Γράφει η Μαρία Αβραμίδου
Φωτογραφίες: Αφροδίτη Ζαγγανά

Ανήκω στους θεατές που επιστρέφουν στο «Εννέα και Πέντε» –και τυγχάνει να γνωρίζω πως είμαστε αρκετοί αυτοί που ανταμώνουμε κατ’ εξακολούθηση σ’ αυτόν τον σταθμό, περιμένοντας ένα τρένο που, τελικά, θα μας προσπεράσει. Για κάποιον λόγο, η παράσταση αυτή σου δημιουργεί μια έντονη επιθυμία –έως και ανάγκη– να γυρίσεις κοντά της…

Είχα αισθανθεί έντονη συγκίνηση όταν την είχα παρακολουθήσει για πρώτη φορά στο θέατρο «Διάνα», στην εναρκτήρια χρονιά της. Ήμουν ευτυχής όταν βρέθηκα στο εορταστικό κλείσιμο του δεύτερου χρόνου της, τον περασμένο Αύγουστο στο Ηρώδειο. Φέτος τον χειμώνα, το τρένο του «Εννέα και Πέντε» ταξίδεψε στην επαρχία, όμως ήταν αναπόφευκτο ότι θα καταλήξει και πάλι στην Αθήνα, εκεί απ’ όπου ξεκίνησε το θριαμβευτικό του ταξίδι. Έτσι, αυτή η τρίτη μας συνάντηση πραγματοποιήθηκε στην avant-première του, στο θέατρο «Τζένη Καρέζη», την Πέμπτη, 23 Μαρτίου.

9_kai_5_theater_2017_03_001

Όλα ήταν οικεία και καινούργια ταυτόχρονα, καθώς, από την αρχή της συγκεκριμένης σεζόν, τη θέση του Χρήστου Θηβαίου έχει πάρει πια η Ρίτα Αντωνοπούλου. Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Οδυσσέας Ιωάννου και έξι εκλεκτοί μουσικοί, παραμένουν σταθερά εν αναμονή σ’ αυτόν τον παράξενο σταθμό. Οι ερμηνευτές και η μπάντα τους εκμεταλλεύονται την καθυστέρηση της αμαξοστοιχίας που θα τους πάρει μακριά για να κάνουν μια τελευταία πρόβα. Ο Οδυσσέας, ο οποίος περιμένει τον πατέρα του να έρθει με το περιβόητο τρένο, αποφασίζει να του απευθύνει ένα γράμμα. Γίνεται, λοιπόν, ο οδηγός αυτής της αφήγησης, που ουσιαστικά κάνει μια αναδρομή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Κι εδώ ακριβώς έρχεται να συμβάλλει τα μέγιστα η σκηνοθετική επιμέλεια του σπουδαίου Παντελή Βούλγαρη. Με οξυδέρκεια όσο και διακριτικότητα, «στήνει» κάθε κομμάτι της παράστασης σαν μικρό μονόπρακτο, ενώ οι εικόνες που προβάλλονται στο φόντο εντείνουν το συναίσθημα, χωρίς να «καπελώσουν» τα όσα συμβαίνουν επί σκηνής και αναδεικνύουν τη διαχρονικότητα των στιγμών.

Το γεγονός ότι η αφήγηση πραγματοποιείται από τον ίδιο τον συγγραφέα της παράστασης και όχι από κάποιον ηθοποιό, της προσδίδει αμέσως προσωπικό χαρακτήρα. Ο καθένας μας θα μπορούσε να βρίσκεται στη θέση του και να γράφει αυτό το γράμμα, γι’ αυτό και ο καθένας μας μπορεί χωρίς πολλή προσπάθεια να ταυτιστεί με τα λεγόμενά του. Κατά τη γνώμη μου, το πιο ισχυρό στοιχείο του «Εννέα και Πέντε» είναι ο Λόγος. Πρώτα απ’ όλα, αυτός που υπάρχει στα κείμενα του Οδυσσέα Ιωάννου, ο οποίος, μιλώντας μέσα από τα βιώματα, το μυαλό και την καρδιά του, έβαλε στο χαρτί πράγματα που όλοι σκεφτόμαστε και δεν θέλαμε να παραδεχθούμε ή που δεν βρίσκαμε λόγια για να τα εκφράσουμε. Με τρόπο άμεσο και σοφό, αλλά και με ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, μιλά για τις πληγές και τις χαρές αυτού του τόπου και των ανθρώπων του, χωρίς διάθεση κριτικής ή διδακτισμού. Καταθέτει απλά την Αλήθεια του.


