Γράφει ο Δημήτρης Κονιδάρης
Σαν σήμερα, στις 19 Οκτωβρίου 1964, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο «Ρεξ» το Άξιον εστί του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη. Πρόκειται, αναμφιβόλως, για ένα γεγονός τεράστιας σημασίας αφού το μνημειώδες έργο των Ελύτη-Θεοδωράκη είναι από τα κορυφαία στην ιστορία της χώρας μας.
Ήδη από το 1960 ο Μίκης με τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου είχε προκαλέσει σεισμό στη μουσική πραγματικότητα της πατρίδας μας και σηματοδότησε την απαρχή μιας λαμπρής περιόδου κατά την οποία παρήχθησαν αριστουργήματα υψίστης αξίας. Στη συνέχεια κυκλοφόρησε πολλά ακόμα έργα όπως «Πολιτεία Α’», «Αρχιπέλαγος», «Επιφάνια», «Όμορφη πόλη», «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», κ.α. που σημείωσαν ευρύτατη αποδοχή.
Ωστόσο, ο Ελύτης είχε προσεγγίσει τον Μίκη από τον Σεπτέμβριο του 1960 στου Λουμίδη, κοντά στην πλατεία Κλαυθμώνος, εκεί που σύχναζε η διανόηση της εποχής. Ο ποιητής, δύο σχεδόν δεκαετίες πριν το Νόμπελ, είπε στο νεαρό συνθέτη ότι μόλις είχε τελειώσει το έργο της ζωής του και θα ήθελε να του το δώσει γιατί πίστευε ότι θα τον ενέπνεε να προχωρήσει σε μελοποίηση. Ο Μίκης του έδωσε τη διεύθυνσή του στην Γαλλία αφού θα διέμενε εκεί το επόμενο διάστημα και μέσα σε ένα μήνα από τη συνάντησή τους παρέλαβε το έργο του ποιητή. Από την πρώτη στιγμή το «Άξιον εστί» τον κέρδισε και βάλθηκε να το μελοποιήσει από τον πρώτο έως τον τελευταίο στίχο, κάτι που, καταφανώς, δεν θα μπορούσε να κυκλοφορήσει σε δίσκο αφού θα προέκυπτε αποτέλεσμα πολλών ωρών. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος ο Μίκης, τα λόγια από τα «Ένα το χελιδόνι», «Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», «Ανοίγω το στόμα μου», «Της Αγάπης αίματα», «Ναοί στο σχήμα τ’ ουρανού» τον μαγνήτισαν και έγραψε τις εξαίσιες μελωδίες που έγιναν πασίγνωστες αργότερα.
Εντούτοις, η συνολική μορφή του έργου θα ήταν κάτι διαφορετικό από τα έργα που είχε κυκλοφορήσει μέχρι τότε. Επηρεαζόμενος από τα ορατόρια του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και από την Θεία Λειτουργία όπου έχουμε ψαλμωδίες, τροπάρια και ανάγνωση Ευαγγελίων, άρχισε να γράφει τις σκέψεις του στον Ελύτη ο οποίος απαντούσε αναφέροντας τις δικές του παρατηρήσεις και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, συνεχίστηκε η εργασία του Μίκη. Το βασικό μέρος της σύνθεσης έγινε στα τέλη του 1960 και στις αρχές του 1961. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Μίκης έπαιζε συχνά στο πιάνο τη μουσική του έργου από το 1962 όταν εγκαταστάθηκε στη Νέα Σμύρνη. Ωστόσο, χρειάστηκε άλλα τρία χρόνια για το ολοκληρώσει και να γίνει η πρώτη παρουσίαση το 1964.
