Συνέντευξη στη Μάρω Παναγή

Το ραντεβού μας ήταν σε ένα όμορφο καφέ του Βοτανικού. Ο Κοσμάς και ο Σταύρος, δύο από τα βασικά μέλη του συγκροτήματος Usurum, είναι φίλοι εδώ και 23 χρόνια! Δημιούργησαν την μπάντα τους όταν ήταν ακόμα μαθητές και σήμερα μετρούν τον 4ο δίσκο τους, το «Ασανσέρ» που κυκλοφόρησε σχεδόν πριν ένα μήνα, ενώ ήδη ετοιμάζουν τον επόμενο.

Η βαθιά φιλία τους γίνεται εμφανής από τις πρώτες κι όλας κουβέντες όταν ο ένας συμπληρώνει τη σκέψη του άλλου. Κάθε θέμα ξεπηδούσε αβίαστα από το προηγούμενο και αφού το μαγνητόφωνο είχε γράψει 55 λεπτά, βάλαμε μια άνω τελεία στην δημιουργική μας κουβέντα, ελπίζοντας κάπου στο μέλλον να ξανανταμώσουμε!

Πώς γεννήθηκε ο νέος δίσκος και πώς προέκυψε ο τίτλος «Ασανσέρ»;
Κ: Ξεκινήσαμε να γράφουμε το δίσκο πριν από δύο χρόνια περίπου. Τον προηγούμενο τον γράψαμε εξ ολοκλήρου στο σαλόνι μου και σε αυτόν θέλαμε να κρατήσουμε αυτό το κλίμα αλλά να γράψουμε και κάποια πράγματα στο στούντιο. Οπότε γράψαμε κάποια από τα κρουστά στο στούντιο και τα υπόλοιπα στο σπίτι. Αλλάξαμε μετά πράγματα, πειραματιστήκαμε και μας βρήκε η καραντίνα. Μες στην καραντίνα γράφτηκαν 1-2 κομμάτια επιπλέον. Ο δίσκος ήταν ένα από τα λίγα δημιουργικά πράγματα που είχαμε στην καραντίνα και η δουλειά ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβρη. Αυτή είναι η ιστορία του δίσκου!

Σ: Ο τίτλος προέκυψε κάπως χαζά. Καθόμασταν και ακούγαμε σε ένα μπαρ κάποιους που έπαιζαν τζαζ και λέμε «Τι μουσική είναι η τζαζ;» και λέει ένας φίλος φωτογράφος, ο Στυλιανός Παπαρδέλας, που έχει κάνει και το εξώφυλλο του δίσκου και λέει: «Μουσική για ασανσέρ». Κοιτιόμαστε με τον Κοσμά, αρχίζουμε να το δουλεύουμε στο μυαλό μας και βρίσκουμε ότι αυτός ο όρος υπάρχει. Νομίζω πρώτα τον εισήγαγε ο Brian Eno ως “elevator music”. Απ’ ό,τι έχω καταλάβει είναι το easy listening, σαν τη μουσική για πλοία. Επειδή όλα μας τα κομμάτια εξετάζουν πολύ μικρές οπτικές, σκεφτήκαμε ότι είναι όλα απλά πράγματα τα οποία σκέφτεσαι όταν αφαιρείσαι, όταν είσαι στο ασανσέρ.

…το βινύλιο δεν εξαφανίστηκε ποτέ. Έχει συλλέκτες που είναι μανιακοί και εφόσον το CD πλέον ουσιαστικά έχει πεθάνει, θέλαμε να υπάρξει σε μία απτή μορφή ο δίσκος…

Εκτός από τις ψηφιακές πλατφόρμες κυκλοφορήσατε τον δίσκο και σε βινύλιο, πράγμα που κάνουν όλο και περισσότερες μπάντες σήμερα. Γιατί θεωρείτε ότι έχει επανέλθει δυναμικά αυτό το μέσο;
Κ: Το βινύλιο δεν εξαφανίστηκε ποτέ. Έχει συλλέκτες που είναι μανιακοί και εφόσον το CD πλέον ουσιαστικά έχει πεθάνει, θέλαμε να υπάρξει σε μία απτή μορφή ο δίσκος. Μας αρέσει το βινύλιο που το βάζεις το πικάπ και κρατάς το φυλλάδιο με τους στίχους.

