9/5/2013
www.musiccorner.gr
Γράφει ο Τάσος Κριτσιώλης

Το σκηνικό ήτανε το ίδιο έξω από το «Αλεξάνδρειο». «Πηγαδάκια» φιλάθλων με κιτρινόμαυρα μπλουζάκια, καντίνες με «βρώμικο», τα γύρω παρκινγκ γεμάτα αυτοκίνητα. Ίδιος και ο συνωστισμός στις γυριστές σκάλες που οδηγούσαν στις εξέδρες. Μόνο τα… «μαξιλάρι παιδιά» έλειπαν, αφού εδώ και πολλά χρόνια το γήπεδο έχει πλαστικά καθίσματα. Να, από κάτι τέτοια καταλαβαίνουμε ότι μεγαλώσαμε. Όταν πρωτοπήγα στο «Παλέ» έξι-επτά ετών παιδάκι, οι κερκίδες ήταν τσιμεντένιες και ο αγωνιστικός χώρος δεν είχε παρκέ, αλλά πλαστικό. Αφήστε που ακόμα δεν είχε χαραχθεί η γραμμή των τριών πόντων (για τόσο αρχαία ιστορία μιλάμε!).

Όλα ίδια λοιπόν. Όπως τότε, που περιμέναμε ν’ ανοίξουν οι πόρτες τρεις ώρες πριν τον αγώνα, που κάναμε κοπάνες από σχολείο και «αγγλικά» για να προλάβουμε να μπούμε στο «Αλεξάνδρειο» από τους πρώτους. Κι ας κόστιζε το εισιτήριο ένα πεντοχίλιαρο (σε δραχμές…). Τι μας ένοιαζε; Από την τσέπη μας έβγαινε; Ας ήταν καλά ο μισθός του μπαμπά (τότε που …λεφτά υπήρχαν) και τα ψεύτικα κλάματα όταν αντιδρούσε στην επιθυμία μας να πάμε στο δικό μας «θέατρο των ονείρων»

Είχα χρόνια να πάω στο «Παλέ». Ποιος, εγώ που το έσκαγα από σχολεία και φροντιστήρια για να διανύσω 6-7 χιλιόμετρα με τα πόδια προκειμένου να δω μια απλή προπόνηση του Άρη (τώρα, πώς κατάφερνα και πάντα έπεφτα πάνω σε αντίστοιχη του …ΠΑΟΚ, είναι μια άλλη ιστορία!). Εγώ που αν δεν πήγαινα στο γήπεδο τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, υπέφερα από σύνδρομο στέρησης. Αλλάζουν όμως οι καιροί…

Όταν όμως έμαθα εδώ και μήνες ότι θα γινόταν μια τιμητική βραδιά για ΕΚΕΙΝΟΝ, ούτε στιγμή δε σκέφτηκα ότι θα έλειπα για οποιονδήποτε λόγο, όσο σοβαρός κι αν ήταν. Ήταν το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω για ΕΚΕΙΝΟΝ που χωρίς να το ξέρει, μου χάρισε ορισμένες από τις ευτυχέστερες στιγμές της ζωής μου. Βεβαίως είχε κι άλλους άξιους δίπλα του, αλλά εγώ πήγαινα μόνο για ΕΚΕΙΝΟΝ…

galis_2013_05_01

Πιστέψτε με, όποιος δεν παρακολούθησε live έστω μια «παράσταση» αυτού του σούπερμαν του παγκόσμιου μπάσκετ (ίσως πλην ΝΒΑ), δεν έχει δει τίποτε. Πόσες φορές δόξασα -κι εξακολουθώ να δοξάζω- το Θεό που με αξίωσε ν’ απολαύσω με τα ίδια μου τα μάτια κι από απόσταση «βολής» όχι μία, ούτε δύο, αλλά εκατοντάδες «ρεσιτάλ» του ανθρώπου που άλλαξε τα πάντα στον ελληνικό αθλητισμό. Κι όχι μόνο στους αγώνες, αλλά και στις προπονήσεις (είχα βρει το κόλπο να τις παρακολουθώ ξεφεύγοντας -όχι πάντα πάντως- από τα …γαβγίσματα του Ιωαννίδη που δεν ήθελε ούτε …μύγα κατά τη διάρκειά τους).

