Γράφει η Ειρήνη Ζαβιτσάνου
Φωτογραφίες: Στάθης Κατάρας

Ένα από τα πιο πετυχημένα και αγαπημένα φεστιβάλ της Ελλάδας, το Φεστιβάλ Αρβανίτσας έλαβε για 9η χρονιά χώρα το 3μερο 15-16-17 Ιουλίου. Πρόκειται για έναν θεσμό που ξεκίνησε δειλά πριν αρκετά χρόνια (το 2012) και πλέον κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις στην ατζέντα του απανταχού μουσικόφιλου κοινού. Προφανώς δεν είναι μόνο …τόπος συνάντησης. Είναι  αφορμή; Ανάγκη; Άποψη; Στάση; Τρόπος ζωής; Είναι αυτά και άλλα τόσα μαζί. Είναι μια εμπειρία που την ζεις και κάθε χρόνο θέλεις να την εμπλουτίζεις κι άλλο. Οι «συναυλιακοί» και οι «φεστιβαλικοί» μοιάζουν να έχουν τον δικό τους κώδικα, είναι μύστες ενός σύμπαντος που «όλα στραβά γινήκανε και όλα είναι ωραία». Σε αυτό το μουσικό σύμπαν, δεν μεταφέρεσαι αυτόματα όταν πατάς το πόδι σου στην Αρβανίτσα, είναι κάτι που το κουβαλάς μέσα σου, είναι εκεί που κατοικεί η ψυχή σου.

Διοργανωτής ο  Ελληνικός Ορειβατικός Σύνδεσμος Κυριακίου, ο οποίος επί σειρά ετών πραγματοποιεί με επιτυχία, ένα από τα μεγαλύτερα ελληνικά μουσικά φεστιβάλ. Σε μια σύντομη συνομιλία που είχαμε με τον υπεύθυνο, μας γνωστοποίησε ότι αυτή τη χρονιά, η επιτυχία ήταν μεγαλύτερη από την αναμενόμενη, καθώς η προσέλευση του κοινού αποτέλεσε ρεκόρ. Λογικό και επόμενο αν αναλογιστεί κανείς την απουσία του φεστιβάλ τα τελευταία χρόνια λόγω Covid. Το στερηθήκαμε και ήρθε η ώρα να το πάρουμε πίσω!

To τελικό Line Up το ξέρεις από νωρίς και γνωρίζεις ότι πάντα θα υπάρχουν μέσα σε αυτό κάποια από τα πιο ηχηρά και αγαπημένα ονόματα της εγχώριας έντεχνης και ροκ  μουσικής σκηνής.
Την πρώτη μέρα μας υποδέχθηκαν ο Θανάσης  Παπακωνσταντίνου και η Μελίνα Κανά, μαζί με τους Δημήτρη Ζερβουδάκη, Γεωργία Νταγάκη καθώς και την Γεωργία Παλαιολόγου.
Την δεύτερη μέρα οικοδεσπότες ήταν ο Γιάννης Αγγελάκας και ο Σωκράτης Μάλαμας. Μαζί τους η Ιουλία Καραπατάκη, ο Φώτης Σιώτας, ο Πέτρος Μάλαμας αλλά και οι «Sailing Driftwords» στο opening.
Tην τρίτη και τελευταία μέρα ήταν ο Εισβολέας, ο Βέβηλος και «The Last Verse».

Μέρα 1η: Παρασκευή 15 Ιουλίου
Ξεκινάς να ανηφορίζεις με εκείνη τη λαχτάρα που είχες παιδί για το πρώτο καλοκαιρινό μπάνιο ή το πρώτο παγωτό. Φτάνοντας,  διαπιστώνεις ότι το βουνό των Μουσών σε περιμένει και όλα είναι –σχεδόν– έτοιμα να υποδεχτούν ένα ακόμη τριήμερο που θα σου χαρίσει και θα σου εξασφαλίσει βαθιές μουσικές – ζωτικής σημασίας ανάσες. Εκεί, στο εντυπωσιακό οροπέδιο του Ελικώνα, ανάμεσα στα έλατα σε ένα πανέμορφο φυσικό περιβάλλον, ετοιμάζεσαι είτε να ξαναζήσεις την εμπειρία του φεστιβάλ, είτε να πάρεις το βάπτισμα του πυρός (γιατί θεώρησε δεδομένο ότι αν έρθεις μια φορά, θα συνεχίσεις να το κάνεις και τα επόμενα χρόνια).

Στο opening η Γεωργία Παλαιολόγου είχε μια ευχάριστη παρουσία με την ερμηνεία του «Αφούση» να ξεχωρίζει.