Το έργο πήρε τη μορφή λαϊκού ορατορίου και χωρίστηκε σε τρία τμήματα: Τη Γένεση, τα Πάθη και το Δοξαστικό και συμμετείχαν αφηγητής, ψάλτης και λαϊκός τραγουδιστής μαζί με χορωδία. Για το ρόλο του αναγνώστη-αφηγητή η πρώτη σκέψη του Μίκη ήταν ο μέγας Μάνος Κατράκης που, αν και από τους σπουδαιότερους Έλληνες ηθοποιούς του 20ου αιώνα, θεωρείτο επικίνδυνος για την κυβέρνηση λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων. Για τον ρόλο του ψάλτη επιλέχθηκε ο ηθοποιός και βαρύτονος Θεόδωρος Δημήτριεφ που συμμετείχε στην τραγωδία «Αίας» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη για την οποία είχε γράψει τη μουσική ο Μίκης. Ορχήστρα ήταν η Μεικτή Ορχήστρα Αθηνών με την προσθήκη πνευστών και κρουστών. Η χορωδία που χρησιμοποιήθηκε ήταν της Θάλειας Βυζαντίου η οποία, σύμφωνα με τα λεγόμενα του συνθέτη, κατανόησε αμέσως την πρόθεση του Μίκη που επιθυμούσε μια χορωδία να τραγουδά όσο γίνεται πιο απλά. Για το ρόλο του λαϊκού τραγουδιστή δεν υπήρχε, βεβαίως, ο παραμικρός ενδοιασμός για το ποιος θα απέδιδε τα τραγούδια αφού ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης είχε ήδη δώσει ασύγκριτες ερμηνείες σε τραγούδια του Μίκη στο διάστημα 1960-1964 και η φωνή του είχε βρει στη μουσική του Θεοδωράκη το κατάλληλο έδαφος για να ξεδιπλωθεί σε όλο της το μεγαλείο.
Οπωσδήποτε χρειάστηκαν αναρίθμητες πρόβες με τους μουσικούς του Λάκη Καρνέζη, Κώστα Παπαδόπουλο, Γιάννη Διδίλη και Βαγγέλη Παπαγγελίδη αλλά υπήρξαν πολλές τεχνικές δυσκολίες που τελικώς δεν ξεπεράστηκαν. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στην COLUMBIA ηχογραφήθηκαν μόνο ο Μπιθικώτσης και η λαϊκή ορχήστρα με ηχολήπτη τον Νίκο Κανελλόπουλο. Για τα υπόλοιπα μέρη, η εταιρεία αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το κινηματογραφικό στούντιο Άλφα με ηχολήπτη τον Νίκο Δεσποτίδη. Ο Μίκης έχει αναφέρει τα εξής: «Η εγγραφή δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο επάνω στο λεγόμενο περφορέ, δηλαδή στο ηχητικό μέρος του φιλμ. Η χορωδία τραγουδούσε play back επάνω στην ηχογράφηση της Κολούμπια. Δεν υπήρχαν ακουστικά. Ο ήχος έβγαινε μέσα από ένα μεγάφωνο, με αποτέλεσμα ο συντονισμός να γίνεται προβληματικός, καθώς οι χορωδοί δεν άκουγαν καλά. Άλλωστε αυτές οι αδυναμίες φαίνονται καθαρά στο τελικό αποτέλεσμα». Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι την προηγούμενη χρονιά η COLUMBIA είχε αρνηθεί στον Μίκη τη δισκογράφηση του έργου αλλά στο συμβόλαιο με το συνθέτη υπήρχε μια παράγραφος που υποχρέωνε την εταιρεία να δισκογραφεί ένα συμφωνικό του έργο κάθε χρόνο. Ούτε οι ίδιοι οι ιθύνοντες της κυρίαρχης δισκογραφικής της εποχής δεν φαντάζονταν τις εκατοντάδες χιλιάδες πωλήσεις του δίσκου που θα γινόταν ο εμπορικότερος του Θεοδωράκη.
