Η στατιστική του σουξέ: ένα άρθρο για το musiccontrol
Η στατιστική του σουξέ: ένα άρθρο για το musiccontrol
Η εβδομαδιαία βίβλος της μουσικής βιομηχανίας, το αμερικάνικο περιοδικό «Billboard», ανέθεσε σ' έναν συντάκτη να βρει πώς γίνεται το τραγούδι «Beggin'» να γνωρίζει επιτυχία μόνο στην Ελλάδα και πουθενά αλλού στον κόσμο. Σιγά μη βγάλει άκρη. Θα μπερδευόταν ακόμα περισσότερο αν πληροφορούνταν ότι η παλιά επιτυχία του Φράνκι Βάλι στο μοντέρνο της ρεμίξ μεταδίδεται κατά κόρον ακόμα κι από κείνους τους σταθμούς που κατά τα άλλα διαλέγουν τα σουξέ του Notis Sfakianakis. Αλλ' αυτό, τα τελευταία χρόνια, αποτελεί πια συνηθισμένο φαινόμενο.
Οι μετρήσεις του Music Control το αποδεικνύουν. Τι εστί Music Control; Ενα οργανωμένο δίκτυο με υπολογιστές που λειτουργεί από το 1999 και καταγράφει όσα τραγούδια μεταδίδουν καθημερινά οι σταθμοί. Στις μετρήσεις συμμετέχουν 31 συνολικά ραδιόφωνα (όλα τα μεγάλα ειδησεογραφικά, αθλητικά και μουσικά), 23 στην Αθήνα και 8 στη Θεσσαλονίκη. Σε κάθε τραγούδι περιέχεται ένα ηχητικό απόσπασμα πέντε-δέκα δευτερολέπτων το οποίο και αναγνωρίζει ο υπολογιστής προκειμένου να το καταγράψει. «Είναι άκρως αξιόπιστο σύστημα», υποστηρίζει ο υπεύθυνός του Πέτρος Δραγουμάνος, μαθηματικός, που έγινε κατ' αρχήν γνωστός όταν κατάφερε να αποθησαυρίσει ηλεκτρονικά όλα τα ελληνικά άλμπουμ και να κυκλοφορήσει έτσι τον «Οδηγό ελληνικής δισκογραφίας». «Μόνο σε μία περίπτωση ίσως να μη διαβάσει το τραγούδι: αν ο παραγωγός μιλήσει ενδιάμεσα». Ενας λόγος παραπάνω ο παραγωγός να μην έχει... λόγο.
Δεν αποτελεί ελληνική επινόηση το Music Control. Υπάρχει εδώ και χρόνια στις ΗΠΑ, τον Καναδά και σε 20 χώρες της Ευρώπης, χωρίς όμως τα αποτελέσματα της στατιστικής να γίνονται ευρέως γνωστά. «Πρώτες απ' όλους ενδιαφέρονται οι δισκογραφικές εταιρείες», εξηγεί ο Π. Δραγουμάνος. «Οι μετρήσεις έχουν μεγάλη σημασία για την εμπορική τους πολιτική, αφού γνωρίζουν ότι ο κύριος τρόπος για να γίνει γνωστό ένα τραγούδι είναι το ραδιόφωνο». Οχι βέβαια ότι αυτό αποτελεί θέσφατο. Π.χ. το δημοφιλές «Down οn my knees» της Αγιο μεταδόθηκε κατά κόρον, αλλά δεν πούλησε στην Ελλάδα πολλά αντίτυπα. Οπως και το «Tonight» των Ρίμον που έμεινε για πολλές εβδομάδες στο Νο 1 του Music Control, χωρίς όμως να σημειώσει υψηλές πωλήσεις. «Λογικό δεν είναι;» λένε οι υπεύθυνοι των δισκογραφικών εταιρειών. «Γιατί να το αγοράσει κάποιος όταν επί έξι μήνες το ακούει όλη μέρα σε όλα τα ραδιόφωνα;».
