ΜΟΒΥ...
Νοέμβριος 2003
Γράφει η Μαρία Κωνσταντινοπούλου


«Μια φλόγα να λιώνει, ένας άνεμος να παγώνει, μελαγχολική υπομονή και εύθυμη ενέργεια, ταπεινοφροσύνη αλλά και υπερηφάνεια, ένστικτο και μελέτη, αγάπη και μίσος, τόλμη και σεβασμός». Αυτά είναι τα συστατικά της τέχνης σύμφωνα με ένα ποίημα του σπουδαίου Αμερικανού λογοτέχνη Herman Melville και ο δισέγγονός του, Moby, φαίνεται ότι τα γνωρίζει πολύ καλά.
Με ένα ψευδώνυμο εμπνευσμένο από το πασίγνωστο μυθιστόρημα του προπάππου του, «Moby-Dick», ο Richard Melville Hall, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, έχει καταξιωθεί ως ένας από τους καλύτερους μουσικούς στο χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής, καθώς έχει, χωρίς υπερβολή, συμβάλει τα μέγιστα στην εξέλιξή της.
Κι, όμως, ο ίδιος παραμένει πάντα σεμνός, απλός και προσιτός, βαθιά ανθρώπινος, με σπάνιες ευαισθησίες και ενδιαφέροντα.

Ο Moby γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1965 στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Αν και το γενεαλογικό του δέντρο φτάνει ως τα ανάκτορα της Νορβηγίας και της Ουγγαρίας, ο ίδιος πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του σε ένα υπόγειο διαμέρισμα με τον πατέρα του, James, τη μητέρα του, Elizabeth, ένα σκύλο, μία γάτα και τρεις αρουραίους που είχαν πάρει από κάποιο εργαστήριο. Σε ηλικία μόλις 2 ετών έχασε τον πατέρα του, που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, και αναγκάστηκε να μετακομίσει μαζί με τη μητέρα του στο Danbury του Connecticut, σε ένα παράξενο σπίτι που βρισκόταν δίπλα στις φυλακές της πόλης. Λίγα χρόνια αργότερα, άλλαξε ξανά περιβάλλον μένοντας αυτή τη φορά μαζί με τον παππού και τη γιαγιά του σε ένα μεγάλο σπίτι σε μία προαστιακή περιοχή του Connecticut.

Οι συχνές μετακινήσεις σημάδεψαν την παιδική του ηλικία και συνεχίστηκαν και τα μετέπειτα χρόνια. Αρκετές φορές μάλιστα έχει επιλέξει ασυνήθιστους τόπους διαμονής, όπως ένα στοιχειωμένο σπίτι το οποίο είχαν καταλάβει hippies, ένα βαγόνι στο δάσος όπου έμενε ένας φίλος του, ή ένα σχεδόν εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, χωρίς ύδρευση και με κατσαρίδες στο μέγεθος ενός σκύλου τσιουάουα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος, φέρνοντας με αγάπη και νοσταλγία στο μυαλό του την περίοδο εκείνη.
Όπως ήταν φυσικό, οι γείτονες που είχε όλα αυτά τα χρόνια - από τη μητέρα του George Bush ως τις «υπαλλήλους» ενός οίκου ανοχής - ανήκαν σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και παρουσίαζαν μία ευρεία γκάμα προσωπικοτήτων και συμπεριφορών που ασκούσαν μια περίεργη γοητεία επάνω του.

Αν και το ενδιαφέρον του για τη μουσική είχε εκδηλωθεί ήδη από την ηλικία των 3 ετών, όταν είχε αρνηθεί να βγει από την παλιά Plymouth της μητέρας του επειδή στο ραδιόφωνο έπαιζε το αγαπημένο του τραγούδι, το «Proud Mary» των CCR, η πρώτη φορά που αποφάσισε να ασχοληθεί συστηματικά με τη μουσική ήταν το 1978, όταν ξεκίνησε μαθήματα κιθάρας με μια κοπέλα που του άρεσε. Το πρώτο κομμάτι που έμαθε να παίζει ήταν το «Crocodile Rock» και ένα χρόνο αργότερα δημιούργησε την πρώτη του μπάντα με ρεπερτόριο που περιοριζόταν σε δύο μόνο τραγούδια: το «Money» των Pink Floyd and το «Birthday» των Beatles.

