Γράφει η Ειρήνη Ζαβιτσάνου

Πρόκειται για την μικρότερη τραγωδία του Σαίξπηρ, η οποία εικάζεται ότι γράφτηκε μεταξύ του 1603 και του 1606. Ένα θεατρικό έργο γύρω από μία βασιλοκτονία και τα επακόλουθά της.

Στον κόσμο του θεάτρου, κάποιοι πιστεύουν ότι το έργο είναι καταραμένο και δεν κατονομάζουν τον τίτλο του, αλλά προτιμούν να το αναφέρουν ως “το Σκωτσέζικο έργο”. Εντούτοις, όλα αυτά τα χρόνια το έργο έχει προσελκύσει μερικούς από τους σημαντικότερους ηθοποιούς για τους ρόλους του Μάκβεθ και της Λαίδης Μάκβεθ, έχοντας μεταφερθεί στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, στην όπερα, σε κόμικς κ.α.

Υπόθεση
Ο Μάκβεθ, είναι ένας γενναίος στρατηγός, εκλεκτός της Αυλής του βασιλιά Ντάνκαν. Θριαμβευτής σε πρόσφατες αναμετρήσεις στο πεδίο των μαχών, μαθαίνει από τρεις μάγισσες ότι θα γίνει Θαν του Κόντορ (πρώτος τη τάξει τίτλος ευγενείας) και βασιλιάς. Καθώς το πρώτο μέρος της προφητείας επιβεβαιώνεται αμέσως, η σκέψη του αυτομάτως προσανατολίζεται στο επόμενο: πώς θα γίνει και βασιλιάς. Ο φόνος του Ντάνκαν είναι ο πιο γρήγορος δρόμος. Ο Μάκβεθ ωστόσο, δεν είναι ένας άνθρωπος δίχως συνείδηση και αισθήματα και έτσι θα πληρώσει όλες τις αιματοβαμμένες του πράξεις… Η έντονη προσωπικότητα της λαίδης Μάκβεθ και το πανούργο σχέδιό της δεν θα αφήσουν περιθώρια στον –καλόβουλο έως τότε- Μάκβεθ και θα δολοφονήσει τον καλό βασιλιά στον ύπνο του, θα γίνει ο ίδιος βασιλιάς και έκτοτε δεν θα ξανακοιμηθεί ποτέ ξανά καθώς ο ένας φόνος οδηγεί στον επόμενο, πορεία που αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην ολική κατάρρευση της συνείδησής του – και της λαίδης Μάκβεθ, η οποία, αφού παραλογίζεται για το αίμα που δεν βγαίνει από τα χέρια της, στο τέλος αυτοκτονεί.

Εισχωρώντας  στην αίθουσα του θεάτρου, η πεποίθηση ότι το δράμα υπάρχει πριν καν ξεκινήσει είναι έντονη.

Οι  τοίχοι της σκηνής καλύπτονται περιμετρικά με μαύρες βαριές, κουρτίνες. Το σκηνικό λιτό και απλό. Αφήνεται εσκεμμένα θεωρώ τόσος κενός  χώρος προκειμένου να διαδραματιστεί και να αναδειχθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό η όλη ιστορία.

macbeth_theater_2018_03_001

Καθώς μπαίνεις στην αίθουσα, αντικρίζεις τον βασιλιά Ντάνκαν  (Ιωάννης Παπλωματάς) να «κρέμεται» αλυσοδεμένος ενώ φορά το στέμμα. Το «στέμμα» αποτελείται από ένα αγκάθινο στεφάνι. Κρεμασμένος, αγκάθινο στεφάνι, αμέσως ο παραλληλισμός με τον Ιησού σου έρχεται στο μυαλό καθώς η εικόνα σε παραπέμπει σε κάτι αντίστοιχο. Εφευρετική η σκηνοθεσία του Ιωάννη Παπλωματά. Το μυαλό παίζει τα δικά του παιχνίδια και κάνει τους δικούς του συνειρμούς. Μήπως και ο βασιλιάς δεν προδόθηκε από οικείους ανθρώπους που τους εμπιστευόταν (Μάκβεθ), όπως συνέβη και με τον Χριστό;


