6/3/2014
www.musiccorner.gr
Γράφει η Νάντια Κατσαρού
Μια σαββατιάτικη βόλτα στο Γκάζι αποτελεί πλέον για μένα πολιτισμικό σοκ. Και κοινωνικό συγχρόνως. Κι ας μην αναφερθώ στο ότι αν το έβλεπε ο Ιονέσκο, θα έσκιζε τα χειρόγραφά του και θα πήγαινε να γίνει μαραγκός. Γιατί η νυχτερινή ζωή της κρίσης μοιάζει με ανελέητο ξεσάλωμα. Τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως.
Στο Γκάζι πήγαινα πριν από κάτι χρόνια. Τώρα, πέρα από το ότι το θεωρώ ξεπεσμένο για τα γούστα μου (προτιμώ την κατάσταση που δημιουργείται προς Μεταξουργείο μεριά), δεν το αντέχει κι η τσέπη μου. Είπα όμως κάποια στιγμή να το ρίξω έξω και να περπατήσω (το τονίζω το «περπατήσω») στα μέρη που κάποτε άραζα.
Το πρώτο πράγμα που με εντυπωσίασε ήταν η προσέγγιση. Περιπέτεια κανονική. Υπολόγιζα πως η ουρά των αυτοκινήτων που έβλεπα να σχηματίζεται στην Ιερά Οδό, έφτανε ως το Αιγάλεω. Και αναρωτιόμουν αν ποτέ θα φτάσουν αυτοί οι άνθρωποι στο μαγικό αυτό μέρος. Καθώς σκεφτόμουν πως ήταν καλύτερα να μη φτάσουν και δούνε αυτήν την κατάντια και απογοητευτούν, έβλεπα αυτούς που κατέβαιναν από τα αμάξια τους για να μπούνε στα μεγάλα μαγαζιά με τις φίρμες και άλλαζα γνώμη. Αν ήταν ίδιοι, το Γκάζι ήταν φτιαγμένο για αυτούς. Εγώ έπρεπε να φύγω. Κι έφυγα. Για να χωθώ πιο μέσα. Μέγα λάθος.
Καμιά φορά απορώ. Περίμενα πως στον καιρό της κρίσης, οι άνθρωποι θα αποκτήσουν κρίση. Πως η κρίση θα καθορίσει αυτό που θα επικρατήσει. Πως θα επικρατήσει ο συνδυασμός υψηλή ποιότητα – χαμηλή τιμή. Το αντίθετο διαπίστωσα. Ποιότητα για τη μάζα (ενίοτε και για τα μπάζα) τιμή στα ύψη, αισθητική στον πάτο. Τα ντεσιμπέλ να σε ενοχλούν από χιλιόμετρα μακριά κι όταν πλησιάζεις να σε κακοποιούν κανονικά, αφού διαπιστώνεις πως ο ήχος δεν είναι μόνο δυνατός, αλλά και κακός. Χώρια ότι ακούς τουλάχιστον 5 διαφορετικές μουσικές ταυτόχρονα. Εφιάλτης. Παρ’ όλα αυτά, έξω από τα μαγαζιά, άνθρωποι κάθονται σαν χάνοι κρατώντας ένα ποτήρι αμφιβόλου ποιότητος ποτό στο χέρι, χωρίς καν να μπορούν να μιλήσουν, χωρίς καν να μπορούν να απολαύσουν μουσική, χωρίς καν να μπορούν να φλερτάρουν τις γκόμενες που σουλατσάρουν πάνω στα δεκαπεντάποντα.
Κάποτε βγαίναμε και κάναμε κέφι με τη μουσική. Χορεύαμε, χαζολογούσαμε, γελούσαμε, μπορούσαμε και μιλούσαμε. Και σίγουρα ήμασταν λιγότεροι. Δεν ξέρω πού βρίσκονταν τότε όλοι αυτοί που πλέον δε χωρούν στα τραπέζια μέσα κι έξω από τα μαγαζιά. Που κάθονται και κοιτούν τον κόσμο που περνάει, περιμένοντας να περάσει η ώρα, να γίνει πρωί και να πάνε σπίτια τους, χαρούμενοι που πέρασε κι αυτό το Σάββατο και δεν τους βρήκε να μιζεριάζουν κλεισμένοι στα σπίτια τους. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως πρόκειται για ζόμπι. Πως ξαμολήθηκαν για να επιβάλουν νεκρόφιλη τάση στη νυχτερινή διασκέδαση.
Ζόμπι καταντήσαμε. Χωρίς ζωή όλη τη βδομάδα, χωρίς χρήμα, χωρίς χρησιμότητα, αγωνιούμε για τη μία και μοναδική μέρα που θα το ρίξουμε έξω. Να πάμε εκεί που πάνε οι πολλοί, να γίνουμε ένα μ’ αυτούς, να τους δούμε και να μας δουν. Αλλά μέχρι εκεί. Να μη μιλήσουμε, γιατί δεν έχουμε και τι να πούμε. Να μη γελάσουμε, γιατί δεν έχουμε πια γέλιο, δεν έχουμε λόγους να γελάμε, έχουμε ενοχές όταν γελάμε. Έχουμε ενοχές όταν διασκεδάζουμε. Έχουμε ενοχές όταν κάνουμε φίλους, όταν ερωτευόμαστε, όταν αγκαλιαζόμαστε, όταν ζούμε.
Θα βγούμε μόνο και μόνο για να μη μας πνίξει το Σάββατο. Θα στριμωχτούμε, θα ακούσουμε όλες τις αδιάφορες μουσικές που θα παίζουν στο χώρο, θα κοιταχτούμε με όλα τα αδιάφορα βλέμματα που θα υπάρχουν γύρω μας, θα περάσει η ώρα, θα πάμε πάλι στο καβούκι μας.
Όλα αυτά τα αδιάφορα βλέμματα, βράδυ Σαββάτου στο κέντρο της αθηναϊκής διασκέδασης, συνεχίζονται και κατά τη διάρκεια της εβδομάδας. Όλη αυτή η μιζέρια συνεχίζεται στην καθημερινότητα και γίνεται συνήθεια. Είναι η καθημερινή ζωή στην Ελλάδα της κρίσης. Θλίψη, μιζέρια, συνήθεια, αδιαφορία. Και κάθε φορά πιο έντονα. Κάθε φορά και πιο χάνοι μπροστά στην πραγματικότητα. Κάθε φορά και πιο ζόμπι απέναντι στη μιζέρια. Κάθε φορά και πιο αδύναμοι να την αντιμετωπίσουμε.
Αναρωτιέμαι τι θα μπορούσε να είναι αυτό που θα μας ταρακουνήσει και θα μας ξυπνήσει. Αφού η κρίση δε μας έκανε να αντιδράσουμε, αλλά μας νάρκωσε περισσότερο, μάλλον μας αξίζει. Ας την απολαύσουμε λοιπόν, κοιτώντας την αδιάφορα με ένα ποτήρι αμφιβόλου ποιότητος ποτό στο χέρι…