28/9/2013
www.musiccorner.gr
Γράφει ο 
Τάσος Κριτσιώλης

Πόλυ Πάνου: Το πλοίο «σάλπαρε» …

Φωνή ιδιαίτερη, χαρακτηριστική, που δε μπορούσες να τη μπερδέψεις με οποιαδήποτε άλλη. Ερμηνεία που σου έδινε τη βεβαιότητα ότι ήταν ο «ήρωας» του τραγουδιού που έλεγε, χωρίς περιττά φτιασίδια κι εντυπωσιασμούς. Κυρία κι αξιοπρεπής τόσο στην πίστα όσο και στη ζωή της, δεν έδωσε ποτέ το δικαίωμα ν’ ακουστεί ή να γραφτεί το παραμικρό εις βάρος της.

Αυτή ήταν η Πόλυ Πάνου, που το μεσημέρι της 27ης Σεπτεμβρίου 2013 μπήκε «στο πλοίο που σαλπάρει για λιμάνια ξένα» κι άφησε πίσω της πιο φτωχό το ελληνικό τραγούδι…

Ως ύστατο φόρο τιμής στη μνήμη της λοιπόν, παρουσιάζουμε αυτό το αφιέρωμα στη σπουδαία καριέρα της δίνοντας έμφαση στις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της και στα μεγάλα κι αξέχαστα τραγούδια που είχε την τύχη να ερμηνεύσει.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τη σκεπάσει. Κανένας μας δεν πρόκειται να την ξεχάσει, αφού θα «ζει» για πάντα μέσα από τα τραγούδια της…

polly_panou_2013_09_02

Ξεκίνημα στα Ψηλαλώνια

Η Πολυτίμη Κολιοπάνου (όπως ήταν το πραγματικό ονοματεπώνυμό της) γεννήθηκε στην Αθήνα σε μια ιστορική για την Ελλάδα ημέρα, την 28η Οκτωβρίου 1940. Γρήγορα όμως η οικογένειά της μετακόμισε στην Πάτρα, όπου και η ίδια μεγάλωσε κι από μικρή ηλικία είχε στο αίμα της το τραγούδι.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που έφευγε από το σπίτι κι ανέβαινε στα Ψηλαλώνια, όπου υπήρχε ένα καφενείο που είχε juke box (μαζί με το ραδιόφωνο τα μοναδικά μέσα διάδοσης των τραγουδιών εκείνη την εποχή) κι εκεί άκουγε και μάθαινε τα «σουξέ» της περιόδου. Έπειτα, τα τραγουδούσε μόνη της κι έτσι άρχισε να διαμορφώνει τη φωνή της.

Βεβαίως, το επάγγελμα της τραγουδίστριας εκείνα τα χρόνια ήταν ουσιαστικά…παράνομο κι έτσι κρυφά από τους γονείς της έλαβε μέρος σ’ ένα διαγωνισμό ταλέντων στην Πάτρα και πήρε το πρώτο βραβείο τραγουδώντας τη «Μητέρα» του Φώτη Πολυμέρη -που κι εκείνος έφυγε από κοντά μας πριν λίγους μήνες πλήρης ημερών.

Όπως ήταν φυσικό, έγινε η «ατραξιόν» της πόλης κι όλοι μιλούσαν για το νέο μεγάλο ταλέντο που σε τόσο μικρή ηλικία μπορούσε να τραγουδά τόσο όμορφα. Η μητέρα της αμέσως κατάλαβε την κλίση της στο τραγούδι και την υποστήριξε ευθύς εξαρχής, συνοδεύοντάς την στα τοπικά πανηγύρια όπου έκανε και τις πρώτες εμφανίσεις της…

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Η τύχη για τη μικρή Πόλυ θα χαμογελάσει διάπλατα το 1953, όταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης θα βρεθεί για εμφανίσεις στην Πάτρα με το συγκρότημά του, στο κέντρο «Καλάμια» που βρισκόταν στην παραλία της πόλης. Άγνωστος ακόμα ο μετέπειτα «Σερ» του ελληνικού τραγουδιού, θα βρεθεί ξαφνικά χωρίς τραγουδίστρια στο γκρουπ αφού εκείνη το εγκαταλείπει και προβληματισμένος θα ξεκινήσει ένα περίπατο για να σκεφθεί τι θα κάνει.

