Γράφει ο Τάσος Κριτσιώλης
“Η σημασία αυτής της στήλης του musiccorner είναι ακριβώς ότι λέει ο τίτλος της: “Αφιερωμένη εξαιρετικά” σε ανθρώπους που προσέφεραν στο ελληνικό τραγούδι, αλλά μένοντας ηθελημένα στην “οπισθοφυλακή” και χωρίς ποτέ να ζητήσουν κάτι περισσότερο από το να κάνουν αυτό που αγαπούσαν.
Η δουλειά τους περιορίστηκε στην πίστα, στο στούντιο, στη γραφή μουσικής και στίχου και πουθενά αλλού. Άλλοι έκαναν μεγάλη επιτυχία, άλλοι μικρότερη. Άλλοι συνεχίζουν την πορεία τους και παλεύουν, άλλοι έχουν αποχωρήσει. Άλλοι έχουν φύγει από τη ζωή.
Όμως, όλοι τους ανεξαιρέτως έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στην ελληνική μουσική σκηνή και δικαιούνται αυτό που τους προσφέρουμε: Μια γωνιά “αφιερωμένη εξαιρετικά”…!
———————————————————–
Το «ελαφρό» τραγούδι που κυριάρχησε σχεδόν ολοκληρωτικά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα στην Ελλάδα, ανέδειξε πολλούς σπουδαίους δημιουργούς κι ερμηνευτές, οι οποίοι έγραψαν τη δική τους ξεχωριστή ιστορία στο χώρο. Με μοναδικό «όπλο» το συνθετικό ταλέντο οι μεν, τη φωνή και την ερμηνεία οι δε, «σφράγισαν» με μοναδικό τρόπο ορισμένα από τα ομορφότερα τραγούδια όχι μόνο εκείνης της εποχής, αλλά και της ιστορίας του πενταγράμμου στην πατρίδα μας.
Δίχως την παραμικρή αμφιβολία, η Νάντια Κωνσταντοπούλου συγκαταλέγεται μέσα στις πρώτες θέσεις των ερμηνευτριών που σημάδεψαν το ελληνικό τραγούδι, κυρίως τη δεκαετία του ’60. Και δεν είναι μόνο οι πολλές και μεγάλες επιτυχίες που ηχογράφησε στις 45 ή αργότερα στις 33 στροφές, αλλά και τα βραβεία που κέρδισε τόσο στα εγχώρια, όσο και στα διεθνή φεστιβάλ, τα οποία τότε είχαν και αξία και σημασία.
Η σπουδαία ερμηνεύτρια έφυγε από τη ζωή πριν δύο ημέρες, αφήνοντας πίσω μια πολύ μεγάλη μουσική «κληρονομιά». Με αφορμή τούτο το δυσάρεστο γεγονός, κρίναμε ότι επιβαλλόταν η παρουσίαση της καριέρας και των τραγουδιών με τα οποία «στόλισε» τη μουσική της χώρας μας, ως ένα φόρο τιμής και μνήμης. Έτσι, για να θυμόμαστε ότι κάποτε δε χρειάζονταν …εσώρουχα και «στενές επαφές» για να πιάσεις μικρόφωνο, παρά μόνο φωνή.
Από υπάλληλος …τραγουδίστρια!
Η Νάντια Κωνσταντοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 1933 και μεγάλωσε στο Μαρούσι, όπου μάλιστα για ένα διάστημα πήγαινε στο ίδιο γυμνάσιο με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Οι δυο τους κάνανε παρέα για αρκετό καιρό και ήτανε καλές φίλες, ωστόσο οι διαφορετικοί επαγγελματικοί δρόμοι που ακολούθησαν, δεν τους έδωσε τη δυνατότητα να βρίσκονται μαζί συχνά.
