Γράφουν η Πέννυ Γέρου και η Σοφία Τσεκούρα
www.musiccorner.gr
Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

500 Μέρες με τη Summer

Αν έπρεπε να χαρακτηρίσουμε τη συγκεκριμένη ταινία, θα δίναμε αρκετούς χαρακτηρισμούς: εκκεντρική, ρεαλιστική – όσον αφορά στις σχέσεις και στο παιχνίδι που υπάρχει σε αυτές -, αντι-ρομαντική, ρομαντική… Αυτό ίσως και να προκαλεί διχασμό.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η ιστορία μας έχει να κάνει με ένα αγόρι, τον Tom (Joseph Gardon-Levitt), το οποίο πιστεύει στον κεραυνοβόλο έρωτα. Η Summer (Zοoey Deschanel), από την άλλη, δεν πιστεύει στο ελάχιστο σε οποιαδήποτε μορφή έρωτα και δέσμευσης, αλλά δεν πτοεί τον Tom από το να προσπαθεί να κερδίσει την καρδιά της.

Ο Marc Webb, ο σκηνοθέτης της ταινίας, χρησιμοποιεί τη μέθοδο «back n’ forth». Δηλαδή, κάνει άλματα μπρος και πίσω στο χρόνο, στις 500 μέρες που πέρασε ο Tom με τη Summer. Η ταινία ξεκινά με τη διάλυση της σχέσης τους, καθώς η Summer τον χωρίζει και του ζητάει να μείνουν φίλοι. Λίγο αργότερα, ξεκινά να εξιστορεί στους δύο φίλους του και την αδερφή του τη σχέση που είχε με τη Summer όλο αυτό το διάστημα. Η πρώτη προσέγγιση αυτών των δύο γίνεται στο ασανσέρ για τη δουλειά. Η Summer παίρνει το θάρρος συμπληρώνοντας τη μουσική που προέρχεται από τα ακουστικά του Tom: «…to die by your side, is such a heavenly way to die…»

Η δυστυχία του Tom ξεκινά αμέσως μετά το χωρισμό του από τη Summer. Είναι συνεχώς λυπημένος, κάνει κακό στη δουλειά του και όλη η ζωή του συνθλίβεται από τη θύμησή της. Ο Tom νομίζοντας πως η Summer είναι η μια και μοναδική, δημιουργεί ένα περίεργα θλιμμένο κλίμα, καθώς αυτή προχωρά στη ζωή της και παντρεύεται άλλον παρά τις ιδέες περί ελευθερίας που είχε πρωτύτερα.

Ο αφηγητής – άγνωστος σε εμάς – προειδοποιεί έγκαιρα ότι αυτό δεν είναι μια ιστορία αγάπης. Είναι μια ιστορία για την αγάπη. Το μόνο σίγουρο είναι πως στη ζωή συναντάς ανθρώπους και τις περισσότερες φορές δε λειτουργεί, αυτό είναι το πώς η ζωή θα συμβεί, μπορείς να το ξεπεράσεις και να προχωρήσεις. Όταν ο Tom διαβεβαιώνει πως δεν υπάρχει εκεί έξω κάποιος γι’ αυτόν, γνωρίζει μια κοπέλα και συνειδητοποιεί πως υπήρχε κάτι εκεί γύρω γι’ αυτόν που δεν είχε ψάξει.

Και κάπως έτσι, μπαίνει στη μέση η μοίρα, όταν ρωτά την κοπέλα το όνομά της και αυτή απαντά «Autumn» (Φθινόπωρο) και καταλαβαίνει πως γι’ αυτόν το καλοκαίρι («Summer») τελείωσε και ήρθε γι’ αυτόν το φθινόπωρο.