Ένα κουβάρι σκεπασμένο με μαύρο πανί βρίσκεται στο κέντρο της σκηνής. Όταν το πανί τραβηχτεί, οι τρεις μάγισσες που θα δώσουν την προφητεία στον Μάκβεθ, θα κάνουν την εμφάνισή τους. Ξυπόλυτες, ντυμένες με όμοια φορέματα, κινούν περίεργα τα δάχτυλα των χεριών τους και τα μακριά μαλλιά τους καλύπτουν το πρόσωπό τους. Οι βαριές ανάσες και το υπόκωφο ψέλλισμα των μαγισσών αποτελούν μια ξεχωριστή «μουσική επένδυση» ενώ παράλληλα  διαδραματίζονται και διαδέχονται η μια σκηνή την άλλη.

Η μυστηριώδης όψη της παράστασης, σε κρατά σε διαρκή αγωνία και όσο οι σκηνές εναλλάσσονται και η ιστορία του έργου εξελίσσεται μπροστά στα μάτια των θεατών, τόσο πιο έντονα έχεις την εντύπωση ότι η κορύφωση του δράματος πλησιάζει. Σε όλη τη διάρκεια του έργου, παρακολουθούμε την άνοδο και την πτώση του Μάκβεθ η οποία εξελίσσεται τόσο γρήγορα.

Τα παιχνίδια της συνείδησης από τα οποία δύσκολα ξεφεύγουμε και μας οδηγούν πολλές φορές σε μονοπάτια άγνωστα, τα ηθικά διλήμματα που παραμονεύουν πίσω από κάθε λανθασμένη και αποτρόπαια πράξη, αιωρούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης και αποτελούν βασικά και κύρια γνωρίσματα του έργου.

Ο Θανάσης Τσεκούρας στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Μάκβεθ. Ρόλος που εκ των πραγμάτων απαιτεί ο πρωταγωνιστής να είναι κάτι παραπάνω από επιβλητικός, κάτι που σε ορισμένα σημεία της ερμηνείας χώλαινε, ενδεχομένως εσκεμμένα, ώστε να προβληθεί ότι η σύζυγος του ήταν εκείνη που υπερείχε δύναμης, θέλησης και εξουσίας.  Ο Μάκβεθ που βρίσκεται εγκλωβισμένος μέσα στο αναπόδραστο της επιλογής του, που σε όλη την διάρκεια του έργου παλεύει με τον αδιόρατο φόβο που γίνεται βασανιστικός και τον εμποδίζει να ζήσει. Ο Μάκβεθ είναι προσωποποιημένο  το δράμα της «βαριάς συνείδησης».


Από την άλλη, η πρωταγωνίστρια του έργου, Κωσταντίνα Matwali Κουτουλάκη, έπαιξε άψογα τον ρόλο της Λαίδης του Μάκβεθ. Πυγμή, θάρρος, αποφασιστικότητα και δύναμη. Φιλοδοξία, δίψα για την απόκτηση του τίτλου και του στέμματος είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της λαίδης που αποδίδει με απόλυτη επιτυχία σε όλες τις εκφάνσεις της. Είναι η δαιμονική γυναίκα, η γυναίκα  που υποδαυλίζει τη φιλοδοξία του συζύγου της, που τον ωθεί στο να φερθεί σαν άντρας και να αναλάβει τον ρόλο του αρχηγού. Εδώ ο Σαίξπηρ, αφήνοντας τη γυναικεία φιγούρα να καθοδηγεί έναν άντρα, θέτει άμεσα το θέμα της ανθρώπινης ευθύνης. Ένας άνθρωπος ο οποίος αφενός μεν διαθέτει ιδία βούληση, αφετέρου δε, οι πράξεις που εκτελεί, απλώς του υπαγορεύονται και δεν είναι σε θέση να  αποφασίσει μόνος του.


Με ματωμένα χέρια, μετά τον φόνο του καλού και αγαθού βασιλιά, ο Μάκβεθ, λέει σαστισμένος:  «Εύχομαι να μην ήξερα τον εαυτό μου», σε μια απέλπιδα προσπάθειά του να διώξει την σκέψη που έχει κυριεύσει το μυαλό του από εκείνη τη στιγμή που διέπραξε το έγκλημα.

