Γράφουν η Πέννυ Γέρου και η Σοφία Τσεκούρα
www.musiccorner.gr
Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Φτηνά τσιγάρα

«Θα ήθελα τόσο πολύ να σ’ εντυπωσιάσω… Η μοναδική μας νύχτα ήταν ξαφνική και σύντομη, σα μια μπόρα. Ούτε που πρόλαβα ν’ αρχίσω, ούτε που πρόλαβα σου πω τη μοναδική μου ιδιότητα. Είμαι συλλέκτης. Μαζεύω το πιο σκληρό και άγριο πράγμα του κόσμου: στιγμές… Όταν έχω αυτό τον ξαφνικό πόθο να πετάξω και δεν έχω πού να πετάξω, κρύβομαι στη συλλογή μου, γεμάτη καφέδες, μποξέρ, χορευτές, τυχαία εγκλήματα, βρισιές, τρυφερούς παρανόμους, στοές, συναντήσεις, κραυγές, σιωπές, χωρισμούς, λόγια, λόγια, λόγια… Έτσι κι αλλιώς, τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά. Η ζωή ξέρει. Κι εγώ την εμπιστεύομαι. Είμαι απ’ αυτούς που πάντα κάπνιζαν φτηνά τσιγάρα…»

Η ιστορία μας ξεκινά με τη φωνή του Ρένου Χαραλαμπίδη να ντύνει την πρώτη σκηνή της ταινίας «Φτηνά τσιγάρα», μια σκηνή από θολές, φευγάτες εικόνες της πόλης. Τα «Φτηνά τσιγάρα» θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ένα μίγμα ιδεών κυνισμού, ρεαλισμού, ρομαντισμού, σουρεαλισμού και κωμωδίας ταυτόχρονα, κάνοντας το ένα είδος να ξεπηδά από το άλλο και πάλι απ’ την αρχή. Πρόκειται για μια ιστορία, στην οποία ο καθένας μπορεί να βρει τον εαυτό του. Μια ιστορία με ποιητές, ονειροπόλους, κυνικούς, φιλοσόφους, ερωτευμένους, ματαιόδοξους, φιλόδοξους, ριψοκίνδυνους, παράφρονες, πειθαρχημένους, ανεξέλεγκτους, πρωταγωνιστές και θεατές στην παράσταση της ζωής.

Βρισκόμαστε στην Αθήνα του 2000. Μια Αθήνα μόνο μια δεκαετία πίσω, αλλά παράλληλα τόσο διαφορετική. Ακόμα και για όσους δεν είχαμε την κατάλληλη ωριμότητα να τη ζήσουμε στο σύνολό της, είμαστε ικανοί να εντοπίσουμε διαφορές και αλλαγές στην πόλη αυτή. Η Αθήνα του 2000 είναι η πόλη των τρόλεϊ, των στοών, των καφενείων, των ραδιοφώνων με τα καντράν, των τηλεφωνητών, των κινητών τηλεφώνων, των «κλειδοκρατόρων» της πόλης και των «βασιλείων της σιωπής». Μια πόλη που όλα τα μέρη είναι τόσο μακριά από αυτή, αλλά και τόσο κοντά μέσα από την αλλαγή μιας συχνότητας στο μικρό καντράν του ραδιοφώνου μας. Μια αλλαγή κι ένα ταξίδι που σήμερα οι άνθρωποι έχουν σταματήσει να ονειρεύονται, γιατί όλα είναι τόσο μηχανικά και τόσο «εύκολα».

Στην ιστορία του Ρένου Χαραλαμπίδη και του Γιώργου Μπακόλα, μπορούμε να βρούμε αγαπημένες προσωπικότητες, όχι απαραίτητα εναρμονισμένες και πάντα ταιριαστές μεταξύ τους, αλλά σίγουρα προσωπικότητες με ατομική γοητεία και δυνατότητα να μας κάνουν να τις αγαπήσουμε, από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο ρόλο.

Το χορευτικό δίδυμο του Μάκη με το αδίστακτο αφεντικό του, ο ερωτοχτυπημένος Τέλης, ο φιλόσοφος και υπεράνω επίγειων απολαύσεων Τάκης, το τυπικό παντρεμένο ζευγάρι του Θανάση και της γυναίκας του, που ενσαρκώνουν τις στάσεις και τις προκαταλήψεις μας απέναντι στα πρότυπα της εκάστοτε εποχής, ο παρανοϊκός και συνάμα διψασμένος για ζωή και ποίηση Μανώλης, ο συλλέκτης στιγμών και ιδιοκτήτης του μικρού καφενείου, το ζαλισμένο απ’ το χορό μπόξερ, δυο πόρνες με όνειρα για μια διαφορετική ζωή… Όλοι αυτοί είναι μικροί χαρακτήρες, μικροί άνθρωποι που μπορούμε να συναντήσουμε οπουδήποτε, με μπόλικη ψυχή μέσα τους για να μας προσφέρουν λίγο από το όνειρό τους.

