φαραντούρη τα ερμηνεύει ιδανικά, στην πρώτη και τελευταία της δισκογραφική συνεργασία με το Λοΐζο. Στα μέσα του 1982, οι δυο τους ετοίμαζαν ένα δίσκο πάνω σε ποίηση του Ναζίμ Χικμέτ, ωστόσο αυτός δεν έγινε ποτέ, λόγω της «αναχώρησης» του Μάνου…

Η αλήθεια είναι ότι έγιναν κάποιες προσπάθειες ματαίωσης της έκδοσης των «Νέγρικων» από την πρώτη κιόλας στιγμή που γράφτηκαν, από ορισμένους οι οποίοι διέδιδαν ότι ο Μάκης Μάτσας τα είχε ακούσει και δεν του άρεσαν. Κάτι τέτοιο δεν ίσχυε, αφού ο διευθυντής της εταιρείας ενθουσιάστηκε και είχε ζητήσει να ηχογραφηθούν από το 1967, όμως τα πάντα ματαιώθηκαν λόγω της δικτατορίας.

Φτάσαμε λοιπόν στις 26 Σεπτεμβρίου 1975, όταν οι συντελεστές μπήκαν στο στούντιο για να ξεκινήσουν την ηχογράφηση, η οποία ολοκληρώθηκε στις 19 Νοεμβρίου. Στο δίσκο συμμετέχει ο Μανώλης Ρασούλης.

Από αυτό το άλμπουμ έγινε πασίγνωστος ο «Γέρο νέγρο Τζιμ» κι ακούστηκαν πολύ τα «Στον πόλεμο ο Τζο», «Ο νέγρος ο ζωγράφος» και «Κρίμα σε σένα νέγρο Μπιγκ». Το μουσικό ύφος των τραγουδιών δεν έχει καμία σχέση με εκείνο που καθιερώθηκε ο Λοΐζος, αφού απουσιάζει παντελώς το λαϊκό στοιχείο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να υπάρχει, αφού πρόκειται για κομμάτια με εξειδικευμένο περιεχόμενο…

Γιάννης Μαρκόπουλος

stou_xronou_ton_kathrefti_1975_markopoulos

«Ανεξάρτητα»: Ο δίσκος κυκλοφορεί το Πάσχα του 1975 μέσα στο έντονα φορτισμένο κλίμα της μεταπολίτευσης, το οποίο σίγουρα δεν άφησε ανεπηρέαστη και τη μουσική. Πρόκειται ακριβώς γι’ αυτό που λέει ο τίτλος του: Δημιουργίες του Γιάννη Μαρκόπουλου προορισμένες όχι για να ενταχθούν σ’ έναν ενιαίο κύκλο τραγουδιών όπως συνήθιζε ως τότε ο συνθέτης, αλλά φτιαγμένες ξεχωριστά και για συγκεκριμένους ερμηνευτές.

Εξαίρεση αποτελούν «Τα λόγια και τα χρόνια» που υπάρχουν εδώ ακριβώς όπως ηχογραφήθηκαν στη «Θητεία» ενάμισι χρόνο πριν και το «Ζάβαρα κάτρα νέμια», που είχε πρωτοακουστεί στο φιλμ «Επιχείρησις Απόλλων» το 1967…

Οι τραγουδιστές που συμμετέχουν, άλλος λίγο κι άλλος πολύ, ανήκαν εκείνη την εποχή στο «συγκρότημα» του συνθέτη. Ο λόγος για τους Λάκη Χαλκιά, Χαράλαμπο Γαργανουράκη, Λιζέτα Νικολάου, Παύλο Σιδηρόπουλο και Αλεξάνδρα, ενώ το «βαρύ πυροβολικό» του άλμπουμ είναι η Βίκυ Μοσχολιού και ο Νίκος Ξυλούρης, οι οποίοι τη συγκεκριμένη περίοδο (ειδικά η σπουδαία ερμηνεύτρια) ήτανε πολύ κοντά στο Μαρκόπουλο τόσο στη δισκογραφία, όσο και στις «ζωντανές» εμφανίσεις.