Αλλά η αρχή, όπως λένε, είναι το ήμισυ του παντός και τίποτα πια δεν μπορούσε να ανακόψει την πορεία ενός ανθρώπου που έχει κυριολεκτικά αφιερώσει τη ζωή του στη μουσική.
Από το 1980 κι έπειτα ακολούθησαν πολλές απόπειρες με μπάντες που κινούνταν στο χώρο της new wave, της punk και της rock μουσικής: το συγκρότημα The Banned, μετά οι Uxb και οι DD κι αργότερα οι Vatican Commandoes, με τους οποίους έδωσε και το πρώτο του δισκογραφικό «παρών» το 1983 με το δίσκο «Hit Squad for God». Την επόμενη χρονιά, κυκλοφόρησε το άλμπουμ «AWOL», που έφερε και τον τίτλο της καινούριας του μπάντας.

Την ίδια περίοδο, ο Moby τελείωσε το σχολείο και άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Connecticut, αλλά ήταν φανερό ότι το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η μουσική του κι έτσι εγκατέλειψε σύντομα τις σπουδές του και άρχισε να δουλεύει ως DJ στη Νέα Υόρκη. Αν και οι πρώτες του εμπειρίες στο χώρο αυτό ήταν μάλλον αποθαρρυντικές, καθώς έπαιζε συνήθως μετά τις τρεις το πρωί για 4-5 θαμώνες μισολιπόθυμους από το ποτό, ο Moby συνέχισε απερίσπαστος την πορεία του ώσπου τα πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται κι ο ίδιος άρχισε σιγά σιγά να συγκεντρώνει το δικό του υλικό και να ετοιμάζει τα πρώτα του demo.
Το 1989, μετά από δύο χρόνια συνεχών απορρίψεων από όλες τις δισκογραφικές εταιρίες της Νέας Υόρκης στις οποίες απευθύνθηκε, η αναζήτησή του είχε επιτέλους κάποιο αποτέλεσμα καθώς μια νεοσύστατη εταιρία, η Instinct Records, έδειξε ενδιαφέρον. Δυστυχώς, το πρώτο του single, με τον τίτλο «Time's Up» πούλησε λιγότερο από 10 αντίτυπα!
Οι πωλήσεις των επόμενων, όμως, δισκογραφικών του εγχειρημάτων αυξάνονταν με απίστευτους ρυθμούς. Το δεύτερο κατά σειρά single, «Mobility», που κυκλοφόρησε το χειμώνα του 1990, πούλησε γύρω στα 2.000 αντίτυπα και το τρίτο που ακολούθησε ένα χρόνο μετά και τιτλοφορήθηκε «Voodoo Child», έφτασε τις 4.000. Το μεγάλο άλμα προς την κορυφή, ωστόσο, έγινε την άνοιξη του 1991, με το τέταρτο single, «Go», που κατάφέρε να ξεπεράσει το «φράγμα» του ενός εκατομμυρίου.

Ακολούθησαν πολλές live εμφανίσεις τόσο στην Αμερική, όπου περιόδευσε με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως οι Shamen και οι Prodigy, όσο και στην Ευρώπη, καθώς η φήμη του είχε πλέον ξεπεράσει τα σύνορα της πατρίδας του. Μετά από μερικά ακόμα single που κυκλοφόρησε με την καινούρια του εταιρία, την Elektra/Mute Records, ο Moby παρουσίασε στο κοινό το 1995 το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ, το «Everything is Wrong», που απέσπασε εξαιρετικές κριτικές.

Ο τίτλος του, ωστόσο, αποδείχτηκε κατά κάποιο τρόπο προφητικός για την προσωπική του ζωή καθώς ο ίδιος άρχισε να υποφέρει από οξείες κρίσεις πανικού, ενώ η μητέρα του αρρώστησε από καρκίνο του πνεύμονα και πέθανε μέσα στους επόμενους μήνες. Ο Moby, λίγο πριν μάθει για τη σοβαρότητα της κατάστασής της, διαισθανόμενος, ίσως, την επερχόμενη απώλεια, είχε γράψει για τη μητέρα του το τραγούδι «Love Song for My Mom», το οποίο κλείνει το επόμενο άλμπουμ του, «Animal Rights». Η δουλειά αυτή δε γνώρισε μεγάλη επιτυχία, ωστόσο, ο ίδιος ακόμα και σήμερα δηλώνει πανευτυχής που η δισκογραφική του εταιρία τον άφησε να το ηχογραφήσει.