Κατά της διάρκεια της ταινίας μας κρατάνε συντροφιά πολλά και διάφορα κομμάτια της βρετανικής κι αμερικάνικης pop-rock μουσικής σκηνής. Κομμάτια που παίζουν δυνατά στα ακουστικά του Tom ή συνοδεύουν σκηνές που μας ταξιδεύουν μέσα στη σχέση του με τη Summer. Το κομμάτι που θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε είναι αυτό των The Smiths, με τίτλο A light that never goes out, ένα πολύ όμορφο τραγούδι, σταθμός για τη γνωριμία των δύο νέων, καθώς στάθηκε αφορμή για να μιλήσουν για πρώτη φορά και να ξεκινήσει η δική τους ιστορία.

Το συγκρότημα είχε ξεκινήσει να προετοιμάζει το κομμάτι από τα τέλη του 1985 και παρόλα αυτά είναι ένα από τα κομμάτια που μένουν στην ιστορία της μουσικής και γίνεται αγαπητό ακόμα και από νέα παιδιά της σημερινής γενιάς. Το κομμάτι αυτό γράφτηκε με αφορμή μια άλλη ταινία, με όνομα «Επαναστάτης χωρίς αιτία» και πρωταγωνιστή τον James Dean.

Σα μια παράκληση για συντροφιά σε ένα ατέλειωτο ταξίδι, το κομμάτι αυτό μας φέρνει μια ταξιδιάρικη διάθεση, μια επιθυμία να φύγουμε από τη ρουτίνα μας, από αυτά μέσα στα οποία νιώθουμε ανεπιθύμητοι και ξένοι. Είναι ένα από τα κομμάτια που ακούει κανείς κάποια μελαγχολικά βράδια κι εύχεται να υπήρχε κάποιος εκεί έξω, που θα τον έπαιρνε μακριά από το σπίτι, θα τον γύρναγε στη νυχτερινή πόλη, όπου οι άνθρωποι είναι ζωντανοί και φώτα ντύνουν κάθε μαγαζί και κάθε δρόμο. Κάποιες στιγμές ίσως χρειάζεται ένα τέτοιο τοπίο, μια τέτοια κατάσταση, για να νιώσουμε λίγο ζωντανοί, να εκτονωθούμε, να βρούμε τον εαυτό μας στα πρόσωπα και στις αδυναμίες των άλλων. Μέσα από εξόδους στις βραδινές πόλεις, μπορούμε να γνωρίσουμε μια άλλη πτυχή της ζωής, κάτι που ίσως δε θα μας δώσουν τα βιβλία και η περισυλλογή στο μικρό μας δωμάτιο κάποια πιο μοναχικά και μελαγχολικά βράδια.

Κάποιες βραδιές πράγματι αναζητάμε τη φυγή από το σπίτι μας αυτό καθ’ εαυτό. Γιατί είναι βραδιές που απλά το σπίτι έχει χάσει τη ανθρώπινή του διάσταση και δεν είναι πλέον ένα μέρος στο οποίο μπορείς να νιώσεις οικείος. Κρατά μόνο την ιδιότητα του κτιρίου, μιας κατασκευής από κάμποσους τοίχους, οι οποίοι συχνά δεν είναι πολύ μακριά από το να φαντάζουν ασφυκτικοί.

Τέτοιες νύχτες, λοιπόν, αναζητάς τη φυγή, ένα ταξίδι προς το άγνωστο. Γιατί, πραγματικά, δε σε ενδιαφέρει ο προορισμός. Σε νοιάζει να μπεις σε ένα αμάξι ζεστό, παρέα με έναν σύντροφο στη φυγή σου αυτή και ό,τι κι αν είναι πιθανό να συμβεί, δε σε τρομάζει. Ακόμα κι αν το αμάξι αυτό γίνει παλιοσίδερα, εσύ το μόνο που μπορείς να σκεφτείς είναι το πόσο «παραδεισένιο» θα φάνταζε το να πεθάνεις στο πλάι αυτού του συντρόφου. Και λέγοντας σύντροφος, ας ξεκαθαριστεί ότι δε γίνεται λόγος περι ερωτικού συντρόφου. Γίνεται λόγος για σύντροφο σε ένα ταξίδι, είτε αυτό είναι μια απλή βόλτα με το αμάξι, είτε μια εκδρομή, είτε ολόκληρη η ζωή. Είναι σίγουρα τρομακτικό γεγονός ο θάνατος και δημιουργεί μεγάλο δέος στον άνθρωπο. Ακόμα μεγαλύτερο δέος, όμως, προκαλείται όταν βλέπεις πως ο θάνατος φαντάζει κάτι σα μια μικρή γιορτή όταν είσαι πλάι σ’ αυτόν που θες και αγαπάς. Και σίγουρα αυτό είναι ένα συναίσθημα με μεγάλες δόσεις αλτρουισμού και υπέρβασης των ανθρώπινων αδυναμιών, αλλά θα’ ναι σίγουρα πολύ ενδιαφέρον να φανταστούμε τους εαυτούς μας σε μια τέτοια θέση, να αισθανθούμε για λίγο πώς είναι το να αψηφάς τον κίνδυνο, απολαμβάνοντας ακόμα και την πιο μικρή στιγμή δίπλα σε δικούς σου ανθρώπους.

