Της Παρασκευής Παπαγιάννη

Είχα διαβάσει και ακούσει εξαιρετικές κριτικές για το Maid και πριν το δω. Επί της ουσίας ήξερα σχεδόν εντελώς το στόρυ πριν καν το ξεκινήσω, όμως αυτό δεν επηρέασε καθόλου το πόσο δυνατή ήταν η αφήγηση και πόσο καίριο ήταν το μήνυμα αυτής της σειράς. Η μίνι σειρά του Netxflix βασίζεται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Stephanie Land Hard Work, Low Pay, and a Mother’s Will to Survive και μας παρουσιάζει την ιστορία της Alex (Margaret Qualley), μιας νέας μητέρας η οποία μετά τη διαφυγή της με την τρίχρονη κόρη της Μάντυ από μια κακοποιητική σχέση ξεκινάει να δουλεύει ως καθαρίστρια προκειμένου να επιβιώσει. Η σειρά δημιουργήθηκε από τη Molly Smith Metzler και στους ρόλους του συντρόφου, της μητέρας και του πατέρα της Alex βλέπουμε τους Nick Robinson, Andie McDowell και Billy Burke.

Αν και δεν πιστεύω στα spoiler προσωπικά, θα δώσω ένα spoiler εδώ, σχετικά με τις δύο τελευταίες παραγράφους του κειμένου.

Κάποιοι έχουν συγκρίνει το Maid (αρχικά λόγω της μεγάλης απήχησής του στο κοινό) με το περσινό Queen’s Gambit το οποίο επίσης με μια ευρύτερη έννοια αγγίζει παρόμοια θέματα. Η διαφορά τους όμως δεν είναι ακριβώς στο επίπεδο του ρεαλισμού, όσο στο βάθος της γραφής κι αυτό δε φαίνεται μόνο στο πως απεικονίζονται οι γυναικείοι χαρακτήρες (όσοι είδαν το Queen’s Gambit και έχουν τις ανάλογες ευαισθησίες θα συμφωνήσουν ότι το υποτιθέμενο rock bottom της πρωταγωνίστριας ήταν υπερβολικά στυλιζαρισμένο και οριακά σεξουαλικοποιημένο) αλλά συνολικά στο πως μεταχειρίζεται τους χαρακτήρες του υπό το πρίσμα του διαγενεακού τραύματος. Ως θεατής έχεις όλες τις πληροφορίες και όλες τις ταυτίσεις που χρειάζεσαι για να δεις όλους τους χαρακτήρες ως ανθρώπους που παλεύουν ειλικρινά με τους δαίμονες τους, αλλά ταυτόχρονα να μη χάνεις την αίσθηση του δικαίου. Είναι μια σειρά η οποία είναι ζυγισμένη και αποκρυσταλλωμένη: δεν κάνει κατάχρηση του moral ambiguity για λόγους εντυπωσιασμού.

Η προσέγγιση αυτή είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό επίτευγμα. Θυμάμαι μια από τις κριτικές που διάβασα (η οποία και με ώθησε να δω τη σειρά), η οποία ανέφερε πως το Maid είναι η πιο καλή απάντηση στο εύκολο (αλλά όχι εύλογο) ερώτημα “Γιατί δεν έφευγε“. Χωρίς να δώσω πολλά από τη σειρά θα πω ότι υπάρχουν δύο τρεις σκηνές οι οποίες αποδίδουν τόσο σωστά το συναισθηματικό και ψυχολογικό τοπίο όπως το βλέπει ένα άτομο το οποίο έχει “κολλήσει” (εν προκειμένω επειδή ζει σε μια σφαιρικά κακοποιητική πραγματικότητα) που βλέποντας τις ένιωσα ένα είδος επίγνωσης που μπορεί να πλησιάζει και την κάθαρση. Δε λέω ότι αισθάνθηκα την κάθαρση την ίδια γιατί νομίζω ότι το να το απαιτούμε αυτό από μια σειρά, ένα γραπτό, ένα οποιοδήποτε πολιτιστικό προϊόν είναι πάρα πολύ.

Σε κάθε περίπτωση η παραλίγο κυκλική πορεία της πρωταγωνίστριας απέδωσε με τον κατάλληλο ρεαλισμό την αγωνιώδη και την απρόβλεπτη φύση που έχει κάθε προσπάθεια να φύγεις από έναν μη υγιή τρόπο ζωής και σχετίζεσθαι: Την εκκίνηση από μηδενικά αποθέματα. Τις στιγμές απατηλής λάμψης. Το πυκνό σκοτάδι που ξεπερνιέται μόνο ξεπερνώντας το- περνώντας μέσα από αυτό (ούτε γύρω, ούτε από κάτω, ούτε από πάνω του- όπως λέει ένα δημοφιλές αγγλόφωνο παιδικό παραμύθι). Τη μετατόπιση (έστω και αδιόρατη) προς την αλλαγή και το πισωγύρισμα. Τις συναντήσεις που προσθέτουν δύναμη ή συνείδηση. Και παρόλο που είναι αναπόφευκτο (και επιβάλλεται) να δούμε την ιστορία αυτή πρωτίστως ως μια ιστορία συστημικής και διάχυτης έμφυλης βίας, ταυτόχρονα δε σου απαγορεύει να δεις με συμπόνια αλλά και την απαιτούμενη στιβαρότητα τις διαστάσεις της ενδημικής οικονομικής και συμβολικής βίας που επηρεάζουν το σύνολο της κοινωνίας.