Ουδέποτε είχε σκεφτεί ότι θα έκανε μια μεγάλη και σημαντική πορεία στο τραγούδι, καθώς εργαζόταν ως υπάλληλος στο ΕΙΡ (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) ως μουσικός παραγωγός, διαλέγοντας και βάζοντας δίσκους 78 στροφών στις εκπομπές που υπήρχαν τότε. Όμως της άρεζε να τραγουδά για το κέφι της και κάπως έτσι, κάποια μέρα εντελώς τυχαία την άκουσε ο διευθυντής της και της είπε ότι θα ήτανε κρίμα να μη προσπαθήσει να μπει στο χώρο.
Εκείνη τον άκουσε και πράγματι, έκανε οντισιόν μπροστά στο Μίμη Πλέσσα, ο οποίος της έδωσε το «πράσινο φως». Έτσι, ξεκίνησε την καριέρα της στο πεντάγραμμο κι απολύθηκε από το ΕΙΡ, καθώς υπήρχε ασυμβίβαστο. Πρώτη της δουλειά στ’ «Αστέρια», αντικαθιστώντας τη Νάνα Μούσχουρη, λίγο πριν εκείνη ανοίξει τα φτερά της φεύγοντας από την Ελλάδα…
Παράλληλα, το 1958 θα μπει στη δισκογραφία με το «Θα σ’ αγαπώ κάθε μέρα πιο πολύ» του Ζοζέφ Κορίνθιου και κάπου εκεί, θα μπει στη ζωή της ο μαέστρος και συνθέτης Τάκης Μωράκης. Οι δυο τους θα ζήσουν ευτυχισμένοι για περισσότερα από 30 χρόνια, αποκτώντας ένα γιο και υπογράφοντας από κοινού εκατοντάδες τραγουδιών, καθώς η ερμηνεύτρια είχε και το χάρισμα να γράφει ωραίους στίχους…
Η «χρυσή» δεκαετία του ’60 και τα βραβεία
Με την είσοδο του 1960, η Νάντια Κωνσταντοπούλου ήταν πλέον μια «υπολογίσιμη δύναμη» στο χώρο της μουσικής, αλλά η «εκτίναξη» ακόμη δεν είχε έλθει. Εκείνη τη χρονιά, θα συμμετάσχει στο δεύτερο Φεστιβάλ Τραγουδιού του ΕΙΡ με το «Ήταν κάποιο λούνα παρκ» σε μουσική Μωράκη και στίχους Ρέτης Ζαλοκώστα και θα κερδίσει το τέταρτο βραβείο. Παράλληλα, αυτή θα είναι και η πρώτη μεγάλη επιτυχία της καριέρας της, η οποία και την καθιέρωσε…
Όταν η διοργάνωση θα «μετακομίσει» μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, η ερμηνεύτρια θα την τιμά με την παρουσία της σχεδόν κάθε χρόνο. Έτσι, στο πρώτο Φεστιβάλ της συμπρωτεύουσας το 1962 θα καταταγεί και πάλι τέταρτη με το «Ξέρω ένα δρόμο» του Τάκη Μωράκη με στίχους Γιώργου Οικονομίδη.
Την επόμενη χρονιά (1963), η Νάντια Κωνσταντοπούλου θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στο Φεστιβάλ Τραγουδιού που γίνεται στο Σαν Βεσνάν και στις 24 Μαΐου θα κερδίσει το «Βραβείο Ευρώπης» με το «Αγαπώ ένα τύπο» του Μωράκη, το οποίο επίσης θα γίνει μεγάλη επιτυχία όταν θα κυκλοφορήσει στις 45 στροφές.
Στο αντίστοιχο της Θεσσαλονίκης θα κερδίσει την τέταρτη θέση για ακόμα μια φορά με το «Πού πάτε κύριε», που θα γίνει πολύ γνωστό και θ’ αποτελέσει μιαν από τις πιο διαχρονικές στιγμές της καριέρας της.