Περπατώντας πολύ ώρα, έφτασε ως τα Ψηλαλώνια και μπήκε σ’ ένα κουρείο για να κουρευτεί. Η κιθάρα που κρεμόταν στον τοίχο, τον έκανε να πιάσει κουβέντα με τον κουρέα και να του πει το πρόβλημά του. Εκείνος του έδειξε μια μικρή κοπέλα στο απέναντι πεζοδρόμιο και του είπε: «Τη βλέπεις αυτή; Έχει φοβερή φωνή και πρέπει να την ακούσεις».

Έτσι κι έγινε. Ο Μπιθικώτσης τελειώνοντας την περιποίησή του, πλησίασε το κοριτσάκι και του είπε ποιος ήταν. Εκείνο δεν τον πίστεψε, αλλά αυτός επέμενε να πάνε μαζί στο σπίτι της να γνωρίσει τη μητέρα της. Εκεί, αφού έδειξε και …ταυτότητα για να τους πείσει ότι όντως είναι ο Μπιθικώτσης, έβαλε την Πόλυ να του τραγουδήσει πολλών ειδών τραγούδια, από βαριά λαϊκά μέχρι «ελαφρά». Ενθουσιάστηκε, της έκανε δώρο ένα …φουστάνι και την πήρε μαζί του στα «Καλάμια».

Αργότερα, η νεαρή κοπέλα θ’ ακολουθήσει το συγκρότημα του Μπιθικώτση και σε άλλες πόλεις και η κατάληξη θα είναι η Αθήνα, όπου εκείνος θα την πάει αμέσως στα στούντιο της Columbia για ακρόαση. Ο πανίσχυρος παραγωγός της εταιρείας Νίκανδρος Μηλιόπουλος ακούγοντάς την, θα πει στον «Σερ»: «Γρηγόρη, μου έφερες μια Βέμπο του λαϊκού τραγουδιού».

Μαζί της στην Αθήνα η Πόλυ είχε πάντα τη μητέρα της, καθώς ο εργολάβος πατέρας της έγινε έξαλλος από την απόφασή της να γίνει τραγουδίστρια και μάλιστα γι’ αυτό το λόγο το ζευγάρι χώρισε για οκτώ μήνες…

Η πρώτη ηχογράφηση και οι πρώτες επιτυχίες

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ήταν ο άνθρωπος που ανακάλυψε την Πόλυ Πάνου (όπως μετονομάστηκε…καλλιτεχνικά από τον «Σερ»), οπότε ήταν απολύτως φυσικό να της γράψει τη μουσική για το τραγούδι με το οποίο θα έμπαινε στη δισκογραφία. Στις 14 Οκτωβρίου 1953 λοιπόν -δύο εβδομάδες πριν τα μόλις δέκατα τρίτα γενέθλιά του-, το νεαρό κορίτσι θα ηχογραφήσει το «Πήρα τη στράτα την κακιά» σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη.

Από εκεί και πέρα, ο δρόμος πλέον για την Πόλυ ήταν ορθάνοιχτος. Όλοι οι λαϊκοί δημιουργοί της εποχής θέλουνε να γράψουνε τραγούδια γι’ αυτή τη φωνή και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50 οι επιτυχίες της θα είναι πολλές και μεγάλες: «Να πας να πεις της μάνας μου» του Γιώργου Ζαμπέτα, «Άλλα μου λεν τα μάτια σου» του Θόδωρου Δερβενιώτη, «Βρε μοίρα δεν κουράστηκες» του Μάρκου Βαμβακάρη, αλλά κυρίως τα «Καυγαδάκι» και «Πάρε το δαχτυλίδι μου» του Γιώργου Μητσάκη θα την καθιερώσουν οριστικά ως πρώτο όνομα στα κέντρα διασκέδασης και στη δισκογραφία.

Η «χρυσή» πενταετία

Με την είσοδο του 1960, η Πόλυ Πάνου είναι πλέον καθιερωμένη τραγουδίστρια με μεγάλη αποδοχή από πλευράς κοινού. Είναι η εποχή που οι σπουδαίοι λαϊκοί δημιουργοί αποφασίζουν να «φρεσκάρουν» το παλιό ρεπερτόριό τους, ηχογραφώντας το με τις νέες τεχνολογίες αλλά και με καινούργιες φωνές.