«Το αίμα φέρνει αίμα», λέει ξανά μονολογώντας ο Μάκβεθ και εμείς μένουμε αποσβολωμένοι να παρακολουθούμε τον έναν φόνο μετά τον άλλο: εκείνον του βασιλιά, ακολουθεί ο φόνος του Μπάνκο, της λαίδης Μακντόφ…


Η δύναμη της δόξας, η ηδονή που μπορεί να προκαλέσει η εξουσία είναι κίνητρα που βλέπουμε πόσο πολύ και πόσο έντονα μπορούν να συνεπάρουν κάποιον, οδηγώντας τον σε αποτρόπαιες πράξεις.

Ο Μάκβεθ λοιπόν, δεν  σκοτώνει μόνο τους πολιτικούς του αντιπάλους, μα και «τον ύπνο» καθώς μετά τον πρώτο φόνο που διαπράττει έρχεται σαν «τιμωρία» το ότι δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να κοιμηθεί ενώ  κι όταν είναι ξύπνιος υποφέρει γιατί φοβάται. Τελικά όμως -ένα από τα μεγαλύτερα δυνατά χτυπήματα της μοίρας- η γυναίκα του η Λαίδη Μάκβεθ πεθαίνει πριν απ’ αυτόν, αφήνοντάς τον απροστάτευτο.

Το θέμα του πεπρωμένου, του τραγικού πεπρωμένου του Μάκβεθ το οποίο φαίνεται και παρουσιάζεται τόσο ως προδιαγεγραμμένο όσο και ως αναπόφευκτο, είναι ένα άλλο βασικό στοιχείο του έργου. Βλέπουμε, ότι κατόπιν της αρχικής προφητείας που έδωσαν οι τρεις μάγισσες στον Μάκβεθ, αυτός καταφεύγει ξανά σε εκείνες προκειμένου να μάθει τι ακριβώς θα γίνει, πώς θα εξελιχτεί η πορεία του και με ποιο τρόπο θα επιτύχει την απόλυτη εξουσία.

Άλλο στοιχείο που προβάλλεται κατά την διάρκεια του έργου είναι η ανάγκη για «κάθαρση» και εξαγνισμό. Η ανάγκη της σωματικής κάθαρσης, τόσο στον ίδιο τον Μάκβεθ που δεν αντέχει να αντικρίζει τα αιματοβαμμένα χέρια του, όσο και η εμμονή που αποκτά έπειτα η λαίδη Μάκβεθ, νομίζοντας ότι υπάρχει ένας λεκές από αίμα στο χέρι της που δεν βγαίνει –παρά τα χίλια αρώματα της Αραβίας που έχουν χρησιμοποιήσει- δηλώνουν την ανάγκη για κάθαρση. Η συμβολική αυτή σωματική «κάθαρση»  αποτελεί την βαθύτερη ανάγκη των πρωταγωνιστών να  διαχειριστούν τα ενοχικά συναισθήματά τους και να φτάσουν στην ψυχική «κάθαρση» και κατά συνέπεια στην λύτρωσή τους. Ανάγκη που ωστόσο, δεν κατάφεραν να καλύψουν ποτέ.


Ξεχωρίσαμε την σκηνή της υπνοβασίας της λαίδης Μάκβεθ, η οποία ήταν  πολύ παραστατική, με τη νεαρή ηθοποιό να «βαδίζει» νοερά προς τον θάνατο (αυτοκτονία) της και το αλληγορικό σβήσιμο του κεριού που σηματοδοτεί και τον θάνατό της.

Γενικά, οι περισσότερες σκηνές ήταν έντονες και πώς αλλιώς θα μπορούσαν άλλωστε όταν ο φόνος, ο φόβος, οι προφητείες και οι τύψεις έχουν τον πρώτο λόγο. Καθηλωτική η γυναίκα του Μακντοφ (Ελισσάβετ Χρήστου) που βρίσκεται  κατάχαμα στο θεατρικό σανίδι,  αιματοβαμμένη  για αρκετή ώρα, μετά την δολοφονία της. Ιδιαίτερη επίσης η σκηνική παρουσία του Μάλκολμ, γιου του Ντάνκαν, ο οποίος είχε μια μεστή ερμηνεία.


