Γράφει ο Τάσος Κριτσιώλης
Πέμπτη, 29 Μαΐου 2014
———————————————————–
“Νοσταλγία” (Βασίλη Τσιτσάνη) Δήμητρα Γαλάνη |
Η μεταπολίτευση του 1974 εκτός από τη δημοκρατία και την επανάκτηση όλων των ελευθεριών, έφερε και τον «καταρράκτη» του λεγόμενου πολιτικού τραγουδιού. Κάθε συνθέτης και στιχουργός που σεβόταν τον εαυτό του, έπρεπε να γράφει κομμάτια για να τονώσει το «αγωνιστικό» αίσθημα ενός λαού που μόλις είχε βγει από μια δικτατορία επτά ετών κι έψαχνε να βρει τις ισορροπίες του.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης ουδέποτε διεκδίκησε ρόλο «αντιστασιακού» στη δουλειά του. Είχε τις απόψεις και τις θέσεις του αναφορικά με όσα συνέβαιναν γύρω του, αλλά παράλληλα κι ένα μοναδικό προσόν να περνάει με αλληγορικό τρόπο τα μηνύματα που ήθελε μέσα στα τραγούδια του, χωρίς να γίνονται αντιληπτά με το πρώτο άκουσμα. Τρανταχτό παράδειγμα τα «Κάνε λιγάκι υπομονή» και «Ακρογιαλιές-δειλινά» που μιλούσαν για τη σκλαβωμένη Ελλάδα της Κατοχής, μα ουδείς αντιλήφθηκε κάτι τέτοιο μέσα από την περίτεχνη αλληγορία που χρησιμοποίησε…
Φυσικά, μόνο αδιάφορο δεν τον άφησε η πτώση της δικτατορίας. Έτσι, στον πρώτο «μεταπολιτευτικό» δίσκο του που κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1975 με τίτλο «Σκοπευτήριο» και καινούργια τραγούδια έπειτα από αρκετά χρόνια, έγραψε τη «Νοσταλγία». Όσο δύσκολη κι αν είναι η παραμικρή προσπάθεια κατάταξης ενός κολοσσιαίου και μυθικού έργου όπως αυτό του Τσιτσάνη, θα τολμήσω να πω ότι αυτό το κομμάτι συγκαταλέγεται μέσα στα 20 καλύτερα που έγραψε ο μέγιστος λαϊκός δημιουργός…
Όποιος ακούσει τους στίχους για πρώτη φορά, θα θεωρήσει ότι πρόκειται για μια ερωτική σχέση που τελείωσε. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Ο «Τσίλας» αναφέρεται στη χούντα, ακόμη μια φορά με αλληγορικό τρόπο. Μιλάει για «χρόνια» που «πήγανε χαράμι», για το λαό που πλήρωσε «με της καρδιάς το αίμα» και της λέει «τους όρκους ρίξε στο ποτάμι». Παράλληλα όμως, δείχνει κατά κάποιο τρόπο μια επιείκεια απέναντί της με το «χαλάλι τράβα στο καλό», θέλοντας να πει πως ότι έγινε, έγινε και τώρα η χώρα πρέπει να τραβήξει μπροστά, μαθαίνοντας από τα λάθη της…
Πέραν του στίχου, αξίζει ν’ αναφερθούμε και στη μελωδία. Είναι από τις ελάχιστες φορές, στη σχεδόν πενηντάχρονη πορεία του στο χώρο, που ο Τσιτσάνης γράφει μια λαϊκή καντάδα, συνοδεία μόνο μιας κιθάρας κι ενός μπουζουκιού και το αποτέλεσμα μόνο μαγικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Μοιάζει με τραγούδι αποχαιρετισμού, σαν ρέκβιεμ σε μια περίοδο που έφερε τόσες συμφορές στην Ελλάδα, χωρίς βεβαίως σε καμία περίπτωση αυτό να σημαίνει ότι ο συνθέτης ταυτιζόταν με τη χούντα. Ήθελε απλώς να εκφράσει την ικανοποίησή του για τις πολιτικές εξελίξεις, δίνοντας τόπο στην οργή για όσα πέρασε η χώρα μας κάτω από τη μπότα των στρατιωτικών…
Όμως, εκτός από μουσική και στίχο, το τραγούδι είναι κι ερμηνεία και τούτο δω είχε την τύχη ν’ αποκτήσει τη φωνή της Δήμητρας Γαλάνη. Ο Τσιτσάνης τη θεωρούσε εξαιρετική τραγουδίστρια στο λαϊκό είδος -κάτι που η ίδια μάλλον δεν πίστευε, ούσα ταγμένη εξ αρχής στο «έντεχνο»- και της εμπιστεύτηκε ένα μέρος από τα νέα τραγούδια που έγραψε για το «Σκοπευτήριο». Αντί σχολίου, θα σας προτρέψω να πατήσετε το play και να την ακούσετε!
———————
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…