Γράφει η Ειρήνη Ζαβιτσάνου
Φωτογραφίες: Στάθης Κατάρας
Βράδυ Τετάρτης και όχι οποιασδήποτε Τετάρτης… Το πρωί ήχησε το πρώτο κουδούνι της χρονιάς στα σχολεία της χώρας αλλά το βράδυ μας περίμενε στην Τεχνόπολη ένα λίγο πιο «ενήλικο» κουδούνι: εκείνο που σηματοδοτούσε την έναρξη της συναυλίας του Αλκίνοου! Η πόλη έχει φορέσει τα Φθινοπωρινά της και η γειτονιά στο Γκάζι δεν θυμίζει πλέον καλοκαίρι, αλλά έχει αυτή την όμορφη και γλυκιά μελαγχολία του Σεπτέμβρη.
Οι συναυλίες του Αλκίνοου Ιωαννίδη, ανέκαθεν είχαν κάτι ιδιαίτερο, όπως ακριβώς και ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Θες να πας σε live του περισσότερο για να βιώσεις αυτό το μοίρασμα και την «ανοιχτωσιά» που σου προσφέρει τόσο απλόχερα. Να ακούσεις την «φωνάρα» του, να απολαύσεις τα τραγούδια του και να ηρεμήσει λίγο το μέσα σου. Θαυμάζω τους ανθρώπους που ενώ είναι τόσο σημαντικοί για την κοινωνία και τον κόσμο μας, παραμένουν ταπεινοί. Μπορεί αυτός να είναι ένας παραπάνω λόγος που τους κάνει «ομορφότερους» στα μάτια και την ψυχή μας.
Αφού μας καλησπέρισε, μας (ξανα)σύστησε την μπάντα του. H επανένωση με την μπάντα του, αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός. Πέρασαν κιόλας 24 ολόκληρα χρόνια από τις πρώτες τους κοινές εμφανίσεις που συνοδεύτηκαν από την ηχογράφηση του live album «Εκτός τόπου και χρόνου». Αποτέλεσμα αυτής της επανένωσης, είναι ένας δυνατός καθαρός ηλεκτρικός ήχος. Άξιο αναφοράς, ότι κατά την διάρκεια του live, αυτή η μπάντα μας χάρισε κάποια όμορφα ορχηστρικά κομμάτια που απέσπασαν θερμότατο χειροκρότημα από το κοινό. Τα πειράγματα του Αλκίνοου με τα μέλη της ομάδας του και η σάτιρα έδιναν και έπαιρναν, προκαλώντας ευθυμία και γέλιο και διαμορφώνοντας μια ακόμη πιο οικεία ατμόσφαιρα. Ο Μίλτος Παπαστάμου στο ηλεκτρικό βιολί, ο Γιώτης Κιουρτσόγλου στο ηλεκτρικό μπάσο , ο Σταύρος Λάντσιος στα πλήκτρα και ο Μιχάλης Καπηλίδης, έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό.
Πήγαμε προετοιμασμένοι να ακούσουμε αγαπημένες μουσικές, μελωδίες και στίχους και ο Αλκίνοος δεν μας απογοήτευσε καθώς χώρεσε όσα περισσότερα τραγούδια μπορούσε σε αυτό το live, χωρίς φειδώ και τσιγκουνιές. Στο τέλος δέχθηκε ακόμη και «παραγγελιές» από τους επίμονους του κοινού.
Και έρχεται η στιγμή που νιώθεις σαν εκκρεμές ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία, εκεί που ψιθυρίζεις με μια αβέβαιη βεβαιότητα «Όνειρο ήτανε», όσο και αν δες θες να το πιστέψεις… Δεν ξέρω πόσες φορές έχω κλάψει με αυτό το τραγούδι, μάλλον πολλές ..κάποιες επειδή υπήρχε λόγος, κάποιες παρασυρμένη από την συγκίνηση που σου προκαλεί αυτούσιο το τραγούδι. Τραγουδήσαμε τον «τιμονιέρη» και φωνάξαμε δυνατά «Μην έχεις μνήμη, μη ρωτάς, κάνε όπως κάνουν όλοι»… αυτό το ίδιο μοτίβο που μας πνίγει και η αδιαφορία μέσα στην οποία βυθιζόμαστε όλο και πιο πολύ, όλο και πιο πολλοί, χωρίς να διαφαίνεται καμία έξοδος κινδύνου, καμία λύση και λύτρωση…
Ο Αλκίνοος είναι ένας καλλιτέχνης χαμηλών τόνων με τεράστιο εκτόπισμα. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ευγένεια που σε καθηλώνει, την ταπεινότητα που τον χαρακτηρίζει και αποτελεί συνώνυμο του ονόματός του. Άλλο ένα συνώνυμο που μου έρχεται στο μυαλό –και προφανώς όχι τυχαία- είναι το «φως». Πόσο σημαντικό να υπάρχει και να διαχέεται το φως ακόμη κι αν τον κόσμο μας τον σκεπάζει το σκοτάδι.