Πώς θα έλειπα λοιπόν από τη βραδιά ΤΟΥ; Στήθηκα για δύο και πλέον ώρες στην ουρά ένα σαββατιάτικο μεσημέρι για να πάρω το πολυπόθητο «μαγικό χαρτάκι», όπως τον παλιό καλό καιρό. Το πλήρωσα κομμάτι ακριβά, αλλά τι σημασία έχει η χρηματική αξία μπροστά στα όσα χρωστά η δική μου γενιά σ’ αυτό το «ιερό τέρας» του παγκόσμιου αθλητισμού;

Έκτοτε, μετρούσα τις μέρες και περίμενα πώς και πώς να ξημερώσει η 7η Μαΐου για το «προσκύνημα». Νωρίς-νωρίς λοιπόν, βρέθηκα στα παλιά «λημέρια» μου. Δεν ήμουν πια μαθητής, αλλά ένας ώριμος (λέμε τώρα…) άντρας 36 …Φεβρουαρίων! Κι όμως, ένιωθα σαν παιδί, όπως τότε που ΤΟΝ είδα για πρώτη φορά.

galis_2013_05_05

Γεμάτος ανάμικτα συναισθήματα, άρχισα ν’ ανεβαίνω τη γνωστή κυκλική σκάλα που θα με οδηγούσε στην εξέδρα. Τίποτα δεν είχε αλλάξει, μα τίποτα δεν ήταν όπως παλιά. Το «Παλέ» εδώ και κάμποσα χρόνια έχει υποστεί ένα εσωτερικό κι εξωτερικό «λίφτινγκ», όμως πόσο μπορεί να κρύψει τα χρόνια του; Πάτησε πλέον τα 50 κι ασχέτως αν κουβαλά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του θεσσαλονικιού μπάσκετ (και όχι μόνο), κάποια στιγμή θα πρέπει να χτιστεί ένα μεγαλύτερο. Τέλος πάντων, άλλο θέμα αυτό…

Μπήκα στη σάλα. Οι κερκίδες «ντυμένες» στα γνώριμα χρώματα. Κίτρινο και μαύρο. Στο ταβάνι, 21 λάβαρα που εκπροσωπούν ισάριθμους τίτλους του Άρη, τους περισσότερους εκ των οποίων είδα να κατακτώνται μπροστά στα μάτια μου κυρίως με αντίπαλο τον ΠΑΟΚ στα θρυλικά ντέρμπι της δεκαετίας του ’80 και των αρχών εκείνης του ’90. Κάτι έλειπε από ‘κει πάνω, αλλά στο τέλος της βραδιάς η «τάξη» αποκαταστάθηκε…

Σιγά-σιγά, άρχισαν να φθάνουν οι «επίσημοι προσκεκλημένοι». Όχι πια με φόρμα, φανέλα ή σορτσάκι, αλλά με κουστούμια, κάποια περιττά κιλά και γκρίζα (ή …καθόλου) μαλλιά. Οι «ήρωες» της νιότης μου. Κατ’ αρχήν, τα μέλη της «αυτοκρατορίας», της μεγαλύτερης ελληνικής -ίσως κι ευρωπαϊκής- ομάδας μπάσκετ του 20ού αιώνα. Ο Βασίλης Λυπηρίδης, ο Μιχάλης Ρωμανίδης, ο Νίκος Φιλίππου, ο Δημήτρης Κοκολάκης, ο «Μίσκο» Μισούνοφ, ο Ντίνος Αγγελίδης, ο Βαγγέλης Βουρτζούμης, ο Μάνθος Κατσούλης, ο Στόϊκο Βράνκοβιτς και οι «χρυσές» εφεδρείες Νίκος Τσαχτάνης, Πέτρος Σταμάτης και Τάσος Τσιτάκης. Απόντες ο Σλόμπονταν Σούμποτιτς και ο Γιώργος Δοξάκης…

galis_2013_05_02

Βλέποντάς τους, το μυαλό μου έφερε χίλιες δυο εικόνες από το ένδοξο παρελθόν που είχα ζήσει από κοντά. Το περίεργο στυλ του Λυπηρίδη στα σουτ και στις βολές. Η ταχύτητα του Φιλίππου. Το «γλυκό» χέρι του Ρωμανίδη. Οι «άτσαλες» ραβέρσες του Κοκολάκη. Οι «αγκωνιές» του Μισούνοφ που συνήθως κατέληγαν σε επιθετικά φάουλ (και ουκ ολίγα… «γαλλικά» από την εξέδρα). Και τόσα άλλα που θα χρειάζονταν ολόκληροι τόμοι για να τα καταγράψω!