Το 1997, κυκλοφόρησε το άλμπουμ «I Like to Score», το οποίο, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του, ήταν μία συλλογή από μουσικά σκορ που είχε γράψει για τον κινηματογράφο ή τα είχε εμπνευστεί από γνωστές ταινίες και τηλεοπτικές παραγωγές. Ανάμεσά τους ήταν και το «James Bond Theme», που έκανε αρκετά μεγάλη αίσθηση και μάλιστα σε μια περίοδο όχι ιδιαίτερα ευνοϊκή για τον Moby, καθώς είχε προσωρινά χαθεί από το προσκήνιο.
Αμέσως μετά την κυκλοφορία αυτού του CD, ο πάντα ανεξάντλητος καλλιτέχνης επιδόθηκε στην προετοιμασία του επόμενου, που κυκλοφόρησε το Μάιο του 1999, και δεν ήταν άλλο από το πολλαπλά πλατινένιο «Play».
Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι, έχοντας φύγει από την Elektra, ο Moby έψαχνε για αρκετούς μήνες δισκογραφική εταιρία που να δεχτεί να στηρίξει το υλικό αυτό. Τελικά η V2 Records έδειξε ενδιαφέρον και σίγουρα οι πωλήσεις που σημείωσε ο δίσκος όχι μόνο τη δικαίωσαν αλλά ξεπέρασαν κατά πολύ ακόμα και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις.
Αν και ο Moby είχε δείξει και με προηγούμενες δουλειές του - όπως το «θρησκευτικό» single «Hymn» - την άνεση με την οποία μπορούσε να κινηθεί και σε άλλα μουσικά μονοπάτια, στο «Play» είναι ευδιάκριτη μία παρέκκλιση από το χώρο της αμιγώς dance μουσικής και η προσαρμογή gospel, rhythm 'n' blues και funk μελωδιών στο δικό του προσωπικό ύφος.

Η απρόσμενη επιτυχία του «Play», όπως ήταν φυσικό, καταγράφηκε και στις ζωντανές εμφανίσεις του Moby. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι τα πρώτα show αμέσως μετά την κυκλοφορία του δίσκου δίνονταν σε μικρούς χώρους, όπως στην υπόγεια αίθουσα ενός δισκοπωλείου της Νέας Υόρκης, και μέσα στα επόμενα δύο χρόνια χρειάζονταν ολόκληρα στάδια για να χωρέσουν τον κόσμο που συνέρεε για να τραγουδήσει και να χορέψει στους ρυθμούς των «South Side», «Find My Baby», «Natural Blues» ή του εξαίρετου «Why Does My Heart Feel So Bad?»

Με το τέλος της περιοδείας αυτής, ο Moby επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και μπήκε στο στούντιο για να ετοιμάσει το επόμενο άλμπουμ του. Αυτή τη φορά δανείστηκε πολλά στοιχεία από τη soul μουσική αξιοποιώντας τα αναμφισβήτητα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Μετά από μία δύσκολη διαδικασία επιλογής μέσα από μία πληθώρα τραγουδιών που είχε γράψει το διάστημα αυτό, κατέληξε σε 18 tracks κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που το άλμπουμ ονομάστηκε «18». Στο άλμπουμ συμμετείχαν ερμηνευτικά και οι Sinead O' Connor, Angie Stone, Azure Ray, MC Lyte και Mic Geronimo, ενώ το ομώνυμο instrumental κομμάτι είχε παρουσιαστεί και στην τελετή λήξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στο Salt Lake.

Η ανταπόκριση του κόσμου στο καινούριο άλμπουμ ήταν άμεση αυτή τη φορά. Μέσα στην πρώτη κιόλας εβδομάδα της εμφάνισής του στις προθήκες των δισκοπωλείων, το Μάιο του 2002, το «18» έφτασε στην κορυφή των charts σε πολλές χώρες στον κόσμο, ενώ μέσα στους δύο πρώτους μήνες, οι πωλήσεις στην Ευρώπη ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο. Ανάλογη επιτυχία σημείωσαν και τα τέσσερα single που βγήκαν από το άλμπουμ αυτό, μεταξύ των οποίων και τα «We Are All Made Of Stars» και «In This World».

Ακολουθώντας την τακτική που ξεκίνησε με την παραγωγή ενός DVD για το «Play» - που περιείχε 12 video από το άλμπουμ, 6 live εκτελέσεις τραγουδιών και μία 20λεπτη ταινία γυρισμένη από τον ίδιο, με τον αυτοσαρκαστικό τίτλο «Give An Idiot A Camcorder»- ο Moby ετοίμασε πρόσφατα ένα πακέτο που περιέχει ένα DVD για το «18», όλες τις B-sides των single που βγήκαν από το δίσκο αυτό συν τέσσερα ολοκαίνουρια κομμάτια. Και η τελευταία του δισκογραφική παρουσία είναι το CD «New York Heroes» με 12 τραγούδια που είτε έχουν γραφτεί στη Νέα Υόρκη, είτε συνδέονται με κάποιον τρόπο με αυτή.

