PURESSENCE
Φεβρουάριος 2004
Γράφει η Μαρία Κωνσταντινοπούλου

Αν η ιστορία των Puressence ήταν μυθιστόρημα θα μπορούσε, ίσως, να ήταν Το Φτερό του Θεραπευτή Αητού, η ιστορία ενός μικρού Ινδιάνου, του Ονουάχα, που θέλοντας να γίνει ισάξιος των προγόνων του, ξεκινά μια επίπονη πορεία αναζήτησης. Με την ίδια θέληση ξεκίνησαν πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια και οι τέσσερις έφηβοι από το Manchester, υπακούοντας σε ένα εσωτερικό κάλεσμα που τους ωθούσε να αφήσουν το αποτύπωμά τους στο μουσικό στερέωμα, όπως ακριβώς έκαναν και πολλοί προγενέστεροί τους.

Για να το επιτύχουν αυτό, ένας τρόπος υπήρχε: να βρουν τον εαυτό τους, την "καθαρή ουσία" των πραγμάτων, "τη δύναμη που οδηγεί από το απατηλό στο πραγματικό, από το σκοτάδι στο φως, από το θάνατο στην αθανασία". Όπως ο Ονουάχα, έμαθαν πώς χτίζονται οι στόχοι: πρώτα ονειρεύεσαι τις επιθυμίες σου κι ύστερα προσπαθείς να ανακαλύψεις τους λόγους που σε κάνουν να θέλεις να τις πραγματοποιήσεις. Έτσι σιγά σιγά αρχίζει να σχηματίζεται η διαδρομή, αρχίζει να έχει νόημα, να φανερώνει το στόχο.

"Τι είναι τα όνειρα, αν δεν γίνονται πραγματικότητα;" αναρωτιούνται σε ένα τους τραγούδι. Το δικό τους όνειρο που έγινε πραγματικότητα ήταν το όνειρο που μοιράστηκαν μια βραδιά του 1988 όταν και οι τέσσερις ξεκίνησαν από το Failsworth, το μικρό προάστιο του Manchester όπου έμεναν, για να πάνε στο Spike Island με σκοπό να παρακολουθήσουν την πρώτη τους συναυλία. Ο James Mudriczki και ο Anthony Szuminski γνωρίζονταν ήδη καθώς ήταν συμμαθητές, αλλά μέσα στο λεωφορείο γνώρισαν και τους συντοπίτες τους Neil McDonald και Kevin Matthews. Επειδή κανείς τους δεν είχε εισιτήριο, σκαρφάλωσαν έναν φράχτη για να καταφέρουν να απολαύσουν τους αγαπημένους τους Stone Roses, το συγκρότημα που, όπως έχουν πει, αποτέλεσε το soundtrack των εφηβικών τους χρόνων.
Η συναυλία αυτή ήταν μια αποκάλυψη για όλους τους. Η βραδιά εκείνη ήταν μια απτή απόδειξη ότι τίποτα στη ζωή δε γίνεται τυχαία αλλά όλα συνδέονται, όλα έχουν αιτία, νόημα και σκοπό. Η μαγεία του γκρουπ που έπαιζε στη σκηνή, τους πλημμύρισε με έναν σχεδόν μεταφυσικό τρόπο φανερώνοντάς τους το μονοπάτι που έπρεπε να ακολουθήσουν. Χωρίς να έχουν ουσιαστικά καμία μουσική γνώση ή εμπειρία, αποφάσισαν να ακολουθήσουν αυτό το μονοπάτι με την ελπίδα ότι θα τους οδηγήσει κάποια μέρα στην κορυφή του βουνού.
Αμέσως μετά τη συναυλία αυτή, ο Kevin, εμπνευσμένος από το παίξιμο του Mani, μπασίστα των Roses αγόρασε το πρώτο του μπάσο. Κάπως έτσι, μυήθηκαν και οι υπόλοιποι στη μουσική και ξεκίνησε η μπάντα με τον Neil στην κιθάρα και τον Tony στα drums. Από την πρώτη κιόλας μέρα, η πίστη όλων σε αυτό που έκαναν ή αυτό που ήξεραν ότι θα ακολουθήσει ήταν ακλόνητη. Εξάλλου, ήξεραν ότι διέθεταν ένα μεγάλο ατού: τον James, που αδιαφιλονίκητα ανέλαβε το ρόλο του ερμηνευτή.

