Γράφει ο Τάσος Κριτσιώλης
http://vinylmaniac.madblog.gr

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

“Η σημασία αυτής της στήλης του musiccorner είναι ακριβώς ότι λέει ο τίτλος της: “Αφιερωμένη εξαιρετικά” σε ανθρώπους που προσέφεραν στο ελληνικό τραγούδι, αλλά μένοντας ηθελημένα στην “οπισθοφυλακή” και χωρίς ποτέ να ζητήσουν κάτι περισσότερο από το να κάνουν αυτό που αγαπούσαν.

Η δουλειά τους περιορίστηκε στην πίστα, στο στούντιο, στη γραφή μουσικής και στίχου και πουθενά αλλού. Άλλοι έκαναν μεγάλη επιτυχία, άλλοι μικρότερη. Άλλοι συνεχίζουν την πορεία τους και παλεύουν, άλλοι έχουν αποχωρήσει. Άλλοι έχουν φύγει από τη ζωή.

Όμως, όλοι τους ανεξαιρέτως έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στην ελληνική μουσική σκηνή και δικαιούνται αυτό που τους προσφέρουμε: Μια γωνιά “αφιερωμένη εξαιρετικά”…!

———————————————————–

Δούκισσα: Μια γυναίκα, δύο «τίτλοι»!

 

Χαμόγελο, μπρίο, κέφι, ζωντάνια, εξαιρετική φωνή και σπάνιας ποιότητας άνθρωπος. Αυτά είναι λίγα από τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τη Δούκισσα, μια πραγματικά μεγάλη κυρία του ελληνικού τραγουδιού (αλήθεια, πόσο έχει ξεφτίσει τούτος ο χαρακτηρισμός εδώ και κάμποσα χρόνια…) που μπορεί να έφυγε από τη ζωή πριν 27 μήνες, όμως άφησε πίσω της μια πολύ σημαντική κι αθάνατη κληρονομιά-κληροδότημα: Τα τραγούδια της…

«Αφιερωμένο εξαιρετικά» λοιπόν στη μοναδική γυναίκα που είχε δύο τίτλους -όπως είχε πει κάποτε ο Γιάννης Πάριος: Και Κυρία, και Δούκισσα! Τους κέρδισε πανάξια τόσο με τη στάση ζωής της, όσο και με την καλλιτεχνική πορεία της που ξεκινούσε και τελείωνε στο σεβασμό προς το κοινό που την αγάπησε και την έφτασε στην κορυφή…

Ξεκίνημα με χορό…

Η Δούκισσα Φωταρά (όπως ήταν το πλήρες ονοματεπώνυμό της) γεννήθηκε στο Πασαλιμάνι στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής κι από πολύ μικρή αγάπησε το χορό, με τον οποίο κι εμφανίστηκε στα καλλιτεχνικά δρώμενα. Η ίδια σε συνέντευξή της λίγα χρόνια πριν, είχε πει για το ξεκίνημά της: «Ξεκίνησα ως χορεύτρια. Όταν τελείωσα το δημοτικό, έκαναν στη γειτονιά μου διαγωνισμό για ταλέντα όπως έκανε ο Οικονομίδης, έκαναν σε όλες τις γειτονιές. Ήτανε σε ένα αναψυκτήριο, το «Κοσμικόν», βγήκα πρώτη, κέρδισα πέντε πάστες κι ένα γυάλινο σερβίτσιο για λικέρ και με κράτησαν εκεί όλο το καλοκαίρι. Γλυκάθηκα εγώ, πήρα και μεροκάματο 50 δραχμές την εβδομάδα κι όταν έχεις 40 δραχμές ενοίκιο, ήταν πολλά λεφτά τέσσερα πενηντάρικα το μήνα».

Έτσι λοιπόν, εμφανιζόταν μπροστά στο κοινό ως ένα ταλέντο στο χορό κι εν συνεχεία έλεγε και δυο-τρία τραγούδια για συμπλήρωμα. Μετά το «Κοσμικόν», πήγε να δουλέψει στην Κοκκινιά και στα Γερμανικά, όπου υπήρχαν τότε τέσσερα πολύ γνωστά κέντρα διασκέδασης: «Κεφάλας» και «Περιβόλας» στην Κοκκινιά, «Εγγλέζος» και «Γάλλος» στα Γερμανικά.