Θα μπορούσα να μιλήσω για τις αδυναμίες της σειράς, οι οποίες είναι υπαρκτές. Αν κάποιος θέλει να μπει στη διαδικασία να μιλήσει για character arcs και αφηγηματικές συμβάσεις πιθανώς θα βρει πράγματα τα οποία μπορεί να εκπορεύονται από οτιδήποτε: ιδεολογικές/αξιολογικές προσλαμβάνουσες, αποφάσεις σχετικά με θέματα παραγωγής ή με καθαρή αισθητική. Ναι, το Maid δεν είναι Ken Loach ή Ντοστογιέφσκι. Αλλά γιατί αυτό να έχει σημασία; Σκεπτόμενη κάποια από τα ξεκάθαρα “mainstream” στοιχεία της παραγωγής κατέληξα στο εξής: Αν μπορούμε να φτάσουμε στο σημείο το “mainstream” να είναι αυτής της ποιότητας αυτό θα είναι πάρα πολύ ενθαρρυντικό! Αν μπορούμε να φτάσουμε στο σημείο οι αφηγήσεις που είναι κυρίαρχες (προσβάσιμες και εύληπτες) να έχουν αυτό το επίπεδο ανάλυσης, ευαισθησίας και ζωντάνιας. Και κυριότερα αν μπορούμε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο αφηγηματικής οξυδέρκειας το οποίο δεν αρκείται σε ένα έξυπνο, καθαρό και εντυπωσιακό τέλος ως αυτοσκοπό.

Το Maid είναι μια ιστορία για την έμφυλη βία. Όμως σε ένα βαθύτερο επίπεδο είναι μια ιστορία για την αυτοδιάθεση. Η κατανόηση της αυτοδιάθεσης, με όλα τα γεγονότα τα οποία ορίζουν τις συζητήσεις και τις σκέψεις μας το τελευταίο διάστημα (από την πανδημία, μέχρι τις γυναικοκτονίες και την κλιματική αλλαγή) είναι ίσως το σημαντικότερο διακύβευμα που έχουμε μπροστά μας. Απαιτείται από εμάς πλέον μια άλλου επιπέδου ευαισθησία και η καθαρότητα της σκέψης, και ευρύτητα. Όπως ένας καλός αφηγητής πρέπει να μπορούμε να αποφύγουμε το στείρο, τιμωρητικό ηθικισμό ή το φόβο απέναντι στις ανατροπές και την πολυπλοκότητα, χωρίς να χάνουμε όμως τον προσανατολισμό μας. Κάτι τέτοιο μπορεί να κρίνει πολύ πιο μεγάλα ζητήματα απ’ όσο μπορούμε να φανταστούμε: την πραγματικότητά μας σε επίπεδο συναισθηματικό-σχεσιακο, αλλά και σε επίπεδο κοινωνικής πολιτικής και ακόμη ακόμη πολιτικής οικονομίας και οικολογίας. Νομίζω πως η οπτική πάνω στην οποία πατάει το Maid για να μιλήσει για την αυτοδιάθεση είναι μια (στα συγκεκριμένα και σαφώς περατά όρια στα οποία κινείται) πολύ τίμια συνεισφορά προς αυτήν την κατεύθυνση.

Στο τελευταίο επεισόδιο η πρωταγωνίστρια λέει στη μητέρα της ότι θα φύγει με την κόρη της για να σπουδάσει. Η μητέρα της απαντάει πως η ίδια δεν μπορεί να φύγει, είναι δεμένη με τον τόπο, αλλά επίσης -και αυτό είναι το πιο βασικό- είναι δεμένη με μια βαριά διαγενεακή αλυσίδα: ως γυναίκα ουσιαστικά οι “ενέργειες” των γυναικών της οικογένειας πριν από αυτήν την κρατούν εκεί. Και παρόλο που ενθουσιάζεται και παλινδρομεί και τελικά σχεδόν φεύγει, εν τέλει δεν ακολουθεί την κόρη της. Η γραφή της σειράς το αντιμετωπίζει κι αυτό με έναν τρυφερό τρόπο, χωρίς να το αποτυπώνει με καθαρή θλίψη ή περιφρόνηση, αλλά με αποδοχή, με την αναγνώριση ότι η ελεύθερη βούληση και η αυθεντικότητα είναι θαυμαστές και παράξενες, γιατί η δουλειά τους είναι να ισορροπούν τη βασική αυταπάτη και το ανεξιχνίαστο, τη ζωτικότητα και την αντοχή και όχι (μόνο) να κερδίζουν βραβεία ή αυτοπραγμάτωση. Όπως έλεγε κι ο Camus “Πρέπει να φανταζόμαστε το Σίσυφο ευτυχισμένο στους πρόποδες του λόφου”.

Θα σας πω λοιπόν, επειδή πραγματικά δε θεωρώ ότι κλέβει τίποτε από μια καλή ιστορία το να ξέρεις την κατάληξη, ότι στο τέλος της σειράς η πρωταγωνίστρια ανεβαίνει με την κόρη της ένα βουνό γνωρίζοντας ξεκάθαρα ότι δεν είναι καθόλου η τελευταία φορά που θα χρειαστεί να το κάνει. Και παρόλο που βλέπουμε μια ευτυχή εξέλιξη δεν βλέπουμε ένα εύκολο τέλος. Το πως φτάνει σ’ αυτό το βουνό, αξίζει χίλια τα εκατό να το δείτε μόνοι σας…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here