Γράφουν η Πέννυ Γέρου και η Σοφία Τσεκούρα
www.musiccorner.gr
Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Οι ομπρέλες του Χερβούργου

Στη Γαλλία του 1964, ο Jacques Demy, σκηνοθέτης επηρεασμένος από το γαλλικό νέο κύμα, κυκλοφορεί μια από τις πιο γνωστές του ταινίες, “Οι ομπρέλες του Χερβούργου. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Χερβούργο της Νορμανδίας και πρόκειται για ένα νεαρό ζευγάρι που έζησε έναν αγνό και αληθινό έρωτα, όμως ποτέ δεν κατάφερε να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα, καθώς οι καιροί και οι ανάγκες της εποχής δεν πάνε πάντα σύμφωνα με τα σχέδια και τις επιθυμίες μας…

Το Νοέμβριο του 1957, η 17χρονη Geneviève ζει με τη μητέρα της και οι δύο μαζί συντηρούν μια μικρή μπουτίκ με ομπρέλες στο κέντρο της πόλης. Ερωτευμένη, κρυφά από την μητέρα της, με το νεαρό μηχανικό Guy, ζει τις καλύτερες μέρες διασκεδάζοντας και κάνοντας περίπατους στο λιμάνι και τα στενά της πόλης. Οι περίπατοί τους είναι γεμάτοι όνειρα για το μέλλον. Όνειρα για μια ολόκληρη ζωή, με μια οικογένεια, μια κόρη με το όνομα Francoise, μια τίμια δουλειά για το Guy σε ένα δικό του βενζινάδικο και ολοκληρωτική αγάπη και αφοσίωση ο ένας στον άλλον. Όνειρα για απόλυτη ευτυχία και όρκοι για παντοτινή αγάπη. Όλη η ζωή τους είναι μπροστά και τίποτα δε μπορεί να σταθεί εμπόδιο στη δύναμη της αγάπης τους.

Κι όμως, λένε πως όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει… Όλα αλλάζουν όταν ο Guy καλείται να εκπληρώσει τη 2χρονη θητεία του στον πόλεμο της Αλγερίας και η Geneviève μένει έγκυος. Ne me quitte pas τραγουδά η Geneviève στο Guy τόσο τραγικά, καθώς η ίδια θα εγκαταλείψει λίγο αργότερα το Guy, τα όνειρά της, τον ίδιο της τον εαυτό… Τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα. Η κοινωνία των 50’s δεν είναι σίγουρα έτοιμη για μια ανύπαντρη μητέρα, έστω κι αν ο πατέρας του παιδιού δεν είναι κοντά για σοβαρότατους λόγους και πιέσεις. Η απόγνωση της Geneviève και της μητέρας της οδηγούν σε προξενιό, το οποίο θα προσφέρει στην πρώτη την ασφάλεια και τη σιγουριά που χρειάζεται μια γυναίκα της εποχής και μάλιστα με ένα μωρό στην αγκαλιά. Και σ’ αυτό το σημείο είναι η εικόνα της γυναίκας που σπάει, που λυγίζει, που καταλαβαίνει πως η κοινωνία δεν πρόκειται να τη δεχθεί όπως είναι. Κι εκεί ο φόβος και η απόγνωση την οδηγεί σε μια ζωή ψεύτικη, μια ζωή συμβατική. Είναι ο μόνος τρόπος για να σώσει το όνομά της μητέρας της αλλά και το μικρό μαγαζάκι με τις ομπρέλες που δύσκολα αντέχει στις οικονομικές δυσκολίες της εποχής. Δεν έχει περιθώρια για να περιμένει, όσο κι αν το θέλει…

Γυρνώντας από τον πόλεμο, ο Guy μαθαίνει τα νέα κι αποφασίζει πως πρέπει να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς τη Geneviève. Παντρεύεται την ερωτευμένη από καιρό μαζί του Madeleine, μια συμπαθητική κοπέλα που για χρόνια φρόντιζε την αγαπημένη του θεία. Ο γάμος τους φαίνεται ευτυχισμένος, ο Guy αρνείται τον έρωτά του για τη Geneviève και προσπαθεί να ξεκινήσει μια ζωή από την αρχή. Η αλήθεια είναι πως οι ζωές των ανθρώπων δε χωρίζουν τόσο εύκολα και, αργά ή γρήγορα, η «μοίρα», όπως λένε μερικοί, θα βρει έναν τρόπο να τους φέρει και πάλι κοντά με ένα τόσο ειρωνικό και τραγικό τρόπο…

Το Δεκέμβριο του 1963, η Geneviève σταματά με το αμάξι της έξω από ένα βενζινάδικο μαζί με την κόρη της. Ο ιδιοκτήτης του βενζινάδικου είναι ο Guy. Οι δυο τους κοιτάζονται στα μάτια χωρίς έκπληξη, πέρα από ένα μικρό σάστισμα, λες και οι δυο ήταν πάντα εκεί, σα να μην πέρασε μια μέρα. Όλα δείχνουν ίδια: οι όψεις, οι στάσεις, οι ματιές, η αγάπη, έστω κι αν βρίσκεται κάπου θαμμένη μέσα τους… Κι όμως πολλά άλλα έχουν αλλάξει. Οι κουβέντες τυπικές. Απόλυτα ξένες και ανάρμοστες για δύο ανθρώπους που έχουν ζήσει έναν τόσο αληθινό έρωτα. Γι’ αυτό το λόγο η σκηνή τελειώνει γρήγορα. Άλλα λόγια δε χωράνε ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο ανθρώπους. Ο Guy ζητά από τη Geneviève να φύγει…

Η τραγικότητα έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι και οι δυο έστησαν μια ζωή βασισμένη στα όνειρα που έκαναν οι δυο τους. Και οι δυο ονομάζουν το παιδί τους Francoise κι αυτό ίσως είναι ένας τρόπος για να νιώθουν κοντά ο ένας τον άλλο. Ένα στοιχείο που θα τους ενώνει για πάντα.