Όσον αφορά τα τραγούδια, ποιο να πρωτοδιαλέξει κάποιος; Όλα είναι πραγματικά μοναδικά, αλλά εκείνα της Μοσχολιού θεωρώ ότι υπερβαίνουν το «μέσο όρο». Ειδικά «Το Πέραμα» και η «Αλεξάνδρεια» είναι αξεπέραστα, ενώ υπάρχει και «Η Ρόζα η ναζιάρα», που σχεδόν ταυτόχρονα ηχογράφησε και η Χάρις Αλεξίου στον πρώτο της προσωπικό δίσκο «12 λαϊκά τραγούδια». Φυσικά, και οι …πέτρες γνωρίζουν τα «Ζάβαρα κάτρα νέμια» και «Μπήκαν στην πόλη οι οχθροί», το οποίο εδώ υπάρχει σε νέα εκτέλεση μετά το «Διάλειμμα» του 1972…

Ωστόσο, η ξεχωριστή στιγμή του άλμπουμ είναι ένα ντοκουμέντο από τη συναυλία του Μαρκόπουλου στο «Αλεξάνδρειο» της Θεσσαλονίκης, στις 27 Ιανουαρίου εκείνης της χρονιάς. Κάποιος θεατής της, ηχογράφησε τον συνθέτη να παίζει και να τραγουδά για πρώτη φορά την «Ελλάδα», που όλοι γνωρίζουμε ως «Λένγκω-Λένγκω» (παράλληλα ηχογραφήθηκε πάλι από την Αλεξίου, η εκτέλεση της οποίας είναι η πιο γνωστή). Ένα πολύ μεγάλο τραγούδι, που θεωρώ ότι και σήμερα είναι επίκαιρο όσο ποτέ.

Ακούγοντάς το, ο ακροατής δεν είναι δύσκολο να «ταξιδέψει» σ’ εκείνη την εποχή και ν’ αφουγκραστεί το κλίμα της. Σε πολλά σημεία, ο κόσμος διακόπτει το Μαρκόπουλο χειροκροτώντας θερμά και δείχνοντας ότι καταλαβαίνει τα μηνύματα που θέλει να περάσει μέσα από τους στίχους του…

Την ίδια χρονιά, ο συνθέτης εξέδωσε και το «Αφιέρωμα» με τους Χαράλαμπο Γαργανουράκη και Λιζέτα Νικολάου, με πιο γνωστή στιγμή το «Κρήτη μου όμορφο νησί».

Χριστόδουλος Χάλαρης

«Δροσουλίτες»: Ένας εξαιρετικός δίσκος από κάθε άποψη, που μπορεί να μην έκανε ιδιαίτερη αίσθηση το 1975 που κυκλοφόρησε και μέχρι και σήμερα να παραμένει στα «μετόπισθεν», ωστόσο όσοι αγαπούν το καλό ελληνικό τραγούδι, αξίζει να τον έχουν στη δισκοθήκη τους.

Πιστεύω ότι πρόκειται για την καλύτερη στιχουργική δουλειά του σπουδαίου ποιητή Νίκου Γκάτσου, που βασισμένος στις εξαιρετικά δουλεμένες μελωδίες του Χριστόδουλου Χάλαρη, έγραψε στίχους χρησιμοποιώντας λέξεις ξεχασμένες στα βάθη των αιώνων, που παραπέμπουν στα βυζαντινά και μεταγενέστερα χρόνια (π.χ. «ριζιμιά», «λυκοποριά», «σινί», «φουμιά», «λογάρι» κ.α.).

Ο συνθέτης σ’ αυτό το δίσκο συνεχίζει την «περιπλάνησή» του στους χώρους της βυζαντινής και παραδοσιακής μουσικής, όπως είχε κάνει με τις δύο πρώτες δισκογραφικές δουλειές του («Τροπικός της Παρθένου» το 1973 και «Ακολουθία» το 1974) και παρουσιάζει δέκα εξαιρετικά κομμάτια. Κυρίαρχο ρόλο παίζουν παραδοσιακά όργανα, όπως η λύρα (ποντιακή και μεγάλυρα), το σαντούρι, το κανονάκι κ.τ.λ, ενώ η ενορχήστρωση είναι υποδειγματική.

Και πάμε στους ερμηνευτές: Η Δήμητρα Γαλάνη πιστοποιεί για ακόμη μια φορά ότι είναι μια τραγουδίστρια που μπορεί να πει τα πάντα και είναι εντελώς άτοπο να τυποποιείται σε συγκεκριμένα είδη. Ήδη είχε συνεργαστεί με το συνθέτη στην «Ακολουθία» και στα «Παιδικά», οπότε είχε μπει στο πνεύμα του και αποδίδει εξαιρετικά τα πέντε τραγούδια που της αναλογούν.