Σ: Ακόμα και εγώ που έχω πικάπ σπάνια θα καθίσω να ακούσω βινύλιο. Για μένα είναι σημαντικό ότι το βινύλιο είναι χειροπιαστό και παράλληλα με την ακρόαση μπορείς να διαβάζεις τα credits κλπ και επίσης έχει μία μοναδικότητα γιατί είναι μόνο δικό σου. Στο internet stream δεν ισχύει αυτό.

Οι Usurum υπάρχουν από τα μαθητικά σας χρόνια, δηλαδή εδώ και σχεδόν 15 χρόνια… Κοιτώντας πίσω, πώς βλέπετε την πορεία σας και την εξέλιξη σας, θα αλλάζατε κάτι;
Σ: Έχουμε πάρει μία απόσταση από τους πρώτους δύο δίσκους μουσικά αλλά και φιλοσοφικά-ιδεολογικά σε σχέση με το τραγούδι και το στίχο. Εκφραζόμαστε αλλιώς. Αν κάποιος σήμερα μου έβαζε τραγούδια και μου έλεγε «άκου αυτή την μπάντα» δεν θα μου άρεσε, αλλά δεν θα άλλαζα τίποτα γιατί αυτή τη στιγμή κάνουμε κάτι που μου αρέσει οπότε σίγουρα έπρεπε να περάσουμε από όλα τα προηγούμενα στάδια, όπως γίνεται και στη ζωή.

Κ: Εγώ διαφωνώ λίγο με αυτό, βρίσκω ακόμα στοιχεία που μου αρέσουν. 1-2 χρόνια αφότου τελειώσαμε τον δεύτερο δίσκο ήμουν πάρα πολύ αρνητικός σε σχέση με αυτά που κάναμε, είχα πολλά κόμπλεξ, αλλά αφού πήραμε μια απόσταση και πέρασαν λίγο τα χρόνια πλέον τον ακούω και βρίσκω πολλά στοιχεία που μου αρέσουν και έχω αγκαλιάσει. Συγκινούμαι, έχω αγαπήσει την ορμή που είχε η ανωριμότητα μας εκείνη την περίοδο. Ακόμα και στίχους που ήταν πιο ατσούμπαλοι, ξέρω ότι αυτό ήταν το αρχικό σημείο της μπάντας.

…ήρθε πρώτα η παρέα και μετά η μουσική. Παίζαμε ποδόσφαιρο, ήταν αυτό το κοινό μας σημείο και μετά σαν κοινό σημείο ήρθε η μουσική να συνοδεύσει την παρέα…

Εκτός από συνεργάτες είστε και πολλά χρόνια φίλοι. Πώς έχει κυλήσει η προσωπική σας σχέση μέσα από τη μουσική σας πορεία;
Κ: Όπως λέμε καμιά φορά και μεταξύ μας, ήρθε πρώτα η παρέα! Με τον Σταύρο γνωριζόμαστε 23 χρόνια και με τον Γιώργο και τον Νίκο γύρω στα 17. Ήρθε πρώτα, λοιπόν, η παρέα και μετά η μουσική. Παίζαμε ποδόσφαιρο, ήταν αυτό το κοινό μας σημείο και μετά σαν κοινό σημείο ήρθε η μουσική να συνοδεύσει την παρέα. Όλα ήταν μια φυσική συνέχεια. Εγώ αυτό το θεωρώ μεγάλο δώρο και μας έχει βοηθήσει πάρα πολύ το γεγονός ότι κυλούν τόσο φυσικά τα πράγματα γιατί ακριβώς υπάρχει αυτή η σχέση.