Ωστόσο, η «μεγάλη» χρονιά της θα είναι το 1964, καθώς μέσα σ’ ένα μήνα θα καταφέρει να κερδίσει δύο πρώτα βραβεία. Αρχικά σ’ εκείνο της Πολωνίας στις 13 Αυγούστου με το «Σ’ ευχαριστώ καρδιά μου» και το Σεπτέμβριο στο αντίστοιχο της Θεσσαλονίκης με το «Ποιος», το οποίο ερμήνευσε από κοινού με την Κλειώ Δενάρδου. Αμφότερα βεβαίως, σε μουσική Τάκη Μωράκη…
Η συμμετοχή της στο Φεστιβάλ της συμπρωτεύουσας θα της αποφέρει ακόμα ένα βραβείο, αυτή τη φορά το δεύτερο. Βρισκόμαστε πλέον στο 1967, η δικτατορία μετρά πέντε μήνες στην εξουσία και η Κωνσταντοπούλου εμφανίζεται στο Αλεξάνδρειο Μέλαθρο με το «Εκείνον» του Μωράκη, σε στίχους Φώτη Μιχαλάτου και Γιάννη Φερμάνογλου. Το ίδιο τραγούδι ερμήνευσε και η Κρυστάλ, με βάση τον κανονισμό που υπήρχε τότε στη διοργάνωση…
Παράλληλα με τις συμμετοχές της στα εγχώρια και διεθνή Φεστιβάλ, η ερμηνεύτρια εμφανίζεται και σε «ειδικούς» χώρους της Αθήνας, μακριά από τα «μπουζουκοκρατούμενα» νυχτερινά κέντρα, έχοντας πάντα στο πλευρό της τον Τάκη Μωράκη και την ορχήστρα του και χαρίζοντας αξέχαστες βραδιές στους θαμώνες.
Φυσικά, ηχογραφεί πολλά τραγούδια στις 45 στροφές και μεγάλο μέρος αυτών γίνονται επιτυχίες. Με βάση λοιπόν εκείνα που βραβεύτηκαν από το ξεκίνημα της καριέρας της, αλλά κι εκείνα που αγαπήθηκαν, το 1969 κυκλοφορεί ο πρώτος «μεγάλος» δίσκος της, ο οποίος ουσιαστικά αποτελεί κι ένα είδος…best of, καθώς περιλαμβάνει ορισμένες από τις πιο διαχρονικές στιγμές της ως τότε πορείας της.
Έτσι, εκτός των όσων έχουμε αναφέρει ήδη, σημειώνουμε και τα «Δεν είμαι τίποτα», «Χθες ακόμα» και «Καμιά βασίλισσα». Παρακάτω, βλέπετε το 45άρι με το «Χθες ακόμα» και το «Φύγε», το μοναδικό με τη φωνή της που έχω στο αρχείο μου…
Η δεκαετία του ‘70
Και φτάνουμε στα χρόνια του ’70. Η τηλεόραση έχει μπει για τα καλά στη ζωή των Ελλήνων, ενώ πλέον οι δίσκοι 33 στροφών έχουν αρχίσει να κυριαρχούν ως φορέας ήχου.
Φυσικά, η Νάντια Κωνσταντοπούλου δε θα μπορούσε ν’ αποτελέσει εξαίρεση και το 1970 κυκλοφορεί το δεύτερο προσωπικό άλμπουμ της, με τίτλο το όνομά της και κύριο «όχημα» τη μεγάλη επιτυχία της «Είδωλό μου» από τις 45 στροφές.
Μάλιστα, εκείνη την εποχή είχε επεκταθεί και σε επιχειρηματικό επίπεδο, ανοίγοντας μια μουσική σκηνή όπου εμφανιζόταν και της έδωσε τον τίτλο αυτής της μεγάλης επιτυχίας της.
Στον ίδιο δίσκο, εκτός από τα τραγούδια του Μωράκη σε στίχους δικούς της, υπάρχουνε και τρία του «διδύμου» Γιώργου Κατσαρού-Πυθαγόρα, κάνοντας ένα άνοιγμα και σε άλλους δημιουργούς. Βεβαίως, για ακόμα μια φορά το υλικό του άλμπουμ στηρίζεται σε κομμάτια που είχανε κυκλοφορήσει στις 45 στροφές…
Το ίδιο ισχύει και για το τρίτο, το οποίο κυκλοφόρησε στα μέσα του 1972 με τίτλο «Νάντια 72». Αποτελείται κι αυτό από μια «συλλογή» 45αριών, όλα σε μουσική Μωράκη και στίχους δικούς της, με πιο γνωστή στιγμή το «Μια Κάντιλακ γκρενά».