Για την πρώτη παρουσίαση του έργου ο συνθέτης και ο ποιητής είχαν ζητήσει το Ηρώδειο αλλά σύμφωνα με την κυβέρνηση “η παρουσία Μπιθικώτση θεωρείται ανάρμοστη με την ιερότητα του χώρου”. Ουσιαστικά οι συντηρητικοί κύκλοι της εποχής που κυβερνούσαν τη χώρα, δεν ήθελαν με τίποτα να εμφανιστεί στο Ηρώδειο ένας διάσημος λαϊκός τραγουδιστής που εκπροσωπούσε το φτωχό λαό και έβρισκαν κάθε λογής αστεία δικαιολογία για να κλείσουν το δρόμο προς το Ηρώδειο στο λαϊκό ορατόριο του Μίκη και του Ελύτη. Όμως, κόκκινο πανί για τους κυβερνώντες ήταν και το μπουζούκι που θεωρείτο παρακατιανό όργανο και έτσι δεν δόθηκε η πολυπόθητη άδεια από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Όπως αναμενόταν ο μεγάλος μας συνθέτης εξοργίστηκε με την απαγόρευση. Από το υπουργείο Παιδείας αντιπρότειναν το Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο αλλά στο σημείο αυτό πρόβαλε τις αντιρρήσεις του ο ποιητής για λόγους «ηθικούς και αισθητικούς». Τελικά η επίσημη πρώτη παρουσίαση του Άξιον εστί έγινε στο κινηματοθέατρο Ρεξ, το γνωστό κτήριο κοντά στην πλατεία Ομονοίας, το οποίο βέβαια ούτε στο ελάχιστο δεν πλησίαζε την αίγλη του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού.
Μετά την πρεμιέρα του έργου στις 19 Οκτωβρίου 1964 πολλές από τις κριτικές ήταν κάθε άλλο παρά κολακευτικές. Αντλώντας στοιχεία από τον ιστότοπο http://www.mikistheodorakis.gr/ μπορούμε να δούμε κάποιες από αυτές που δημοσιεύτηκαν στον τύπο της εποχής (σ.σ. στην αναφορά των ονομάτων των κριτικών τηρείται αυστηρά η γραφή τους όπως αυτή φαίνεται στον τύπο της εποχής και παρουσιάζεται στο αρχείο του Μίκη Θεοδωράκη).
Αρχικά ο Γεώργιος Βώκος ισχυρίζεται ότι τα μικρόφωνα αλλοίωσαν εντελώς το αποτέλεσμα και, ενώ επαινεί σε γενικές γραμμές τον Μίκη για τις σπουδές του και το ταλέντο του, καταλήγει δηλώνοντας ότι δεν βρήκε αυτό που περίμενε στο Άξιον εστί.
Ο Διον. Γιατράς γράφει ότι αποκόμισε από τη μουσική του έργου «κατάθλιψη» και η Αλεξ. Λαλαούνη, παρόλο που αρχικά αναφέρει ότι είναι από τους πρώτους που αναγνώρισαν το ταλέντο του Μίκη, συνεχίζει λέγοντας ότι στο Άξιον εστί δεν βρίσκει ούτε πνευματική καλλιέργεια ούτε αισθητική. Θεωρεί μάλιστα ότι η μουσική του έργου προκαλεί πλήξη και ότι ο Μπιθικώτσης ήταν μονότονος. Για τον αφηγητή Μάνο Κατράκη και τη χορωδία εξέφρασε θετικά σχόλια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Ιωάν. Γιαννούλη ο οποίος εκτοξεύει κατηγορίες κατά των δημιουργών που σήμερα φαίνονται όχι μόνο παντελώς εσφαλμένες αλλά μοιάζουν τουλάχιστον φαιδρές και εκτός πραγματικότητας. Για τον Οδ. Ελύτη υποστηρίζει ότι «ζει στο δικό του κόσμο και οδεύοντας με τον πήγασό του, πιστεύει πως “αφυπνίζει” και οξύνει τη μνήμη του λαού. Γιατί πράγματι η ποίηση του Ελύτη μπορεί να μην είναι ένα λογοτεχνικό αριστούργημα, δεν είναι όμως άσεμνη. Δεν είναι αντιπατριωτική». Όσο για τον Μίκη τον παρομοιάζει με κάτι μεταξύ λαϊκού Δεσπότη και Μωυσή που πιστεύει ότι τον έστειλε ο Θεός στη γη για να οδηγήσει το λαό στη γη της επαγγελίας. Τον δε ψάλτη Θ. Δημήτριεφ τον χαρακτηρίζει απαράδεκτο ενώ αναγνωρίζει τη χορωδία της Θ. Βυζαντίου και τον Κατράκη. Τέλος, για τον Μπιθικώτση εκφράζει μια συμπάθεια.
Η δε αναφορά του SAGITTARIUS είναι αρνητική αφού χαρακτηρίζει το αποτέλεσμα του συνολικού εγχειρήματος ως αποκαρδιωτικό ενώ κατηγορεί τον Θεοδωράκη για «έλλειψη ρυθμικών και τονικών εναλλαγών η οποία οφείλεται στην ανύπαρκτη μέριμνά του για στοιχειωδώς καλό γούστο».