Παίζονται λίγο, πουλάνε πολύ
Στον αντίποδα τώρα, ο ποπ Τζάστιν Τιμπερλέικ έχει ξεπεράσει τις 10 χιλιάδες CD, έστω κι αν μεταδίδεται ελάχιστα στο ελληνικό ραδιόφωνο, ενώ και οι Εβανέσενς έφτασαν τις 20 χιλιάδες αντίτυπα, χωρίς κάποιοι σταθμοί ξένου ρεπερτορίου να τους παίξουν έστω και μία φορά. Γενικά τα ξένα τραγούδια έχουν ανέβει τα τρία τελευταία χρόνια σε ραδιοφωνικές μεταδόσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί τα παίζουν και οι ελληνικοί ραδιοσταθμοί, ενώ αντιθέτως οι ξένοι παίζουν ελάχιστα ελληνικά κομμάτια και μάλιστα μόνο τα πολύ επιτυχημένα ποπ. Παπαρίζου λόγου χάρη. Ή και Χατζηγιάννη.
Εκτός από τις δισκογραφικές εταιρείες, πελάτες του Music Control είναι και οι ίδιοι οι ραδιοσταθμοί. «Προσπαθούν να κατανοήσουν τη στρατηγική των ραδιοσταθμών με υψηλές ακροαματικότητες», εξηγεί ο Π. Δραγουμάνος. Ειδικά με τα ροκ κομμάτια, ελληνικά ή ξένα. Αν κάποιος από τους μεγάλους ραδιοσταθμούς παίξει ένα ροκ κομμάτι ακολουθούν και οι υπόλοιποι, συνήθως με άλλα τραγούδια του ίδιου καλλιτέχνη. Για τα αποτελέσματα ενδιαφέρονται επίσης και οι καλλιτέχνες, που ζητούν να μάθουν πόσο ακούγονται οι επιτυχίες τους. Οπως και η Θεσσαλονίκη, που ενδιαφέρεται να ξέρει τι ακούγεται περισσότερο στην Αθήνα.
Τα δύο τελευταία χρόνια παρατηρείται μία στροφή των σταθμών σε παλιότερα τραγούδια. «Το 20% του ρεπερτορίου τους», λέει ο Π. Δραγουμάνος, «αποτελείται από επιτυχίες του παρελθόντος, όταν λίγο καιρό πριν δεν έπαιζαν ούτε ένα παλιό κομμάτι. Περιέργως, δε, τα παλιά ξένα τα παίζουν αρκετοί ραδιοσταθμοί με ελληνικό ρεπερτόριο». Προφανώς οι υπεύθυνοι προτιμούν τα σίγουρα και δοκιμασμένα χωρίς να ανοίγονται σε νέους ήχους. «Γι' αυτό και δεν ενδιαφέρονται ποιος θα παίξει πρώτος ένα καινούριο τραγούδι. Προτιμούν να το μεταδώσει κάποιος άλλος κι αν τελικά γίνει επιτυχία τότε το εντάσσουν στο πρόγραμμά τους».
Τα πιο μακρόβια τραγούδια είναι τα ελληνικά ροκ κομμάτια. Μαχαιρίτσας, Πορτοκάλογλου, οι Μπλε, ο Δημητριάδης παίζονται και μετά από πέντε κι έξι χρόνια. Σε αντίθεση με τα λαϊκά τραγούδια, που όταν φεύγουν από το τοπ σπάνια ξαναγυρίζουν. Υπάρχουν και τα περίεργα πάντως. Το «Πάμε Χαβάη» της Πρωτοψάλτη βρίσκεται τώρα στο Νο 2, αν και κυκλοφόρησε πέρυσι (asxetos). Εμφανίστηκε ξαφνικά στο προσκήνιο χωρίς κανείς να γνωρίζει το γιατί(auto swsto,kaneis den perimene thn epityxia tou). Ούτε καν η δισκογραφική εταιρεία, που άλλο τραγούδι... «έσπρωχνε» στην αρχή. Κι αν δεν υπήρχε το «Beggin'» που εδώ κι εβδομάδες δεν κουνιέται με τίποτα από το Νο 1, το «Πάμε Χαβάη» θα ανέβαινε στην κορυφή.
Οι περισσότεροι μεγάλοι ραδιοσταθμοί, πάντως, δεν ενδιαφέρονται για τους καθιερωμένους καλλιτέχνες. «Μόνο στους μικρούς ραδιοσταθμούς μετράει πια το όνομα του καλλιτέχνη», επισημαίνει ο Π. Δραγουμάνος. «Οι πιο εμπορικοί μπορεί να μεταδώσουν οτιδήποτε και ανεξάρτητα από πού προέρχεται, αρκεί να γνωρίζει επιτυχία. Παρ' όλα αυτά δεν παίζουν περισσότερα από 700 τραγούδια την εβδομάδα. Μερικά μεταδίδονται 40-50 φορές μέσα στο επταήμερο και κάποια άλλα μόνο δύο». Σημειώστε λοιπόν πόσες φορές ακούστηκαν τα πρώτα τραγούδια του 2007: Το «Ποιος έχει λόγο στην αγάπη» του Πλιάτσικα 15.371 φορές, το «Πες το δυνατά » 14.576 φορές, το «Summer Wine» 14.351 κ.ο.κ.
Οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες παλιότερα έπαιζαν ρόλο στη διαμόρφωση του προγράμματος. Η Μίνως, η Universal και η Sony έπαψαν πια να είναι πρωταγωνιστές. Στο παιχνίδι έχουν μπει τώρα και οι μικροί ανεξάρτητοι παραγωγοί, με πολλά από τα τραγούδια τους να εμφανίζονται ανάμεσα στα 100 πρώτα. Ενώ ρόλο παίζει, όχι πολύ μεγάλο είναι η αλήθεια, και το γεγονός πως ορισμένοι ραδιοσταθμοί είναι κοινής ιδιοκτησίας με κάποιες δισκογραφικές εταιρείες. Ο «Ρυθμός» παίζει ας πούμε πολύ συχνά καλλιτέχνες της Heaven, ενώ και ο όμιλος Γιαννίκου με ένα σωρό δισκογραφικές εταιρείες (Legend, Lyra, Virus κ.ά.) διαθέτει τρεις ραδιοσταθμούς για να «περνάει» τους καλλιτέχνες του.
- Αλλά ποια τραγούδια παίζονται περισσότερο στο ραδιόφωνο;
«Τα πετυχημένα ελληνικά κομμάτια παραμένουν για δύο και τρεις μήνες στις πρώτες θέσεις», επισημαίνει ο Π. Δραγουμάνος, «ενώ μέσα στο airplay τα συναντάμε για ένα εξάμηνο τουλάχιστον». Αντίθετα τα ραδιόφωνα εμφανίζονται πολύ πιο διστακτικά όσον αφορά τις ξένες επιτυχίες. Μάλλον δεν είναι συμπτωματικό ότι τα περισσότερα ραδιόφωνα με ξένο ρεπερτόριο βρίσκονται υπό καθεστώς αυστηρού playlist. Κάτι που, όμως, δεν βλέπουν όλοι αρνητικά: Ο διευθυντής προγράμματος του «Village 88,3» Κώστας Σιτόπουλος, του πρώτου σταθμού που ξεκίνησε το playlist στη χώρα μας, υποστηρίζει ότι «στην εποχή της εξειδίκευσης είναι φυσικό και οι σταθμοί να λειτουργούν με ανάλογη φιλοσοφία για να καταφέρουν να επιβιώσουν. Δεν μπορεί ένα ραδιόφωνο να παίζει μουσική για όλους, διότι όλοι θέλουν κάτι διαφορετικό να ακούσουν. Αν αφήσεις ελεύθερους τους παραγωγούς, επειδή ο καθένας τους θεωρεί ως "επιτυχίες" εντελώς διαφορετικά τραγούδια, το πρόγραμμα δεν θα έχει καμία ομοιομορφία».
- Κάθε πότε ανανεώνουν οι ραδιοσταθμοί το ρεπερτόριό τους;
«Μια φορά το μήνα και σε ποσοστό μόνο 10%. Υπολογίζω πως οι εμπορικοί ραδιοσταθμοί κάθε πέντε ώρες επαναλαμβάνουν το πρόγραμμά τους. Παίζουν ακριβώς το ίδιο, γιατί πιστεύουν ότι κανένας ακροατής δεν παραμένει συντονισμένος για περισσότερη ώρα στην ίδια συχνότητα», λέει ο Π. Δραγουμάνος. Ο διευθυντής του «Village» υποστηρίζει ότι «οι ακροατές επιθυμούν να ακούν διαρκώς τα ίδια κομμάτια. Ετσι δεν είμαστε όλοι μας; Οταν έχουμε ένα CD στο αυτοκίνητο και θέλουμε να μας φτιάξει η διάθεση δεν βάζουμε πάντα το αγαπημένο μας κομμάτι; Βαριέται κανείς να ακούσει ολόκληρο το CD».