Η Πόλυ θα είναι βασική ερμηνεύτρια αυτών των επανεκτελέσεων και με τις ερμηνείες της θα «σφραγίσει» όλα τούτα τα σπουδαία τραγούδια που οι περισσότεροι τα μάθανε με τη δική της φωνή. Αρχικά, τραγουδά Βασίλη Τσιτσάνη («Παίξε Χρήστο το μπουζούκι», «Της ταβέρνας το ρολόι») και η εκτέλεσή της στο «Μες την πολλή σκοτούρα μου» έχει μείνει κλασική στο πέρασμα των χρόνων.

Έπειτα, έρχεται η σειρά του Απόστολου Καλδάρα να ξαναδώσει ζωή στα παλαιότερα τραγούδια του μέσα από τη φωνή της Πάνου: «Φέρτε μια κούπα με κρασί» και «Ο κόσμος όλος σε κατακρίνει» είναι κομμάτια που ο πιο πολύς κόσμος έχει συνδέσει αποκλειστικά μ’ εκείνη…

Βεβαίως, κλασική έχει μείνει και η εκτέλεσή της στο «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε» του Γιάννη Παπαϊωάννου με τον Χρηστάκη στις δεύτερες φωνές…

Παράλληλα όμως με όλα αυτά, η Πόλυ κάνει μεγάλες επιτυχίες και με καινούργια τραγούδια που της δίνουν οι παραπάνω δημιουργοί και όχι μόνο: «Ένα σφάλμα έκανα» του Δερβενιώτη, «Άσε πρώτα να ξεχάσω», «Σ’ αγάπησα και πόνεσα» και «Τ’ αδέλφια δε χωρίζουνε» του Καλδάρα, «Εσένα δε σου άξιζε αγάπη» και «Δώστε μου μια συμβουλή» του Καραμπεσίνη, «Μελαχρινή τσιγγάνα μου» του Χιώτη, «Φαρμάκι και μαχαίρι» του Μπακάλη (βασισμένο σε ινδική μελωδία όπως συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια…), αλλά κυρίως με «Τα λιμάνια» του Βασίλη Τσιτσάνη…

Θεοδωράκης, Χατζιδάκις και Ξαρχάκος

Η δυναμική είσοδος του «έντεχνου λαϊκού» τραγουδιού από το 1960 και μετά με κύριους εκπροσώπους τους τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Χατζιδάκι κι αργότερα τον Σταύρο Ξαρχάκο, δε θα μπορούσε ν’ αφήσει απέξω την Πόλυ Πάνου.

Ήδη καταξιωμένη λαϊκή τραγουδίστρια, αλλά με δυνατότητες που ταίριαζαν απολύτως στις απαιτήσεις του νέου είδους δεν άργησε να συνεργαστεί με τους παραπάνω δημιουργούς, προσθέτοντας ορισμένα επιπλέον «στολίδια» στο ρεπερτόριό της…

Σύμφωνα με την ίδια, ο Χατζιδάκις της τηλεφώνησε κάποιο πρωί και της είπε ότι έγραψε ένα τραγούδι ειδικά για κείνη. Ο λόγος για τα διάσημα «Παιδιά του Πειραιά», τα οποία εκείνη ηχογράφησε σε πρώτη εκτέλεση πριν τα κάνει παγκοσμίως γνωστά η Μελίνα Μερκούρη μέσα από το φιλμ «Ποτέ την Κυριακή»

Η Πόλυ τραγούδησε και Μίκη Θεοδωράκη. Μια πιο λαϊκή εκδοχή της πασίγνωστης «Φαίδρας» («Αστέρι μου φεγγάρι μου») και μάλιστα με δεύτερο κουπλέ, καθώς και το «Σε ποιο βουνό»

Το 1963 θα έλθει ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο οποίος θα της δώσει δύο τραγούδια στο πλαίσιο της κυκλοφορίας σε δίσκο των μουσικών μερών της θεατρικής παράστασης «Τα κόκκινα φανάρια» του Αλέκου Γαλανού (που αργότερα θα γίνει ένα σπουδαίο φιλμ σκηνοθετημένο από τον Βασίλη Γεωργιάδη). Το μοναδικό «Καλντερίμι» που γράφτηκε ειδικά για το δισκάκι των 45 στροφών και το επίσης υπέροχο «Τι να την κάνεις τη ζωή» που ακουγότανε και στην παράσταση…

Η «Βεντέτα»

Ακριβώς αυτή η προώθηση του έντεχνου σε βάρος του λαϊκού τραγουδιού από την Columbia, θα γίνει η αιτία ώστε οι εκπρόσωποι του δεύτερου είδους ν’ αρχίσουν συζητήσεις για τη δημιουργία μιας νέας δισκογραφικής εταιρείας.