Ο έφηβος τότε Jimmy ήταν ένα πνεύμα ανήσυχο αλλά και με ιδιαίτερες ευαισθησίες. Από μικρή ηλικία είχε ανακαλύψει την αγάπη του για το τραγούδι και είχε επηρεαστεί ιδιαίτερα από το πάθος του Ούγγρου πατέρα του για τη μουσική των τσιγγάνων - ένα στοιχείο που διακρίνεται συχνά στις μελωδίες του συγκροτήματος. Αλλά, αναμφισβήτητα, η μεγαλύτερη συμβολή του στη μπάντα ήταν πάντα οι απεριόριστες δυνατότητες της φωνής του, που όχι αδικαιολόγητα έχει παρομοιαστεί με φωνή αγγέλου ή χερουβείμ!

Το όνομα που δόθηκε αρχικά στο συγκρότημα ήταν "Pressence", αλλά όλοι ένιωθαν ότι δεν ήταν αυτό που πραγματικά τους εξέφραζε. Το κομμάτι του παζλ που έλειπε το συμπλήρωσε η μητέρα του James, η οποία πρότεινε να προσθέσουν το γράμμα "u" κι αυτό ήταν! Αυτό που τους ενδιέφερε πάντα ήταν η καθαρή ουσία της μουσικής, αλλά και του λόγου, χωρίς περιττά στολίδια ή βερμπαλισμούς. Ποτέ δεν νόθευσαν τον ήχο τους ή την εικόνα τους, ούτε υιοθέτησαν τις επιτηδεύσεις στις οποίες καταφεύγουν τα περισσότερα 'trendy' συγκροτήματα της ποπ και ροκ σκηνής του σήμερα.

Το όνομα των Puressence έγινε πολύ γρήγορα γνωστό σε ολόκληρο το Manchester καθώς δε δίστασαν να το προβάλουν σε γέφυρες ή εγκαταλελειμμένα κτίρια σε πολυσύχναστα σημεία της πόλης. Ωστόσο, ήξεραν πολύ καλά ότι η επιτυχία δεν έρχεται μέσα σε μια νύχτα και σίγουρα όχι με αυτό τον τρόπο. Με τη γνώση, λοιπόν, ότι τίποτα δε χαρίζεται, αλλά όλα κερδίζονται με σκληρή δουλειά, το γκρουπ δούλευε για αρκετά χρόνια ακατάπαυστα. Ακολουθώντας το παράδειγμα των Oasis, που έκαναν καθημερινά πρόβες επί ώρες δίπλα τους, οι Puressence κατάφεραν μέρα με τη μέρα να εξελίξουν τη μουσική τους και να βρουν τον προσωπικό τους ήχο, χωρίς να μιμηθούν ή να θυμίζουν κανένα άλλο γκρουπ, αποφεύγοντας συστηματικά να ενταχθούν σε κάποιο συγκεκριμένο μουσικό ρεύμα.

