Γράφουν η Πέννυ Γέρου και η Σοφία Τσεκούρα
www.musiccorner.gr
Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Ρεμπέτικο

Μιλώντας για την Ελλάδα του 1919, γίνεται λόγος για μια Ελλάδα γενικής αστάθειας, εσωτερικών ανακατατάξεων και διεθνών διαπραγματεύσεων, με τον απόηχο ενός Εθνικού Διχασμού και με το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας στις πλάτες των Ελλήνων. Παράλληλα, μιλάμε και για έναν ελληνισμό της Μικράς Ασίας, για μια Σμύρνη έτοιμη να τυλιχτεί στις φλόγες και για εκατομμύρια Έλληνες – καθόλου «έτοιμοι» αυτή τη φορά – να ζουν στην προσφυγιά.

Σε ένα τέτοιο κλίμα, το 1919 γεννιέται στη Μικρά Ασία η Μαρίκα (Σωτηρία Λεωνάρδου), κόρη του Παναγή (Νίκος Δημητράτος) και της Ανδριάνας (Θέμις Μπαζάκα), ενός μεγάλου ρεμπέτικου διδύμου της εποχής. Όταν ακούστηκε ο τελευταίος στεναγμός της Ανδριάνας πάνω στη γέννα, ήταν σαν ο στεναγμός αυτός να φορτώθηκε για πάντα στους ώμους της Μαρίκας, για όλη της τη ζωή.

Μεγαλωμένη στον Πειραιά πλέον, αφού από τη Σμύρνη δεν είχε μείνει τίποτα όρθιο, η Μαρίκα ζει μια ζωή ξεπεσμένη, στο περιθώριο, στο φόβο του πατέρα της και στη ντροπή της μάνας της, που ξενυχτά και παραδίνεται κρυφά σε άλλους ρεμπέτες. Δίπλα της, στο πλευρό της, πάντα ο Γιωργάκης (Μιχάλης Μανιάτης), ένας από τους καλύτερους βιολιτζήδες της εποχής, να της παίζει τη «Μπουρνοβαλιά» στα στενά του Πειραιά και η μικρή Μαρίκα να χορεύει το πιο αθώο τσιφτετέλι. Τριγυρνώντας στα «λεμονάδικα», στους τεκέδες, στις γειτονιές του Πειραιά, η Μαρίκα είχε πολλά να δει και πολλά να μάθει. Το πρώτο, και ταυτόχρονα ύστατο, μάθημα της ζωής για εκείνη, ήταν να δει τη μητέρα της να κείτεται νεκρή, μπροστά στην αυλή του σπιτιού της. Από τότε, είναι σα να ήξερε ότι δε μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν, ότι είναι πλέον μόνη της.

Βλέποντας την ταινία του Κώστα Φέρρη, Ρεμπέτικο (1983), ξανά και ξανά, σταματά κανείς να σκέφτεται σε προσωπικό επίπεδο τις καταστάσεις που διαδραματίζονται. Η Μαρίκα, πέρα από μια γυναίκα που μεγάλωσε σκληρά, ονειρεύτηκε, εξαπατήθηκε, ξεγελάστηκε, αγάπησε και πληγώθηκε, μετουσιώνεται σε κάτι μεγαλύτερο, κάτι συλλογικό, που αφορά και αγγίζει όλους όσους έχουν ζήσει τα ελληνικά πράγματα. Δυστυχώς, φαίνεται να αγγίζει ανθρώπους παλαιότερων και νεότερων γενεών, καθώς πολλά πράγματα πέφτουν σε μια τραγική επανάληψη.

Για διάφορους λόγους, στα μάτια της Μαρίκας μπορεί κανείς να δει μια πλευρά της Ελλάδας, με τα όνειρά της, την περηφάνια της, το πάθος της, αλλά και τα σφάλματά της. Η Μαρίκα έζησε την απόρριψη των γονέων, ένιωσε το βαρύ χέρι του πατέρα της, είδε τη μάνα της να αναζητά τη φυγή και να καταλήγει νεκρή από τα χέρια του πατέρα της. Έβλεπε το λάθος σε όλα αυτά, κι όμως δε δίστασε να τα κάνει κι εκείνη με τη σειρά της. Ζητούσε πάντα τα ταξίδια τα μακρινά, ακόμα κι αν στη ζωή της κατάφερε να κάνει μόνο ένα ταξίδι στο Σικάγο. Έστελνε το παιδί της να «παίξει», όταν ήθελε να μείνει μόνη με τους ρεμπέτες της γειτονιάς.

Μήπως τελικά η Μαρίκα έχει περισσότερα κοινά με την τότε Ελλάδα απ’ ό,τι φαίνεται; Φτάνοντας σε μια ηλικία δύσκολη κι έχοντας συνειδητοποιήσει τις αντιξοότητες της ζωής μεγαλώνοντας μόνη, δε φροντίζει για το ίδιο της το παιδί. Δε φροντίζει να δώσει στο παιδί της, όσα εκείνη στερήθηκε. Το παραμελεί, το εγκαταλείπει σε κάποια θεία και εξαφανίζεται να κάνει την καριέρα της. Γυρνώντας μετά από χρόνια, το παιδί έχει αλλάξει. Έχει σηκώσει κεφάλι. Τη διώχνει, γιατί έχει καταλάβει την υποκρισία και την ανημποριά της να δώσει ένα μητρικό χάδι.