Φυσικά δεν σκέφτονται όλοι έτσι. Το «Δεύτερο Πρόγραμμα» και ο «Μελωδία» είναι δύο ραδιόφωνα με ελληνικό ρεπερτόριο όπου οι παραγωγοί έχουν άποψη. «Το playlist υποβιβάζει το ραδιόφωνο στο ρόλο ενός i-pod, υπονομεύοντας τον ρόλο του, άρα και το μέλλον του», μας λέει ο Οδυσσέας Ιωάννου, διευθυντής του «Μελωδία». «Η θεωρία "μόνο επιτυχίες", που κολακεύει τις "ευκολίες" του κοινού, ακυρώνει όλη την περιπέτεια της μουσικής και του ραδιοφώνου, καθιστώντας το ένα κουτί που δεν "ενοχλεί", δεν προτείνει. Αισθάνομαι πως είμαστε όλοι κλεισμένοι σε ένα ασανσέρ αναγκασμένοι να ακούμε το σαξόφωνο του Κατσαρού».
Πάντως, είναι γεγονός πως το τελευταίο διάστημα φαίνεται μια αλλαγή προς το καλύτερο. Καλά ραδιόφωνα και χωρίς playlist, όπως ο «Kosmos» της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, ο «Best», ο «Εν Λευκώ» κ.ά. κερδίζουν όλο και περισσότερους ακροατές με συχνά απρόβλεπτο ρεπερτόριο.
Οι μετρήσεις του Music Control το αποδεικνύουν. Τι εστί Music Control; Ενα οργανωμένο δίκτυο με υπολογιστές που λειτουργεί από το 1999 και καταγράφει όσα τραγούδια μεταδίδουν καθημερινά οι σταθμοί. Στις μετρήσεις συμμετέχουν 31 συνολικά ραδιόφωνα (όλα τα μεγάλα ειδησεογραφικά, αθλητικά και μουσικά), 23 στην Αθήνα και 8 στη Θεσσαλονίκη. Σε κάθε τραγούδι περιέχεται ένα ηχητικό απόσπασμα πέντε-δέκα δευτερολέπτων το οποίο και αναγνωρίζει ο υπολογιστής προκειμένου να το καταγράψει. «Είναι άκρως αξιόπιστο σύστημα», υποστηρίζει ο υπεύθυνός του Πέτρος Δραγουμάνος, μαθηματικός, που έγινε κατ' αρχήν γνωστός όταν κατάφερε να αποθησαυρίσει ηλεκτρονικά όλα τα ελληνικά άλμπουμ και να κυκλοφορήσει έτσι τον «Οδηγό ελληνικής δισκογραφίας». «Μόνο σε μία περίπτωση ίσως να μη διαβάσει το τραγούδι: αν ο παραγωγός μιλήσει ενδιάμεσα». Ενας λόγος παραπάνω ο παραγωγός να μην έχει... λόγο.
Δεν αποτελεί ελληνική επινόηση το Music Control. Υπάρχει εδώ και χρόνια στις ΗΠΑ, τον Καναδά και σε 20 χώρες της Ευρώπης, χωρίς όμως τα αποτελέσματα της στατιστικής να γίνονται ευρέως γνωστά. «Πρώτες απ' όλους ενδιαφέρονται οι δισκογραφικές εταιρείες», εξηγεί ο Π. Δραγουμάνος. «Οι μετρήσεις έχουν μεγάλη σημασία για την εμπορική τους πολιτική, αφού γνωρίζουν ότι ο κύριος τρόπος για να γίνει γνωστό ένα τραγούδι είναι το ραδιόφωνο». Οχι βέβαια ότι αυτό αποτελεί θέσφατο. Π.χ. το δημοφιλές «Down οn my knees» της Αγιο μεταδόθηκε κατά κόρον, αλλά δεν πούλησε στην Ελλάδα πολλά αντίτυπα. Οπως και το «Tonight» των Ρίμον που έμεινε για πολλές εβδομάδες στο Νο 1 του Music Control, χωρίς όμως να σημειώσει υψηλές πωλήσεις. «Λογικό δεν είναι;» λένε οι υπεύθυνοι των δισκογραφικών εταιρειών. «Γιατί να το αγοράσει κάποιος όταν επί έξι μήνες το ακούει όλη μέρα σε όλα τα ραδιόφωνα;».
