Γράφει η Πέννυ Γέρου
www.musiccorner.gr
Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Πεθαίνοντας στην Αθήνα

Αυτή η ταινία με κέρδισε στον τίτλο από την πρώτη στιγμή. Τόσο ωμός, τόσο σκληρός, αλλά παράλληλα τόσο λυρικός και ρομαντικός. Ίσως φταίγανε και τα φώτα της οδού Σταδίου που φαίνονται πίσω από το Σπύρο Παπαδόπουλο στην αφίσα…

Ο Σπύρος Παπαδόπουλος υποδύεται τον Ανδρέα, έναν καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης, στη σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Ενώ η ζωή του Ανδρέα φαίνεται πολύ ισορροπημένη και ήρεμη, καθότι παντρεμένος με την Άννα (Μαρία Ναυπλιώτου), στην πράξη φαίνεται ιδιαίτερα θυελλώδης. Παράλληλα με την Άννα, ο Ανδρέας έχει σχέσεις και με την Καμίλ, μια σαγηνευτική μελαχρινή γυναίκα, την οποία φυσικά υποδύεται η Μαρία Σολωμού. Ενώ ο Ανδρέας όμως συνεχίζει να φαίνεται ο τύπος που δεν ψάχνει προβλήματα και εντάσεις στη ζωή του, σε αυτή αποφασίζει να μπει σχεδόν με το έτσι θέλω, μια νεαρή μαθήτρια της σχολής που διδάσκει, η Λία (Βίκυ Παπαδοπούλου).

Η κάθε γυναίκα αγνοεί την ύπαρξη της άλλης. Και, κάπως έτσι, ο Ανδρέας βρίσκεται στη μέση, μπλεγμένος σε μια ερωτική παράνοια, παίρνοντας αγάπη απο καθεμιά ξεχωριστά, μα χωρίς να ξέρει πώς ακριβώς να διαχειριστεί και πώς ακριβώς να ανταμείψει και να εκτιμήσει όλη αυτή την αγάπη.

Τα όμορφα πράγματα, δυστυχώς, κρατάνε για λίγο. Μια δυσάρεστη είδηση φτάνει στα αυτιά του Ανδρέα. Είναι άρρωστος. Ο καιρός που του μένει είναι πολύ λίγος. Το λίγο αυτό εναπομείναντα χρόνο θα τον περάσει στην Αθήνα, κοντά στις γυναίκες της ζωής του, προσπαθώντας να βγάλει μια άκρη από όλο αυτό στο οποίο έχει μπερδέψει τον εαυτό του αλλά και τις συντρόφους του. Ήταν τόσο σίγουρος για όλες, μέχρι που κατάλαβε οτι σ’ αυτή τη ζωή, δε μπορείς να είσαι σίγουρος ούτε για τον ίδιο σου τον εαυτό.

Κι είναι η στιγμή που οι εραστές φεύγουν με σκυμμένο το κεφάλι. Φεύγουν σέρνοντας πίσω τους τις μυτερές ομπρέλες τους και το βήμα του γίνεται τόσο βαρύ, που μετά βίας κινούνται πλέον, μετά βίας σχηματίζουν ένα μικρό “πήγαιν’ έλα”. Είναι η στιγμή που οι εραστές σωπαίνουν…

Πέρασαν οι ώρες τους γοργά
και φύγανε οι εραστές, θλιμμένοι,
με βήματα επίσημα κι αργά
και καμπαρντίνα κουμπωμένη.

Και λυπηθήκαμε τους εραστές
με το μικρό στον τόπο
πήγαιν΄ έλα τους,
να ονειρεύονται αγκαλιές ζεστές,
σκαλίζοντας τη γη
με την ομπρέλλα τους…

Γιατί όμως να τους λυπηθούμε τους εραστές; Τουλάχιστον εκείνοι ονειρεύτηκαν. Πρόλαβαν να ζήσουν, πρόλαβαν να πάρουν τη γεύση και την αίσθηση μιας ζεστής αγκαλιάς. Η Νατάσσα Μποφίλιου, η Ερωφίλη και η Ρίτα Αντωνοπούλου μαζί με το Γιώργο Μακρή στους στίχους και το Σταμάτη Κραουνάκη στη μουσική, ίσως κάνουν λάθος. Αυτοί είχαν το όνειρο. Πέθαιναν στην Αθήνα έχοντας ο ένας τον άλλον. Μπορεί ο Ανδρέας να είχε την πραγματική ασθένεια, αλλά η Άννα, η Καμίλ και η Λία πέθαιναν αργά μαζί του.