Γνωστός για τους προβληματισμούς του σε κοινωνικοπολιτικά θέματα και με πάντοτε εύστοχα σχόλια, αναφέρθηκε στην Τουρκική εισβολή της Κύπρου αλλά και στην Χούντα, λέγοντας ότι οι πρώτες του μνήμες, είναι μνήμες πολέμου:
«Αγριότητα.. τόσα παιδιά ..χιλιάδες παιδιά θα μεγαλώσουν μέσα στο φόβο και το μίσος , όπως μεγάλωσα και εγώ, βορά στο στόμα του εθνικισμού ..50 χρόνια δεν μάθαμε τίποτα»
…αυτή ήταν η δημόσια εξομολόγησή του για να συνεχίσει ακάθεκτος:
«Όποτε τους δίνουμε αέρα θερίζουμε θάνατο και καταστροφή. Και στην Ελλάδα και στην Κύπρο και στην Ευρώπη και στην Παλαιστίνη. Πέρασαν 50 χρόνια και θα ήλπιζε κανείς ότι η ανθρωπότητα θα είχε βρει άλλους τρόπους να λύνει τις διαφορές της και όμως όχι…»
Ένα έδαφος που μοιάζει θαρρείς ναρκοθετημένο. Όσο δυστοπικός και αν είναι ο κόσμος όμως, μέσα από την χροιά της φωνής και το «παιδικό» βλέμμα του Αλκίνοου, μοιάζει να παλεύει να γεννηθεί η ελπίδα. Ελπίδα αποτελεί από μόνη της η ύπαρξη και μόνο καλλιτεχνών με το μυαλό και την στάση του Αλκίνοου. Ανέκαθεν, η κοινωνικοπολιτική τοποθέτηση ανθρώπων του καλλιτεχνικού χώρου ήταν σημαντική γιατί «επηρεάζουν» μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων. Πώς να μην φουσκώνεις από υπερηφάνεια που έχεις την χαρά, την τύχη και την ευλογία να μοιράζεσαι αυτόν τον κόσμο με τόσο ξεχωριστούς ανθρώπους που ενδόμυχα γνωρίζεις ότι σημαδεύουν ολόκληρη τη γενιά σου, ευελπιστώντας και τις επόμενες.
Μας τραγούδησε γλυκά, σχεδόν μυσταγωγικά τον «Αύγουστο» του λατρεμένου Νικόλα. Και αποτέλεσε βάλσαμο. Για όλες εκείνες τις φορές που χρειαζόμαστε κάτι για να μας βοηθήσει να αντέξουμε την τρωτότητά μας, για όλους τους χιλιοτραγουδισμένους «Αυγούστους» που παρότι έχουν ημέρες με μεγάλη χρονική διάρκεια, στέκονται αδύναμοι να μας χωρέσουν. Είναι τότε που λυγίζει το μέσα μας και αναζητούμε κάπου να γείρουμε , προσπαθώντας ωστόσο να αναμετρηθούμε με τις αντοχές μας χωρίς να το θέλουμε.
«Όσα η αγάπη ονειρεύεται», μας τραγούδησε και εμείς ταυτιστήκαμε, ανοίξαμε πανιά και βάλαμε πλώρη για ξεχασμένες έννοιες, όπως: ο ενθουσιασμός, η χαρά, ο ρομαντισμός. Εξάλλου, μια ροή ζωής στον αδυσώπητο χρόνο της καθημερινότητας μας, στην αποσιώπηση κάθε καταστροφής και ήττας είναι σαν μια μάταιη προσπάθεια να τσαλακώσεις το λεπτό ατσάλι και να το φέρεις στα μέτρα σου. Χρειάζεται και η αγάπη, ακόμη και αν τις περισσότερες φορές αποδεικνύεται ουτοπία.
