Γράφει ο Δημήτρης Κονιδάρης
Η 10η Ιουνίου 2023 ήδη καταγράφηκε ως μια μαύρη ημέρα στην ιστορία της μουσικής μας, του πολιτισμού μας και, γενικότερα, της χώρας μας. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ένας εκ των σπουδαιότερων και χαρισματικότερων συνθετών της πατρίδας μας, εγκατέλειψε τα εγκόσμια αλλά η κληρονομιά του είναι τόσο μεγάλη και τόσο βαρυσήμαντη που το όνομά του δεν θα ξεχαστεί ποτέ.
Η παρουσία του κατά την τελευταία εξηκονταετία ήταν λίαν δυναμική εμπλουτίζοντας την ελληνική μουσική με μεγαλειώδη έργα που ακούστηκαν και θα συνεχίσουν να ακούγονται, όσο κι αν έχει αλλάξει το μουσικό τοπίο στην πολύπαθη χώρα μας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Σαφώς είναι πολύ δυσχερές να χωρέσει η ανεκτίμητη προσφορά του μέσα σε ένα σύντομο άρθρο αλλά θεωρώ ότι είναι αναγκαίο να τονιστούν ορισμένα σημεία της πορείας του. Καταρχάς, πήρε τα πρώτα του μαθήματα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη, η μουσική της οποίας τον επηρέασε στη διαμόρφωση του δικού του μουσικού κόσμου. Ωστόσο δέχθηκε επιρροές και από Ασία (κυρίως Αραβία), Αφρική και Ευρώπη. Ασφαλώς η Βυζαντινή μουσική άσκησε επίδραση πάνω του αλλά η καθοριστικότερη ήταν, ίσως, η παραδοσιακή μας μουσική χωρίς να παραβλέπεται η επιρροή και από άλλα μέρη της Ελλάδας. Όλα αυτά σε συνδυασμό με το μοναδικό του ταλέντο και την τελειομανία του τον οδήγησαν στο να δημιουργήσει ασύγκριτα έργα.
Κατά τη δεκαετία του 1960 έγραψε μουσική κυρίως για τον κινηματογράφο και το θέατρο. Με την ταινία «Μικρές Αφροδίτες» (1962) του Νίκου Κούνδουρου κέρδισε το βραβείο καλύτερης κινηματογραφικής μουσικής στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ιδιαίτερη μνεία των κριτικών του Φεστιβάλ Βερολίνου. Αξιοσημείωτο ότι με τα χρήματα που αποκόμισε από το βραβείο αγόρασε το πρώτο του πιάνο με το οποίο κατέγραφε τις μαγικές του συνθέσεις έως το τέλος της ζωής του(!!). Κατά τη διετία 1967-1969 διέμενε στο Λονδίνο και η μουσική του έτυχε μεγάλης αποδοχής από τους Βρετανούς. Εντούτοις, η δικτατορία στην Ελλάδα δεν τον άφηνε να ησυχάσει και ουσιαστικά τον ώθησε να έλθει στη γενέτειρά του για να παλέψει με όλες του τις μουσικοπνευματικές δυνάμεις για να βοηθήσει στην Παλινόρθωση της Δημοκρατίας.
Ο πρώτος ολοκληρωμένος δίσκος του ήταν ο «Ήλιος ο πρώτος» (1969) βασισμένος στο ομότιτλο έργο του Οδυσσέα Ελύτη από το 1943. Ακολούθησαν, εν μέσω του δικτατορικού καθεστώτος, πολλά έργα υψίστης καλλιτεχνικής αξίας που αποτελούν αληθινά στολίδια του μουσικού μας πολιτισμού, όπως: Χρονικό (1970), Ιθαγένεια (1972), Τα τραγούδια του νέου πατέρα (1972), Διάλειμμα(1972), Ο Στράτης ο Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους (1973), Θητεία (1974).
