Γράφει ο Δημήτρης Κονιδάρης

Όταν αναφερόμαστε σε κορυφές στο Ελληνικό τραγούδι δεν μπορεί να απουσιάζει ο μέγας Βασίλης Τσιτσάνης.  Σήμερα, 18 Ιανουαρίου, είναι η επέτειος γέννησης (1915) και θανάτου (1984) του κολοσσιαίου συνθέτη που σφράγισε το λαϊκό τραγούδι όσο ίσως κανείς άλλος. Ο Τσιτσάνης θεωρείται ευρέως ως ο σημαντικότερος δημιουργός του λαϊκού τραγουδιού, προσδιορίζοντας μοναδικά την πορεία του είδους από τη δεκαετία του 1940 και μετά.

Ο γεννημένος στα Τρίκαλα καλλιτέχνης πέρασε δύσκολα και φτωχικά παιδικά χρόνια που τον σημάδεψαν ανεξίτηλα. Αυτά τα βιώματα καθόρισαν το δρόμο που ακολούθησε και του έδωσαν άφθονο υλικό για να χρησιμοποιήσει στα έργα του όπως, παραδείγματος χάριν, τα ακούσματα από πλανόδιους μουσικούς τα οποία τον επηρέασαν στη διαμόρφωση της δικής του καλλιτεχνικής προσωπικότητας.

Αρχικά ο Τσιτσάνης, πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή, βασίστηκε κυρίως στις λαϊκές καντάδες εισάγοντας στο λαϊκό τραγούδι τα συγκεκριμένα δημοφιλή ευρωπαϊκά στοιχεία. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να δώσει την αίσθηση της συνέχειας του ήδη γνωστού αστικού τραγουδιού του παρελθόντος. Θα πρέπει φυσικά να τονιστεί ότι ο μεγάλος δημιουργός είχε δηλώσει επανειλημμένως πως δεν συμπαθούσε τα κλαψιάρικα σμυρνέικα και τους αμανέδες έχοντας επηρεαστεί προφανώς από τα ευρωπαϊκά ακούσματα που απέκτησε στο Ωδείο των Τρικάλων κατά την παιδική του ηλικία.  Στις επόμενες δεκαετίες όμως πρόσθεσε, εκτός από  βαλκανικά, και ανατολίτικα στοιχεία χωρίς να αγνοήσει τα ηπειρώτικα που είχαν το δικό τους ξεχωριστό χρώμα. Άλλωστε μέρος της  τεράστιας δύναμης του Τσιτσάνη βρίσκεται  στην εξαιρετική ικανότητά του να συνενώνει και να συνταιριάζει ετερόκλητα στοιχεία από Ανατολή και Δύση ή, αλλιώς, από καντάδες και μπουζούκια. Δημιούργησε τα τραγούδια του κάνοντας μία μίξη τόσο ζωντανή και, κατ’ επέκταση, τόσο επιτυχημένη που αγκάλιασαν τη χώρα μας και έγιναν κτήμα του λαού. Γενικά δέχτηκε πολλές επιρροές τις οποίες, εν μέρει, κυνήγησε ο ίδιος για να πάρει ό,τι καλύτερο μπορούσε από αυτές και να το χρησιμοποιήσει στις δικές του μελωδίες.

Σίγουρα ο Μάρκος Βαμβακάρης δικαιούται τον τίτλο του Πατριάρχη του ρεμπέτικου συμβάλλοντας στη γέννηση αυτού που ονομάζουμε λαϊκό τραγούδι αφού συγκρότησε τη διασκορπισμένη ρεμπέτικη έκφραση σε οργανωμένο τραγούδι το οποίο αναγνωρίζεται άμεσα από τον κόσμο. Εντούτοις ο Τσιτσάνης ήταν αυτός ο οποίος διεύρυνε εντυπωσιακά το κοινό που μπορούσε να ακούσει αυτά τα τραγούδια χάρη στις άοκνες προσπάθειές του και τη μουσική ιδιοφυία του. Ήδη από τη δεκαετία του 1940 έγραψε σπουδαία έργα που τα τραγουδούσε όλη η Ελλάδα. Τα τραγούδια αυτά, εκτός από ερωτικό περιεχόμενο, είχαν και πολιτικοκοινωνικό βάθος αγγίζοντας πάμπολλες πτυχές της ζωής στη χώρας μας.

Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του Νέαρχου Γεωργιάδη στο βιβλίο του «Το φαινόμενο Τσιτσάνης» όπου αναφέρει ότι «Στην πραγματικότητα ο Τσιτσάνης εκλαΐκευσε και μπουζουκοποίησε την καντάδα, από τη μια, και εξευρωπάισε το μπουζούκι και το λαϊκό τραγούδι των πόλεων από την άλλη».

Χαρακτηριστικό στοιχείο των συνθέσεων του είναι αναμφίβολα οι καταπληκτικές  εισαγωγές στα τραγούδια του οι οποίες δεν είναι αποτέλεσμα μόνο του θεόσταλτου ταλέντου του και της συνεπαγόμενης έμπνευσής του αλλά και της σκληρής δουλειάς μέχρι να προκύψει το επιθυμητό (πανέμορφο) άκουσμα.