Στο τραπέζι κάθισαν αρχικά ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς και η Πόλυ Πάνου. Ωστόσο, οι πρώτοι δύο αποχώρησαν σχετικά γρήγορα και οι δύο τελευταίοι συμφώνησαν να δημιουργήσουν τη «Βεντέτα».

Η νέα εταιρεία ξεκίνησε το 1966 με έδρα τη Θεσσαλονίκη, στην οδό Φραγκίνη. Από εκεί καταγόταν ο τότε σύζυγος της Πάνου, ο Στέλιος Πελαγίδης που μάλιστα ήταν ιδιοκτήτης ενός από τα πιο γνωστά νυχτερινά κέντρα της συμπρωτεύουσας. Πάνω στο χρόνο όμως (1967), ο Γαβαλάς αποχωρεί και ιδρύει τη «Σονάτα», οπότε η «Βεντέτα» μένει εξ ολοκλήρου στα χέρια της Πόλυς αν και ήτανε στο όνομα του άντρα της.

Η αλήθεια είναι ότι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70 που η εταιρεία έκλεισε, η Πάνου δεν είχε τις επιτυχίες που έρχονταν σωρηδόν στα χρόνια της Columbia. Βλέπετε, οι «μεγάλες» εταιρείες είχαν πάντα τον τρόπο να «εξαφανίζουν» τις «μικρές» κι όσο μεγάλο κι αν ήταν το όνομα του τραγουδιστή, χωρίς διαφημιστικό χρόνο στο ραδιόφωνο και γενικότερα χωρίς προβολή, δε μπορούσε να γίνει κάτι…

Ωστόσο, η πιο μεγάλη επιτυχία της από εκείνη την περίοδο επρόκειτο να έλθει σχεδόν …25 χρόνια μετά! Το 1968 λοιπόν, η Πόλυ Πάνου εμφανίζεται στην ταινία «Όλγα αγάπη μου» να τραγουδά «Τι σου ‘κανα και πίνεις» σε μουσική Μίμη Πλέσσα και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου.

Το τραγούδι κυκλοφορεί αλλά περνά σχεδόν απαρατήρητο, μέχρι τις αρχές του… 21ου αιώνα όταν θα το ερμηνεύσει σε δεύτερη εκτέλεση η Μελίνα Ασλανίδου με το συγκρότημα «Απέναντι». Τότε θ’ «ανακαλυφθεί» και η πρώτη ηχογράφησή του κι έκτοτε θα πρωταγωνιστεί μέχρι σήμερα!

Η επιστροφή στην Columbia

Το 1972 η Πόλυ Πάνου θα επιστρέψει στην Columbia, η οποία όμως δεν έχει πια καμιά σχέση με την άλλοτε κραταιά εταιρεία. Παρόλα αυτά, θα κάνει κάποιες νέες επιτυχίες τραγουδώντας Άκη Πάνου («Ούτε σπίθα, ούτε λέξη», «Δυο αλήθειες») και Γιώργο Ζαμπέτα («Θα ‘ρθει πάλι ξαστεριά»).

Παράλληλα, θα ηχογραφήσει «Το τραγούδι του Γιάννη» που έγραψε ο Βασίλης Τσιτσάνης στη μνήμη του Γιάννη Παπαϊωάννου που σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα τον Αύγουστο του 1972, αλλά η πιο γνωστή στιγμή της εκείνη την περίοδο θα έλθει το 1973 από τον Γιώργο Μητσάκη, που θα της δώσει τις «Δώδεκα τσιγγάνες»

Έκτοτε, από το 1974 ως το 1977 θα έλθει μια σειρά προσωπικών δίσκων («Τελεία και παύλα», «Αγάπη και φιλότιμο», «Ο έρωτας δεν είναι αμαρτία», «Παλιό ρεμπέτικο στέκι», «Και τώρα μόνη»), οι οποίοι όμως θα περάσουν απαρατήρητοι καθώς η εταιρεία καταρρέει και η διαφήμιση είναι σχεδόν μηδαμινή. Θα «επιπλεύσει» μόνο το «Δωσ’ μου να καπνίσω ένα τσιγάρο» του Τάκη Σούκα μέσα από το άλμπουμ «Ο έρωτας δεν είναι αμαρτία» το 1976…

