![]() |
|||
PURESSENCE
|
|||
Αν η ιστορία των Puressence ήταν μυθιστόρημα θα μπορούσε, ίσως, να ήταν Το Φτερό του Θεραπευτή Αητού, η ιστορία ενός μικρού Ινδιάνου, του Ονουάχα, που θέλοντας να γίνει ισάξιος των προγόνων του, ξεκινά μια επίπονη πορεία αναζήτησης. Με την ίδια θέληση ξεκίνησαν πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια και οι τέσσερις έφηβοι από το Manchester, υπακούοντας σε ένα εσωτερικό κάλεσμα που τους ωθούσε να αφήσουν το αποτύπωμά τους στο μουσικό στερέωμα, όπως ακριβώς έκαναν και πολλοί προγενέστεροί τους. Για να το επιτύχουν αυτό, ένας τρόπος υπήρχε: να βρουν τον εαυτό τους, την "καθαρή ουσία" των πραγμάτων, "τη δύναμη που οδηγεί από το απατηλό στο πραγματικό, από το σκοτάδι στο φως, από το θάνατο στην αθανασία". Όπως ο Ονουάχα, έμαθαν πώς χτίζονται οι στόχοι: πρώτα ονειρεύεσαι τις επιθυμίες σου κι ύστερα προσπαθείς να ανακαλύψεις τους λόγους που σε κάνουν να θέλεις να τις πραγματοποιήσεις. Έτσι σιγά σιγά αρχίζει να σχηματίζεται η διαδρομή, αρχίζει να έχει νόημα, να φανερώνει το στόχο. "Τι
είναι τα όνειρα, αν δεν γίνονται πραγματικότητα;" αναρωτιούνται
σε ένα τους τραγούδι. Το δικό τους όνειρο που έγινε πραγματικότητα ήταν
το όνειρο που μοιράστηκαν Ο έφηβος τότε Jimmy ήταν ένα πνεύμα ανήσυχο αλλά και με ιδιαίτερες ευαισθησίες. Από μικρή ηλικία είχε ανακαλύψει την αγάπη του για το τραγούδι και είχε επηρεαστεί ιδιαίτερα από το πάθος του Ούγγρου πατέρα του για τη μουσική των τσιγγάνων - ένα στοιχείο που διακρίνεται συχνά στις μελωδίες του συγκροτήματος. Αλλά, αναμφισβήτητα, η μεγαλύτερη συμβολή του στη μπάντα ήταν πάντα οι απεριόριστες δυνατότητες της φωνής του, που όχι αδικαιολόγητα έχει παρομοιαστεί με φωνή αγγέλου ή χερουβείμ! Το όνομα που δόθηκε αρχικά στο συγκρότημα ήταν "Pressence", αλλά όλοι ένιωθαν ότι δεν ήταν αυτό που πραγματικά τους εξέφραζε. Το κομμάτι του παζλ που έλειπε το συμπλήρωσε η μητέρα του James, η οποία πρότεινε να προσθέσουν το γράμμα "u" κι αυτό ήταν! Αυτό που τους ενδιέφερε πάντα ήταν η καθαρή ουσία της μουσικής, αλλά και του λόγου, χωρίς περιττά στολίδια ή βερμπαλισμούς. Ποτέ δεν νόθευσαν τον ήχο τους ή την εικόνα τους, ούτε υιοθέτησαν τις επιτηδεύσεις στις οποίες καταφεύγουν τα περισσότερα 'trendy' συγκροτήματα της ποπ και ροκ σκηνής του σήμερα. Το όνομα των Puressence έγινε πολύ γρήγορα γνωστό σε ολόκληρο το Manchester καθώς δε δίστασαν να το προβάλουν σε γέφυρες ή εγκαταλελειμμένα κτίρια σε πολυσύχναστα σημεία της πόλης. Ωστόσο, ήξεραν πολύ καλά ότι η επιτυχία δεν έρχεται μέσα σε μια νύχτα και σίγουρα όχι με αυτό τον τρόπο. Με τη γνώση, λοιπόν, ότι τίποτα δε χαρίζεται, αλλά όλα κερδίζονται με σκληρή δουλειά, το γκρουπ δούλευε για αρκετά χρόνια ακατάπαυστα. Ακολουθώντας το παράδειγμα των Oasis, που έκαναν καθημερινά πρόβες επί ώρες δίπλα τους, οι Puressence κατάφεραν μέρα με τη μέρα να εξελίξουν τη μουσική τους και να βρουν τον προσωπικό τους ήχο, χωρίς να μιμηθούν ή να θυμίζουν κανένα άλλο γκρουπ, αποφεύγοντας συστηματικά να ενταχθούν σε κάποιο συγκεκριμένο μουσικό ρεύμα. Ώσπου το καλοκαίρι του 1992 έφτασε η ώρα να σκαλίσουν το δικό τους "τοτέμ" και να βουτήξουν στα βαθιά νερά της δισκογραφίας. Το single "Siamese" από την Rough Trade Singles Club και τα "Petrol Skin EP" και "Offshore" από την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία, Too Damn Loud, κυκλοφόρησαν σε περιορισμένα αντίτυπα αλλά, δυστυχώς, κανένα δεν κατάφερε να μπει στα Βρετανικά charts. Αν και οι συνθήκες κάθε άλλο παρά ευοίωνες ήταν, οι Puressence δεν το έβαλαν κάτω. Αντί να ενδώσουν στο φόβο της αποτυχίας και να εγκαταλείψουν τη μάχη, προτίμησαν να αντισταθούν στο φόβο και να κοιτάξουν μπροστά. Μέσα στους επόμενους μήνες συνέχισαν τις ζωντανές εμφανίσεις, έδεσαν ακόμα περισσότερο ως μπάντα, τιθάσευσαν τον ήχο τους και το αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικό. Οι προτάσεις από δισκογραφικές εταιρίες άρχισαν να έρχονται η μία μετά την άλλη. Οι ίδιοι επέλεξαν την Island Records γνωρίζοντας ότι θα τους άφηνε να αναπτυχθούν όπως αυτοί ήθελαν, όπως είχε κάνει και με τους U2 και τους Stereo MCs.