Ώσπου το καλοκαίρι του 1992 έφτασε η ώρα να σκαλίσουν το δικό τους "τοτέμ" και να βουτήξουν στα βαθιά νερά της δισκογραφίας. Το single "Siamese" από την Rough Trade Singles Club και τα "Petrol Skin EP" και "Offshore" από την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία, Too Damn Loud, κυκλοφόρησαν σε περιορισμένα αντίτυπα αλλά, δυστυχώς, κανένα δεν κατάφερε να μπει στα Βρετανικά charts. Αν και οι συνθήκες κάθε άλλο παρά ευοίωνες ήταν, οι Puressence δεν το έβαλαν κάτω. Αντί να ενδώσουν στο φόβο της αποτυχίας και να εγκαταλείψουν τη μάχη, προτίμησαν να αντισταθούν στο φόβο και να κοιτάξουν μπροστά. Μέσα στους επόμενους μήνες συνέχισαν τις ζωντανές εμφανίσεις, έδεσαν ακόμα περισσότερο ως μπάντα, τιθάσευσαν τον ήχο τους και το αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικό. Οι προτάσεις από δισκογραφικές εταιρίες άρχισαν να έρχονται η μία μετά την άλλη. Οι ίδιοι επέλεξαν την Island Records γνωρίζοντας ότι θα τους άφηνε να αναπτυχθούν όπως αυτοί ήθελαν, όπως είχε κάνει και με τους U2 και τους Stereo MCs.

Τον Απρίλιο του 1996, το πρώτο τους άλμπουμ ήταν γεγονός. Τίτλος του ήταν το όνομα του συγκροτήματος και παρόλο που κι αυτό δεν κατάφερε να ανέβει στα charts, "ανάγκασε" πολλά βλέμματα να στραφούν επάνω του. Η βελούδινη φωνή του James, οι καταιγιστικές συγχορδίες, η ποίηση των στίχων τους δημιουργούσαν το προσωπικό τους στίγμα. Από το άλμπουμ αυτό ξεχώρισαν τα tracks "I Suppose", "Fire", "India", "Casting Lazy Shadows" και "Traffic Jam In Memory Lane", τραγούδια που δεν έχουν πάψει ακόμα και σήμερα να αποτελούν πολύτιμο φορτίο στις αποσκευές της μπάντας.

Ένας από τους λόγους που το άλμπουμ αυτό δεν κατάφερε, ωστόσο, να φτάσει στο πλατύ κοινό, ίσως να οφείλεται στο ότι - όπως χαρακτηρίστηκε από πολλούς - ήταν αρκετά "σκοτεινό". Η αλήθεια είναι ότι οι Puressence, όπως ακριβώς και ο μικρός Ινδιάνος του μυθιστορήματος, στάθηκαν για λίγο στη σκιά με σκοπό να διδαχτούν από αυτή. Ίσως είχαν καταλάβει και αυτοί ότι η σκιά δε μας αφήνει ποτέ, μας ακολουθεί σαν πιστό σκυλί και επιμένει να τη δούμε, να τη γνωρίσουμε. Να γνωρίσουμε όλα όσα κατοικούν εκεί: τους φόβους, τις ανησυχίες, τις ελπίδες, τις επιθυμίες, τις αναστολές, τα όνειρα που οδηγούν στο μέλλον... Το γκρουπ τραγουδά, επίσης και για τη φωτιά που είναι απαραίτητη, γιατί κάνει τις σκιές να φαίνονται. Και μόνο όσο μπορεί κανείς να τις παρατηρεί, μπορεί και να τις ελέγχει.
Το σίγουρο είναι ότι μέσα από τη διαδικασία αυτή, οι Puressence βγήκαν πιο σοφοί, πιο δυνατοί, πιο ώριμοι και το επόμενο album τους ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη. Το "Only Forever" που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1998, αντανακλούσε, επίσης, μια μεγαλύτερη αισιοδοξία των ίδιων των μελών για το αύριο. Με πιο ανάλαφρη διάθεση και πιο προσιτές μελωδίες, το album είχε βρει την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στην τρυφερότητα και το πάθος, την ευθραυστότητα και τη δύναμη. H παραγωγή ήταν των Mike Hedges και Dave Eringa, με μόνη εξαίρεση το εκπληκτικό 'Standing In Your Shadow', στο οποίο οι Puressence είχαν την τύχη να συνεργαστούν με ένα από τα είδωλά τους, τον Mani, τον μπασίστα των Stone Roses (και αργότερα των Primal Scream), ο οποίος είχε παρακολουθήσει τη δουλειά τους από το ξεκίνημά τους και ήταν και ο ίδιος θαυμαστής τους. Το πρώτο single που βγήκε από το album αυτό ήταν το "This Feeling", που έφτασε ως το νούμερο 33 στα charts και ακολούθησαν το "All I Want" και το "It Doesn't Matter Any More", που περιείχε και το εξαιρετικά ενδιαφέρον "Take a Ride" στο οποίο ακούγεται μόνο η φωνή του τραγουδιστή, ασυνόδευτη από μουσικά όργανα.