Η πορεία του Moby τα τελευταία, κυρίως, χρόνια δεν έχει βρει θετικούς αποδέκτες μόνο ανάμεσα στο ανώνυμο μουσικόφιλο κοινό αλλά έχει κερδίσει και τους πιο δύσκολους κριτικούς. Τα σχόλια που γράφονται για αυτόν είναι στην πλειονότητά τους εγκωμιαστικά ενώ ο κατάλογος των βραβείων που του έχουν απονεμηθεί είναι πολύ μακρύς. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν αρκετά βραβεία Grammy, βραβεία του μουσικού καναλιού MTV, αλλά και Brit Awards. Η φήμη που έχει αποκτήσει παγκοσμίως αντικατοπτρίζεται φυσικά και στις αλλεπάλληλες υποψηφιότητές του σε αντίστοιχες εκδηλώσεις σε Ολλανδία, Γαλλία, Ιταλία και Ασία, ενώ συχνές είναι και οι διακρίσεις για τα video clip των τραγουδιών του.


Την περσινή χρονιά, το MTV ανακήρυξε και την επίσημη ιστοσελίδα του ως την καλύτερη στην κατηγορία της και πράγματι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα προσεγμένο site που έχει την προσωπική σφραγίδα του καλλιτέχνη, που δεν παραλείπει να το ενημερώνει καθημερινά, κρατώντας έτσι μία άμεση επαφή με τους fan του. Ο ίδιος, εξάλλου, έχει γράψει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο και την ιστορία του, τις καλές και τις άσχημες στιγμές της επαγγελματικής του πορείας, την έκπληξη για την επιτυχία του αλλά και τις απογοητεύσεις του.
Με ειλικρίνεια και ανατρεπτικό χιούμορ ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων του από την παιδική του ηλικία έως το σήμερα: η συνάντηση με τον θρύλο των γουέστερν, John Wayne σε ηλικία 4 ετών, το πρώτο του τετρακάναλο κασετόφωνο, που τον ώθησε στο να φτιάχνει τραγούδια χωρίς τη βοήθεια άλλων μουσικών, η νευρικότητα που ένιωσε την πρώτη φορά που φόρεσε κουστούμι, η αγάπη του για το scrabble και τα τάκος, οι ενοχές για το πρώτο one-night stand που του προέκυψε σε περιοδεία και πολλές άλλες μικρές ή μεγάλες λεπτομέρειες που μας βοηθούν να συνθέσουμε το παζλ της προσωπικότητάς του.

Όμως, οι δραστηριότητες του πολυπράγμονα Moby δεν περιορίζονται μόνο σε αυτά. Τη χρονιά που μας πέρασε προχώρησε σε μία συνεργασία με το MTV για μια μεταμεσονύκτια μουσική εκπομπή που ονομάστηκε «Senor Moby's House of Music» και βασίστηκε στην επιλογή video clip σπουδαίων καλλιτεχνών, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο προβεβλημένων από τα mass media. Πρόσφατα, ζητήθηκε η συμβολή του και από το Πλανητάριο Hayden της Νέας Υόρκης για ένα νέο τρισδιάστατο show που θα παρουσιάζεται στο θόλο του κτιρίου και θα περιλαμβάνει τραγούδια από τη σύγχρονη rock και ηλεκτρονική σκηνή.
Αλλά εκτός από τη συνεισφορά του σε τομείς που άπτονται άμεσα του αντικειμένου του, ο Moby έχει δραστηριοποιηθεί και σε πολλές άλλες κατευθύνσεις εκδηλώνοντας έμπρακτα την αγάπη του για τον άνθρωπο, τα ζώα και το περιβάλλον.
Ο ίδιος έχει επιλέξει να είναι "vegan", να ανήκει δηλαδή στους χορτοφάγους της αυστηρής σχολής. Αυτό σημαίνει ότι δεν τρώει, δε φοράει και δε χρησιμοποιεί κανένα προϊόν που να προέρχεται από το ζωικό βασίλειο κι αυτό όχι μόνο επειδή είναι υπέρμαχος ενός υγιεινού τρόπου ζωής αλλά και εξαιτίας της αντίληψής του ότι τα ζώα είναι πλάσματα που έχουν τη δική τους βούληση και δεν θα πρέπει ο άνθρωπος να επιβάλλεται σε αυτά επειδή απλά έχει τη δύναμη να το κάνει.
Σε μια προσπάθεια να ενημερώσει και να ευαισθητοποιήσει το κοινό του πάνω στα θέματα αυτά, ο Moby συνηθίζει να γράφει σε κάθε του άλμπουμ μικρά δοκίμια, στα οποία αναλύει τη λογική πίσω από τις πεποιθήσεις του και τις στηρίζει άλλοτε μνημονεύοντας ρήσεις ιστορικών προσώπων - όπως του Μωάμεθ, του Γκάντι, του Albert Einstein ή του Leonardo Da Vinci, που, επίσης, ήταν κατά της κρεατοφαγίας - κι άλλοτε παραθέτοντας στοιχεία που φανερώνουν την αλόγιστη συμπεριφορά του ανθρώπου απέναντι στη φύση.
Στο παρελθόν έχει, επίσης, εκφράσει ανοιχτά την αντίθεσή του σε προτεινόμενο σχέδιο της κυβέρνησης Bush για το ενεργειακό, ενώ έχει αναμειχθεί και σε μία καμπάνια για την ανακύκλωση παλιών ηλεκτρονικών αντικειμένων.