Παράλληλα, θα συμμετάσχει σε δύο δίσκους σε μουσική Αντώνη Κατινάρη («Νεώτερα κι ανώτερα» και «Αυταπάτες»), ενώ σχεδόν ταυτόχρονα με κάθε έκδοση νέου δίσκου της, η εταιρεία Panivar που έχει αγοράσει το ρεπερτόριο της «Βεντέτας» κυκλοφορεί άλμπουμ με τραγούδια που ηχογράφησε εκεί η Πάνου («Παράνομη αγάπη», «Ένας ήλιος έσβησε», «Τα χαστούκια της ζωής» κλπ)

Από το ’80 και μετά…

Το 1979 και το 1980, η ερμηνεύτρια θα συνεργαστεί με τη CBS και θα ηχογραφήσει δύο δίσκους με την ετικέτα της («Επικίνδυνη αγάπη» και «Πολλά ζητάς»), οι οποίοι όμως δεν ακούστηκαν σχεδόν καθόλου κι έτσι θ’ αποφασίσει ν’ αποσυρθεί διακριτικά από τη δισκογραφία ως το 1985.

Τότε, θα ηχογραφήσει στη MINOS ένα άλμπουμ με τίτλο «Τι να μας κάνει μια ζωή» στη μία πλευρά του οποίου υπάρχουνε καινούργια τραγούδια του Θανάση Πολυκανδριώτη και στη δεύτερη επανεκτελέσεις παλαιότερων επιτυχιών της. Στο «Πιο τρελή κι απ’ τους τρελούς», ακούγεται στις δεύτερες φωνές ο Γιώργος Νταλάρας…

Αυτή θα είναι και η τελευταία δισκογραφική εμφάνισή της στη δεκαετία του ’80. Θα επιστρέψει το 1994 με το άλμπουμ «Λαδάδικα και Γκάζι Νο 1 και 2» από την Panivar -με τον υπότιτλο «Τα τραγούδια από τις πόλεις που λάτρεψε»- κι εν συνεχεία η τεράστια επιτυχία των εμφανίσεών της στο «Διογένης Παλλάς» την περίοδο 1994-95 μαζί με την Καίτη Γκρέυ, τη Γιώτα Λύδια, τη Μαίρη Λίντα και την Κωνσταντίνα θα την οδηγήσει ξανά στο στούντιο. Το 1995 θα κυκλοφορήσει ο δίσκος «Εδώ και τώρα», όμως και πάλι δε θα έχει την επιτυχία που θα περίμεναν οι συντελεστές του…

Το 1997 θα κυκλοφορήσει η τελευταία δισκογραφική δουλειά της, με τίτλο «Ένα τραγούδι για τον Πειραιά» η οποία περιλαμβάνει τραγούδια που γράφτηκαν για τη συγκεκριμένη περιοχή…

Το «Αμάν-Αμήν»

Ξεχωριστή θέση στη μεγάλη καριέρα της Πόλυς Πάνου έχει η συμμετοχή της στην παράσταση «Αμάν-Αμήν» του Σταύρου Ξαρχάκου που ανέβηκε στο «Αθηναϊκό Δημοτικό Θέατρο» το 1994. Θέμα της, μια αναδρομή στο ρεμπέτικο τραγούδι από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα μέχρι τις μεγάλες δημιουργίες του συνθέτη σε στίχους Νίκου Γκάτσου για την ταινία «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη το 1983.

Μαζί με την Πάνου εμφανίζονταν στην παράσταση οι Σωτηρία Λεονάρδου (πρωταγωνίστρια του «Ρεμπέτικου»), Μαρία Σουλτάτου, Δήμητρα Μαυρουδάκου, Κώστας Μαντζόπουλος, Νίκος Μαραγκόπουλος, Κώστας Τσίγκος και ο σολίστας του μπουζουκιού Σπύρος Λιόσης.

Το «Αμάν-Αμήν» κυκλοφόρησε και σε διπλό δίσκο το 1995, ενώ επαναλήφθηκε πέρσι στο θέατρο «Ακροπόλ» και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.

—————-

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here