Η ίδια θυμάται: «Πήγαινα, χόρευα κι έβγαζα ντέφι, πάντα με τη γιαγιά μου να με συνοδεύει (…). Εκεί ξεκίνησα και να τραγουδάω δειλά-δειλά. Τέσσερα τραγουδάκια ήξερα όλα κι όλα, το «Ένα φιλάκι είναι λίγο, πολύ λίγο», το «Χήρα ν’ αλλάξεις γνώμη» του Καζαντζίδη, «Ντομινό», «Φαντάμ».

Ο πρώτος δίσκος και τα …μνήματα

Η συνέχεια επιφυλάσσει στη νεαρή Δούκισσα την πρώτη επαφή της με το καθαρά λαϊκό τραγούδι. Η θητεία της δίπλα σε εκπροσώπους του συγκεκριμένου είδους ήταν μεγάλο σχολείο για κείνη κι έτσι το 1956 βρίσκεται ως τραγουδίστρια πλέον στου «Κεφάλα». Εκεί, την ακούει ο Στέλιος Χρυσίνης που τότε ήταν από τα κορυφαία στελέχη της πανίσχυρης Columbia ως μαέστρος κι ενορχηστρωτής και της δίνει το πρώτο της τραγούδι.

Τίτλος, «Με την κοπέλα π’ αγαπώ» με τη συνοδεία του Τρίο Γκρέκο. Στην άλλη πλευρά του δίσκου 78 στροφών υπήρχε το «Δεσμοφύλακες ανοίξτε» με τον Στέλιο Καζαντζίδη, ο οποίος είχε ήδη ξεκινήσει την πορεία του προς την κορυφή. «Πούλησε ο δίσκος γιατί ήταν του Καζαντζίδη» έλεγε χαρακτηριστικά η Δούκισσα…

Έτσι λοιπόν, ξεκινάει η πορεία της στη δισκογραφία με ένα ρεπερτόριο που μόνο σε ένα κοριτσάκι 15-16 ετών δεν ταίριαζε. Ο λόγος και πάλι στην ίδια: «Τότε ήταν η εποχή μετά τις φυλακές, τα σανατόρια και τη φυματίωση, τον ξενιτεμό και σουξέ είχαν τα τραγούδια που μιλούσαν γι’ αυτά. Τέτοια μου έδιναν κι εμένα να τραγουδήσω. Κοριτσάκι με κοτσίδα μέχρι κάτω, έλεγα: «Σκοτείνιασε στα μνήματα, τα νυχτοπούλια κλαίνε» …

Η συνέχεια είναι ανάλογη. Ο Μανώλης Χιώτης της δίνει δύο τραγούδια που οι περισσότεροι τα γνωρίζουν από τη Μαίρη Λίντα, όμως σε πρώτη εκτέλεση τα είπε η Δούκισσα: «Απότομα» και «Σβήσε τη φλόγα». Εμφανίζεται στα μεγαλύτερα λαϊκά μαγαζιά της εποχής, όπως «Η Τριάνα του Χειλά», το «Φαληρικόν», το «Κάστρο», ο «Βράχος» κ.α.

Οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες και το σινεμά

Από το 1965 και μετά, η Δούκισσα ξεκινά μια σταθερά ανοδική πορεία. Είναι η εποχή που θα υπογράψει συμβόλαιο με την τότε «Ελλαδίσκ» και μετέπειτα Philips και Polygram, με την οποία θα συνδέσει το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της δισκογραφικής της καριέρας και των μεγάλων επιτυχιών της.

Θα κάνει την πρώτη σημαντική επιτυχία της το 1965 τραγουδώντας «Τα παλικάρια» του Γιάννη Μαρκόπουλου στο φιλμ “No mister Johnson”, ενώ λίγο αργότερα θα ξεκινήσει η συνεργασία της με τον -νεαρό και ακόμη άγνωστο- Τόλη Βοσκόπουλο τόσο στην πίστα, όσο και στη μεγάλη οθόνη όπου πρωταγωνιστούν σε «μελό» ταινίες της εποχής («Συντρίμμια τα όνειρά μας», «Τα αδέλφια» κ.α.).

Μέσα από αυτές, βγαίνουν τα πρώτα της μεγάλα «σουξέ» με κορυφαίο τις «Αναμνήσεις» που της δίνει ο ίδιος ο Βοσκόπουλος, όντας το πρώτο τραγούδι που γράφει. Μαζί θα πουν και το επίσης γνωστό «Έχω μια αρραβωνιάρα», ενώ θα κάνουν δεύτερες φωνές ο ένας στα τραγούδια του άλλου. Τότε, είχαν ακουστεί και διάφορα περί μιας πιο «προσωπικής» σχέσης τους…

Πέραν όλων αυτών, η Δούκισσα θα πρωταγωνιστήσει και σε άλλα φιλμ ανάλογου περιεχομένου, αλλά ουσιαστικά η σχέση της με τη μεγάλη οθόνη θ’ αποτελέσει «πάρεργο» στην κύρια καριέρα της, που είχε να κάνει με το τραγούδι. Στα επόμενα χρόνια θα εμφανιστεί και σ’ άλλες ταινίες, αλλά αποκλειστικά και μόνο ως ερμηνεύτρια.

