19/9/2013
www.musiccorner.gr
Γράφει η Ιφιγένεια Σταροπούλου

Δυο κλασσικά ονόματα της λαϊκής μουσικής, ο Γιώργος Νταλάρας και η Γλυκερία μαζί με μια εξαιρετική ορχήστρα, γέμισαν το Θέατρο Βράχων το περασμένο Σάββατο το βράδυ.  Ο Γιώργος Νταλάρας στον οποίον οφείλει ο πολιτισμός την καταγραφή ενός πολύ μεγάλου μέρους του λαϊκού τραγουδιού σε δίσκους, καλωσόρισε μετά το Απτάλικο από τον Βυζαντινό Εσπερινό του Απόστολου Καλδάρα, το κοινό του που είχε γεμίσει το ατμοσφαιρικό θέατρο.  Άνθρωποι μέσης ηλικίας ή κάπως μεγαλύτερης ηλικίας οι περισσότεροι, μια γενιά που έχει διαγράψει την πορεία της και που έχει να επιδείξει αγώνες, αγωνίες κι ένα δυνατό συναίσθημα απέναντι στην ζωή.  Αυτό ήταν το κοινό των δύο ερμηνευτών.  Αξέχαστα, αξεπέραστα τραγούδια στο πρώτο κομμάτι της συναυλίας από την Μικρά Ασία, γιατί από εκεί ουσιαστικά κατάγονται και οι δύο ερμηνευτές, αφού και η Γλυκερία δήλωσε ότι οι προπαππούδες της προέρχονταν από τις νοσταλγικές αυτές πατρίδες.  Ο ίδιος ο Γιώργος Νταλάρας επίσης ανοίγοντας την συναυλία και μιλώντας με το κοινό του, αναφέρθηκε στον λόγο που τον έκανε να επιλέξει  να ολοκληρώσει αυτό τον κύκλο συναυλιών στον Βύρωνα, αφού εκεί είχε ζήσει τα παιδικά του χρόνια και διατηρεί ακόμη τις καλύτερες αναμνήσεις.  Ανάλογες αναμνήσεις έχουμε πολλοί από εμάς, όσοι καταγόμαστε από τις χαμένες πατρίδες. 

Ξεκίνημα με μια υπέροχη ορχήστρα και με το βιολί τον Λ.Ζέρβα που μάγεψε τους πάντες στο ξεκίνημα, αλλά και στην εξέλιξη της συναυλίας.  Δρόμοι γνωστοί, χιλιοτραγουδισμένοι που όμως κάθε φορά αποκαλύπτουν μία ακόμη λεπτομέρεια που συμβάλει λίγο περισσότερο στην εικόνα της γλυκύτητας του λαϊκού τραγουδιού, των λαϊκών μουσικών δρόμων.  Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς έδωσε την θέση του σε μία ακόμη βαθύτερη νοσταλγία που πρόβαλε «Μέσ’ του Βοσπόρου τα στενά», ενώ ο ερμηνευτής δεν παρέλειψε να κάνει αναφορά στην σκοτεινή περίοδο που διέρχεται η Ελλάδα κι όλοι εμείς που την κατοικούμε. Αθάνατο και ανατριχιαστικό τραγούδι για την Σμύρνη που καίγεται ακολούθησε, με την γνωστή λίγο-πολύ αλληλουχία τραγουδιών της συλλογής να περνάει από τον έναν ερμηνευτή στον άλλον, για να καταλήξει σε αρμονικά ντουέτα.  Ακολούθησαν πολλά  γοητευτικά τραγούδια  του ποιητή Λευτέρη Παπαδόπουλου, από εκείνα που δεν θα γραφτούν ποτέ ξανά.  Δεν περίμενα μάλιστα, να ακουστεί το σπάνιο «Για πάρε γύφτο σφυρί κι αμόνι».  Ο κόσμος δεν παραληρούσε, αλλά έμοιαζε να συμμετέχει σε μια νυχτωδία από εκείνες που είχε γνωρίσει σε όλη του την ζωή και που δεν αντιμετώπιζε πλέον τόσο με ενθουσιασμό, όσο με την ήρεμη λατρεία που προσφέρει το πάντρεμα ενός λαού με τραγουδιστές σαν τον Νταλάρα και σαν την Γλυκερία.  Γιατί για γάμο πρόκειται αφού στα πιο νεανικά τους χρόνια όλοι, κοινό και ερμηνευτές ξεκίνησαν από τον έρωτα για να καταλήξουν σε σχέση δοκιμασμένη στα χρόνια γεμάτη ουσιαστική αγάπη.  Σε κάποια φάση μάλιστα, το ύφος και το ηχόχρωμα της φωνής του μεγάλου ερμηνευτή έκανε ακόμη πιο επίσημο ένα τέτοιο δέσιμο, μόνο που αυτή την φορά είχε να κάνει με την συνοδοιπόρο του, την Γλυκερία.  Της είπε ότι στα μάτια του φάνταζε ντυμένη σαν νύφη από την Σμύρνη, ενώ εκείνη ανταπέδωσε μιλώντας για την βοήθεια και για την στήριξη που της παρέχει.  «Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω» πραγματικά απ’ όσα άκουσα, γιατί τα τραγούδια μιλούσαν απο μόνα τους και πολλές φορές όταν οι επιλογές και όταν το πρόγραμμα είναι τόσο επαγγελματικά άψογα στημένο, οι κριτικές και οι κριτικοί σιωπούν.  Ο ερμηνευτής συνέχισε, αναφερόμενος στην τελευταία στροφή από την «Παναγιά», ευχόμενος ποτέ να μην χρειαστεί να ην επαναλάβουμε στις δεήσεις μας:

«Και την άλλη μέρα νάτη /πάλι απ’ το πρωί /να μας λέει κάντε κάτι/για ν’ αλλάξει η ζωή». 

glukeria_ntalaras_2013_09_01

Οι άνθρωποι σιγοτραγουδούσαν και ανταποκρίνονταν απολύτως θετικά, σαν μια μεγάλη χορωδία σε φιλική συμμετοχή στην συναυλία, κάτω από ένα μισοφέγγαρο που φώτιζε θαμπά την εσχατιά της προσφυγικής συνοικίας.  Το ορχηστρικό πέρασμα, ποτ-πουρί όπως συνήθως αναφέρεται ήταν γεμάτο από τα καλύτερα και τα πιο έξω καρδιά λαϊκά τραγούδια, αν και από τέτοια δόξα τω Θεώ η Ελλάδα κάνει υπερπαραγωγή.  Ακολολούθησαν τραγούδια σε στίχους της  Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και του Χρ.Αργυρόπουλου, ώσπου οι δύο ερμηνευτές χωρίστηκαν για λίγο μετά το «Καναρίνι».  Δεν υπήρχε τραγούδι, γνωστό, πασίγνωστο, πιο σπάνιο που να μην τραγουδούσε ο κόσμος.  Ήρεμη δύναμη πάνω στην σκηνή, εξ ίσου ήρεμη δυναμική και κάτω από την σκηνή.  Δεν μπορεί να πει κανείς αν ήταν τα πιο ρυθμικά τραγούδια ή τα λιγότερο, αυτά που άρεσαν παραπάνω, αλλά το σίγουρο ήταν ότι υπήρχε συνοχή, κάποιος είχε σκεφτεί πολύ σοβαρά αυτό το… playlist.  «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», «Η Φαντασία» και τόσα άλλα, άρχισαν και πάλι να αλλάζουν στόμα, από τον έναν ερμηνευτή στον άλλον και πάλι πίσω στο κοινό.  Γλυκιά γεύση, ήρεμης χαλαρότητας, πολύ καλή διοργάνωση, χωρίς ιδιαίτερα ευτράπελα ή κενά.  Κόσμος που στο πέρασμα της ώρας πλάι στα καθίσματα και στις κερκίδες άρχιζε να χορεύει και άλλοι που με προσοχή και σεβασμό παρακολουθούσαν μια κλασσική συναυλία λαϊκού τραγουδιού, κλασσικού ελληνικού πολύ καλού τραγουδιού.  Και τότε μου ήρθε στο μυαλό, η έκφραση «Η Γοητεία του Κλασσικού».  Είναι κάτι που πάντα ισχύει και που μας κρατάει δεμένους με ήχους στην συγκεκριμένη περίπτωση παραδοσιακούς, γιατί έτσι πρέπει και έτσι χρειάζεται να μείνουμε.  Αν με ρωτήσετε αν ήταν μια συναυλία γεμάτη ενθουσιασμό, θα απαντήσω πως όχι, δεν ήταν, ήταν μια κλασσική συναυλία με δυο πολύ μεγάλα ονόματα που έχουν γράψει δύο εντελώς διαφορετικές και σημαντικές ιστορίες στον χώρο που υπηρετούν.  