Παίζονται λίγο, πουλάνε πολύ
Στον αντίποδα τώρα, ο ποπ Τζάστιν Τιμπερλέικ έχει ξεπεράσει τις 10 χιλιάδες CD, έστω κι αν μεταδίδεται ελάχιστα στο ελληνικό ραδιόφωνο, ενώ και οι Εβανέσενς έφτασαν τις 20 χιλιάδες αντίτυπα, χωρίς κάποιοι σταθμοί ξένου ρεπερτορίου να τους παίξουν έστω και μία φορά. Γενικά τα ξένα τραγούδια έχουν ανέβει τα τρία τελευταία χρόνια σε ραδιοφωνικές μεταδόσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί τα παίζουν και οι ελληνικοί ραδιοσταθμοί, ενώ αντιθέτως οι ξένοι παίζουν ελάχιστα ελληνικά κομμάτια και μάλιστα μόνο τα πολύ επιτυχημένα ποπ. Παπαρίζου λόγου χάρη. Ή και Χατζηγιάννη.
Εκτός από τις δισκογραφικές εταιρείες, πελάτες του Music Control είναι και οι ίδιοι οι ραδιοσταθμοί. «Προσπαθούν να κατανοήσουν τη στρατηγική των ραδιοσταθμών με υψηλές ακροαματικότητες», εξηγεί ο Π. Δραγουμάνος. Ειδικά με τα ροκ κομμάτια, ελληνικά ή ξένα. Αν κάποιος από τους μεγάλους ραδιοσταθμούς παίξει ένα ροκ κομμάτι ακολουθούν και οι υπόλοιποι, συνήθως με άλλα τραγούδια του ίδιου καλλιτέχνη. Για τα αποτελέσματα ενδιαφέρονται επίσης και οι καλλιτέχνες, που ζητούν να μάθουν πόσο ακούγονται οι επιτυχίες τους. Οπως και η Θεσσαλονίκη, που ενδιαφέρεται να ξέρει τι ακούγεται περισσότερο στην Αθήνα.
Τα δύο τελευταία χρόνια παρατηρείται μία στροφή των σταθμών σε παλιότερα τραγούδια. «Το 20% του ρεπερτορίου τους», λέει ο Π. Δραγουμάνος, «αποτελείται από επιτυχίες του παρελθόντος, όταν λίγο καιρό πριν δεν έπαιζαν ούτε ένα παλιό κομμάτι. Περιέργως, δε, τα παλιά ξένα τα παίζουν αρκετοί ραδιοσταθμοί με ελληνικό ρεπερτόριο». Προφανώς οι υπεύθυνοι προτιμούν τα σίγουρα και δοκιμασμένα χωρίς να ανοίγονται σε νέους ήχους. «Γι' αυτό και δεν ενδιαφέρονται ποιος θα παίξει πρώτος ένα καινούριο τραγούδι. Προτιμούν να το μεταδώσει κάποιος άλλος κι αν τελικά γίνει επιτυχία τότε το εντάσσουν στο πρόγραμμά τους».
Τα πιο μακρόβια τραγούδια είναι τα ελληνικά ροκ κομμάτια. Μαχαιρίτσας, Πορτοκάλογλου, οι Μπλε, ο Δημητριάδης παίζονται και μετά από πέντε κι έξι χρόνια. Σε αντίθεση με τα λαϊκά τραγούδια, που όταν φεύγουν από το τοπ σπάνια ξαναγυρίζουν. Υπάρχουν και τα περίεργα πάντως. Το «Πάμε Χαβάη» της Πρωτοψάλτη βρίσκεται τώρα στο Νο 2, αν και κυκλοφόρησε πέρυσι (asxetos). Εμφανίστηκε ξαφνικά στο προσκήνιο χωρίς κανείς να γνωρίζει το γιατί(auto swsto,kaneis den perimene thn epityxia tou). Ούτε καν η δισκογραφική εταιρεία, που άλλο τραγούδι... «έσπρωχνε» στην αρχή. Κι αν δεν υπήρχε το «Beggin'» που εδώ κι εβδομάδες δεν κουνιέται με τίποτα από το Νο 1, το «Πάμε Χαβάη» θα ανέβαινε στην κορυφή.