Ένας από
τους λόγους που το άλμπουμ αυτό δεν κατάφερε, ωστόσο, να φτάσει στο
πλατύ κοινό, ίσως να οφείλεται στο ότι - όπως χαρακτηρίστηκε από πολλούς
- ήταν αρκετά "σκοτεινό". Η αλήθεια είναι ότι οι Puressence,
όπως ακριβώς και ο μικρός Ινδιάνος του μυθιστορήματος, στάθηκαν για
λίγο στη σκιά με σκοπό να διδαχτούν από αυτή. Ίσως είχαν καταλάβει και
αυτοί ότι η σκιά δε μας αφήνει ποτέ, μας ακολουθεί σαν πιστό σκυλί και
επιμένει να τη δούμε, να τη γνωρίσουμε. Να γνωρίσουμε όλα όσα κατοικούν
εκεί: τους φόβους, τις ανησυχίες, τις ελπίδες, τις επιθυμίες, τις αναστολές,
τα όνειρα που οδηγούν στο μέλλον... Το γκρουπ τραγουδά, επίσης και για
τη φωτιά που είναι απαραίτητη, γιατί κάνει τις σκιές να φαίνονται. Και
μόνο όσο μπορεί κανείς να τις παρατηρεί, μπορεί και να τις ελέγχει. Το ίδιο
καλοκαίρι, οι Puressence θεμελίωσαν με τη συμμετοχή τους στο Rockwave
Festival, μια ιδιαίτερη σχέση αγάπης με το Ελληνικό κοινό. Μια αγάπη
αμφίδρομη που στα μετέπειτα χρόνια έχει αποδειχτεί έμπρακτα και με κάθε
ευκαιρία κι από τις δύο πλευρές. Η Βρετανία, ωστόσο, παρέμενε το στοίχημα
που δεν είχαν καταφέρει ακόμα να κερδίσουν. Στοχεύοντας πάντα στο να
δημιουργήσουν τραγούδια που θα αντέξουν στο χρόνο, δε βιάστηκαν να ετοιμάσουν
γρήγορα μια καινούρια δισκογραφική δουλειά, απλά και μόνο για να βρίσκονται
στο προσκήνιο. Αντίθετα προτίμησαν να μπουν στη "σπηλιά της Σιωπής".
Το πρώτο
single που βγήκε από το album "Planet Helpless" ήταν το τραγούδι
"Walking Dead" που κυκλοφόρησε σε 2 CD singles και ένα επτάιντσο
σε περιορισμένα αντίτυπα. Αλλά υπήρχαν αρκετά ακόμα τραγούδια που ξεχώρισαν
όπως τα "How does it feel?", "Analgesic Love Song",
"She's Gotten Over You" και "Ironstone Isadora",
ενώ η αναφορά στην Ελλάδα "ως μια ευλογημένη απελευθέρωση από τα
πάντα" στο "Throw Me A Line" αποτελεί μία ακόμα απόδειξη
της αγάπης και της ευγνωμοσύνης του συγκροτήματος για τη χώρα μας. Το Φεβρουάριο
του 2003, το γκρουπ αποφάσισε ότι ήταν πια καιρός να συνεχίσει πιο δυναμικά
την πορεία του και αποχώρησε από την εταιρία με την οποία συνεργάστηκε
πάνω από 10 χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι, παρόλο που η Island Records
είχε στηρίξει τους Puressence σε χαλεπούς καιρούς και είχε πίστη σε
αυτούς, δεν είχε προωθήσει στο έπακρο το υλικό που είχε στα χέρια της,
ένα υλικό που παρά τις εξαιρετικές κριτικές που είχε αποσπάσει όλα αυτά
τα χρόνια από τον Τύπο δεν είχε καταφέρει να σημειώσει και την ίδια
εμπορική επιτυχία. Οι Puressence, ίσως, να μην έχουν καταφέρει ακόμα να κερδίσουν την αναγνώριση που επιθυμούν σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, δε βιάζονται. Εξάλλου, μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια της πορείας τους, η αρχική τους παρόρμηση να καταξιωθούν και να αγαπηθούν έχει μετουσιωθεί σε κάτι πιο βαθύ και πιο ουσιαστικό, όπως ακριβώς συνέβη και με τον ήρωα του βιβλίου: ο πραγματικός στόχος είναι να σμίξουν με τους ανθρώπους, να συνδεθούν, να συνυπάρχουν, να δημιουργήσουν μαζί τους, να βρίσκονται σε ένα συνεχές πάρε-δώσε μαζί τους, που όχι μόνο διατηρεί τη ζωή, αλλά την εξελίσσει... |
|||
|