Το ίδιο καλοκαίρι, οι Puressence θεμελίωσαν με τη συμμετοχή τους στο Rockwave Festival, μια ιδιαίτερη σχέση αγάπης με το Ελληνικό κοινό. Μια αγάπη αμφίδρομη που στα μετέπειτα χρόνια έχει αποδειχτεί έμπρακτα και με κάθε ευκαιρία κι από τις δύο πλευρές. Η Βρετανία, ωστόσο, παρέμενε το στοίχημα που δεν είχαν καταφέρει ακόμα να κερδίσουν. Στοχεύοντας πάντα στο να δημιουργήσουν τραγούδια που θα αντέξουν στο χρόνο, δε βιάστηκαν να ετοιμάσουν γρήγορα μια καινούρια δισκογραφική δουλειά, απλά και μόνο για να βρίσκονται στο προσκήνιο. Αντίθετα προτίμησαν να μπουν στη "σπηλιά της Σιωπής".
Τέσσερα περίπου χρόνια κράτησε αυτό το διάστημα της "νάρκης", μιας νάρκης δημιουργικής που βοηθά στο να αρχίσουν τα θαύματα, οι ζυμώσεις. Ό,τι έζησαν, ό,τι άκουσαν, ένιωσαν, έκαναν είχαν την ευκαιρία να το βιώσουν ξανά με άλλο τρόπο. Μελετώντας τις εμπειρίες τους, μπόρεσαν να πετάξουν ό,τι δεν τους ήταν χρήσιμο και να συνεχίσουν με όσα προωθούν τη ζωή. Μπόρεσαν να αναδομηθούν και να μας χαρίσουν ένα αριστουργηματικό album που κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 2002 και τιτλοφορήθηκε "Planet Helpless". Η δουλειά αυτή ήταν η πιο συλλογική από όσες είχαν κάνει ως τότε, με έκδηλη τη διάθεση για πειραματισμό. Το ομώνυμο τραγούδι ήταν εμπνευσμένο από το διαστημικό σκάφος "Voyager" και την αποστολή ενός δίσκου στο διάστημα με ανθρώπους που χαιρετούσαν σε όλες τις γλώσσες. Όπως έχουν πει οι ίδιοι, αυτό κατά κάποιο τρόπο συμβαίνει και με την κυκλοφορία ενός δίσκου. Είναι σαν να λες "Σε παρακαλώ κατάλαβέ με, κατάλαβε τον εαυτό σου, βοήθησέ με κι εμένα να καταλάβω".