Έχοντας συνειδητοποιήσει ότι μόνο με την ενεργή συμμετοχή όλων μπορούν να δοθούν λύσεις ή τουλάχιστον να υπάρξουν μεγαλύτερες πιθανότητες βελτίωσης σε προβλήματα που αφορούν - ή θα έπρεπε να αφορούν όλους μας - ο Moby δεν αρνείται να βοηθήσει σε εκδηλώσεις που κινούνται πάνω σε αυτό τον άξονα. Το project της Διεθνούς Αμνηστίας, «Music For Human Rights», και η προσπάθεια για την απελευθέρωση του Θιβέτ, στην οποία συμμετείχε και ο David Bowie, είναι μερικές μόνο από τις περιπτώσεις που ο Moby έδωσε το «παρών». Και φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει από τις εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Νέα Υόρκη, με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για τους πληγέντες της τρομοκρατικής επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου. Το χτύπημα, που συνέπεσε με τη μέρα των γενεθλίων του, τον τάραξε ιδιαίτερα καθώς και ο ίδιος έμενε σε μια περιοχή κοντά στους δίδυμους πύργους.

Οι προβληματισμοί του αυτοί καταγράφονται και στο άλμπουμ «18», όπου τονίζει για μια ακόμα φορά την απέχθειά του για κάθε μορφή δογματισμού. Ο ίδιος έχει πάψει να κατακρίνει όσους έχουν αντίθετες αντιλήψεις από αυτόν γιατί έμαθε να πιστεύει στις αρχές της δημοκρατίας και της ελευθερίας του κάθε ατόμου «να σκέφτεται, να δρα και να ζει όπως επιλέγει» εφόσον φυσικά οι πράξεις του δεν περιορίζουν την ελευθερία του άλλου. Με την πεποίθηση ότι ο σεβασμός στην ανθρώπινη ύπαρξη είναι πρωταρχικό στοιχείο μιας πολιτισμένης κοινωνίας, ο Moby δε διστάζει να υπερασπιστεί ακόμα και τα ατομικά δικαιώματα των φυλακισμένων που ποδοπατούνται ασύστολα από ένα σύστημα που μόνο σωφρονιστικό δεν είναι - χωρίς αυτό, βέβαια, να υποδηλώνει ότι είναι υπέρ της πολύ επιεικούς μεταχείρισης στην εγκληματική και βίαιη συμπεριφορά.

Στο δοκίμιο που περιλαμβάνεται στο «18», ο Moby αναφέρει ακόμη ότι η ζωή του είναι καλύτερη επειδή έχει ακούσει τη μουσική κάποιων άλλων ανθρώπων και ελπίζει ότι κι η δική του μουσική θα κάνει τη ζωή κάποιων άλλων ανθρώπων καλύτερη. Παρακολουθώντας, ωστόσο, αυτά που πρεσβεύει και τη δράση του όλα αυτά τα χρόνια, είναι φανερό ότι δεν περιορίζεται μόνο στη μουσική για να το καταφέρει αυτό. Κι αυτό που πραγματικά ελπίζει για το αύριο είναι ένα: «να δούμε τον παράδεισο μέσα σε ένα κόκκο άμμου και την αιωνιότητα μέσα σε ένα αγριολούλουδο».

 

Μαρία Κωνσταντινοπούλου


MC Team ID