Όπως λένε και ξαναλένε οι Smiths, «There is a Light and it never goes out». Γιατί, με μια πιο προσωπική ανάγνωση, σε όλο αυτό το μεγαλείο συναισθημάτων, σκέψεων και επιθυμιών που κατακλύζουν τον καθένα από μας, υπάρχει μια λάμψη, ένα φως, το οποίο ποτέ δε σβήνει, ποτέ δεν κατευνάζεται και ποτέ δε θα βρει μέρος ήσυχο να ξαποστάσει. Γιατί οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη από το να είμαστε ζωντανοί, να συμβαίνουν πράγματα ή να νιώθουμε ότι συμβαίνουν, ακόμα κι αν δε συμβαίνει τίποτα. Και όλο αυτό το «ψυχικό» βασίλειο, είναι κάτι που στέκεται αξιοπρεπές και ίσως πολλές φορές αλαζονικό μπροστά σε φόβους, όπως αυτός του θανάτου και της απώλειας.

Μέσα σε όλη αυτή την ατμόσφαιρα της επιθυμίας για ζωή και ενέργεια και πώς ο καθένας ξεπερνά τα όριά του και ψάχνει τρόπους να ξεφύγει από ό,τι τον φυλακίζει, αξιοσημείωτο είναι και το κομμάτι των Simon & Garfunkel, που ακούγεται στην ίδια ταινία, με όνομα Bookends. Ένα κομμάτι τόσο σύντομο, αλλά και τόσο χρήσιμο να το κρατήσουμε στη μνήμη μας. Συναντώντας στιγμές του παρελθόντος, συναντώντας στιγμές αθωότητας και ειλικρίνειας, το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να τις διαφυλάξουμε. Το να αναζητάμε να φέρουμε πίσω όλες αυτές τις στιγμές, είναι συνήθως ανώφελο και ιδιαίτερα επώδυνο για εμάς τους ίδιους. Κάποια πράγματα απλά περνούν, κάνουν τον κύκλο τους και καλό είναι να μην τα σκαλίζουμε με το μικρό ραβδάκι της επιθυμίας μας να τα ξαναζήσουμε. Η αποδοχή ότι κάτι ανήκει στο παρελθόν δεν είναι πάντα αδυναμία. Είναι και δύναμη για να προχωρήσουμε μπροστά, όπως έκανε η Summer, όπως έπρεπε νωρίτερα να είχε κάνει ο Tom, να δεχθούμε τη δύναμη του χρόνου και να διαφυλάξουμε όλα όσα είναι σημαντικά για εμάς με έναν τρόπο που μόνο εμείς ξέρουμε. Γιατί οι αναμνήσεις μας είναι αυτό που είμαστε. Μέσα από αυτές δίνουμε σημασία στο παρόν μας και ως μαθητές τους κάνουμε σχέδια για το μέλλον.

Γι’ αυτό, ας τις διαφυλάξουμε… Ίσως μια μέρα να είναι όλα όσα μας έχουν απομείνει…

———-

***Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή φωτογραφιών, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here