Τι ήταν όμως εκείνο που εντυπωσίαζε;  Ας αρχίσουμε από τις κυρίες… η αυθεντικότητας της Γλυκερίας που μπορεί να κατάγεται, αλλά δεν ανήκει στην γενιά της Καταστροφής.  Το σμυρνέικο τραγούδι είναι γνωστό πάντα της πήγαινε κι εκείνη το τιμούσε όπως του αξίζει, με τρόπο και ήχο μελαγχολικό στην κατάληξη κάθε μουσικής φράσης, με γνώση της βαρειάς του ιστορίας, της ιστορικής του σημασίας και της απόγνωσης και της λύσης του δράματος που ακολουθεί την ύστατη μουσική φράση κάθε ανάλογης παρτιτούρας.  Ο Γιώργος Νταλάρας με την σειρά του αποτελεί μια ζωντανή απόδειξη του πόσα μπορεί να κάνει ο μουσικός που έχει καλλιεργήσει το ταλέντο του και το έχει θέσει στην βάση της μουσικής παιδείας, για να υπηρετήσει όσο το δυνατόν καλύτερα την απεραντοσύνη του χιτζάζ και όχι μόνο.  Για τον συγκεκριμένο άνθρωπο και καλλιτέχνη είμαι πολύ μικρή ακόμη για να μιλήσω και δεν νομίζω ότι θα μπορούσα ποτέ να προσθέσω κάτι που να μην έχει ήδη ειπωθεί ή γραφεί από κάποιον άλλον άνθρωπο.  Η μέθεξη στην διάρκεια της συναυλίας είχε περισσότερο μορφή σύμπραξης, ήρεμης, ήσυχης, γαλήνιας, γνωστικής σύμπραξης. 

Το όνειρο σμυρνέικο, αιολικό, ιωνικό, διόλου δωρικό, λιτά περίτεχνο.  Όνειρο ατέλειωτο σε λαϊκά μοτίβα, γεμάτο από την ομορφιά μιας άλλης ζωής που διέφερε από αυτή που οι πρόσφυγες έπρεπε από την μία μέρα στην άλλη να ζήσουν.  Μα ο κόσμος αυτός είναι φτιαγμένος έτσι, από πρόσφυγες για πρόσφυγες, από Μικρά Ασία σε Ελλάδα κι από εδώ που βρισκόμαστε και που δεν είναι ο ιδανικός χρόνος, στο όπου μας βγάλει.  Μακάρι, οι άνθρωποι της τέχνης να ανοίγουν τα μάτια των ανθρώπων και να θυμίζουν στα αυτιά, όσα δεν πρέπει να ξεχάσουν. 

glukeria_ntalaras_2013_09_02

Όνειρο μικρασιατικό λοιπόν για όσους βρεθήκαμε εκεί, που είχε κάτι απ’ το  Σμυρνέικο Μινόρε της Μαρίκας Παπαγκίκα…

«Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο,
δεν θέλω να ξυπνήσω
μεσ’ τη γλυκιά τη χαραυγή
Θέε μου ας ξεψυχήσω». 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here