Γράφει η Χρύσα Λύκου
Φωτογραφίες: Αθανασία Ζήση

Ήταν Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 1983, όταν ο Διονύσης Σαββόπουλος  συνάντησε πρώτη φορά την Ελένη Βιτάλη, σ’ ένα Ολυμπιακό Στάδιο που κάποτε οι μεγάλοι της εποχής, δε φοβόντουσαν να κάνουν συναυλίες. Ήταν από εκείνες τις συναυλίες,  που η γενιά η δική μου μένει να τις θαυμάζει αμήχανη και μουδιασμένη και η γενιά των παιδιών μου, θα ξεχάσει καταλάθος. Στις μεγάλες οθόνες του Σταδίου,  ήταν ο Χατζηδάκης και ο Ζυλ  Ντασσέν, ήταν η Μπέλλου και η Δόμνα Σαμίου.  Ο Τσαρούχης και ο Τσιτσάνης, ο Τζόρτζος και ο Βέγγος ήταν εκεί. Όλοι τους, αγέρωχοι χάραξαν την ιστορία μας και τώρα μας εκδικούνται που πήραμε λάθος μονοπάτια. Τώρα πια μόνο σιωπή..

Είναι Τρίτη 12 Γενάρη στην Αθήνα του 2016, είναι η εποχή που ο Νιόνιος είναι ακόμη Ζωντανός στο Κύτταρο και η Βιτάλη μια από τις μεγαλύτερες φωνές αυτού του τόπου. Και οι δύο, επιστρέφουν στη σκηνή που ο πρώτος ταυτίστηκε στις αρχές των 70s και η δεύτερη σε μια σειρά επιτυχημένων εμφανίσεων το 2009, επιστρέφουν να κλείσουν λογαριασμούς, να τραγουδήσουν παρέα «Σήκω, ψυχή μου, δώσε ρεύμα».

Ο χώρος άρχισε να γεμίζει από νωρίς, για να φτάσει στο να μη μπορείς να περπατήσεις λίγο μετά τις δέκα, τότε που οι δύο τους χαιρέτησαν το Αθηναϊκό κοινό, με την ευχή μιας καλύτερης χρονιάς, μιας χρονιάς που θα μας πάρει μακριά, θα μας πάει στα πέρα μέρη, με μια μουσική θαλασσογραφία.

Ο Σαββόπουλος μεγαλώνει? Γερνάει? Θυμάται ή φοβάται? Τον κοιτάζω και μοιάζει να σταμάτησε το χρόνο, όχι όμως τις εποχές. Το πρόσωπο του ακτινοβολεί στα λευκά γένια του και σαν άλλος παραμυθάς, μας διηγείται ιστορίες με όλους εκείνους που έδειχνε η οθόνη του Σταδίου το 83’, και μια νοσταλγία κύλισε απ’ τα αφτιά στην καρδιά μας.vitali-savopoulos_kuttaro_2016_01_0_37

Η Ελένη Βιτάλη, με μια εκκεντρική ταπεινότητα στέκεται δίπλα του και όταν αποφασίσει να πλησιάσει το μικρόφωνο, μια ανατριχίλα διαπερνά τα κορμιά μας. Δεν ξέρω αν συνέβαινε μόνο σε εμένα αυτό το βράδυ, αλλά η φωνή της έμοιαζε με ευλογία. Αφιερώνει σε εκείνους που πλήγωσαν και πληγώθηκαν και ξαφνικά  ό, τι αγαπάμε μας αθωώνει.

Ανεβοκατεβαίνουν στη σκηνή, τραγουδούν και φεύγουν. Είναι στα αλήθεια τόσο απλό? Είναι τραγούδια ή ελευθέρωση? Είναι μουσική ή λύτρωση? Είναι μια ωδή στον Καραϊσκάκη!

Ας ερχόσουν για λίγο και ας κοκκινίζω όταν μου μιλάς, σε μια νύχτα που κρατάνε οι χοροί, που μας ταξιδεύουν αεροπλάνα και βαπόρια. Σαν τον Καραγκιόζη ονειρευόμαστε μια Συννεφούλα που θα τους  ξεγελάσει όπως τότε, στα χρόνια της λογοκρισίας και της μεγάλης έμπνευσης.

Χειροκροτήματα, φωνές και νότες, αγάπη μίσος και οργή στο Κύτταρο της καρδιάς μας που ακόμη έχει σφυγμό. Ηπείρου και Αχαρνών αμπαρωθήκαμε και τώρα πρέπει να γυρίσουμε πίσω, εκεί που όλα τρέχουν και απαιτούν, εκεί που όλα ξεχνιούνται στο φρενάρισμα της πόλης και δεν υπάρχει ελπίς, στην Ελλάδα ζεις.

Σας χαιρετώ και εγώ στην πρώτη μας επαφή γι’ αυτή τη χρονιά, που δε μοιάζει εντυπωσιακά καλύτερη που μελαμψές φυλές, κοντοπόδαρες , Σειλινοί  του κράτους που ξερνάει και να ‘τους, τσιφτετέλληνες , με γονείς ληστές των συντρόφων τους  θύτες για αμνηστία οι αλήτες τώρα διοικητές. Κράτος ασυστόλων και πεσμένων κώλων , κωλοέλληνες!

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, γραπτού ή φωτογραφιών, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here