«Πού πας χωρίς αγάπη» και «Θέλω τα όπα μου»

Η Δούκισσα είναι πλέον αρκετά γνωστή στον κόσμο, αλλά ακόμη δεν έχει κάνει ΤΗΝ επιτυχία που θα την εκτινάξει στην πρώτη γραμμή της καλλιτεχνικής ζωής του τόπου. Αυτό θ’ αναλάβει να κάνει ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο οποίος το 1968 θα της γράψει το τραγούδι με το οποίο θα καθιερωθεί οριστικά στο χώρο και θα κάνει τεράστια επιτυχία.

Ο λόγος φυσικά για το «Πού πας χωρίς αγάπη» (που ακουγόταν στην ταινία «Ο τζαναμπέτης» με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα) το οποίο είναι πλέον «κλασικό» κι αποτελεί ένα από τα «διαμάντια» της ελληνικής μουσικής.  Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος «μεγάλος» προσωπικός δίσκος της το 1969 θα έχει ακριβώς αυτό τον τίτλο…

Ακολουθεί ο Γιάννης Σπανός και το  πασίγνωστο «Θέλω τα όπα μου» που αρχικά είχε πει η Άννα Φόνσου στο φιλμ «Όλοι οι άνδρες είναι ίδιοι», όμως με τη φωνή της Δούκισσας έγινε επιτυχία και είναι γνωστό ως σήμερα, γνωρίζοντας απανωτές επανεκτελέσεις.

Το τραγούδι-σταθμός: «Άνθρωποι είμαστε»

Είμαστε πλέον στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και η Δούκισσα πρωταγωνιστεί τόσο στα νυχτερινά κέντρα, όσο και στη δισκογραφία που έχει να κάνει περισσότερο με τις 45 στροφές. Κάπου εκεί, ο Γιώργος Κοινούσης -λίγο πριν ξεκινήσει κι εκείνος την καριέρα του ως τραγουδιστής με τεράστια επιτυχία για κάποια χρόνια- θα της δώσει ίσως το πιο διαχρονικό τραγούδι της καλλιτεχνικής πορείας της.

Μιλάμε φυσικά για το «Άνθρωποι είμαστε» που αμέσως έγινε μέγα «σουξέ», αγαπήθηκε από τον κόσμο και πέρασε στο πάνθεον των σπουδαίων λαϊκών τραγουδιών.

Αυτό ήταν. Η Δούκισσα πλέον έχει καθιερωθεί ως ένα από τα πρώτα ονόματα του τραγουδιού κι από τα καθαρά λαϊκά μαγαζιά, περνάει «στα σαλόνια» όπως έλεγε η ίδια. «Νεράιδα», «Παγκόσμιο» κι αργότερα «Φαντασία» και «Δειλινά». Η διασκέδαση πλέον έχει πάρει ένα πιο κοσμικό χαρακτήρα και η Δούκισσα είναι πρωταγωνίστρια.

Παράλληλα με τις εμφανίσεις της στα νυχτερινά κέντρα, σημειώνει και μεγάλες επιτυχίες στη δισκογραφία. Το 1970 και το 1972 θα κυκλοφορήσουν άλλοι δύο «μεγάλοι» δίσκοι με τίτλο το όνομά της (συνήθης πρακτική στους περισσότερους απ’ αυτούς…), ενώ το 1973 και το 1974 θα συνεργαστεί και με τον Γιώργο Κατσαρό, με μεγαλύτερες επιτυχίες το «Ταξίμια και τσαλίμια» από το ομώνυμο άλμπουμ της το 1973 και «Πειραιωτάκι μου» από τον ίδιο δίσκο.