Σε μια παλιά σας συνέντευξη είχατε πει ότι «απενοχοποιήσατε το φως» και πλέον δεν δειλιάζετε να το εκφράζετε προς τα έξω στο στίχο σας.
Κ: Το σκοτάδι για μένα ερχόταν από το γεγονός ότι χρειαζόμαστε την απώλεια για να εκφραστούμε κατά κάποιο τρόπο. Ήμαστε και παιδιά που βλέπαμε Τιτανικό και Παπακαλιάτη και θεωρούσαμε ότι έπρεπε να είναι όλα ανεκπλήρωτα. Οπότε όταν γράφεις τα πρώτα σου κομμάτια και συνειδητοποιείς ότι προέρχονται όλα από την απώλεια και από την έλλειψη μετά είναι σαν να κυνηγάς την απώλεια για να γράψεις το επόμενο κομμάτι. Σε κάποια φάση συνειδητοποιήσαμε ότι έχουμε και άλλα ακούσματα και ερεθίσματα και ότι ίσως να μη χρειάζεται τόσο πολύ αυτή η σοβαροφάνεια και η ενοχή για κάτι πιο ανάλαφρο. Όταν είχα γράψει το «Σ’ ονειρεύτηκα» ντρεπόμουν πάρα πολύ να το παίξω ακόμα και στον Σταύρο. Μετά από τέσσερις μήνες, μια μέρα είχα πιει πάρα πολύ και του στέλνω ένα mail με τίτλο «χαζοτράγουδο» και την επόμενη μέρα με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει «Το ακούω όλη μέρα. Έχω και εγώ ένα». Μου φέρνει το «Κλείσε τα παράθυρα» που επίσης το είχε γράψει και ντρεπόταν να μου το παίξει. Του είπα ότι είναι τέλειο και συνειδητοποιήσαμε ότι αυτό ακριβώς αισθανόμασταν και δεν χρειαζόταν να το ντύσουμε με κάτι διαφορετικό. Εγώ σ’ ονειρεύτηκα ήθελα να πω, αυτό αισθανόμουν. Γιατί να το αλλοιώσω για να φανεί κάτι διαφορετικό;

Σ: Μπορείς να μιλήσεις για κάτι πάρα πολύ σοβαρό και στενάχωρο με πολλούς τρόπους. Κάπου πήραμε μια αποστασιοποίηση ως προς την ένταση του πώς λες κάτι. Και το «Ασανσέρ» και ο προηγούμενος δίσκος «Μη και Δεν» έχουν σοβαρές θεματολογίες οι οποίες αισθανθήκαμε ότι δεν χρειάζεται να είναι πάρα πολύ σοβαρή η εκφορά τους. Εξάλλου για μένα η κωμωδία έχει πάρα πολύ μέσα της το στοιχείο της τραγωδίας.

Κ: Μας αρέσει πολύ όταν βλέπουμε στην τέχνη να λέγεται κάτι τραγικό με τρόπο κωμικό και ανάλαφρο. Στην παρέα όταν θέλω να μιλήσω για κάτι ζόρικο που μου συμβαίνει θα το πω με μία βλακεία μέσα και θα το περιγράψω με χιούμορ. Νομίζω πρέπει να φύγουμε από την flat κατάσταση, δηλαδή να απενοχοποιήσουμε και το γέλιο μας και το κλάμα μας και την εγκεφαλικότητα του «τώρα γελάμε, τώρα κλαίμε», να αφήσουμε τους εαυτούς μας όσο πιο ελεύθερους γίνεται.

Σ: Επίσης, αλλάζουν τα γούστα μας και οι επιρροές εμπλουτίζονται. Μέχρι κάποια ηλικία μας άρεσε να ακούμε όσο το δυνατόν πιο βαριά και σύνθετη μουσική με ζοφερό στίχο και ποίηση. Αυτό σιγά σιγά μεταλλάσσεται και θέλουμε να διαβάζουμε και άλλα πράγματα.

Στα τραγούδια σας είναι έκδηλο το αστικό στοιχείο. Τι σας εμπνέει κάνοντας μια βόλτα στην πόλη;
Σ: Το κοινό μας στοιχείο με τον Κοσμά είναι ότι είμαστε παιδιά της πόλης. Νιώθω λίγο ανειλικρινές και πιο δύσκολο το να μιλήσω για κάτι το οποίο δεν το έχω ως βίωμα. Εγώ θα δω κάτι, θα το παρατηρήσω και μπορεί να μου δημιουργήσει μια εικόνα, μια ιστορία. Έγραψα ένα τραγούδι για τα παιδιά που πάνε θέατρο στο Μεταξουργείο, το «Μεταξουργείο», και επειδή εκεί έχει θέατρα και συνεργεία έβλεπα τις γυναίκες που πάνε στα θέατρα και τους άντρες που είναι στα συνεργεία και αναρωτήθηκα τι φλερτ μπορεί να υπάρχει μεταξύ αυτών των δύο κόσμων. Οπότε εμένα με εμπνέει η παρατήρηση του αστικού τοπίου.