Κάπως έτσι βλέπουμε και τη δική  μας Ελλάδα… Βλέποντας τα λάθη των προγόνων της, είναι ανίκανη να δώσει στους απογόνους της το σωστό, το μητρικό χάδι. Η «Μάνα Ελλάδα», η μάνα των καημών και των στεναγμών, δε σταμάτησε ποτέ να ξεπουλά τα όνειρά της και να τα στηρίζει στα χέρια των άλλων. Κι όμως δε δάκρυσε ποτέ για τα λάθη της, όπως και η Μαρίκα. Δάκρυσε μόνο όταν την αδίκησαν, όταν δεν αναγνώρισαν τις θυσίες της και τις προσφορές της. Δε μετανιώνει για όσα έκανε, απλά λυπάται που δεν εκτιμήθηκαν, όπως εκείνη περίμενε…

Κι όταν η Ελλάδα αποφασίζει να φωνάξει τον καημό της, να τραγουδήσει το παράπονό της, όλοι στέκονται άφωνοι μπροστά στη δύναμη που μπορεί να δείξει. Όταν η Μαρίκα τραγουδά «Καίγομαι», όλο το ρεμπετάδικο στέκεται άφωνο και σαστισμένο. Κανείς δεν πίνει, κανείς δεν τραγουδά. Όλοι κοιτούν και ακούν τον καημό της Μαρίκας. Όλοι τη θαυμάζουν για το συναίσθημά, για τον «αμανέ» της.

Η Μαρίκα έγινε μεγάλο αστέρι του τραγουδιού. Όλοι την αγαπούσαν κι όλοι τη θαύμαζαν. Όλη αυτή η διασημότητα, όμως, ήταν κενή. Γιατί η ψυχή της είχε τραυματιστεί, τα όνειρα είχαν γκρεμιστεί και η αγάπη της για έναν άνδρα είχε προδοθεί. Στον αγώνα της να γίνει πρώτο όνομα και επαγγελματίας, έχασε την αγάπη του παιδιού της και την αγάπη του συντρόφου της. Ένας καημός κι ένα ανεκπλήρωτο κυνηγούσε πάντα αυτή την κοπέλα…

Όταν πλέον μεγάλωσε, η Μαρίκα είχε μπλεχτεί για τα καλά στο μεγάλο δίχτυ της ζωής. Και, πράγματι, ήταν μόνη της. Έπρεπε η ίδια να βρει την άκρη, να φύγει μακριά και να ξεκινήσει από την αρχή σβήνοντας τα λάθη. Μάλλον όμως ήταν πολύ αργά. Κάποιο βράδυ, σκοτώνεται από το μαχαίρι ενός τρελού, και το πρωί τη βρίσκουν αιμόφυρτη στα σκαλιά μιας αυλής. Κάπως έτσι, άδοξα και τυχαία, χάθηκε η Μαρίκα.

Στην κηδεία της, φίλοι και γνωστοί την αποχαιρέτισαν όπως της άξιζε, όπως θα ήθελε και η ίδια να την αποχαιρετίσουν: με λουλούδια, μπουζούκι, ντέφι και ζεϊμπέκικο.

Η δική μας «Μαρίκα» έχει καταλάβει πολύ καλά πόσο βαθιά πιασμένη είναι στο «δίχτυ». Έχει δει αυτό το δίχτυ να τυλίγει τη μάνα της, το βλέπει σιγά σιγά να τυλίγει και τα παιδιά της. Το χειρότερο, όμως, είναι πως δεν κάνει τίποτα γι’ αυτό. Ακόμα κι αν είχε 100 ζωές, ίσως να άφηνε 100 φορές τα παιδιά της να μπλεχτούν στο ίδιο δίχτυ, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο…

Από το 1919 ως το 2012 κι από το πρόσωπο της Μαρίκας στο πρόσωπο της Ελλάδας μέσα σε αυτά τα χρόνια, τα πράγματα φαίνονται ίδια, μόνο που σήμερα τα βρίσκουμε στολισμένα διαφορετικά και εφαρμοσμένα σε πιο εξειδικευμένους και εξεζητημένους κοινωνικούς, πολιτικούς και οικονομικούς τομείς. Τα λόγια τα μεγάλα της Ελλάδας, για τα οποία γράφει ο Νίκος Γκάτσος και συνθέτει ο Σταύρος Ξαρχάκος, ίσως είναι ακόμα πιο καλοντυμένα, αλλά, όσο και να προσπαθούν για το αντίθετο, παραμένουν ψεύτικα και συνεχίζουν να προδίδουν τα όνειρα των παιδιών της…

Και στις αρένες του κόσμου
Μάνα μου Ελλάς
Το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς

Όσον αφορά στο τέλος της δικής μας «Μαρίκας», λοιπόν, στα προσεχώς…

Το πρακτορείο
Θολό και κρύο
Κάποιοι μιλάνε για παράξενες βροχές
Και το ταξίδι
Σα μαύρο φίδι
Γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές

Άντρα και γείτονα και φίλε
Στη φτώχεια και στην προσφυγιά
Μια παγωμένη σπίθα στείλε
Να σου την κάνω πυρκαγιά
Κι αν δεν καείς έλα κατόπι
Που δε θα μείνει πια κανείς
Για να γίνουμε πάλι ανθρώποι
Στον κήπο της Γεσθημανής

———-

***Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή φωτογραφιών, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here