Οι περισσότεροι μεγάλοι ραδιοσταθμοί, πάντως, δεν ενδιαφέρονται για τους καθιερωμένους καλλιτέχνες. «Μόνο στους μικρούς ραδιοσταθμούς μετράει πια το όνομα του καλλιτέχνη», επισημαίνει ο Π. Δραγουμάνος. «Οι πιο εμπορικοί μπορεί να μεταδώσουν οτιδήποτε και ανεξάρτητα από πού προέρχεται, αρκεί να γνωρίζει επιτυχία. Παρ' όλα αυτά δεν παίζουν περισσότερα από 700 τραγούδια την εβδομάδα. Μερικά μεταδίδονται 40-50 φορές μέσα στο επταήμερο και κάποια άλλα μόνο δύο». Σημειώστε λοιπόν πόσες φορές ακούστηκαν τα πρώτα τραγούδια του 2007: Το «Ποιος έχει λόγο στην αγάπη» του Πλιάτσικα 15.371 φορές, το «Πες το δυνατά » 14.576 φορές, το «Summer Wine» 14.351 κ.ο.κ.
Οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες παλιότερα έπαιζαν ρόλο στη διαμόρφωση του προγράμματος. Η Μίνως, η Universal και η Sony έπαψαν πια να είναι πρωταγωνιστές. Στο παιχνίδι έχουν μπει τώρα και οι μικροί ανεξάρτητοι παραγωγοί, με πολλά από τα τραγούδια τους να εμφανίζονται ανάμεσα στα 100 πρώτα. Ενώ ρόλο παίζει, όχι πολύ μεγάλο είναι η αλήθεια, και το γεγονός πως ορισμένοι ραδιοσταθμοί είναι κοινής ιδιοκτησίας με κάποιες δισκογραφικές εταιρείες. Ο «Ρυθμός» παίζει ας πούμε πολύ συχνά καλλιτέχνες της Heaven, ενώ και ο όμιλος Γιαννίκου με ένα σωρό δισκογραφικές εταιρείες (Legend, Lyra, Virus κ.ά.) διαθέτει τρεις ραδιοσταθμούς για να «περνάει» τους καλλιτέχνες του.
- Αλλά ποια τραγούδια παίζονται περισσότερο στο ραδιόφωνο;
«Τα πετυχημένα ελληνικά κομμάτια παραμένουν για δύο και τρεις μήνες στις πρώτες θέσεις», επισημαίνει ο Π. Δραγουμάνος, «ενώ μέσα στο airplay τα συναντάμε για ένα εξάμηνο τουλάχιστον». Αντίθετα τα ραδιόφωνα εμφανίζονται πολύ πιο διστακτικά όσον αφορά τις ξένες επιτυχίες. Μάλλον δεν είναι συμπτωματικό ότι τα περισσότερα ραδιόφωνα με ξένο ρεπερτόριο βρίσκονται υπό καθεστώς αυστηρού playlist. Κάτι που, όμως, δεν βλέπουν όλοι αρνητικά: Ο διευθυντής προγράμματος του «Village 88,3» Κώστας Σιτόπουλος, του πρώτου σταθμού που ξεκίνησε το playlist στη χώρα μας, υποστηρίζει ότι «στην εποχή της εξειδίκευσης είναι φυσικό και οι σταθμοί να λειτουργούν με ανάλογη φιλοσοφία για να καταφέρουν να επιβιώσουν. Δεν μπορεί ένα ραδιόφωνο να παίζει μουσική για όλους, διότι όλοι θέλουν κάτι διαφορετικό να ακούσουν. Αν αφήσεις ελεύθερους τους παραγωγούς, επειδή ο καθένας τους θεωρεί ως "επιτυχίες" εντελώς διαφορετικά τραγούδια, το πρόγραμμα δεν θα έχει καμία ομοιομορφία».
- Κάθε πότε ανανεώνουν οι ραδιοσταθμοί το ρεπερτόριό τους;
«Μια φορά το μήνα και σε ποσοστό μόνο 10%. Υπολογίζω πως οι εμπορικοί ραδιοσταθμοί κάθε πέντε ώρες επαναλαμβάνουν το πρόγραμμά τους. Παίζουν ακριβώς το ίδιο, γιατί πιστεύουν ότι κανένας ακροατής δεν παραμένει συντονισμένος για περισσότερη ώρα στην ίδια συχνότητα», λέει ο Π. Δραγουμάνος. Ο διευθυντής του «Village» υποστηρίζει ότι «οι ακροατές επιθυμούν να ακούν διαρκώς τα ίδια κομμάτια. Ετσι δεν είμαστε όλοι μας; Οταν έχουμε ένα CD στο αυτοκίνητο και θέλουμε να μας φτιάξει η διάθεση δεν βάζουμε πάντα το αγαπημένο μας κομμάτι; Βαριέται κανείς να ακούσει ολόκληρο το CD».