Κ: Εγώ σε αντίθεση με τον Σταύρο πιο δύσκολα θα γράψω κάτι σε σχέση με μια εικόνα που βλέπω. Περισσότερο τα φιλτράρω μέσα από τον εαυτό μου ή είναι κάποιες σκέψεις δικές μου που δεν αφορούν τόσο το τοπίο και τον χώρο. Ακόμα και το τραγούδι «Στην Αθήνα» είναι αρκετά προσωπικό τραγούδι. Σίγουρα η Αθήνα υπάρχει στα τραγούδια μας, θέλοντας και μη, είτε γράφεις κάτι προσωπικό είτε γεννιέται μια αφορμή από το τοπίο, εδώ μεγαλώσαμε εδώ γεννηθήκαμε… Είμαστε αυτοί που το Πάσχα κάθονται στην Αθήνα!

Ποια είναι τα αγαπημένα σας κομμάτια από το δίσκο;
Κ: Εμένα είναι σίγουρα η «Τελευταία μέρα» το οποίο μάλιστα είναι αρκετά παλιό κομμάτι και το παίζουμε πάνω από 3 χρόνια σε live, η «Ρότα» και η μελοποίηση στο «Γράμμα σε χαρτί».

Σ: Εγώ έφαγα κόλλημα με το «Είσαι κι εσύ», γιατί μου φάνηκε ότι μίλησε πολύ εύστοχα για το θέμα της μοναξιάς μέσα στο αχανές πλήθος, το οποίο είναι πολύ δύσκολο θέμα και πολύ εύκολο να γίνει μελό και υπερβολικό.

…ήμασταν τρεις τύποι που άντε να είχαμε βιδώσει καμία λάμπα στη ζωή μας και αρχίσαμε να δοκιμάζουμε και να μαθαίνουμε πώς φτιάχνεται ένας χώρος…

M.C: Το «Είσαι κι εσύ» γράφτηκε στην καραντίνα;
Κ: Ναι. Στην πρώτη καραντίνα τον πρώτο μήνα ήμασταν πανευτυχείς, ήταν η πρώτη φορά που ήμασταν σπίτι ο καθένας με τον εαυτό του. Στον δεύτερο μήνα άρχισα να συνειδητοποιώ τι συμβαίνει στον κόσμο και όχι στον μικρόκοσμό μου και βούλιαξα ξαφνικά. Μετά ήρθε το καλοκαίρι και στη δεύτερη καραντίνα ήμασταν ετοιμοπόλεμοι. Ξαναπιάσαμε το δίσκο, βρήκαμε τον χώρο μας στο Μεταξουργείο και τον φτιάχναμε κάνοντας πράγματα που δεν είχαμε ξανακάνει ποτέ, όπως να ξύνουμε τοίχους!

Σ: Ήταν καταπληκτικό project αυτό, είχε πολύ γέλιο. Ήμασταν τρεις τύποι που άντε να είχαμε βιδώσει καμία λάμπα στη ζωή μας και αρχίσαμε να δοκιμάζουμε και να μαθαίνουμε πώς φτιάχνεται ένας χώρος. Ήταν πολύ αστείο!

Πείτε μου λίγα λόγια για τον αυτόν τον χώρο στο Μεταξουργείο.
Σ: Ήταν παιδικό όνειρο να έχουμε έναν χώρο που να κάνουμε κάτι. Θέλαμε έναν χώρο για τις πρόβες και τις ηχογραφήσεις μας. Οι ιδέες βέβαια είναι πάρα πολλές για αυτόν τον χώρο. Πέρα από την ίδια χρήση θέλουμε να ανοίξει προς τον κόσμο και να χρησιμοποιείται από καλλιτέχνες για να δείχνουν τη δουλειά τους. Να ξαναβρεθούμε μεταξύ μας, ο καθένας με την τέχνη του.

Πώς σας φάνηκαν οι live stream συναυλίες κατά την περίοδο της καραντίνας;
Σ: Η άποψή μου διαφέρει ως ακροατής και ως καλλιτέχνης. Εγώ δεν είδα κανένα live stream αλλά είδα θέατρο και μου άρεσε πολύ που είδα δύο παραστάσεις που δεν είχα προλάβει. Στο live stream νιώθω άβολα να το κάνω, όμως φίλοι που έκαναν είχαν τη δυνατότητα να το δουν άνθρωποι χωρίς προσβασιμότητα, όπως άνθρωποι με κινητικά προβλήματα, ή εκτός Ελλάδας, και είδα μία συγκίνηση από αυτόν τον κόσμο και με συγκίνησε κι εμένα.