Όμως, τα πρώτα δάκρυα κύλησαν όταν βγήκε στο τερέν ο «δράκος από τη Νίκαια». Ο Παναγιώτης Γιαννάκης, το alter ego ΕΚΕΙΝΟΥ. Κι έγιναν κλάματα όταν μετά από 20 και πλέον χρόνια το «Παλέ» σείστηκε από το σύνθημα: «Κι εσύ Γιαννάκη παρ’ τους τα μυαλά κι εσύ Γκάλη παρ’ τους το κεφάλι», που τραγουδήσαμε χιλιάδες φορές μέχρι να κλείσει η φωνή μας όταν οι «Διόσκουροι» έκαναν απίστευτα πράγματα στο παρκέ…

Αργότερα, ήλθε η σειρά των αντιπάλων ΤΟΥ. Εκείνων που τον δυσκόλεψαν, αλλά κυρίως τους δυσκόλεψε και τους έκανε τη ζωή μαρτύριο μέσα στο τερέν. Μεταξύ αυτών, ο Μπάνε Πρέλιεβιτς και ο Τζον Κόρφας, ένα εκπληκτικό «δίδυμο» γκαρντ και ο φόβος κι ο τρόμος για όλες τις άμυνες. Μια χούφτα ηλίθιοι και ανόητοι τους υποδέχτηκαν με αποδοκιμασίες, ευτυχώς όμως η συντριπτική πλειοψηφία των φιλάθλων τους χειροκρότησε θερμά.

Βεβαίως, την παράσταση έκλεψε ο μέγιστος (απ’ όλες τις απόψεις) Στιβ Γιατζόγλου, ο οποίος αποθεώθηκε από το κοινό κι έκανε τη δήλωση της βραδιάς, λέγοντας ότι «τιμάμε τον δικό μας Michael Jordan»

Ακολούθησε μια σειρά μερικών all stars του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου μπάσκετ: Ο θηριώδης Όντι Νόρις (μ’ αυτόν ο μεγάλος Άρης θα κέρδιζε τουλάχιστον ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών…), ο σουτέρ-«φαρμάκι» Ντόρον Τζάμσι, ο σέντερ-δυναμίτης Ντίνο Ράτζα, ο «αέρινος» Τζόρντι Βιγιακάμπα, ο «εργάτης» Αλεξάντερ «Σάσα» Βολκόφ, αλλά και ο «Μίδας» Ζέλικο Ομπράντοβιτς που ως παίκτης είχε την ατυχία να ΤΟΝ αντιμετωπίσει τέσσερις φορές μέσα σε έξι μήνες (τρεις με την Παρτιζάν και μία με την Εθνική της τότε ενωμένης Γιουγκοσλαβίας)

Ήταν εκεί και η «χρυσή» Εθνική του 1987, χωρίς τον Φάνη που ιδιωτεύει στη Ρόδο και δεν έχει πια καμία επαφή και σχέση με το άθλημα. Και χωρίς τον Πολίτη βεβαίως, του κυρίως υπεύθυνου για το άδοξο και πρόωρο τέλος της καριέρας ΕΚΕΙΝΟΥ. Ο Παναγιώτης, ο Μέμος, ο Λιβέρης, ο Αργύρης και τα άλλα παιδιά που σε δώδεκα ημέρες άλλαξαν τον ρου της ιστορίας του μπάσκετ, αλλά και ο Ντέιβιντ Στεργάκος, μέλος της «αργυρής» ομάδας του 1989 στο Ζάγκρεμπ…

galis_2013_05_04

Φυσικά, δε θα μπορούσε να λείπει ο Γιάννης Ιωαννίδης που μαζί ΤΟΥ κατέκτησε επτά πρωταθλήματα και πέντε Κύπελλα, αλλά και ο «γραφικός» Λάζαρο Λέτσιτς, διάδοχος του «ξανθού» στον πάγκο του Άρη το καλοκαίρι του 1990.