Η Geneviève και ο Guy ενσαρκώνουν κινηματογραφικά δύο ανθρώπους που η ζωή τους έφερε κοντά, τους έδωσε ελπίδες για μια ευτυχισμένη ζωή κι ύστερα τους τα πήρε όλα, μέσα σε μια στιγμή. Είναι δύο άνθρωποι που συμβιβάστηκαν χωρίς, φαινομενικά, καμία άλλη επιλογή. Για άλλη μια φορά ο ρεαλισμός και η ανάγκη για εξορθολογισμό των ανθρώπινων καταστάσεων, έκανε στην άκρη τα αισθήματα και τα όνειρα των ανθρώπων, όση προσπάθεια και δυσκολία κι αν έκρυβαν μέσα τους. Για εμάς φυσικά, πέρα από μια ωραία πλοκή που μεταφέρεται στην οθόνη, η ιστορία αυτή μπορεί να πάρει άλλη όψη μέσα στη δική μας ζωή. Η συνάντηση του Guy με τη Geneviève ίσως είναι για εμάς η μετά από χρόνια συνάντησή μας με μια μεγάλη επιθυμία ή έναν μεγάλο φόβο, που αργά η γρήγορα μας θυμίζουν πόσο αδύναμοι ή παρορμητικοί υπήρξαμε στο παρελθόν επιλέγοντας έναν δρόμο που δεν είχε σε τίποτα να κάνει με εμάς και δε μας εξέφραζε ούτε για μια στιγμή στη ζωή μας. Παρόλα αυτά, στη συνάντησή μας με τις συνέπειες των πράξεών μας, δε μπορούμε πάντα να αλλάξουμε δρόμο. Δυστυχώς η καθημερινή ζωή είναι πολύ πιο σκληρή από αυτή στις «happy-ending» ταινίες του Hollywood και πολλές φορές δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο παρά να πορευτούμε με τις επιλογές μας, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό για μας. Κι ο Demy μας το έδειξε αυτό επί της οθόνης, και με το παραπάνω…

Και κάπως έτσι, εισβάλλει η Νατάσσα Μποφίλιου με τις “Ομπρέλες του Demy και ντύνει «αυθαίρετα» με τη βοήθεια των Θέμη Καραμουρατίδη και Γεράσιμου Ευαγγελάτου το κινηματογραφικό αριστούργημα του Jacques Demy. Η κλασσική αυτή ταινία της δεκαετίας του ’60, ήρθε ετεροχρονισμένα στη ζωή μας και αφορμή για αυτό στάθηκε το ομώνυμο τραγούδι.

Πολύ έξυπνα ο Θέμης Καραμουρατίδης προσδίδει μια κινηματογραφική μελωδία στο κομμάτι και με τη φωνή της Νατάσσας Μποφίλιου που μας ταξιδεύει ερμηνευτικά σε άλλα μονοπάτια, πείθουν τον ακροατή πως ανταποκρίνονται άψογα στο ρόλο τους. Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος αποτυπώνει με λέξεις, στίχους τον έρωτα και τις σχέσεις, αλλά συνάμα παραδίδει μια βίντατζ ματιά, μια μελαγχολική νότα της δεκαετίας του ’60 με αναφορές στο Jacques Demy και τη Nina Simone (…στον άγριο άνεμο που φύσηξε η Simone, που είναι για μένα το «Αμήν» στο «Δι’ευχών»).

«Αν ήταν κάπου, τότε θα’ταν σε όλα αυτά που σ’ όσους τα ’μαθα, τα ξέχασαν μετά, σε εισιτήρια διπλά απ’ το σινεμά που’χω κρατήσει…»

Ας παραδεχτούμε πως ουκ ολίγες φορές , έπειτα από κάποια προβολή ταινίας κρατήσαμε τα εισιτήρια για να θυμόμαστε τη στιγμή… Για μας, η «συλλογή» εισιτηρίων ξεκινά από αυτά των λεωφορείων και λοιπών μέσων, μέχρι αυτών των παραστάσεων… Σαφώς λοιπόν, τιμάμε και ασπαζόμαστε την άποψη της Νατάσσας και των λοιπών της παρέας! Τη δύναμη των εισιτηρίων και το πώς απευθύνονται άμεσα στη μνήμη σου, σε διαδρομές που κάνει ο νους στο χρόνο και το χώρο, σε πρόσωπα που πέρασαν…

Φαντάζομαι για αυτούς, όπως και σε μας, τα συναισθήματα δραπέτευσαν και διοχετεύτηκαν στο τραγούδι μιας και διαθέτει πιο άμεση δυνατότητα διείσδυσης. Συναισθήματα που βρήκαν την ευκαιρία να ξεχειλίσουν από την καρδιά, το μυαλό, την ψυχή μας…

Το ρετρό στοιχείο στο τραγούδι γεννά στον ακροατή την ανάγκη να ξεφύγει από την εποχή στην οποία ζούμε και να επιστρέψουμε σε εποχές πιο αγνές και απονήρευτες. Σε εποχές που το νόημα βρισκόταν στις λεπτομέρειες και οι άνθρωποι ικανοποιούνταν απο στιγμές της καθημερινότητας, όχι λόγω μικρής απαίτησης αλλά λόγω σημασίας…

Οπότε να μια καλή ευκαιρία να πατήσουμε το repeat ξανά και ξανά και ξανά…!

———-

***Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή φωτογραφιών, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here