Συνέντευξη του στιχουργού Νίκου Μωραίτη στο
http://www.e-orfeas.gr.
-Αυτό σε αφορά, κάπως, κι ως δημιουργό. Δηλαδή, ενώ, είσαι αναγνωρισμένος και θεωρείσαι από τους σημαντικότερους των τελευταίων χρόνων, επειδή, υπηρετείς μια ποικιλία ειδών και υφών τραγουδιού(ανήκεις, κατά τη γνώμη μου, στους δεκαθλητές δημιουργούς κι ερμηνευτές, δεν είσαι μονοδιάστατος), κάποιοι σου προσάπτουν ότι τροφοδοτείς με στίχους σου και το “εύπεπτο τραγούδι”. Ποια είναι η θέση σου;
Μ’ αρέσει το δεκαθλητής! Κοίταξε, εμένα μου αρέσουν διαφορετικά πράγματα στη ζωή μου. Και ό,τι μου αρέσει το κάνω, δεν διστάζω. Μου αρέσει βαθιά η έντεχνη μουσική. Και εκτιμώ το λαϊκό τραγούδι. Και είμαι φαν της ποπ κουλτούρας –ιδίως στην εικαστική της εκδοχή. Δεν πρόκειται να λογοκρίνω πτυχές του εαυτού μου για να αρέσω στους κριτικούς. Κακά τα ψέματα, ζούμε το τέλος της διάκρισης «έντεχνο – εμπορικό». Το μεν έντεχνο δεν βγάζει σημαντικούς δίσκους πια (με μόνη εξαίρεση την ομάδα της Μποφίλιου), το δε εμπορικό δεν πουλάει πια. Τι σόι έντεχνο είναι ένα τραγούδι χωρίς τέχνη; Τι σόι εμπορικό είναι ένα τραγούδι που δεν πουλάει; Ιστορικά λοιπόν μπορεί να υπάρχει αυτή η διάκριση και καλώς υπάρχει, στο παρόν όμως δεν έχει θέση. Ατενίζοντας το τέλος των ειδών, έρχομαι και κάνω τη δική μου κατηγοριοποίηση με ένα μόνο κριτήριο: την προσωπική μου αισθητική. Ανήκω, ως καταγωγή, στο έντεχνο αλλά δεν πρόκειται να γράψω για έναν που γρατζουνάει άθλια μία κιθάρα και νομίζει ότι κάνει μουσική. Δεν ανήκω στην πίστα αλλά θα γράψω για τον Ρέμο γιατί η αισθητική της φωνής του –της φωνής του, όχι του μαγαζιού του- μου ταιριάζει. Και αν μου πει κανείς «γιατί γράφεις για τον Ρέμο και όχι π.χ. για τον Σφακιανάκη, που έχει εξίσου καλή φωνή;», η απάντηση είναι πολύ απλή: Γιατί ο πρώτος νιώθω ότι ταιριάζει στον λόγο μου ενώ ο δεύτερος όχι. Έτσι λοιπόν συστήνω τον δικό μου χώρο. Με τα δικά μου «ναι» και τα δικά μου «όχι». Φυσικά γίνονται και λάθη. Δοκίμασα να γράψω για την Πέγκυ Ζήνα. Δεν ένιωσα καλά, δεν θα το ξανακάνω. Είναι «κακή φωνή»; Όχι. Απλώς τελικά εμένα δεν μου ταιριάζει. Το λέω τελείως αυθαίρετα και υποκειμενικά. Αυτός είμαι εγώ και αυτές είναι οι επιλογές μου.
-Βλέποντας τη δισκογραφία σου, πράγματι, παρατηρείται αυτή η πολυπραγμοσύνη σου. Έχεις συνεργαστεί, από συνθέτες, από τον Νικολόπουλο και τον Σούκα, ως τον Θεοφάνους και το Σαμπάνη, κι από τραγουδιστές, από τον αείμνηστο Μητροπάνο ως την Ραλλία. Πως προκύπτει, κάθε φορά μια συνεργασία, και πως προσαρμόζεσαι στα διαφορετικά είδη και φωνές;
Οι συνεργασίες προκύπτουν πολύ απλά: Έρχεται κάποιος και σου προτείνει «γράφουμε για τον τάδε;» και εσύ απαντάς «τέλεια!», ή «ΟΚ» ή «θα το σκεφτώ» ή «όχι» ή «αποκλείεται!». Αφού πεις το «ναι», πρέπει να κάνεις δύο αντίρροπες κινήσεις: να πας προς το μέρος του τραγουδιστή, και να τον φέρεις προς το δικό σου. Δεν μπορείς να γράφεις στον Ρέμο όπως γράφεις στην Μπάμπαλη, ούτε στον Χατζηγιάννη όπως γράφεις στην Αρβανιτάκη. Αλλά ταυτόχρονα πρέπει σε όλους να είσαι εσύ, όχι κάποιος άλλος που τους ταιριάζει. Αυτές οι «μεταμορφώσεις» μου είναι ό,τι αγαπώ. Ο αφαιρετικός Νίκος στην Μπάμπαλη ή στην Πασπαλά, ο λαϊκός Νίκος στον Μητροπάνο ή στον Ρέμο, ο ποπ Νίκος στον Χατζηγιάννη, αλλά πάντα ο Νίκος.