Κατά τη μεταπολίτευση συνέχισε να είναι παραγωγικότατος δημιουργώντας κλασικά έργα όπως: Μετανάστες (1974), Θεσσαλικός κύκλος (1974), Ανεξάρτητα (1975), Σεργιάνι στον κόσμο (1979), Ορίζοντες (1980), Σειρήνες (1983), Φίλοι που φεύγουν (1991), Αθέατος σφυγμός (1997) κ.α. Βασικό χαρακτηριστικό των ανωτέρω δίσκων ήταν πως όλα τα τραγούδια ήταν από αξιόλογα έως αριστουργηματικά, κάτι πραγματικά σπάνιο και που χαρακτηρίζει, αναντιλέκτως, μόνο τους μεγαλοφυείς δημιουργούς.
Ωστόσο το σημαντικότερο έργο του ήταν «Οι Ελεύθεροι πολιορκημένοι» (1977), που αποτελεί μια από τις κορυφογραμμές στην ιστορία της μουσικής μας με εμπνευσμένη μουσική πάνω στους στίχους του Εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού. Ποιος αλήθεια δεν έχει ακούσει το συνταρακτικό «Άκρα του τάφου σιωπή» από τη φωνή του θρυλικού Νίκου Ξυλούρη και δεν έχει νιώσει δέος. Ποιος δεν έχει ακούσει τον «Πειρασμό», «Η θέλησή μου βράχος» και «Μητέρα μεγαλόψυχη», τρία από τα ωραιότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί ποτέ, και δεν έχει αισθανθεί ιερή ανατριχίλα.
Εντυπωσιακό είναι επίσης το γεγονός ότι συνέχισε να δημιουργεί εξαιρετικής ποιότητας έργα όπως «Η λειτουργία του Ορφέα» (1994), «Ανα-γέννηση:Κρήτη ανάμεσα σε Βενετιά και Πόλη» (1996), «Ερωτόκριτος και Αρετή» (2003) σε μια εποχή που είχε ήδη αρχίσει ραγδαία μουσική οπισθοδρόμηση και είχε επέλθει πολιτιστική ξηρασία. Όμως ο υπερταλαντούχος δημιουργός ποτέ δεν σταμάτησε να αγωνίζεται παλεύοντας ενάντια στο ρεύμα της εποχής.
Τα τραγούδια του πάμπολλα και πασίγνωστα. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρουμε ορισμένα από τα πλέον πολυτραγουδισμένα: «Τα λόγια και τα χρόνια», «Κάτω στης Μαργαρίτας τ’ αλωνάκι», «Οι οχτροί», «Η φάμπρικα», «Ο γίγαντας», «Ήταν ο τόπος μου βράχος και χώματα», «Το καφενείο η Ελλάς», «Γεννήθηκα», «Χίλια μύρια κύματα», «Την εικόνα σου», «Ζαβαρακατρανέμια», «Πέρα από τη θάλασσα», «Εδώ στην ξένη χώρα», «Μιλώ για τα παιδιά μου», «Ο Ρόκο και οι άλλοι», «Λένγκω», «Ο δάσκαλος», «Αν είσαι άντρας», «Το παζάρι», «Οχι δεν πρέπει να συναντηθούμε», «Ο τόπος μας είναι κλειστός», «Το καριοφίλι μάνα μου», «Γκρεμισμένα σπίτια», «Του άντρα του πολλά βαρύ» και πάρα πολλά ακόμα όπως τα «Παραπονεμένα λόγια» και, φυσικά, τα θρυλικά «Μαλαματένια λόγια».