Το κεντρικό δίδυμο της ιστορία φυσικά δεν είναι άλλο παρά αυτό του Νίκου και της Σοφίας, ενός καλλιτέχνη με ολοκληρωτική ανικανότητα για οποιαδήποτε εργασία και διάθεση να διασχίσει το χάος της ζωής χωρίς να ψάξει για καμιά λογική, και μιας στυλίστριας, συνδεδεμένης προφανώς με την καλλιτεχνική αφρόκρεμα της εποχής. Δύο άνθρωποι τόσο διαφορετικοί, με κοινό γνώρισμα την αναζήτηση ενός πράγματος που θα τους εντυπωσιάσει. Ένα ζευγάρι που συναντιέται τυχαία σε μια άδεια Αθήνα του Αυγούστου και μοιράζονται μια μοναδική και σύντομη νύχτα, τόσο σύντομη ώστε να ξημερώσει. Ο Νίκος ζητά από τη Σοφία την πιο παράλογη χάρη που θα μπορούσαμε να ακούσουμε ποτέ: «Άσε με να σου αποδείξω ότι δεν είμαι ο άντρας της ζωής σου»! Μια φράση πέρα από κάθε έπαρση, αλαζονεία, πονηριά και μεγαλομανία. Η βόλτα τους μοιάζει σε μας να κρατά για ώρες, σαν η νύχτα να μεγάλωσε μόνο για αυτούς μέσα στο καλοκαίρι. Όμως για κείνους ήταν μια στιγμή, μια μικρή βόλτα, χωρίς καν να προλάβουν να αρχίσουν, να συστηθούν.

Η τελευταία σκηνή της ταινίας, μια σκηνή που ταλαντεύεται ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα, μας κάνει να σκεφτόμαστε ότι κατακτά δικαιωματικά μια θέση στις πιο γλυκές και όμορφες στιγμές του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Μια σκηνή που δεν είναι εύκολο να την περιγράψει κανείς. Ο καθένας μπορεί να βγάλει το δικό του νόημα και να ζήσει τη δική του εμπειρία μέσα από αυτή. Γι’ αυτό το λόγο, είναι μια ταινία στην οποία αξίζει να αφιερώσουμε το χρόνο μας, για να μας δώσει λίγο από το όνειρο, την ευαισθησία, την ειλικρίνεια και τη γλυκύτητά της…

Στα «Φτηνά τσιγάρα» τη μουσική επιμέλεια έχει ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος με τη συμμετοχή της υπέροχης φωνής της Έλλης Πασπαλά. Συνθέσεις που μας ταξιδεύουν και μας συγκινούν συναντάμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, με κομμάτια όπως το πανέμορφο «Summertime in Prague», «Το δάκρυ» και άλλα ορχηστρικά του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου.

Το κομμάτι που θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τόσο για τη μελωδικότητά του όσο και για τον τρυφερό του στίχο είναι το «Λευκό μου γιασεμί». Ένα κομμάτι με τόσο παράπονο αλλά και τόση γλυκύτητα για ένα λευκό γιασεμί που δίνει φως κι ελπίδα στη ζωή του καθενός, με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά. Ένα κομμάτι για τις στιγμές που δεν ξέρουμε γιατί, αλλά κάτι μέσα μας ανησυχεί, κάτι μαραζώνει, κάτι πεθαίνει… Και τότε αναζητούμε το δικό μας γιασεμί, τη δική μας γλυκιά μυρωδιά που θα μας ανακουφίσει και θα μας κάνει να κρατηθούμε ζωντανοί στην όποια δύσκολη συγκυρία της ζωής μας. Άλλες φορές, μέσα μας συναντάμε μια ανέλπιστη γιορτή. Και τότε παρακαλάμε να μη τελειώσει ποτέ. Να μη «νυχτώσει» ποτέ, να μην έρθει η στιγμή που όλα γύρω μας μαυρίζουν ξανά και μας παίρνουν στο σκοτάδι τους.

Σε μια από τις πιο τρυφερές κι ανθρώπινες σκηνές της ταινίας, όπου η Σοφία κι ο Νίκος περιμένουν το ξημέρωμα κοιτώντας την Αθήνα από το Λυκαβηττό, η φωνή της Έλλης Πασπαλά ντύνει τόσο όμορφα τη στιγμή των δύο αυτών ανθρώπων. Καθισμένοι στη σιωπή και με τα μάτια κλειστά, απολαμβάνουν τη στγμή και το κομμάτι αυτό μοιάζει σα μια ωδή στο δικό τους γιασεμί, το οποίο σαν άστρο θα χαθεί λίγο μετά το ξημέρωμα…

Μια από τις πιο όμορφες και νοσταλγικές ταινίες, τα «Φτηνά τσιγάρα» οφείλουν να βρίσκονται στην ταινιοθήκη μας, για να μας θυμίζουν πώς η Αθήνα κάποτε υπήρχε μέσα σε τόσο ρομαντισμό και μυστικότητα και πώς θα μπορούσαμε να την αναβιώσουμε όσο περνά από το δικό μας χέρι…

«Κι όσο για την πέτρα, βρήκα για τι θα τη φέρω… Για να σ’ τη χαρίσω!»

———-

***Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή φωτογραφιών, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here