Στο τέλος,  ο  άνθρωπος που δεν τον γέννησε γυναίκα, ο Μάκντοφ, θα μιλήσει τη γλώσσα «μιας νέμεσης», μιας βούλησης που επιβάλλεται «άνωθεν», και ο Μάκβεθ θα πεθάνει…


Αδιαμφισβήτητα, η μεταφορά του λογοτεχνικού Σαίξπηρ στο θέατρο είναι ένα μεγάλο και δύσκολο εγχείρημα τόσο για τον σκηνοθέτη, όσο και για τους ηθοποιούς . Στην προκειμένη περίπτωση, μιλάμε για μια αξιόλογη προσπάθεια νέων ανθρώπων που παρά τις… δεισιδαιμονίες περί τίτλου και «σκωτσέζικου έργου», μας χάρισαν ένα δυνατό θέαμα που μας έδωσε τροφή για σκέψη…

Συντελεστές
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Βουτζουράκη
Σκηνοθεσία – Πρωτότυπη μουσική: Ιωάννης Παπλωματάς
Βοηθός Σκηνοθέτη: Νάντια Γερμενή

Παίζουν οι ηθοποιοί (αλφαβητικά):
Νάντια Γερμενή
Θοδωρής Ελευθεριάδης
Κωνσταντίνα Matwali Κουτουλάκη
Μαρίτα Κωστοπούλου
Νικολέττα Μήτσιου
Λυκούργος Μπάδρας
Θεοδώρα Παπαϊωάννου
Ιωάννης Παπλωματάς
Στέλα Σταθοπούλου
Γιάννης Τριαντάκης
Βασίλης Τριανταφύλλου
Θανάσης Τσεκούρας
Ελισάβετ Χρήστου

Απο Παρασκευή 16 Μαρτίου και κάθε Παρασκευή στις 21:15

Θέατρο Αθηναϊκή Σκηνή
Αθανασίου Διάκου & Τζιραίων 13, Μετρό Ακρόπολη
Τηλ. Κρατήσεων: 6944923369

Γενική είσοδος: 12€ Διάρκεια: 105’

——

Μετά το τέλος της παράστασης, βρεθήκαμε στα καμαρίνια όπου συναντήσαμε την Κωνσταντίνα Matwali Κουτουλάκη, (Λαίδη Μάκβεθ), η οποία μας μίλησε τόσο για το θεατρικό έργο όσο και για τον ξεχωριστό ρόλο της.

  • Μάκβεθ. Ένα έργο που έχει ανέβει συγκεκριμένες φορές στο θέατρο. Τι διαφορετικό έχει η δική σας παράσταση;

Σε τι διαφέρει από άλλα ανεβάσματα, οφείλει να απαντήσει ο σκηνοθέτης μας, Ιωάννης Παπλωματάς. Εγώ μπορώ να πω, ότι έχουμε σεβαστεί το κείμενο του συγγραφέα και είμαστε μια ομάδα που συνέπλευσε με macbeth_theater_2018_03_002πολύ μεράκι και όρεξη με τον σκηνοθέτη, ώστε να παρουσιάσουμε όσο πιο καθαρά και έντιμα μπορούσαμε το δύσκολο αυτό έργο. Και λέω «δύσκολο» γιατί ο Σαίξπηρ όπως και όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς, είναι δύσκολοι για τον ηθοποιό. Προσωπικά με τρόμαξε έως και τρομοκράτησε αυτός ο ρόλος. Στην έρευνα που έκανα, συνάντησα ένα παλιότερο ανέβασμα του Κ. Μοσχόπουλου που δεν είχα την τύχη να δω, όμως με βοήθησε πολύ μια φράση της εξαίρετης Άννας Μάσχα (που υποδυόταν την Λαίδη) «όχι, δεν προσπάθησα να ταυτιστώ με την λαίδη, είναι σα να σου ζητούν να ταυτιστείς με όλον τον κόσμο ταυτόχρονα». Αυτό ήταν ανακουφιστικό για μένα…

  • Έχει κάποιο κοινό η Κωνσταντίνα με τη …λαίδη Μάκβεθ;