Το κεφάλαιο Τάκης Μουσαφίρης

Μετά την πτώση της δικτατορίας, αρχίζει μια περίοδος «αναζήτησης» για την ελληνική μουσική βιομηχανία. Τα πολιτικά τραγούδια βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, όμως πολύ γρήγορα θα έλθει η «κόπωση» του κοινού που πλέον θέλει να ξεχάσει τα δύσκολα χρόνια που πέρασε και ψάχνει για κάτι άλλο. Αυτό θα έλθει με δύο -ας τα πούμε- είδη: Τα «μεταγλωττισμένα» τραγούδια (ξένη μελωδία με ελληνικούς στίχους) και τα «τραγούδια-σλόγκαν», δηλαδή με κύριο μέλημα τη λέξη ή φράση που θα εντυπωσιάσει και θα μείνει στο μυαλό του ακροατή. Το δεύτερο «είδος» θα υπηρετήσει ως ένα βαθμό η Δούκισσα, κάνοντας έτσι μεγάλες επιτυχίες. Κύριος εκφραστής του θα είναι ο Τάκης Μουσαφίρης, που τότε ξεκινάει την πορεία του προς την κορυφή γράφοντας ορισμένα από τα γνωστότερα λαϊκά «σουξέ».

Η τραγουδίστρια θα συνεργαστεί για πρώτη φορά εκτεταμένα μαζί του το 1975 -αφού είχαν «πρωτοσυναντηθεί» το 1973 με το 45άρι «Δεν ήσουν κύριος»- και το αποτέλεσμα θα είναι ο πρώτος χρυσός δίσκος της με τίτλο «Ατάκα κι επί τόπου». Το ομότιτλο θα γίνει πασίγνωστο και διαχρονικό, ενώ επίσης θα ξεχωρίσουν και τα «Ας έπαιρνες βεργούλες» και «Ποιος Θανάσης». Από εκεί και πέρα, για περίπου μια δεκαετία Μουσαφίρης και Δούκισσα θα συναντηθούν ουκ ολίγες φορές στη δισκογραφία και σχεδόν πάντα με τεράστια «σουξέ πίστας», όπως θα δούμε παρακάτω…

Μέχρι το 1980, ακολουθεί μια σειρά από τέσσερα προσωπικά άλμπουμ με τίτλο το όνομά της και την υπογραφή του Μουσαφίρη στις περισσότερες επιτυχίες αυτών: «Το καφενείο», «Σου μιλάω για μεγάλη τρέλα» και «Ο κύριος ζημιάς» (1977), «Αλλά ωραίος τρελός» (1978), «Έτσι ε;», «Και τώρα τι να δώσω» (1979), «Το ‘χω λύσει το πρόβλημα» (1980) κ.α.

Βεβαίως, μέσα σ’ αυτά τα χρόνια αλλά και αργότερα (αρχές δεκαετίας ’80) συνεργάζεται και με άλλους συνθέτες με εξίσου σημαντική επιτυχία: Σπύρος Παπαβασιλείου («Αν έχω κάνει σφάλματα», «Κάπως έτσι οι αγάπες τελειώνουνε», «Δεν πουλάω άλλη αγάπη»), Δάφνη Γεωργίου («Πω, πω, πω»), Νίκος Καρβέλας («Για σένα ξανά τραγουδώ»), Αντώνης Στεφανίδης («Τέρμα τώρα») κ.α., ενώ κάνει και μια «μεταγλωττισμένη» επιτυχία το 1980 με το τουρκικής προέλευσης «Αμάν Πέτρο» σε ελληνικούς στίχους του αείμνηστου Τάκη Καρνάτσου.

«Γλεντζέδικα» και πάλι Μουσαφίρης…

Η δεκαετία του ’80 μπαίνει για τη Δούκισσα όπως έκλεισε η προηγούμενη, δηλαδή με τραγούδια «πίστας» που ως μοναδικό προορισμό τους έχουν το «σουξέ». Κάποια από αυτά αναφέρθηκαν παραπάνω, όμως η σημαντικότερη στιγμή της τραγουδίστριας θα έλθει από αλλού…

Το 1984 θα κυκλοφορήσει ένα διπλό άλμπουμ με τίτλο «Τα γλεντζέδικα», στο οποίο υπάρχουν πασίγνωστα λαϊκά, δημοτικά και νησιώτικα τραγούδια σε μορφή ποτ-πουρί. Η Δούκισσα συμμετέχει α’ αυτό μαζί με τον Φίλιππο Νικολάου, τον Δημήτρη Κοντολάζο, την Κατερίνα Στανίση και τον Χριστόφορο (Ζησούλη) και η επιτυχία είναι τεράστια, αφού οι πωλήσεις θα ξεπεράσουν τα 100.000 αντίτυπα…

Την ίδια «πλατινένια» υποδοχή θα έχει και την επόμενη χρονιά το νέο διπλό άλμπουμ με τους ίδιους συντελεστές που τούτη τη φορά τιτλοφορείται «Έξω ντέρτια». Γενικότερα, είναι η εποχή που κυκλοφορούν αρκετοί δίσκοι με ποτ-πουρί παλιών γνωστών επιτυχιών όλων των ειδών και ιδιαίτερα επιτυχημένοι εμπορικά.