Από την άλλη, ο αείμνηστος ερμηνευτής ποντιακών τραγουδιών Χρύσανθος βρίσκεται σε γενικές γραμμές «στο στοιχείο του», καθώς οι μελωδίες μοιάζουν αρκετά με το είδος που υπηρέτησε για πολλά χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι δε μου αρέσει ιδιαίτερα αυτό και όσοι το εκπροσωπούν, αναγνωρίζω όμως ότι είναι τραγούδι ψυχής, καρδιάς και λεβεντιάς.

Αυτά τα στοιχεία υπάρχουν στη μοναδική φωνή του Χρύσανθου, αν και σε ορισμένα σημεία των κομματιών που ερμηνεύει σε τούτο το δίσκο, δυσκολεύομαι να καταλάβω κάποιες λέξεις, λόγω των λαρυγγισμών του. Τούτο βεβαίως δε μειώνει ούτε στο ελάχιστο την αξία και το «βάρος» του αξέχαστου Πόντιου ερμηνευτή…

Σταύρος Κουγιουμτζής

«Στα ψηλά τα παραθύρια»: Ο δίσκος αυτός που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1975, αποτελεί ουσιαστικά συνέχεια του αντίστοιχου «Μικρές πολιτείες» του προηγούμενου χρόνου. Ίδιο μουσικό ύφος, ίδιοι ερμηνευτές (Γιώργος Νταλάρας, Άννα Βίσση), ίδια ορχήστρα, ίδιες «χρυσές» πωλήσεις (περισσότερες από 50.000 αντίτυπα).

Ωστόσο, το αποτέλεσμα είναι για ακόμη μια φορά κάτι παραπάνω από εξαιρετικό από πάσης πλευράς. Σημειωτέον ότι είναι η τελευταία δισκογραφική συνάντηση συνθέτη κι ερμηνευτή στη δεκαετία του ’70, αφού η επόμενη θα έλθει το 1986, με το «Τρελοί και άγγελοι».

Ο Κουγιουμτζής καταφέρνει και πάλι να δημιουργήσει απλές και κατανοητές μελωδίες, εξισορροπώντας το λαϊκό στυλ με τη μπαλάντα, με τη διαφορά ότι εδώ το πρώτο κυριαρχεί σε σχέση με τις «Μικρές πολιτείες».

Η εξαιρετική ποιότητα της ηχογράφησης μας επιτρέπει ν’ απολαύσουμε μιαν υποδειγματική ενορχήστρωση κι εκτέλεση των κομματιών, με επικεφαλείς σπουδαίους σολίστ όπως οι Χρήστος Νικολόπουλος, Θανάσης Πολυκανδριώτης (μπουζούκια), Μάριος Κώστογλου, Κώστας Νικολόπουλος (κιθάρες), Χάρης Καλέας (πιάνο), Πάνος Ιατρού (μπαγλαμάς), Διονύσης Πανταζής (μπάσο), Γεράσιμος Λαβράνος (ντραμς), Παντελής Δεσποτίδης (βιολί) και Τάκης Σούκας (σαντούρι).

Πάντως, η γνώμη μου είναι ότι «όλα τα λεφτά» του άλμπουμ είναι η επανεκτέλεση και διασκευή σε ταξίμι του «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», από τις πρώτες επιτυχίες του συνθέτη στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Μιλάμε για ένα πραγματικό αριστούργημα, με το Νικολόπουλο να «κεντά» με το μπουζούκι και τον Ιατρού να συνοδεύει υποδειγματικά με το μπαγλαμά, ενώ ο Νταλάρας δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας, με δεύτερες φωνές τη Χάρις Αλεξίου και τον Πάνο Λαμπρόπουλο. Θεωρώ ότι αυτή η εκτέλεση του τραγουδιού είναι μοναδική και αξεπέραστη.

Λίνος Κόκοτος

«Αποχαιρετισμός»: Από τους πιο αγαπημένους μου δίσκους κι ένας από τους ωραιότερους που κυκλοφόρησαν τη δεκαετία του ’70 και συγκεκριμένα το 1975, με ερμηνευτές το Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη, σχεδόν μόνιμο «δίδυμο» εκείνη την εποχή στη δισκογραφία. Περιέχει δώδεκα υπέροχα τραγούδια, που κατά τη γνώμη μου είναι το ένα καλύτερο από το άλλο.