Ακολούθησε το «δίδυμο» Ζερβουδάκη – Νταγάκη οι οποίοι μας κράτησαν παρέα για μια ώρα περίπου με «Τα ανείπωτα» από τον πρώτο και την «Τίγρη» από την δεύτερη να είναι από τις πιο δυνατές στιγμές τους ενώ μας αποχαιρέτησαν με το «Γράμμα σε έναν ποιητή».

Τα καπνογόνα γίνονται περισσότερα, η ανυπομονησία αρχίζει να διακρίνεται στα πρόσωπα του κοινού. Η ώρα του Θανάση έφτασε. Αν μας ρωτάτε, ναι, υπήρχε κόσμος που πήγε σερί το τριήμερο στις συναυλίες του στο Κατράκειο και μετά τον ακολούθησε ως εδώ. “Τέτοιοι είναι αφού”! Αχόρταγοι; Ακόρεστοι; Θανάσης γαρ, θα σας απαντήσουν. Και εμφανίστηκε στη σκηνή -με τι άλλο- από το San Michel γιατί …έλειπε καιρό. Τέσσερα χρόνια δίχως συναυλίες του είναι πολλά. Η Μελίνα Κανά ερμήνευσε μαζί με τον Θανάση τον «Στυλίτη», μεταφέροντάς μας πίσω σε αλλοτινές εποχές με μια έντονη εσάνς γλυκιάς νοσταλγίας. Έπειτα, ερμήνευσε το «αερικό» μέσα σε μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα, ευχαριστώντας δημόσια και εμφανώς συγκινημένη τον Θανάση Παπακωνσταντίνου που της «χάρισε» αυτό το τραγούδι.

Σε δέκα μόλις λέξεις ο Θανάσης συνόψισε το σχόλιό του για την δικαιοσύνη: «Η δικαιοσύνη δεν είναι μόνο ταξική αλλά είναι και τοξική». Δεν χρειαζόταν να πει κάτι παραπάνω. Ακολούθησε ο «Διάφανος». Εκείνος τα είπε όλα σε μια φράση, εμείς αξίζει να σημειώσουμε ότι είτε αναφερόμαστε στην υπόθεση Λιγνάδη, είτε σε εκείνη του απεργού πείνας Γιάννη Μιχαηλίδη, το ντόμινο αντιδράσεων καλά κρατεί, τόσο στον καλλιτεχνικό χώρο αλλά και στους απλούς πολίτες. Η αστική υποκρισία εν γένει έρχεται και κουμπώνει με την αναξιοκρατία, δημιουργώντας ισχυρούς κοινωνικούς κραδασμούς. Πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε όλοι, ότι εμείς είμαστε οι βασανισμένοι ενήλικες που παλεύουμε για τους βιασμένους ανήλικους. Βασανισμένοι γιατί μετά από τόσα χρόνια υποτιθέμενης δημοκρατίας στη χώρα μας, εκείνη μας κερνάει νοθευμένα ποτά. Το γνωστό πλέον πανό «βιαστής είναι», μπορεί να έλειπε από το συγκεκριμένο φεστιβάλ αλλά υψώθηκε στη συναυλία του Θανάση στο Κατράκειο, όπου ο ίδιος μίλησε πάλι για αυτή την ταξική-τοξική δικαιοσύνη και τον ήλιο αυτής που δεν είναι νοητός αλλά …ανόητος.

Το «Σιμούν» είναι το αγαπημένο μου τραγούδι. Το δικό μου και κάποιων χιλιάδων Θανασακικών ακόμη. Ο Θανάσης έχει πάρει ο ίδιος την …πειρατική σημαία και την ανεμίζει πάνω στην σκηνή, η διπλανή μου έχει ανέβει στις πλάτες του αδερφού της και τραγουδά όσο πιο δυνατά μπορεί, όλο το δάσος φωτίστηκε από τα καπνογόνα και το κοινό μια μάζα που παραληρεί και όλοι μαζί «σαλπάρουμε στη θάλασσα πεζοί». Το «Σιμούν» δεν είναι τραγούδι, είναι ποίηση μεστή, συνώνυμο του Θεσσαλού τραγουδοποιού. Αυτού που τον έχουμε στο βάθρο για τόσους πολλούς λόγους αλλά κυρίως γιατί ο τρόπος σκέψης του που εξωτερικεύεται και επικοινωνείται μέσα από τα τραγούδια του, δεν είναι  πασαλείμματα πάνω σε μουσαμάδες αλλά έργα τέχνης, ζωγραφισμένα με μεράκι και με τα χρώματα της ψυχής.