-Με τον Χατζηγιάννη έχεις κάνει τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία σου – με το «7» - με τριψήφια νούμερα, που, πλέον, έχουν εξαφανιστεί από τη δισκογραφία. Υπάρχει όντως ένα τέτοιο ιδιαίτερο δέσιμο, με τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη, όπου λειτουργείτε ως ένα επιτυχημένο δίδυμο;
Με τον Χατζηγιάννη βρεθήκαμε την κατάλληλη στιγμή. Είχε ήδη κάνει ένα πολύ μεγάλο «μπαμ», όλοι πίστευαν ότι δεν μπορεί να φτάσει παραπάνω. Κάποιοι, μάλιστα, μου είπαν «μη συνεργαστείς μαζί του γιατί τώρα θα αρχίσει να πέφτει και θα χρεωθείς την πτώση». Αποδείξαμε με τον Μιχάλη ότι υπήρχε μπροστά μία ακόμη μεγαλύτερη –τουλάχιστον εμπορικά- κορυφή. Ζήσαμε στιγμές που κάθε εξάμηνο βγάζαμε ένα single και πήγαινε κατευθείαν στο Νο1. Το κάναμε και το ξανακάναμε, τρία χρόνια χωρίς διάλειμμα, 2005 - 2008. Έρχεται όμως πάντα μία στιγμή που αυτό τελειώνει. Και για να φτάσεις στην επόμενη κορυφή πρέπει να γίνεις άλλος. Σε μία ενδεχόμενη επόμενη συνάντηση με τον Μιχάλη πρέπει να είμαστε και οι δύο διαφορετικοί, και οι δύο καινούργιοι. Και πιο βαθείς. Είναι πια και ο Μιχάλης σε μία ηλικία που του επιτρέπει να πάει σε μεγαλύτερο βάθος.
-Έχεις συνεργαστεί με τη Ζουγανέλη, της οποίας η φωνητική αξία και δημοφιλία είναι αναμφισβήτητα. Θεωρούνται, μαζί με την Μποφίλιου, οι δυο σημαντικότερες ερμηνεύτριες της νέας γενιάς. Με τη Μποφίλιου θα ήθελες να συνεργαστείς; Και γενικότερα – πέρα από τις δουλειές με τον Νταλάρα και την Αρβανιτάκη – υπάρχουν πιο μακροπρόθεσμα σχέδια ή και όνειρα;
Ύστερα από πολλά χρόνια έλλειψης μεγάλων γυναικείων φωνών, η Ζουγανέλη και η Μποφίλιου αποτελούν δύο δυνατές ερμηνεύτριες. Με την πρώτη έχω συνεργαστεί, όχι όμως έτσι όπως θα ήθελα. Ενώ με την Αρβανιτάκη ή τον Ρέμο π.χ. έχω τη δυνατότητα να προτείνω συγκεκριμένη κατεύθυνση, στη Ζουγανέλη δεν συνέβη το ίδιο. Η Μποφίλιου είναι περίπτωση ολοκληρωμένου καλλιτέχνη. Τη θαυμάζω, όμως ο εγωισμός πρέπει κάποιες φορές να πηγαίνει πίσω. Αυτό που νιώθω βλέποντάς τη δεν είναι «αχ, θέλω να πει τραγούδια μου». Αυτό που θέλω είναι να σωπάσω και να συνεχίσω να ακούω τα υπέροχα τραγούδια που γράφουν για αυτήν ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος και ο Θέμης Καραμουρατίδης. Αν πάλι, σε κάποια παράλληλη δραστηριότητά της, πει ένα τραγούδι μου, θα είμαι ευτυχής. Ως εκεί όμως. Την τέχνη που φτιάχνει μια παρέα, όταν τη βρεις μπροστά σου, έχει σημασία να μπορέσεις να την απολαύσεις, όχι να τη διασπάσεις.
Mετάνιωσε για την Πέγκυ;