Το πρώτο single που βγήκε από το album "Planet Helpless" ήταν το τραγούδι "Walking Dead" που κυκλοφόρησε σε 2 CD singles και ένα επτάιντσο σε περιορισμένα αντίτυπα. Αλλά υπήρχαν αρκετά ακόμα τραγούδια που ξεχώρισαν όπως τα "How does it feel?", "Analgesic Love Song", "She's Gotten Over You" και "Ironstone Isadora", ενώ η αναφορά στην Ελλάδα "ως μια ευλογημένη απελευθέρωση από τα πάντα" στο "Throw Me A Line" αποτελεί μία ακόμα απόδειξη της αγάπης και της ευγνωμοσύνης του συγκροτήματος για τη χώρα μας.
Τα θέματα που τους αφορούν σε αυτό το album είναι, όπως και στα προηγούμενα, θέματα παγκόσμια και διαχρονικά. Οι Puressence μιλούν για την αγάπη, την απώλεια, τη μεγάλη απειλή που είναι η σπατάλη του χρόνου, της ύπαρξής μας. Με μαεστρία διανύουν την απόσταση ανάμεσα στα πάντα και το τίποτα, στην ελπίδα και την απελπισία, στην αλήθεια και το ψέμα, στο λάθος και το σωστό, στη διέξοδο και το αδιέξοδο. Παίζουν με τις αντιθέσεις, με τα οξύμωρα σχήματα, με τους χρόνους, με τις λέξεις. Οι στίχοι τους, γεμάτοι από παρηχήσεις, συμβολισμούς και εικόνες, θυμίζουν περισσότερο ποίηση. Προσεγγίζουν κάθε πλευρά της ζωής μέσα από το συναίσθημα, δείχνοντας ότι έχουν μάθει να σκέφτονται με την καρδιά τους και να βλέπουν έτσι αυτό που δε φαίνεται.

Το Φεβρουάριο του 2003, το γκρουπ αποφάσισε ότι ήταν πια καιρός να συνεχίσει πιο δυναμικά την πορεία του και αποχώρησε από την εταιρία με την οποία συνεργάστηκε πάνω από 10 χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι, παρόλο που η Island Records είχε στηρίξει τους Puressence σε χαλεπούς καιρούς και είχε πίστη σε αυτούς, δεν είχε προωθήσει στο έπακρο το υλικό που είχε στα χέρια της, ένα υλικό που παρά τις εξαιρετικές κριτικές που είχε αποσπάσει όλα αυτά τα χρόνια από τον Τύπο δεν είχε καταφέρει να σημειώσει και την ίδια εμπορική επιτυχία.
Αλλά η περασμένη χρονιά επεφύλασσε έναν ακόμα κύκλο που έκλεισε για το συγκρότημα. Στα τέλη Αυγούστου, ο Neil αποφάσισε να αποχωρήσει από το σχήμα, χωρίς, ωστόσο, να έρθει σε ρήξη με τα υπόλοιπα μέλη. Αντίθετα, ήταν αυτός που βοήθησε τον 26χρονο αντικαταστάτη του, Lowell Killen, να ενσωματωθεί ομαλά στο γκρουπ, αν και σε αυτό βοήθησε ιδιαίτερα και το γεγονός ότι ο Lowell ήταν θαυμαστής τους και ήξερε ήδη τα περισσότερα τραγούδια τους. Στην Ελλάδα είχαμε την ευκαιρία να δούμε την καινούρια σύνθεση της μπάντας στις τρεις συνολικά συναυλίες που έδωσαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη στα τέλη του Δεκέμβρη. Αυτή την εποχή το συγκρότημα περιοδεύει στην Αγγλία και ετοιμάζει την κυκλοφορία ενός CD από ζωντανές εμφανίσεις που πιθανότατα θα περιέχει και αποσπάσματα από συναυλίες τους στην Ελλάδα και σίγουρα το αναμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Οι Puressence, ίσως, να μην έχουν καταφέρει ακόμα να κερδίσουν την αναγνώριση που επιθυμούν σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, δε βιάζονται. Εξάλλου, μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια της πορείας τους, η αρχική τους παρόρμηση να καταξιωθούν και να αγαπηθούν έχει μετουσιωθεί σε κάτι πιο βαθύ και πιο ουσιαστικό, όπως ακριβώς συνέβη και με τον ήρωα του βιβλίου: ο πραγματικός στόχος είναι να σμίξουν με τους ανθρώπους, να συνδεθούν, να συνυπάρχουν, να δημιουργήσουν μαζί τους, να βρίσκονται σε ένα συνεχές πάρε-δώσε μαζί τους, που όχι μόνο διατηρεί τη ζωή, αλλά την εξελίσσει...

MC Team ID