Εδώ, νομίζω, αξίζει να υπενθυμιστεί η ιστορία του εν λόγω τραγουδιού. Όταν ο Μαρκόπουλος ήταν ακόμα παιδί, περίπου 11-12 ετών, συνέθεσε την περίφημη πλέον μουσική με σκοπό να τη χρησιμοποιήσει ως κάλαντα. Περίπου δύο δεκαετίες αργότερα ο Μάνος Ελευθερίου έγραψε τους στίχους και προέκυψαν τα «Μαλαματένια λόγια» που ενσωματώθηκαν στον ιστορικό δίσκο «Θητεία». Όμως η λίστα τραγουδιών είναι τεράστια και δεν είναι σκοπός μας να παρατεθεί πλήρης εργογραφία του ή κατάλογος των δημοφιλέστερων τραγουδιών του.
Αναμφιβόλως ο Γιάννης Μαρκόπουλος υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους μας συνθέτες με ρηξικέλευθο, πρωτότυπο και εκπληκτικής ομορφιάς έργο. Από νωρίς χάραξε τον δικό του δρόμο στην ελληνική μουσική στηριζόμενος στο σύνθημα «Επιστροφή στις ρίζες» εξηγώντας ότι σκοπός του δεν ήταν, προφανώς, μια στείρα προγονολατρία και παρελθοντολαγνεία αλλά ο σχεδιασμός του μέλλοντος μέσω άφθαρτων στοιχείων του παρελθόντος. Συγκεκριμένα, όχι μόνο δεν απέρριπτε την πρόοδο αλλά πρέσβευε την άποψη πως τα νέα, εντελώς απαραίτητα, στοιχεία της Επιστήμης, της Τέχνης και της Πολιτικής πρέπει να ενσωματώσουν τα διαχρονικά στοιχεία της Παράδοσής μας για να δημιουργηθεί ένα κατάλληλο μείγμα που θα βοηθήσει τον άνθρωπο να έχει μια καλύτερη ζωή. Καταφανώς οι μουσικές του απηχούσαν και τις προσωπικές του φιλοσοφικές απόψεις. Η κίνησή του να συνδυάσει όργανα συμφωνικής ορχήστρας όπως το πιάνο και το βιολί με παραδοσιακά όργανα όπως η λύρα και το κλαρίνο έδειξε πόσο πεπεισμένος ήταν για την ορθότητα της προσπάθειάς του και, πέραν πάσης αμφιβολίας, το τελικό αποτέλεσμα τον δικαίωσε πανηγυρικά. Οι μελωδίες του αποτυπώνουν πλήρως το πνεύμα της Ελλάδας από τα αρχαία χρόνια έως την εποχή μας. Συνδέουν το παρελθόν και το παρόν του Ελληνισμού με ένα τόσο διακριτικό και επιτυχημένο τρόπο που, κατά κάποιον τρόπο, μας «αναγκάζει» να τραγουδήσουμε πολύ δύσκολα και βαριά λόγια χάριν της εμπνευσμένης μελωδίας και της άρτιας ενορχήστρωσης.
Αναντίρρητα ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν οι πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίχθηκε η αναμόρφωση και αναγέννηση της ελληνικής μουσικής αλλά ο Γιάννης Μαρκόπουλος ήταν ο σημαντικότερος δημιουργός της επόμενης γενιάς μαζί με τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Χρήστο Λεοντή, τον Μάνο Λοΐζο, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Δήμο Μούτση και τον Θάνο Μικρούτσικο. Οι μελωδίες του αγκαλιάστηκαν από τον ελληνικό λαό και τα τραγούδια του αγαπήθηκαν σε τεράστιο βαθμό. Εμείς δεν έχουμε παρά να εκφράσουμε την άπειρη ευγνωμοσύνη μας για το μεγαλειώδες έργο που μας έχει χαρίσει και έχει εμπλουτίσει τον πολιτισμό μας σε δυσθεώρητο βαθμό. Η μουσική του μας έχει δώσει πολλά από τα ομορφότερα ακούσματά μας και γι’ αυτό πάντοτε θα την ακούμε. Έτσι η μνήμη του θα παραμείνει ολοζώντανη.
3. https://www.discogs.com/ (άντληση δισκογραφίας)
—————
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…