Ο Λίνος Κόκοτος μετά από αρκετά χρόνια στη LYRA του αείμνηστου Αλέκου Πατσιφά και όντας δημιουργός ορισμένων από τις ωραιότερες στιγμές του «Νέου κύματος» («Όσα δε βάνει ο λογισμός», «Γειτονάκι μου», «Μικρό παιδί», «Ένα μαχαίρι» κ.α.), εντάσσεται στο δυναμικό της τότε Columbia και κάνει τον «Αποχαιρετισμό» σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, που σ’ αυτό το δίσκο δίνει πραγματικά τον καλύτερο εαυτό του, γράφοντας ορισμένα από τα ωραιότερα ποιήματά του.

Για τις ερμηνείες του Μητσιά και της Γαλάνη, νομίζω ότι κάθε σχόλιο είναι περιττό. Θέλω όμως να σταθώ στη σπουδαία ερμηνεύτρια και να πω ότι κατά την άποψή μου ο «Αποχαιρετισμός» αποτελεί μιαν από τις καλύτερες στιγμές της στη δισκογραφία, ασχέτως αν μέσα στα χρόνια ο δίσκος πέρασε στην αφάνεια και σήμερα είναι πολύ δύσκολο να τον βρει κάποιος. Επιπλέον, ούτε η ίδια συμπεριέλαβε κάποιο από τα τραγούδια του στα προγράμματά της -όπως άλλωστε και ο Μητσιάς.

Την εποχή που κυκλοφόρησε, ακούστηκαν πολύ τα «Κορίτσι με τα παντελόνια», «Πίκρα σταλάζει η Κυριακή» και «Αχ η αγάπη». Επίσης, αξίζουν πολλά και τα «Να ‘ταν και να σ’ έκρυβα», «Σαν κάτι έρημα πουλιά» και το …καλαματιανό «Πράσινο δεντρί», χωρίς φυσικά να υστερούν τα υπόλοιπα.

Η Μπέλλου στο έντεχνο, πρώτοι δίσκοι για Καραΐνδρου-Παπακωνσταντίνου

Το μουσικό 1975 όμως, είχε κι άλλες σημαντικές στιγμές. Ο Διονύσης Σαββόπουλος συμπληρώνει την πρώτη δεκαετία του στη δισκογραφία και το «γιορτάζει» με το άλμπουμ «Δέκα χρόνια κομμάτια», ερμηνεύοντας σε νέες εκτελέσεις ορισμένα από τα τραγούδια που τον καθιερώσανε στο χώρο.

Όμως, η μεγάλη στιγμή του δίσκου είναι η συγκλονιστική ερμηνεία της Σωτηρίας Μπέλλου στο «Ζεϊμπέκικο» («Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια»), που είχε πρωτοτραγουδήσει ο ίδιος ο «Νιόνιος» το 1972 στο «Βρώμικο ψωμί». Είναι το τραγούδι που θα οδηγήσει τη μεγάλη ρεμπέτισσα σε πιο «έντεχνους» δρόμους τα επόμενα χρόνια. Ο Σαββόπουλος έχει αφηγηθεί ότι όταν τέλειωσε η ηχογράφηση, αισθάνθηκε περήφανος που επιτέλους είχε γράψει ένα λαϊκό τραγούδι, αλλά η Μπέλλου του είπε «σ’ ευχαριστώ που αξιώθηκα να τραγουδήσω και ροκ»…

Αυτή τη χρονιά, η Ελένη Καραΐνδρου παρουσιάζει την πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά της. Είναι «Η μεγάλη αγρυπνία» σε στίχους Κ.Χ. Μύρη (Κ. Γεωργουσόπουλου), με ερμηνεύτρια τη Μαρία Φαραντούρη. Η ηχογράφηση είχε γίνει στο εξωτερικό λίγα χρόνια νωρίτερα, αλλά κυκλοφόρησε το 1975 και πρόκειται για το μοναδικό έργο της δημιουργού για έναν ερμηνευτή, αφού όλα τα υπόλοιπα που ακολούθησαν, είχανε σχέση με μουσική επένδυση σε ταινίες, κυρίως του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του, κυκλοφορεί το 1975 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Στο κλίμα της εποχής, ο Θωμάς Μπακαλάκος και ο Διονύσης Τζεφρώνης του δίνουνε «Τα αγροτικά» που βγαίνουνε στα δισκοπωλεία προς το τέλος του έτους και μέσα από αυτά, προκύπτει το αρκετά γνωστό «Όχι δεν πουλάμε».