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο σκηνοθέτης του “Πεθαίνοντας στην Αθήνα” (2006), δέχθηκε ουκ ολίγες αρνητικές κριτικές. Η προσπάθεια να βγει ένα ελληνικό μιούζικαλ με μια μάλλον “διανοουμενίστικη” άποψη, φάνηκε άκαρπη. Το αποτέλεσμα για τους περισσότερους κριτικούς τέχνης, κάτι το οποίο εγώ δεν είμαι, ήταν άχαρο και σχεδόν γελοίο. Ομολογουμένως, όμως, συναντάμε πολύ καλές μουσικές του Σταμάτη Κραουνάκη, ο οποίος δημιουργεί και στο πλευρό του έχει σπουδαίους ερμηνευτές στο εν λόγω soundtrack.

Πράγματι, ίσως η φιγούρα του Ανδρέα να μας περνά αδιάφορη. Ίσως ο γυναικάς που προβάλλεται μέσα απο το χαρακτήρα του να μη μας νοιάζει. Ίσως και η πλοκή να μην είναι ρεαλιστική και όλο αυτό να καταλήγει σε μια φούσκα που σκάει αμέσως μόλις πέσουν οι τίτλοι τέλους.

Όμως, εμένα, εξακολουθεί να με τραβά αυτός ο τίτλος… “Πεθαίνοντας στην Αθήνα“…

Ο Ανδρέας, μόλις έμαθε για την ασθένειά του, αποφάσισε να κάνει μια μεγάλη στροφή στη ζωή του. Έστω κι αργά, κοίταξε κατάματα τα πάθη του, τους έρωτές του, τα λάθη του. Και τους είπε ένα μεγάλο συγγνώμη. Κι έτσι μπόρεσε να φύγει ήσυχος μακριά τους, έχοντας λάβει τη συγχώρεσή τους κι έχοντας δώσει κι ο ίδιος συγχώρεση στον εαυτό του.

Είναι μεγάλο πράγμα να συγχωρείς τον εαυτό σου. Κι ο Ανδρέας το έκανε γιατί κοίταξε τον “Ανδρέα”, αφού τον έβαλε απέναντί του.

Εμείς, από την άλλη, πεθαίνουμε κάθε μέρα στην Αθήνα, χωρίς καν τη δύναμη να κοιτάξουμε με την άκρη του ματιού μας τα πάθη και τα λάθη μας. Περνάμε κλεφτά απο τους δρόμους της πόλης μας, με βήμα γοργό τα πρωινά, και αγνοούμε τους εαυτούς μας, αυτούς που συναντάμε σε κάθε στενό, σε κάθε πλανόδιο, σε κάθε άστεγο, σε κάθε “ζημιά” που βλέπουμε σε μνημεία και κτίρια της πόλης.

Αν και όλοι έχουμε μια τάση τελευταία να πιστεύουμε οτι βγαίνουμε στο δρόμο, ανακαλύπτουμε, παίρνουμε πρωτοβουλίες, οι περισσότεροι αρνούμαστε να κοιτάξουμε την πόλη μας, την Αθήνα μας. Και, κάπως έτσι, πεθαίνουμε όλο και πιο αργά μέσα σε αυτή. Άλλοι πεθαίνουμε ψυχικά, έχοντας χάσει πλήρη επαφή με τον εαυτό και το διπλανό μας στα βαγόνια του μετρό, άλλοι κυριολεκτικά στις γωνίες της Αθηνάς και της Ακαδημίας.

Όπως και να’ χει, είναι πολύ σκληρό και θλιβερό… να πεθαίνεις στην Αθήνα…

————–

***Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή φωτογραφιών, χωρίς την άδεια του Music Corner...

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here