Έτσι πέτυχε να δώσει τραγούδια που από μουσικής και στιχουργικής πλευράς άγγιζαν το κοινό το οποίο αποτελείτο από το μεγαλύτερο μέρος του λαού. Κατά τα χρόνια της Κατοχής, ευρισκόμενος στην Θεσσαλονίκη, στα κέντρα που εργαζόταν πήγαιναν άνθρωποι από όλες τις κατηγορίες μεταξύ των οποίων αντιστασιακοί  και μαυραγορίτες. Από εκεί οι δημιουργίες του μεταφέρονταν σταδιακά και στο κοινό της πρωτεύουσας εκτοξεύοντας στα ύψη τη φήμη του νεαρού συνθέτη και στιχουργού.

Πέρα όμως από το αξιοθαύμαστο συνθετικό του ταλέντο, άξια λόγου είναι η εκπληκτική δεξιοτεχνία του στο μπουζούκι. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε πως δημιούργησε σχολή στο χειρισμό  του κατεξοχήν λαϊκού οργάνου. Ο Άκης Πάνου είχε δηλώσει «Στα χέρια του Τσιτσάνη το μπουζούκι ήταν ένα μαγικό όργανο. Δεν ξεπεράστηκε από κανέναν. Κανένας δεν μπόρεσε να εκφραστεί όπως ο Τσιτσάνης… Στην έκφραση που είχε δεν τον ξεπέρασε κανένας. Ήταν ο πιο γλυκός εκτελεστής που άκουσα στη ζωή μου κρατώντας αυτό το όργανο, το μπουζούκι». Καταφανώς το μπουζούκι δεν χρησιμοποιήθηκε τυχαία από τον Τσιτσάνη αφού ο λαμπερός και τραγικός ήχος του τον βοηθούσε να εκφράζει τα συναισθήματά του μέσω των μελωδιών του κατά τον καλύτερο τρόπο. Το μπουζούκι μπορούσε να γελάει και να κλαίει την ίδια στιγμή, όπως είχε πει ο Μίκης Θεοδωράκης. Μπορούσε να χαϊδεύει και να δίνει γλυκές μαχαιριές περνώντας την ουσία του μηνύματός του  ιδανικότερα από οποιοδήποτε άλλο μουσικό όργανο.

Η ανάλυση του γιγαντιαίου έργου του Τσιτσάνη ξεφεύγει πολύ από το πλαίσιο του παρόντος σύντομου και οπωσδήποτε ανεπαρκούς αφιερώματος πλην όμως θεωρούμε ότι αξίζει η παράθεση των λόγων των δύο πυλώνων της έντεχνης μουσικής μας, του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη. Ο Χατζιδάκις είχε αναφέρει το 1981 ότι «ο Τσιτσάνης υπήρξε μεγάλος τον καιρό που δεν υποπτευόταν πως ήταν μεγάλος» ενώ ο Μίκης, πάντα πρόθυμος να εκφράσει τον ανυπόκριτο θαυμασμό του για τον Τσιτσάνη, έλεγε πως ήθελε να λογίζεται ως ένας ταπεινός μαθητής του. Επιπροσθέτως, ο σπουδαιότατος ποιητής και στιχουργός Δημήτρης Χριστοδούλου είχε δηλώσει ότι «Ο Τσιτσάνης είναι ένας πολύ μεγάλος καλλιτέχνης κι ο Ελληνικός λαός ένας πολύ μεγάλος λαός που μπορεί και βγάζει έναν τέτοιο καλλιτέχνη». Ωστόσο η πλέον εντυπωσιακή και γνωστή δήλωση για τον Τσιτσάνη προέρχεται από έναν εκ των  κορυφαίων ζωγράφων της χώρας μας κατά τον 20ο αιώνα, τον Γιάννη Τσαρούχη, που είχε πει ότι «Ο Τσιτσάνης είναι η μοναδική ζωντανή απόδειξη ότι έχουμε πολιτισμό».

Τελειώνοντας,  είναι αναμφισβήτητο ότι τα τραγούδια του Τσιτσάνη παραμένουν ζωντανά και αποτελούν μια πολυτιμότατη παρακαταθήκη στα αρχεία της Ελληνικής μουσικής και του Πολιτισμού μας γενικότερα. Ίσως όμως το σημαντικότερο είναι ότι σε κάθε αληθινό λαϊκό γλέντι, σε κάθε είδους μαγαζί όπου παίζεται γνήσια λαϊκή μουσική, τα τραγούδια του θρυλικού δημιουργού διαδραματίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο  αποδεικνύοντας ότι ο Τσιτσάνης βρίσκεται στο μυαλό και στην καρδιά του Έλληνα.

Αναφορές

  1.  Το φαινόμενο Τσιτσάνης, Νέαρχος Γεωργιάδης, εκδόσεις Σύγχρονη εποχή, 2005
  2. Περιοδικό Μετρονόμος, τεύχος 55, Βασίλης Τσιτσάνης, 100 χρόνια από τη γέννησή του, Μάρτιος 2015
  3. Τηλεοπτικό αφιέρωμα της ΕΡΤ στον Βασίλη Τσιτσάνη, 1984

 —————

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here