Να σημειώσουμε και τα «Σκόρπια φύλλα» του Απόστολου Καλδάρα σε στίχους Σώτιας Τσώτου, με το Δημήτρη Μητροπάνο και τη Χριστιάνα. Ένας εξαιρετικός δίσκος με πολύ καλά τραγούδια, από τα οποία ξεχώρισαν τα «Ο αφέντης λαός» και «Το μυστικό στων κοριτσιών τα χείλη».

stou_xronou_ton_kathrefti_1975_mitropanos_xristiana

Σημαντική δισκογραφική στιγμή της χρονιάς, είναι και οι «Λεπτομέρειες» της Δήμητρας Γαλάνη, ένας δίσκος με τον οποίο η ερμηνεύτρια παρουσιάζει στο κοινό τα μουσικά «θέλω» της και την καλλιτεχνική «ταυτότητά» της. Ηχογραφεί σε δεύτερες εκτελέσεις γνωστά και λιγότερο γνωστά τραγούδια σπουδαίων συνθετών, αλλά και κάποια καινούργια του Γιάννη Σπανού και του Λουκιανού Κηλαηδόνη.

Η Πλάκα στις δόξες της

Ο πρώτος χρόνος μετά τη μεταπολίτευση, βρίσκει τις μπουάτ της Πλάκας σε πλήρη άνθηση. Η περιοχή δεν είναι πια το στέκι του «Νέου Κύματος» όπως σχεδόν μια δεκαετία πριν, αλλά εκείνο πολύ σπουδαίων ονομάτων που εμφανίζονται εκεί. Η Βίκυ Μοσχολιού βρίσκεται για τρίτη σεζόν στον «Ζυγό» με το Νίκο Δημητράτο, τη Γεωργία Λόγγου και τη Βασιλική Λαβίνα και τους θερινούς μήνες στον θερινό “Ζυγό” (πρώην “Αρχόντισσα”) με το Μανώλη Μητσιά και την Τάνια Τσανακλίδου.

Ο Δήμος Μούτσης στο «Στούντιο Λήδρα» παρουσιάζει τα έργα του «Αργοναύτες», «Τρύπια δεκάρα» (αμφότερα ανέκδοτα σε δίσκο), «Μαρτυρίες» και για πρώτη φορά την «Τετραλογία». Τραγουδούν η Βασιλική Λαβίνα, ο Χρήστος Λεττονός, ο Μιχάλης Ακριβόπουλος και η πρωτοεμφανιζόμενη Άλκηστις Πρωτοψάλτη…

Στην «Αρχόντισσα» με τη μουσική επιμέλεια του Γιώργου Χατζηνάσιου, εμφανίζονται οι Γιάννης Πάριος, Δήμητρα Γαλάνη, Θέμης Ανδρεάδης, Κώστας Σμοκοβίτης και Γιώργος Σουνάς, ενώ Γαλάνη και Ανδρεάδης συνεχίζουνε το καλοκαίρι στο «Ρήγα».

Γιώργος Νταλάρας, Χάρις Αλεξίου, Άννα Βίσση, Πάνος Λαμπρόπουλος και Αντώνης Βαρδής τραγουδούν στο «Θεμέλιο». Νομίζω ότι και μόνο η παράθεση των ονομάτων και των σχημάτων, φτάνει και περισσεύει για ν’ αντιληφθείτε πόσο τυχεροί υπήρξαν εκείνα τα χρόνια όσοι επέλεγαν τέτοιου είδους χώρους για τη διασκέδασή τους…

stou_xronou_ton_kathrefti_1975_ntalaras_themelio

————

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Τι άλλο μπορείς να μας πεις για τη σπουδαία δουλειά του Δήμου Μούτση, τη Τετραλογία; Ειναι αλήθεια ότι το τραγούδησε πρώτη η μεγάλη Βίκυ Μοσχολιού λίγο πριν της 17 Νοεμβρίου 1973; Γιατί δεν τραγούδησε στον δίσκο τελικά; Ο Μούτσης ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε Moog συνθεσαΐζερ στην ελληνική μουσική;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here