Καλά και άγια όλα αυτά, αλλά όλοι περίμεναν ΕΚΕΙΝΟΝ. Και να, γύρω στις 21:30 ξεπρόβαλλε από τη γνωστή γωνία που κάποτε έμπαινε πρώτος ως αρχηγός με την κίτρινη φόρμα. Τώρα, μπήκε με σακάκι και πουκάμισο, με σχεδόν άσπρα μαλλιά, αλλά το ίδιο «αεράτος» όπως τότε!

Ήταν η δεύτερη φορά που τον έβλεπα στο τερέν με πολιτική ενδυμασία. Η πρώτη, ήταν εκείνο το καταραμένο βράδυ του Φλεβάρη του 1985, όταν καθόταν στον πάγκο δίπλα στον Ιωαννίδη μ’ ένα γκρι-ελεφαντί μπουφάν και το αριστερό χέρι σε νάρθηκα, απόρροια ενός σπασίματος στον καρπό την παραμονή του μεγάλου ημιτελικού για το Κύπελλο Κόρατς με την Τσιάο Κρεμ Βαρέζε. Αν δεν ήταν τόσο άτυχος τότε, είμαι βέβαιος ότι το τρόπαιο θα ερχόταν στη Θεσσαλονίκη.

Νέα δάκρυα στο άκουσμα του «Είσαι θεός μοναδικός», που τόσα χρόνια είχα ν’ ακούσω και να φωνάξω. Αυτή τη φορά, το έκανα με όλη μου την καρδιά και τη …φωνή, ως ένα ελάχιστο «ευχαριστώ» για τα «καλύτερά μας χρόνια»

Τα υπόλοιπα, είναι ιστορία. Η μετονομασία της σάλας του «Παλέ» σε “Nick Galis Hall” και το κρέμασμα της θρυλικής φανέλας με τον αριθμό 6 στο ταβάνι μαζί με τα 21 λάβαρα-τίτλους θεωρώ ότι είχαν τυπική σημασία. Η συγκίνηση και τα δάκρυα ξεχύθηκαν απλώς και μόνο βλέποντάς ΤΟΝ ξανά στο «σπίτι» του, μετά από 21 χρόνια.

galis_2013_05_03

Θυμάμαι ότι τον είχα δει τελευταία φορά στο «Αλεξάνδρειο» με τα κιτρινόμαυρα την εβδομάδα του Πάσχα του 1992, στον προημιτελικό του Κυπέλλου με τον Ολυμπιακό του Ιωαννίδη. Η ατμόσφαιρα ήταν εξαιρετικά φορτισμένη μετά τα όσα είχαν προηγηθεί στο πρωτάθλημα (καλύτερα ας μην ανοίγω παλιές πληγές…) και το τελικό 121-95 ήταν μια γλυκιά «εκδίκηση» για τους Αρειανούς της εποχής.

Τι σύμπτωση! Και την τελευταία φορά που τον είδα στο «Παλέ» ως παίκτη, πάλι έκλαιγα. Φορούσε πια τη φανέλα του Παναθηναϊκού και δε μπορούσα με τίποτε να δεχτώ ότι έμπαινε στο «σπίτι» του με άλλα χρώματα. Ήταν η μοναδική φορά που αντιμετώπισε τον Άρη στο «Αλεξάνδρειο» με τα πράσινα και ήταν εντελώς έξω από τα νερά του.

Δεν ξέρω αν χρειάζεται να γράψω κάτι άλλο σ’ αυτό το σχεδόν …παραληρηματικό κείμενο. Θεωρώ ότι μετά από σχεδόν 15 χρόνια θητείας στο αθλητικό ρεπορτάζ, έπρεπε επιτέλους να γράψω κάτι και για ΕΚΕΙΝΟΝ, μια και ασχολήθηκα αποκλειστικά με το ποδόσφαιρο ως προς το επαγγελματικό κομμάτι και δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να χαράξω δυο λέξεις για το μεγαλείο ΤΟΥ.

Μέγιστε των μεγίστων ΝΙΚΟ ΓΚΑΛΗ, thanks for the memories! Σ’ ευχαριστώ για όσα μου χάρισες χωρίς να το ξέρεις και δεν πρόκειται να σβήσουν ούτε στιγμή από το μυαλό, αλλά κυρίως την καρδιά μου… Να ‘σαι πάντα καλά και …μη χάνεσαι, έτσι; Σε χρειαζόμαστε!

galis_2013_05_06

———–

***Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here