Ως προς την προσωπική δισκογραφία, το 1983 η Δούκισσα θα ηχογραφήσει το άλμπουμ «Μεράκια και καημοί» που ωστόσο δε θα κυκλοφορήσει ποτέ -τουλάχιστον ως σήμερα-, αλλά θα πάρει τη ρεβάνς το 1984. Θα συνεργαστεί για πρώτη φορά με τον Τάκη Μουσαφίρη για μια ολοκληρωμένη δουλειά στο στούντιο και τα «Λαϊκά για τη Δούκισσα» θα κάνουν πάταγο με πωλήσεις άνω των 50.000 αντιτύπων, έχοντας ως κύριο «όχημα» τα μεγάλα σουξέ «Το μωρό» και «Αλήτη μου» …

Μουσαφίρης και Δούκισσα κυκλοφορούν το 1985 τα «Συστημένα για τη Δούκισσα» με νέες επιτυχίες («Μελανούρι μου», «Μαγκιά σου»), αλλά κι ένα εξαιρετικό ντουέτο της τραγουδίστριας με τη σπουδαία Βίκυ Μοσχολιού, το «Διπλή ζωή» 

Ως το τέλος της δεκαετίας του ’80, η Δούκισσα κυκλοφορεί άλλα τέσσερα προσωπικά άλμπουμ (1986 «Το θέμα μας είναι», 1987 «Φιλάκια», 1988 «Στη χώρα του έρωτα» -ο τελευταίος δίσκος της με τον Μουσαφίρη, 1989 «Όλοι οι άντρες»), αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία με εξαίρεση το «Επειγόντως» των Αλέκου Χρυσοβέργη και Σπύρου Γιατρά…

Η αρρώστια και το τέλος…

Κάπου εκεί όμως, μπαίνει στη ζωή της ο καρκίνος τον οποίο αντιμετωπίζει με χαμόγελο, θάρρος κι αισιοδοξία χωρίς ν’ αφήσει ούτε στιγμή τη δουλειά της. Πάντως, από το 1995 και μετά αραιώνει σημαντικά την παρουσία της στη δισκογραφία αλλά και στα νυχτερινά κέντρα. Το τραγούδι έχει αλλάξει και η εμφάνιση των «σκουπιδιών» που στα κατοπινά χρόνια έγιναν καθεστώς, την αναγκάζει σχεδόν ν’ αποσυρθεί από τις ηχογραφήσεις.

Θα κάνει βεβαίως κάποιους δίσκους στη δεκαετία του ’90 («Προλήψεις», «Οι μεγάλοι έρωτες», «Ο έρωτας είναι Έλληνας»), χωρίς ωστόσο ν’ ακουστεί ή να μείνει κάτι από αυτούς πέραν ενός-δυο τραγουδιών αμέσως μετά την κυκλοφορία τους.

Τα τελευταία χρόνια (με την είσοδο του νέου αιώνα πια) την απολαμβάναμε περισσότερο στις εμφανίσεις της σε τηλεοπτικές εκπομπές και θαυμάζαμε την ανεξάντλητη ζωντάνια και το κέφι της παρά τα προβλήματα που την απασχολούσαν, ενώ διάφορες συλλογές με τις παλιές επιτυχίες της που κυκλοφορούσαν κατά καιρούς, μας θύμιζαν τις όμορφες στιγμές της από το παρελθόν.

Γύρω στο 2008 κυκλοφόρησε και η τελευταία δισκογραφική της δουλειά, «Το καρδιολιμανάκι» σε μουσική του Δημήτρη Χιονά που ήταν για πάρα πολλά χρόνια το μπουζούκι της στην πίστα και στο στούντιο, αλλά πέρασε εντελώς απαρατήρητος και βεβαίως ουδείς μπορούσε να φανταστεί ότι αυτό θα ήταν το «κύκνειο άσμα» της…

Στις αρχές του 2010, αντιμετώπισε ένα σοβαρότατο πρόβλημα υγείας και γλίτωσε την τελευταία στιγμή. Πάνω όμως που πήγε να συνέλθει, έπεσε και χτύπησε άσχημα στο πόδι της κι από εκεί και πέρα άρχισε η αντίστροφη μέτρηση, η οποία ολοκληρώθηκε τα ξημερώματα της 30ής Σεπτεμβρίου 2010…

———————

***Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here