Γράφει η Πέννυ Γέρου
www.musiccorner.gr
Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Μεσάνυχτα στο Παρίσι

Και ποιος από εμάς, μικρότερος ή μεγαλύτερος, δεν έχει ονειρευτεί ένα ταξίδι στην πόλη του Παρισιού, στις μεγάλες πλατείες, στα καταπράσινα πάρκα, στα μνημεία της που κρύβουν τόση ιστορία πίσω τους; Δυστυχώς, για μένα, όταν επισκέφθηκα το Παρίσι ήμουν πολύ μικρή… Θυμάμαι ακόμη όμως την εντύπωση που μου έκανε το ύψος του Πύργου του Άιφελ, η καθαριότητα των πάρκων, το χρώμα των λουλουδιών στα μικρά παρτέρια των καφέ της πόλης. Ήμουν πολύ μικρή, θυμάμαι, για να γυρίσω το Μουσείο του Λούβρου. Σήμερα, όμως, και τι δε θα έδινα να ξαναγυρνούσα, κι ας γκρίνιαζα τότε που τα πάνινα παπούτσια μου με χτυπούσαν από την ορθοστασία στη μεγάλη ουρά του Μουσείου…

Μέχρι να κάνω όμως αυτό το ταξίδι, ο Woody Allen μου έδωσε μια μικρή γεύση από όλα αυτά που θα ήθελα να δω ολοζώντανα μπροστά μου, με την ταινία του πέρυσι (2011), “Μεσάνυχτα στο Παρίσι” (Midnight in Paris). Για να είμαι ειλικρινής, όταν βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες της Αθήνας, αρνήθηκα να το δω. Για κάποιο λόγο είχα χάσει την εμπιστοσύνη μου στον κύριο Allen και πίστευα οτι δε θα με γέμιζε η ταινία του. Θα ήταν επίσης ειλικρινές, αν έλεγα οτι το cast δε με ενθουσίασε εξαρχής…

Παρόλα αυτά, μέσα απο αυτή την ταινία, κατάφερε να αναβιώσει η “Χρυσή Εποχή” (Golden Age) της δεκαετίας του 1920 και, με κάποιο τρόπο, να εμφανιστούν μπροστά μας προσωπικότητες που δεν περιμέναμε, όπως άλλωστε δεν το περίμενε και ο πρωταγωνιστής της ταινίας, Gil (Owen Wilson). Ο ίδιος, γράφοντας μια νουβέλα για ένα μαγαζί “νοσταλγίας”, όπως το αποκαλούσε, ήταν λάτρης της εποχής αυτής και είχε πολύ ψηλά την τότε κοινωνία, τον τρόπο σκέψης, τη λογοτεχνία και τις εικαστικές τέχνες της. Οι προσωπικότητες της εποχής εκείνης ήταν οι μέντορές του.

Ώσπου, ένα βράδυ αποφασίζει να περπατήσει μόνος στα λιθόστρωτα σοκάκια του Παρισιού. Ύστερα από λίγο κρασί, κοντοστέκεται σε κάτι σκαλιά και, μόλις το ρολόι χτυπήσει 12 φορές, ένα αμάξι – αντίκα θα εμφανιστεί μπροστά του για να τον πάει σε ένα πολύ κομψό και φινετσάτο μπαρ, απο το πιάνο του οποίου ακούγεται σιγανά το παιχνιδιάρικο “Let’s do it” …

Εκεί θα γνωρίσει το ιστορικό αντρόγυνο συγγραφέων, Scott και Zelda Fitzgerald, ενώ την επόμενη μέρα θα συνομιλήσει και με τον Ernest Hemingway, του οποίου δηλώνει φανατικός. Μέσα σε αυτό το μεταμεσονύχτιο ταξίδι, ο Gil γνωρίζει κι άλλες προσωπικότητες που πέρασαν απο το Παρίσι του 1920, όπως τον ανήσυχο Pablo Picasso, το σουρεαλιστή ζωγράφο Salvador Dali, το σκηνοθέτη Luis Buñuel, τη Gertrude Stein. Όλες αυτές οι προσωπικότητες συναντώνται στο άνθος της ηλικίας τους ή στο άνθος της καλλιτεχνικής ακμή τους. Κανείς τους δε γνωρίζει πόσο σπουδαίος πρόκειται να γίνει για τον ανθρώπινο πολιτισμό, κανείς δε γνωρίζει το ταλέντο που έχει μέσα του.