Κ: Εγώ αναγνωρίζω όλα τα θετικά στοιχεία αλλά έχω μία αντιδραστικότητα. Δεν θα μπορούσα με τίποτα να κάνω ένα live stream μπροστά σε μία κάμερα. Προτιμώ μέσα στην καραντίνα να αφήσω ένα δίσκο ή ένα βίντεο…

M.C: Κατά την περίοδο της πανδημίας ξεπήδησαν πολλές καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες, ομάδες, δράσεις με κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα, όπως οι Support Art Workers. Ποια είναι η δική σας εμπλοκή στη συγκεκριμένη πρωτοβουλία αλλά και στην Ανοιχτή Ορχήστρα που έχει δημιουργηθεί;
Κ: Όταν ξεκίνησε η καραντίνα οι καλλιτέχνες συνειδητοποιήσαμε ότι είμαστε αόρατοι στο κράτος. Αυτό δημιούργησε την ανάγκη της συσπείρωσης.

Σ: Το Support Art Workers ξεκίνησε σε ένα απόγευμα με έναν τρελό τύπο που ονομάζεται Γιώργος Bουρδαμής ο οποίος διάβασε ένα κείμενο της Κατερίνας Φώτη που είναι χορεύτρια και χορογράφος το οποίο έλεγε ότι είμαστε αόρατοι και το έχουμε συνηθίσει και το έστειλε σε 30 ανθρώπους. Πέρα από τις ωραίες δράσεις που διοργανώθηκαν μέσα από το Support Art Workers οι καλλιτέχνες είδαν ότι πρέπει να μπουν στα σωματεία τους. Και τώρα βλέπεις πόσο καλή δουλειά γίνεται εκεί. Η δική μου ερμηνεία είναι ότι με το Support Art Workers είδαμε ότι πλέον ήρθε η ώρα που μπορούμε να επικεντρωθούμε στις τέχνες μας και παράλληλα να κάνουμε και κάτι σαν καλλιτεχνικό ακτιβισμό. Έγινε η δράση της 25ης Απριλίου όπου μαζευτήκαμε και παίξαμε 350 μουσικοί και χορωδοί το χιλιάνικο κομμάτι “El Pueblo Unido Jamas Sera Vencido” και άρεσε πολύ στον κόσμο. Αυτή τη στιγμή γίνεται η απόπειρα να δημιουργηθεί μία ανοιχτή ορχήστρα όπου θα έχει τακτικές δράσεις. Θα πηγαίνει σε μέρη, θα προβάρει και θα παρουσιάζει κομμάτια. Η ορχήστρα είναι συλλογική και ανοιχτή.

M.C: Ποια είναι τα μελλοντικά σας πλάνα;
Σ: Ακόμα δεν έχει αρχίσει να κινείται πολύ το πράγμα. Ξέρουμε ότι θα έχουμε μία μεγάλη συναυλία στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη προς το τέλος του καλοκαιριού. Επίσης, πριν ακόμη βγει αυτός ο δίσκος προβάραμε ήδη για τον επόμενο και έχει επιλεχθεί ήδη ένα μέρος των κομματιών.

…πρέπει να βρεθεί μία ισορροπία ανάμεσα στην πίστη και την αμφιβολία…

M.C: Τι θα συμβουλεύατε ένα νέο καλλιτέχνη ο οποίος ψάχνει να βρει την καλλιτεχνική του ταυτότητα;
Σ: Να πιστεύει πάρα πολύ στον εαυτό του και ταυτόχρονα να αμφιβάλλει κάθε μέρα. Να σκέφτεται να πάει παρακάτω. Να έχει πίστη.

Κ: Είναι μία ισορροπία που πρέπει να βρεθεί ανάμεσα στην πίστη και την αμφιβολία. Η κοινωνία και η γενικότερη υποβάθμιση των τεχνών σε κάνει να πιστεύεις συχνά ότι αυτό που κάνεις δεν είναι ωραίο, δεν απευθύνεται κλπ Αυτό μπορεί να δημιουργήσει και ανάποδα αποτελέσματα, δηλαδή, να πιστεύεις ότι είμαι πολύ καλός και απλά δεν με καταλαβαίνουν. Πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία.

Σ: Επίσης, να μην ακούει συνταγές αλλά να ακούει συμβουλές. Δεν υπάρχει καμία συνταγή. Υπάρχουν χίλιοι τρόποι να κάνεις κάτι και να είσαι καλά με αυτό και έχεις κάθε δικαίωμα να τους ψάξεις και τους χίλιους.

————–

*** Ευχαριστούμε πολύ το «Ραφίκι» για τη φιλοξενία…
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here