Φυσικά δεν σκέφτονται όλοι έτσι. Το «Δεύτερο Πρόγραμμα» και ο «Μελωδία» είναι δύο ραδιόφωνα με ελληνικό ρεπερτόριο όπου οι παραγωγοί έχουν άποψη. «Το playlist υποβιβάζει το ραδιόφωνο στο ρόλο ενός i-pod, υπονομεύοντας τον ρόλο του, άρα και το μέλλον του», μας λέει ο Οδυσσέας Ιωάννου, διευθυντής του «Μελωδία». «Η θεωρία "μόνο επιτυχίες", που κολακεύει τις "ευκολίες" του κοινού, ακυρώνει όλη την περιπέτεια της μουσικής και του ραδιοφώνου, καθιστώντας το ένα κουτί που δεν "ενοχλεί", δεν προτείνει. Αισθάνομαι πως είμαστε όλοι κλεισμένοι σε ένα ασανσέρ αναγκασμένοι να ακούμε το σαξόφωνο του Κατσαρού».
Πάντως, είναι γεγονός πως το τελευταίο διάστημα φαίνεται μια αλλαγή προς το καλύτερο. Καλά ραδιόφωνα και χωρίς playlist, όπως ο «Kosmos» της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, ο «Best», ο «Εν Λευκώ» κ.ά. κερδίζουν όλο και περισσότερους ακροατές με συχνά απρόβλεπτο ρεπερτόριο.
Re: Η στατιστική του σουξέ: ένα άρθρο για το musiccontrol
AmenSugar έγραψε: Πάντως, είναι γεγονός πως το τελευταίο διάστημα φαίνεται μια αλλαγή προς το καλύτερο. Καλά ραδιόφωνα και χωρίς playlist, όπως ο «Kosmos» της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, ο «Best», ο «Εν Λευκώ» κ.ά. κερδίζουν όλο και περισσότερους ακροατές με συχνά απρόβλεπτο ρεπερτόριο.
in this mad mad world
Re: Η στατιστική του σουξέ: ένα άρθρο για το musiccontrol
SUMFONO..immortal έγραψε:AmenSugar έγραψε: Πάντως, είναι γεγονός πως το τελευταίο διάστημα φαίνεται μια αλλαγή προς το καλύτερο. Καλά ραδιόφωνα και χωρίς playlist, όπως ο «Kosmos» της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, ο «Best», ο «Εν Λευκώ» κ.ά. κερδίζουν όλο και περισσότερους ακροατές με συχνά απρόβλεπτο ρεπερτόριο.
Re: Η στατιστική του σουξέ: ένα άρθρο για το musiccontrol
sosta epeidi epexan ena kommati pou den ine mamakia prepei na vgaloume akri....to Billboard na pliroforithei oti to BEGGIN remix anevike se polla club charts kai dance charts stin evrwpi apla den to esprwxan gia release....Sugar έγραψε:Η εβδομαδιαία βίβλος της μουσικής βιομηχανίας, το αμερικάνικο περιοδικό «Billboard», ανέθεσε σ' έναν συντάκτη να βρει πώς γίνεται το τραγούδι «Beggin'» να γνωρίζει επιτυχία μόνο στην Ελλάδα και πουθενά αλλού στον κόσμο. Σιγά μη βγάλει άκρη. .
Παρε ανασα και παμε...
Exei dikio to Antidoto.
To "Beggin" anevike sto No 1 se poles xores.
Tora gia ton pliatsika ti na leme......
Fonara o tipos..... 1 nota olo tou to repertorio.
An egine kai autos tragoudistis Bravo sto music control pou mas epivalei ti tha mas aresei, giati apo to na ton akoume oli ma oli tin imera, sigoura kapoia stigmi tha ton tragoudame oloi.
To "Beggin" anevike sto No 1 se poles xores.
Tora gia ton pliatsika ti na leme......
Fonara o tipos..... 1 nota olo tou to repertorio.
An egine kai autos tragoudistis Bravo sto music control pou mas epivalei ti tha mas aresei, giati apo to na ton akoume oli ma oli tin imera, sigoura kapoia stigmi tha ton tragoudame oloi.