Γράφει η Πέννυ Γέρου
www.musiccorner.gr
Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Λεωφορείον ο Πόθος

Κλασική ταινία του 1951, σε σκηνοθεσία του Elia Kazan και σενάριο του Tennessee Williams. Νομίζω πως οι συστάσεις είναι περιττές για αυτό το κινηματογραφικό έργο, το οποίο μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία από το χώρο του θεάτρου (1947) και απέσπασε βραβείο Pulitzer ως δράμα ένα χρόνο αργότερα.

Το κινηματογραφικό αυτό έργο έχει μεγάλο ενδιαφέρον ως προς τις τεχνικές που εισήγαγε στο χώρο του κινηματογράφου, τεχνικές που καθόρισαν την υποκριτική και τη σκηνοθεσία μέχρι και σήμερα. Τα διδάχθηκα στη σχολή, τα διάβασα. Την ταινία την είχα δει πολύ πριν οι ακαδημαϊκοί μου ανοίξουν τα μάτια σε κάτι τόσο εξειδικευμένο. Ακόμα και μετά την υπερανάλυση της ταινίας, το θαυμασμό μου εξακολουθούσε να κερδίζει η ηθοποιός Vivien Leigh, στο ρόλο της Blanche DuBois, αυτής της τόσο ονειροπόλας γυναίκας, φανταχτερής και ιδιαίτερης, σα να ήρθε σε αυτόν τον κόσμο ακριβώς την ώρα που το λεωφορείον “ο Πόθος” την άφησε στην περιοχή που έμενε η αδερφή της, την οποία ήθελε να επισκεφθεί.

Η Blanche κατέφθασε στο σπίτι της αδερφής της Stella (Kim Hunter) με μακριά φορέματα, δεκάδες πούπουλα, λαμπερά διαμάντια και ένα τόσο “λεπτό” παρελθόν, το οποίο άγγιζε τα όρια της φαντασίας. Η σύγκρουσή της με το ολοφάνερα “λαϊκό” παιδί, τον άντρα της Stella, ήταν σχεδόν αναπόφευκτη από τις πρώτες ματιές. Ο Stanley, στο ρόλο του οποίου βρίσκουμε τον εξαιρετικό Marlon Brando, είναι ουσιαστικά ένας αγροίκος, ένας τυπικός άντρας της εποχής, με πυγμή και νεύρο για να αντιμετωπίσει τον καθένα, ακόμα και τη φινετσάτη Blanche που ήρθε στο σπίτι τους. Η Blanche απο τη μεριά της, προσποιείται πως δε μπορεί να κατανοήσει τον κόσμο του. Βλέπει διάφορα στοιχεία σε αυτόν, τα οποία προσπαθεί να εξηγήσει και να προσαρμόσει στο δικό της κόσμο. Ο Stanley φωνάζει στη γυναίκα του και το σχόλιο της Blanche θα μπορούσε μόνο να αφορά το θαυμασμό της για το πόσο δυνατά μπορεί να φωνάξει ένας άνθρωπος! Δε σχολιάζει την αγριότητά του, τους ωμούς του τρόπους, την προκλητικότητα που ξεχειλίζει από το λευκό του φανελάκι και τα επιδεικτικά γυμνασμένα χέρια του.

Αποκορύφωμα της ταινίας βέβαια αποτελεί η σκηνή που βρίσκει τον ίδιο και τη Blanche μόνους στο σπίτι, οπότε ξεσπά ένας καυγάς απο τη μεριά του Stanley και ένας διάλογος σχεδόν σουρεαλιστικός, αφού ο ίδιος της αποκαλύπτει όλο της το τραυματικό παρελθόν και η ίδια εξακολουθεί να υπερασπίζεται το φανταστικό της κόσμο. Η επίθεση που δέχεται φτάνει στα όρια του εξευτελισμού και η οργή του Stanley φτάνει ένα βήμα πριν το βιασμό της. Η μόνη φράση, που λέει συνεχώς εκείνη κατά τη διάρκεια του έργου ως απάντηση σε όλα αυτά που της προσάπτουν, είναι και αυτή που μου έχει μείνει και ανεξίτηλη από όλο το έργο (ίσως δε θα έπρεπε, το έργο προσφέρει τόσα πολλά και άλλα στοιχεία…) και προτιμώ να την παραθέτω στη γλώσσα που γράφηκε, χωρίς να τη μεταφέρω στην ελληνική:

“But some things are not forgivable. Deliberate cruelty is not forgivable! It is the one unforgivable thing, in my opinion, and the one thing of which I have never, never been guilty.”

Η Blanche ήταν μια γυναίκα που κουβαλούσε τόσα ψέματα πίσω της. Μπορούσε να συγχωρήσει τα πάντα, άλλωστε και η ίδια δεν ήταν “αναμάρτητη”. Δε μπορούσε όμως να δικαιολογήσει και να συγχωρήσει τη σκληρότητα την ανθρώπων, αυτή που ίσως την έφερε στην κατάσταση που έφτασε, να ταλαντεύεται μεταξύ της πραγματικότητας και της φαντασίας, να λογαριάζει το μηδέν της με το άπειρο. Και κάπως έτσι, η απάντηση να είναι πάντα η αναπηρία αυτού του κόσμου να την κερδίσει, να την κάνει ευτυχισμένη, να της δώσει την πληρότητα που αναζητά.

Ξυπνώ μεσάνυχτα
κι ανοίγω το παράθυρο
κι αυτό που κάνω
ποιος σου το’ πε αδυναμία
Που λογαριάζω
το μηδέν μου με το άπειρο
και βρίσκω ανάπηρο
τον κόσμο στα σημεία

Να κοιμηθώ στο πάτωμα
να κλείσω και τα μάτια
γιατί υπάρχουν κι άτομα
που γίνονται κομμάτια…

Θα μπορούσα να φανταστώ το κομμάτι αυτό, το “Πάτωμα” της Τάνιας Τσανακλίδου (για άλλη μια φορά φιλοξενούμενη στη στήλη αυτή) με στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου και μουσική Σταμάτη Κραουνάκη, να είναι το soundtrack της ζωής αυτής της γυναίκας, της Blanche. Μιας γυναίκας που απλά δε μπορεί να αντέξει την πραγματικότητα και τη σκληρότητά της, που προτιμά να ξαποστάσει κάπου ήσυχα, χαμένη στη δική της “τρέλα”, όπως θα έλεγαν κάποιοι. Γιατί, πολύ απλά, δε βαστάει άλλο να γίνεται κομμάτια μπροστά στα μάτια ανθρώπων που δίνουν νόημα, σάρκα και οστά στους όρους “εκμετάλλευση”, “εξαπάτηση”, “προδοσία” …

————–

***Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή φωτογραφιών, χωρίς την άδεια του Music Corner...

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here