Όπως και ο Gil, νοσταλγούν και αυτοί με τη σειρά τους μια παλιότερη απο αυτή την εποχή. Όπως για τον Gil η Χρυσή Εποχή είναι το 1920, για τη γενιά του 1920 η Belle Epoque βρίσκεται ακόμα ψηλότερα. Αυτό το διαπιστώνουμε κι απο την κουβέντα του Gil με τη γοητευτικότατη Andriana (Marion Cotillard), κρυφή σύντροφος του Pablo Picasso,  η οποία ονειρεύεται να μπορούσε κάποτε να πάει στο Maxim’s, να δει τις χορεύτριες με τα μεγάλα και φαντασμαγορικά φουστάνια να χορεύουν σε νεαρούς, και μη, Παριζιάνους.

Όπως ο Gil, λοιπόν, μεταφέρθηκε στη Χρυσή Εποχή του, έτσι και η Andriana βρέθηκε για μια νύχτα στην Όμορφη Εποχή της. Τι δε θα έδινε κι εκείνη να έμενε για πάντα σε αυτή την εποχή… Πάντα μέσα της πίστευε πως δεν ανήκει στο παρόν της.

Αυτό συμβαίνει όμως με τους ανθρώπους που ερωτεύονται το παρελθόν. Και το παρελθόν δεν είναι συγκεκριμένη εποχή. Σε κάθε εποχή μπορείς να βρεις κάτι να ερωτευτείς. Κι όσο πιο πίσω πηγαίνεις, τόσο πιο αιχμάλωτος της ιστορίας σου γίνεσαι. Ενθουσιάζεσαι με όλο και παλιότερα πράγματα, ίσως γιατί πάντα θα βρίσκεις αυτό που δε σου δίνει παρόν σου: αυθεντικότητα. Η αυθεντικότητα των πραγμάτων φαίνεται μετά απο χρόνια, έστω κι αν είναι μικρή. Κάποιοι άνθρωποι όμως, δε μπορούν να περιμένουν. Ανυπομονούν να γυρίσουν σε εποχές που “κάτι γινόταν”, είτε μια επανάσταση, είτε ένας μεγάλος έρωτας, είτε μια μεγάλη ανακάλυψη.

Ευτυχώς ο Gil κατάλαβε έγκαιρα την παγίδα του χρόνου, στην οποία είχε πέσει. Βυθιζόταν όλο και περισσότερο στη νοσταλγία του και αυτό τον έφερε πολύ κοντά στο να μη μπορεί να ξεχωρίσει το αληθινό απο το φανταστικό.

Από αρκετά μικρότερη, έλεγα πάντα οτι γεννήθηκα σε λάθος εποχή. Θα ήθελα να είχα προλάβει μεγάλους μουσικούς επι σκηνής, θρυλικά συγκροτήματα πάνω στη δημιουργία τους και την ακμή τους, μεγάλα φεστιβάλ και γιορτές που δεν πρόλαβα λόγω ηλικίας. Και πραγματικά, όσο πιο παλιά δείγματα ανακαλύπτω, τόσο πιο βαθιά στο χρόνο θέλω να κρυφτώ.

Αυτό είναι το παρόν μου, όμως. Όσο απογοητευτικό κι αν είναι, το δέχομαι, και ψάχνω τα δικά του “μαργαριτάρια”. Αφού δεν πρόλαβα μεγάλες στιγμές του παρελθόντος, ας έχω τα μάτια μου ανοιχτά για μεγάλες εκπλήξεις του μέλλοντος.

Όσον αφορά στο ταξίδι του Gil, ποτέ δε μάθαμε αν ήταν φαντασίωση, όνειρο, παραίσθηση, τρέλα. Το απολαύσαμε όμως σίγουρα, υπό τον γλυκύτατο jazz και ταυτόχρονα folk ήχο του Sidney Bechet, με μια λούπα του “Si tu vois ma mère” να τριγυρίζει στα αυτιά μας. Αυτό που ξέρουμε, είναι οτι ο Gil τουλάχιστον έζησε μέσα στο μύθο του, τον αντιμετώπισε και η απομυθοποίηση ήρθε απολύτως φυσικά για εκείνον. Παρόλο που δεν έχουμε τη δυνατότητα, εκ των πραγμάτων, να γνωρίσουμε τους προσωπικούς μας μύθους, ας προσπαθήσουμε να τους κοιτάξουμε πιο ανθρώπινα και προσγειωμένα, χωρίς να περιμένουμε το ρολόι μας να χτυπήσει 12 για να συναντήσουμε την άμαξα που θα μας ταξιδέψει στο χρόνο. Σίγουρα θα μας βοηθήσει να επιβιώνουμε στο αργά και βασανιστικά εξελισσόμενο, για εμάς, παρόν και να το βλέπουμε όλο και πιο φωτεινό…

————–

***Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή φωτογραφιών, χωρίς την άδεια του Music Corner...

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here