Το Σεπτέμβριο του 1973, η ερμηνεύτρια θα εμφανιστεί για πέμπτη και τελευταία φορά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το «Ίσως», ωστόσο χωρίς να κερδίσει κάποιο βραβείο. Μάλιστα, θ’ ασκήσει δριμύτατη κριτική για το γεγονός ότι ο θεσμός είχε πάψει πλέον να είναι αποκλειστικά για το «ελαφρό» τραγούδι και είχε επιτραπεί και το λαϊκό…
Πάντως, το «Ίσως» θ’ ακουστεί αρκετά και θα περιληφθεί στον τέταρτο προσωπικό δίσκο της με τίτλο «Τραγούδα Νάντια», που θα κυκλοφορήσει τον Απρίλιο του 1974. Είναι βασισμένος και πάλι σε τραγούδια από τις 45 στροφές, με πιο γνωστά τα «Πες μπαλαλάικα», «Από τ’ αεροπλάνο» και «Η Μαριλού». Εδώ εκτός του Μωράκη, υπάρχουνε και δημιουργίες του Μίμη Πλέσσα, του Κώστα Χατζή, του Μίμη Πλέσσα και του Γιώργου Κατσαρού.
Από εκεί και πέρα, η δισκογραφική καριέρα της θ’ αρχίσει να έχει μια πτωτική πορεία. Τα άλμπουμ που θα ηχογραφήσει ως τα τέλη της δεκαετίας του ’70 («Πέρα απ’ τις νότες», «Η Νάντια τραγουδάει ταγκό», «Νάντια ‘77» και «Πρέπει») θα περάσουν σχεδόν απαρατήρητα, καθώς πλέον η εποχή έχει αλλάξει και το κοινό ακούει «άλλα πράγματα»…
Τα επόμενα χρόνια
Με την είσοδο της δεκαετίας του ’80, η Νάντια Κωνσταντοπούλου θ’ αρχίσει να γίνεται όλο και πιο…ακριβοθώρητη στο βινύλιο. Τον Οκτώβριο του 1980 θα κυκλοφορήσει ο δίσκος «Μπράβο», με τραγούδια που είχε ερμηνεύσει η ανεπανάληπτη Εντίθ Πιάφ σε μουσική διασκευή Τάκη Μωράκη κι ελληνικούς στίχους της ερμηνεύτριας. Θα ξεχωρίσει κάπως το «Παράμ-παράμ»…
Έκτοτε και μέχρι το 1993, θα ηχογραφήσει μόλις τρία άλμπουμ, τα οποία επίσης πέρασαν απαρατήρητα: «Σ’ αγαπώ-σε μισώ» (1983), «Τώρα» (1988) και «Η Νάντια και οι επτά» (1993), που ήτανε και το τελευταίο. Σε αυτό, έγραψαν επτά συνθέτες για τη φωνή της: Νικολόπουλος, Πλέσσας, Σπανός, Πολυκανδριώτης, Ουίλιαμς, Σταμπουλής και φυσικά Τάκης Μωράκης, με την επανεκτέλεση του «Δεν είμαι τίποτα». Ο σύζυγος και συνθέτης των μεγαλύτερων επιτυχιών της, ήδη είχε φύγει από τη ζωή το 1991…
Από τότε και μέχρι τις 9 Οκτωβρίου 2016 που πήγε να βρει τον αγαπημένο σύντροφό της, η Νάντια Κωνσταντοπούλου εμφανιζόταν δημοσίως πολύ σπάνια και απείχε ολοκληρωτικά από τη δισκογραφία. Η απώλειά της, σημαίνει και το τέλος μιας ολόκληρης κι αξέχαστης εποχής για το «ελαφρό» τραγούδι, όμως η «προίκα» που έχει αφήσει πίσω της είναι μεγάλη και σημαντική…
————
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…