Υπάρχει επίσης ο ισχυρότατος και διαχρονικός λόγος σπουδαίων ποιητών μας: Ελύτης, Ρίτσος, Σεφέρης, Καρυωτάκης, Καββαδίας, Γκάτσος, Μάνος Ελευθερίου, Κινδύνης, Νικολακοπούλου… Όπως, άλλωστε, συνηθίζει να λέει στο κλείσιμο των συναυλιών του τα τελευταία χρόνια ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, «χρωστάμε πολλά περισσότερα στους ποιητές μας, απ’ όσα στους δανειστές μας». Κι αυτός ο λόγος των ποιητών είναι που με το εμπνευσμένο άγγιγμα της μουσικής από συνθέτες, όπως οι Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Σαββόπουλος, Κραουνάκης και Θάνος Μικρούτσικος, μπήκε στα στόματα όλων μας, μιλώντας στην ψυχή και τον νου μας με τρόπο μοναδικό. Το ίδιο συμβαίνει και με τον λόγο και τις μελωδίες που προέρχονται από την παράδοση και επικοινωνούν με τρόπο άμεσο –κι ίσως και κάπως μυστικό– με τραγούδια πιο πρόσφατα. Κάπως έτσι, η χαρακτηριστική χροιά και η ανεπιτήδευτη ερμηνεία της Ρίτας Αντωνοπούλου μπόρεσε να εκφράσει, για παράδειγμα, το σκίρτημα από το «Τζιβαέρι», τον δυναμισμό από το «Καραντί» και τη λαϊκή δωρικότητα του «Αυτή η Νύχτα Μένει». Λόγια και μουσικές, ενωμένα με τρόπο κυτταρικό, εκφράζουν την ουσία της ελληνικότητας, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. «Κούμπωσε» θαυμάσια η Ρίτα Αντωνοπούλου σε αυτήν –και θεωρώ ότι άδραξε την ευκαιρία να αναδείξει την αμεσότητα, το χιούμορ και το υποκριτικό της ταλέντο, σαν να ήταν ανέκαθεν κομμάτι της.

Άφησα για το τέλος τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Αν τα κείμενα του Οδυσσέα Ιωάννου είναι η ψυχή αυτής της παράστασης, η δική του φωνή και οι ερμηνείες του είναι το αίμα της και το –σαν μικρού παιδιού– χαμόγελό του, η ανάσα της. Ο Βασίλης, όπως έχουμε συνηθίσει πια να τον αποκαλούμε –και νομίζω πως του αξίζει αυτή η τιμή, να τον νιώθουμε δηλαδή δικό μας άνθρωπο–, κάνει κάθε τραγούδι ολοκληρωτικά δικό του, ψυχή τε και σώματι. Ασύγκριτη η τρυφεράδα του στο «Πάρε Με» ή στα «Λιανοτράγουδα», τα οποία μοιράστηκε με την ταλαντούχα Μαίρη Μπρόζη. Ισορροπημένος και ουσιαστικός ο σπαραγμός του στο «Μαμά». Ερμηνεύει την «Όμορφη Πόλη» και η φωνή του κυλά σαν απέραντη θάλασσα μέσα μας. Κι όταν απλώνει τα χέρια του είναι λες και θέλει να χωρέσει μέσα σ’ αυτήν την αγκαλιά ολόκληρη τη γη –και το καταφέρνει!


