Γράφει o Σοφιανός Καβακόπουλος
www.musiccorner.gr
Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Είχε ο παππούς μου ένα πάγκο, γεμάτο εργαλεία. Τον λάτρευα αυτό τον πάγκο. Δεν μπορούσα να αγγίξω τίποτα, αφού μου απαγορευόταν, αλλά όλο γύρω του γυρνούσα. Τον θυμάμαι πιτσιρικάς που τον έβλεπα να μαστορεύει τα πάντα στο σπίτι. Δεν είχα δει ποτέ κάποιον εργάτη-τεχνίτη να κάνει δουλειά στο σπίτι του. Από τα υδραυλικά μέχρι και τα οικοδομικά όλα μόνος του!

Όταν έμεινα για πρώτη φορά μόνος μου, ως εργένης, το πρώτο πράγμα που έφτιαξα ήταν ένας πάγκος με εργαλεία. Θυμάμαι όμως πως όταν μπήκα σπίτι μου είχαν περάσει όλων των ειδών οι τεχνίτες από το σπίτι. Υδραυλικοί για τις βρύσες που έτρεχαν, ηλεκτρολόγοι για να βάλουν τα φωτιστικά και μαραγκοί για να σφίξουν τους μεντεσέδες στα ντουλάπια. Λεφτά υπάρχουν για να δίνεις σε όλους και να γίνεται η δουλειά «σωστά».

Είχε ο παππούς μου ένα ντουλάπι με φωτογραφικά είδη. Μια παλιά KODAK μηχανή, μέσα σε μια δερμάτινη θήκη, που την καθάριζε με ιεροτελεστία. Φωτογράφιζε κάθε μικρό και μεγάλο γεγονός της οικογένειας καθώς επίσης και ότι του τραβούσε την προσοχή. Είχε ταξινομημένα τα φιλμ του, στην καβάτζα, τα αρνητικά και τις φωτογραφίες. Μου είχε δείξει πως να ρυθμίζω την μηχανή και τι φιλμ να χρησιμοποιώ αναλόγως του χώρου και του χρόνου.

‘Όταν μεγάλωσα πήρα και εγώ την δική μου φωτογραφική μηχανή. Την είχα στην θήκη της, και δεν ασχολήθηκα ποτέ με τις ρυθμίσεις. Ένα “Auto” και τα πάντα ρυθμίζονται μόνα τους. Σιγά μην ασχοληθώ με λεπτομέρειες ISO και λοιπά. Για καθάρισμα στον ειδικό τεχνίτη πληρώνοντας αδρά την εμπειρία του και για εμφάνιση, εκτύπωση στον φωτογράφο που εμπιστευόμουν για να μου βγάλει τις καλύτερες. Λεφτά υπάρχουν για να δίνεις σε όλους και να γίνεται η δουλειά «σωστά».

Είχε ο παππούς μου ένα συρτάρι με σημειώσεις για όλα τα λεωφορεία, τρένα, από που ξεκινούν που καταλήγουν και πόση ώρα κάνουν. Ταξινομημένα με περιοχές και ενδιαφέρον περιοχής. Κάθε φορά που τελείωνε την δουλειά του, έπαιρνε ένα λεωφορείο από την αφετηρία και κατέληγε στο τέρμα του. Περπατώντας μετά γυρνούσε πίσω, μιλούσε με κόσμο, έπινε καφέ σε άγνωστα καφενεία της Αθήνας και έφτανε στην αφετηρία πάλι.

Πήρα την πρώτη μου μοτοσυκλέτα στα 17 και το πρώτο μου αυτοκίνητο στα 21. Δούλεψα και τα αγόρασα με καμάρι που ήταν με δικά μου λεφτά. Ακόμη και στο περίπτερο για σοκολάτες με το καμάρι μου πήγα. Σιγά μην περπατήσω. Προτιμούσα να ψάχνω μισή ώρα για παρκάρισμα στο Κολωνάκι παρά να εμφανιστώ με λεωφορείο ή ταξί. Άλλωστε λεφτά υπάρχουν για να δίνεις σε όλους να το παρκάρεις, να το προσέχουν να το καθαρίζουν και να γίνεται η δουλειά «σωστά».

Ο παππούς μου δεν ήταν κάποιος ειδικός. Δεν ήταν τεχνίτης ή επιστήμονας. Δεν ήταν καν φωτογράφος. Ο παππούς μου δεν είχε τελειώσει πανεπιστήμιο, αλλά έφυγε μετανάστης σε μια ξένη χώρα, χωρίς να ξέρει την γλώσσα και έφτιαξε την ζωή του εκεί σύντομα. Δεν είχε το σωστό σχολείο με τους καλούς δασκάλους να του δώσουν την «Εκπαίδευση». Την πήρε από το σπίτι του. Δεν ταξίδεψε για διασκέδαση, για να γνωρίσει κόσμο, αλλά για να δουλέψει. Ο παππούς μου ήταν ένας κανονικός παππούς που αγαπούσε τη ζωή, γλένταγε με φίλους, γελούσε πολύ, δούλευε πολύ και με έπαιρνε στην αγκαλιά του όποτε το ήθελα. Δεν μου αγόραζε παιχνίδια, αλλά μου έφτιαχνε πολλά παιχνίδια. Ο παππούς μου δεν ήταν Super Hero της Marvel και δεν είχε κρυφή ταυτότητα.

Εγώ τελείωσα πανεπιστήμιο, είχα τους καλύτερους δασκάλους. Είχα πάντα ότι ζητούσα και ότι χρειαζόμουν. Ταξίδεψα για να γνωρίσω πολιτισμούς και τους γνώρισα. Οδήγησα πολύ, ξόδεψα πολύ, διασκέδασα πολύ, αλλά τελικά δεν ζούσα. Πλήρωνα άλλους για να ζουν για μένα…

Το κατάλαβα όταν ξαναβρήκα τον παλιό μου πάγκο με τα εργαλεία. Σκονισμένα και αχρησιμοποίητα. Κοίταξα την μοτοσυκλέτα μου και αποφάσισα να σφίξω δυο βίδες χαλαρές. Κατέληξα να της κάνω service! Το κατάλαβα όταν καθαρίζοντας μια ντουλάπα βρήκα την παλιά μου φωτογραφική μηχανή μέσα στην τσάντα της. Με τους φακούς με τις μπαταρίες της, με τα φλας της, άλλα μαζί βρήκα και κάποια παλιά φιλμ. Φόρτωσα το φιλμ και βγήκα στην αυλή φωτογραφίζοντας τα πάντα. Η μεγαλύτερη μου χαρά ήταν η προσμονή της εμφάνισης.

Έμαθα να κάνω βρύσες να μην τρέχουν, να βάζω κουρτινόξυλα, να φτιάχνω τσιμέντο, να βάζω ξύλινα πατώματα, να σφίγγω μεντεσέδες. Και είμαι χαρούμενος. Όχι γιατί τα έμαθα, άλλα γιατί κάθε φορά που βλέπω το πάτωμα ξέρω ότι το έφτιαξα εγώ. ‘Έστησα έναν ολόκληρο ραδιοφωνικό σταθμό, τεχνικά ρωτώντας φίλους, γνώστες, ψάχνοντας και δοκιμάζοντας. Και η χαρά είναι διπλή

Χρειαζόταν μια «κρίση» για να μάθω να ζω, να μάθω να νοιάζομαι, γιατί λεφτά δεν υπάρχουν για να δίνεις και η δουλειά τελικά, γίνεται μόνο από εσένα «σωστά» …

———————

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here