«Πολύ λίγα είναι στο χέρι μας, ας είμαστε σωστοί όμως σε αυτά. Ας είμαστε άνθρωποι…»
Λυγίζεις όταν ακούς αυτά τα λόγια και πως να μην συμβεί άλλωστε; Προσπαθείς να κρύψεις το δάκρυ της συγκίνησης , κάνοντάς το χειροκρότημα σου πιο δυνατό, σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά , εστιάζοντας τη ματιά σου στον ουρανό. «Ας είμαστε άνθρωποι». Είναι σαν να μας προτρέπει να αφουγκραστούμε τις ανάγκες και τις επιθυμίες του συνανθρώπου, να τον ακουμπήσουμε πιο τρυφερά γιατί είναι εύθραυστος και ας τον βλέπουμε τυλιγμένο με μεμβράνη προστασίας, δεν φτάνει αυτή ως την ψυχή του. Εκείνη είναι ξεγυμνωμένη και έχει ανάγκη το χάδι. Είναι αυτός ο κώδικας ηθικής, αισθητικής και αξιών που τα κάνει όλα να κινούνται σε έναν ιδιαίτερο άξονα, σε μια τροχιά έξω από την καθημερινότητα και την βιαιότητα που αναγκαζόμαστε να ζούμε.
«Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω», αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε τόσες χιλιάδες άτομα στον συναυλιακό χώρο. Ένα ερώτημα που μένει αναπάντητο, όσα χρόνια και αν έχουν περάσει. Μοιάζουν με εκείνα τα τραύματα που συνηθίζουν να πονάνε κάθε που αλλάζει ο καιρός, με εκείνα τα μικρά τσιμπήματα καρφίτσας που νιώθεις στην καρδιά και ίσα που προλαβαίνει να στάξει μια σταγόνα αίμα… για όσα έγινα και σε πλήγωσαν, για όσα δεν έγιναν ποτέ που σε πληγώνουν ακόμη περισσότερο… Πώς να χωρέσεις μέσα σε λέξεις το μεγαλείο που μπορεί να σου προσφέρει ανάταση ψυχής;
Ιδιαίτερη μνεία έγινε στον Θάνο Ανεστόπουλο στον οποίο αφιέρωσε και το «Βάλτε να πιούμε», ένα δικό του τραγούδι, ξεσηκώνοντας το κοινό και δημιουργώντας πιο ζεστή, έντονη και παρεΐστκη ατμόσφαιρα. Ακολούθησε ο «Νεοέλληνας» του Τζίμη Πανούση καθώς και το «Θεέ μου Μεγαλοδύναμε», που όσες φορές κι αν το ακούσεις από τον Αλκίνοο είναι πάντα ξεχωριστό. Μας μετέφερε νοερά και στο Χατζηδακικό σύμπαν, αφού μας αφηγήθηκε μια ιστορία με πρωταγωνιστή φυσικά τον αγαπημένο και αλησμόνητο Μάνο Χατζηδάκι.
Ακούσαμε και τραγουδήσαμε μαζί του το «Ήταν ανάγκη» ενώ δεν θα μπορούσε από συναυλία του Αλκίνοου να λείπει ο «Κεμάλ» που όσες φορές – και με όσες αφορμές και αν τον έχουμε καληνυχτίσει, δυστυχώς αυτός ο κόσμος δεν άλλαξε και δε δείχνει να αλλάζει… Μας τραγούδησε για τον χειμώνα που είναι προ των πυλών και πόσο τον πληγώνει για να μας αποχαιρετήσει με ένα από τα πιο αγαπημένα του (μας) τραγούδια: «Με τόσα ψέματα που ντύθηκαν οι λέξεις, πώς να σου πω το σ’ αγαπώ να το πιστέψεις»…
Βαδίζοντας προς της έξοδο της Τεχνόπολης, συλλογιζόμουν ότι ίσως αυτή να είναι και η μεγαλύτερη μας ήττα, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο: να αδυνατούμε και να φοβόμαστε να πιστέψουμε τα όμορφα λόγια παρότι τα έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ… Ίσως φταίει που την θέση της αγάπης έχει πάρει αυτή η «ενήλικη λύπη» που μας συντροφεύει… Σκεφτόμουν επίσης, ότι καμιά φορά δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία το να πας σε συναυλία και να «περάσεις καλά», όσο το να πάρεις φεύγοντας μαζί σου αυτή την αίσθηση της χαρμολύπης…
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του MusicCorner.gr…