Μπροστά σε αυτήν ισορροπία έντασης και τρυφερότητας που χαρακτηρίζει το όλο εγχείρημα και καθώς οι παρευρισκόμενοι βρισκόμαστε ενωμένοι υπό τον μανδύα μιας μουσικής συλλογικής «κοινωνίας», τα μικρά προβλήματα που υπήρχαν ενίοτε στον ήχο, θεωρώ ότι ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Και όχι, δεν αναφέρω κάτι αρνητικό, προκειμένου να αποφύγω τις κατηγορίες για έλλειψη αντικειμενικότητας. Εξάλλου, μπορείτε να σχηματίσετε τη δική σας γνώμη πηγαίνοντας κάποιο από τα επόμενα Παρασκευοσαββατοκύριακα στο θέατρο «Τζένη Καρέζη».

Αλήθεια, γιατί «Εννέα και Πέντε»; Πώς επέλεξαν άραγε τον τίτλο; Αυτό σκέφτηκα, για πρώτη φορά ομολογώ, βγαίνοντας από την αίθουσα. Απάντηση δεν έχω, μόνο υποθέσεις. Μπορεί να είναι κάτι εντελώς τυχαίο. Μπορεί απλά επειδή η φράση ακούγεται όμορφα. Μπορεί, πάλι, να είναι μια υποσυνείδητη αναφορά στο πιο κλασικό ωράριο, το «9 με 5», το οποίο ούτε κατά διάνοια δεν εφαρμόζεται πλέον. Μπορεί αυτό το «και Πέντε» να είναι που έχει σημασία. Μήπως τελικά είμαστε απλοί θεατές της ζωής μας και αφήνουμε τα πράγματα να μας προσπεράσουν, περιμένοντας; Ή μήπως χρειάζεται να φτάσει η κατάσταση στο μη περαιτέρω, σ’ αυτό το «και Πέντε», για να αποφασίσουμε να αντιδράσουμε –αν το αποφασίσουμε ποτέ; Μπορεί να ισχύουν όλα τα παραπάνω ή και τίποτε από αυτά…


Το μόνο που έχει πραγματικά ουσία είναι αυτό που λέει ο Οδυσσέας Ιωάννου στο τέλος της ήδη κλασικής αυτής παράστασης: «Να γίνουμε αυτό που περιμένουμε». Βγαίνοντας από το θέατρο λίγο μετά τα μεσάνυχτα, αντίκρισα την εικόνα της φωτισμένης Ακρόπολης, ενός μνημείου που εκφράζει την αξία του ελληνικού και παγκόσμιου πολιτισμού, την ουσία της ανθρώπινης αλληλεγγύης. Και ξάφνου ένιωσα σαν οι λέξεις αυτής της φράσης να αποκτούν ακόμη πιο έντονο νόημα. Η ζωή ίσως και να κυλά πάνω στις προκαθορισμένες ράγες μιας σιδηροτροχιάς. Όμως εμείς μπορούμε πάντα να επιλέξουμε το αν μείνουμε απλοί μεταφερόμενοι επιβάτες, επισκέπτες που περιμένουν σε κάποιον σταθμό, ή αν αποφασίσουμε να πάρουμε όντως τη θέση του οδηγού για τη δική μας πορεία πάνω σε αυτή τη γη. Έστω και στο «και πέντε»…

Στην παράσταση έπαιξαν οι εξαιρετικοί μουσικοί:
Πιάνο: Ανδρέας Αποστόλου, Γιώργος Θεοδωρόπουλος
Drums – κρουστά: Στέφανος Δημητρίου
Ηλεκτρικό μπάσο: Βαγγέλης Πατεράκης
Βιολί – τραγούδι: Μαίρη Μπρόζη
Κιθάρες – πνευστά: Γιάννης Αυγέρης


*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here