Αρχικά αρνήθηκα πεισματικά να βρω οποιαδήποτε ομοιότητα με την λαίδη. Δύο εβδομάδες πριν την πρεμιέρα είπα στον Ιωάννη (σκηνοθέτη) «δεν την έχω …μου ξεγλιστράει» και φυσικά ποτέ δεν τον έχεις τον ρόλο καθ’ ολοκληρίαν. Θα ‘ταν ψέμα και υπερφίαλο αν κάποιος το πει, αλλά τουλάχιστον ως ένα βαθμό, κάποια στιγμή νοιώθεις ότι είσαι κάπου κοντά, στην «γειτονιά» που έλεγε ένας αγαπημένος μου Δάσκαλος ο Σοφοκλής Πέππας.
Κατέληξα πως ναι, έχω κοινά με την λαίδη, ήρθαν και με βρήκαν μόνα τους ενώ τα αρνιόμουν, ένα βράδυ που πάλευα μόνη μου με το κείμενο. Σίγουρα πάντως δεν θέλω να σκοτώσω άνθρωπο! (γέλια)
Ένα κοινό που θα μπορούσα να ομολογήσω είναι, όχι η φιλοδοξία, αλλά η λαίλαπα που την κατατρώει όταν νοιώθει την κενότητα της. Αυτό πάντα ήταν ένα θέμα μου, όταν ένοιωθα «το κενό» πάντα έφευγα από σχέσεις, ανθρώπους, από τον ίδιο μου τον εαυτό.

  • Τι γίνεται τελικά με τα παιχνίδια της συνείδησης και του μυαλού; Σε όλο το έργο υπάρχει έντονη η αίσθηση ότι τόσο ο Μάκβεθ, όσο και η λαίδη διακατέχονται από φόβο και βασανίζονται…

Ο Μάκβεθ (Θανάσης Τσεκούρας) όντως  διακατέχεται σε όλη τη διάρκεια του έργου από τον φόβο, όλο το έργο είναι μια ελεγεία στον φόβο, λέει ο Γιαν Κοττ.
Ο φόβος του φόνου, η επιθυμία της εξουσίας και ο φόβος του ίδιου μας του εαυτού, είναι όλο το θέμα στον Μάκβεθ, σαν έργο.
Η Λαίδη δείχνει άτρωτη και ικανή να κάνει τα πάντα, όμως ήδη μετά την πράξη λέει «τίποτα, όλα έχουν χαθεί όταν η επιθυμία, δεν φέρνει έστω κάποια ικανοποίηση. Καλύτερα νεκρός από το χέρι ενός φονιά, παρά φονιάς βυθισμένος σε μιαν αμφίβολη ευτυχία». Ο φόβος μπολιάζει γρήγορα μέσα της, τον νικά φαινομενικά για να στηρίξει τον Μάκβεθ. Το δικό της μυαλό παίζει άλλα παιχνίδια σε σχέση με του  Μάκβεθ. Η  συνείδηση της ξυπνά και την κατακλύζει  μοναχά όταν όλα έχουν καεί γύρω της, καταρρέει ο άντρας της, κινδυνεύει η εξουσία τους, τότε ξεκινάνε οι Ερινύες να έρχονται… Στην ουσία, είναι μια γυναίκα αδίστακτη που καίγεται από την φωτιά που η ίδια άναψε, εξού και αυτοκτονεί, δεν την σκοτώνουν. Το κενό της μεγαλώνει τόσο, υπαρξιακά, που την ρουφάει. Σε αντίθεση με εκείνη, ο Μάκβεθ εξ αρχής φοβάται, τρεκλίζει, οπισθοχωρεί, αν και προβαίνει τελικά στην πράξη του φόνου. Τα παιχνίδια του μυαλού έχουν ρόλο σε αυτό το έργο στο όνομα του Μπάνκο, ο φίλος του Μάκβεθ, που γίνεται φάντασμα και τον καταδιώκει. Είναι συμβολικά οι σκέψεις μας, τα βαθύτερα θέλω μας, οι φόβοι, που ποτέ δεν μένουν κρυμμένοι. Όλα αυτά είναι πάντα παρόντα και ενεστώτα.

  • Σας ευχαριστώ πολύ και σας εύχομαι ολόψυχα, καλή επιτυχία!

Και εγώ σας ευχαριστώ θερμά και με αφορμή αυτή την όμορφη κουβέντα μας, θα ήθελα να ευχαριστήσω και τους 12 συναδέλφους που μοιραζόμαστε αυτήν την όμορφη εμπειρία και φυσικά τον σκηνοθέτη μας, που είχε την «τρέλα» όπως πολλοί είπαν, ακούγοντας τον τίτλο, να το κάνει πράξη!

——————–

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here