Από την άλλη πλευρά, δεν έλειψαν και τα θετικά σχόλια για όλους τους συντελεστές όπως του Δ.Α. Χαμουδόπουλου παρόλο που τόνισε ότι δεν τον ικανοποίησε η σύνδεση μουσικού και ποιητικού μέρους. Η κριτική του Α. Κώστιου είναι καθόλα εγκωμιαστική αφού επαινεί όλους τους συντελεστές λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι «ο συνθέτης πέτυχε να αντλήσει όλη τη μουσικότητα από το δημιούργημα του ποιητή και να της δώσει την παλμική ζωντάνια των ήχων».
Ευμενή ήταν τα σχόλια του Ρους. που εκθειάζει τον συναρπαστικό Κατράκη όπως και τον Μπιθικώτση για τον οποίο αναφέρει ότι «κανένας τενόρος ή βαρύτονος, με οσονδήποτε ωραία και μεγάλη φωνή, δεν θα μπορούσε να δώσει το χρώμα που έδωσε ο Μπιθικώτσης ενώ δίνει έμφαση στο ρόλο της χορωδίας και της ορχήστρας».
Για το τέλος αφήνουμε τα σχόλια του πολύ γνωστού θεατρικού συγγραφέα, χρονογράφου και δημοσιογράφου Δημήτρη Ψαθά (1907-1979) ο οποίος ανέφερε ότι η πρώτη εκτέλεση του έργου ήταν μια «εξαιρετική μουσική μυσταγωγία» που συνάρπασε και συγκλόνισε το ακροατήριο. Επίσης, εκθείασε το συνθέτη λέγοντας ότι «ξεπέρασε τον εαυτό του δίνοντας μεγαλόπνοη μουσική φωνή στην ποίηση του Ελύτη» τονίζοντας και τη σεμνή παρουσία του Μπιθικώτση που ήταν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η βασική αφορμή για να μην πρωτοπαρουσιαστεί το έργο στο Ηρώδειο. Ο Ψαθάς τελείωσε την κριτική του αφήνοντας σαφέστατες κατηγορίες για την επιτροπή του Φεστιβάλ λόγω της άστοχης απόφασης αποκλεισμού του έργου από το Αρχαίο Ρωμαϊκό Ωδείο.
Συνάγεται ξεκάθαρα από τα ανωτέρω (αρνητικά) σχόλια ότι αυτό που θεωρείται στην εποχή μας ως δεδομένο και έχει αναγνωριστεί πέραν πάσης αμφιβολίας, εν έτει 1964 η κατάσταση ήταν διαφορετική. Συντηρητισμός μαζί με κομματικά και εμφυλιοπολεμικά στερεότυπα συν τις γενικότερες πολιτικοοικονομικές και κοινωνικές συνθήκες όχι μόνο δεν επέτρεψαν την αναγνώριση της αξίας ενός έργου, που θεωρείται κλασικό, αλλά προέβησαν σε λοιδορίες κατά των δημιουργών Ελύτη και Θεοδωράκη και σε απαξιωτικά σχόλια εις βάρος των υπολοίπων. Ο λαός βέβαια αποδέχτηκε γρήγορα το έργο και ο δίσκος σημείωσε εντυπωσιακές πωλήσεις. Τα τραγούδια αγαπήθηκαν όσο ελάχιστα ενώ και η γενικότερη καλλιτεχνική κριτική των επόμενων χρόνων το κατέταξε σε αδιανόητα ύψη. Όσο κι αν ακούστηκαν τα τραγούδια του δίσκου, τη μερίδα του λέοντος πήραν το «Ένα το χελιδόνι» και «Της Δικαιοσύνης ήλιε» που είναι από τα, μετρημένα στα δάκτυλα, γνωστότερα ελληνικά τραγούδια όλων των εποχών με τη ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση να τα έχει σφραγίσει ανεξίτηλα.
Βιβλιογραφία-πηγές
http://www.mikistheodorakis.gr/ Ιστότοπος αφιερωμένος στο έργο και τη ζωή του Μίκη.
—————
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…