Ας μην αναλωθούμε σε κλισέ τύπου  ο Θανάσης είναι μουσική ιδιοφυία και τα συναφή. Προφανώς και είναι. Από τις μεγαλύτερες που πέρασαν ποτέ από τον τόπο μας. Αυτό το έχουμε χωνέψει, δεν αποτελεί κανένα νέο. Εκείνο όμως που σε κάνει να τον θαυμάζεις κάθε φορά και περισσότερο είναι ότι όταν μιλάει  δημόσια –δεν το κάνει και συχνά– έχει αλισβερίσι μόνο με την «ουσία». Δεν γνωρίζω πολλούς τέτοιους, για την ακρίβεια ξέρω ελάχιστους.

Την «Ηλιόπετρα» την ακούσαμε δις γιατί όπως είπε ο Θανάσης είναι …ψείρας και θα την τραγουδήσει ξανά γιατί  κάπου έχασε κάτι νότες. Απόψε τη σελήνη δεν μπορούσε να την γελάσει κανείς και εκείνη έγινε μια μεγάλη αγκαλιά, από αυτή που τόσο βάναυσα στερηθήκαμε τα τελευταία δύο χρόνια και τους χώρεσε όλους: παρόντες, απόντες, χαμογελαστούς και αγέλαστους, θλιμμένους και χαρούμενους, ευτυχισμένους και δυστυχισμένους. Ήρθε ο αστερισμός της Ανδρομέδας να μας κάνει να ξεγλιστρήσουμε σε κόσμους όμορφα και ευγενικά φτιαγμένους, να μας  υπενθυμίσει ότι «κάτω απ’ το μαξιλάρι» υπάρχουν «Ορυχεία» σκοτεινά… Για να κλείσει η βραδιά μας όμορφα έπρεπε να φυσήξει αυτός ο άνεμος ο σαρωτικός: ο Πεχλιβάνης που ήρθε από μακριά!

Από τη σκηνή έλειπε ο Αλέξανδρος Κτιστάκης, καθώς είχε το ρόλο του «κουρδιστή», ενώ ακούσαμε αρκετά τραγούδια του Θανάση από τον Γιάννη Λίταινα. Ο Δημήτρης Μυστακίδης  ερμήνευσε ένα καινούριο τραγούδι, «το Γεράκι», αφιερωμένο σε όλους όσους έχουν υποστεί bulling. Και δεν είναι λίγοι… νέο τραγούδι ακούσαμε και από τον Κωσταντή Πιστιόλη.

Σημαντικός και ξεχωριστός ο ρόλος των πνευστών καθώς τόσο στη συναυλία του Θανάση αλλά και τη δεύτερη μέρα, «βγήκαν μπροστά» δημιουργώντας μια ιδιαίτερη αίσθηση. Έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, δίνοντας πρωτότυπο και ξεχωριστό χαρακτήρα στο ακουστικό αποτέλεσμα.

Μέρα 2η : Σάββατο 16 Ιουλίου
Οι Sailing Driftwoods άνοιξαν από νωρίς τη δεύτερη κατά σειρά μέρα του φεστιβάλ. Ακούσαμε δυνατό, καθαρό ροκ και μας άρεσε. Η μπάντα ανταποκρινόμενη στην ανάγκη του κοινού που κατέφθανε διψασμένο για μουσική, νότες, μελωδίες, χαρά και ζωή. Ζωή που του έλειψε τα δύο τελευταία χρόνια. Ήταν ένα «ζέσταμα» για το γνήσιο ροκ που ακολούθησε από τον Γιάννη Αγγελάκα.

Αυτή η ψυχεδελική μορφή και ψυχή του ροκ τραγουδιού, ανέβηκε στη σκηνή και αφού μας καλωσόρισε στο βουνό των Μουσών, έδωσε τη δική του performance, σχεδόν 2 ώρες χωρίς το παραμικρό διάλειμμα. Εξάλλου, μας έχει συνηθίσει ο Γιάννης Αγγελάκας  σε αυτή την πύκνωση της ενέργειας, σε αυτό το non stop ρυθμό αλλά και στο περίσσευμα ψυχής. Ξεκίνησε με το «ακόμα περπατάω»», όπου τον ρόλο των πνευστών που λέγαμε πριν, σιγοντάρουν εδώ τα τύμπανα και οι ηλεκτρικές εφαρμογές και μας δείχνει τα μονοπάτια που θα ακολουθήσουμε. Τα γνώριμα, αυτά που σε κάνουν να βάζεις φωτιά σε ότι καίει, σε ότι σου τρώει  την ψυχή. Το βλέμμα στη σκηνή και στον Αγγελάκα σαν να μην πέρασε μια μέρα από την εποχή που ακόμη σαν παιδί κοπανιόσουν με τα τραγούδια από τις «Τρύπες». Δεν σταματάς να τον κοιτάζεις, να τον θαυμάζεις, να χαμογελάς, να  χτυπιέσαι, να σταματάς να τραβήξεις βιντεάκι για να «κρατήσεις τη στιγμή», αυτή τη στιγμή που ο καθένας την κάνει δική του και την φυλακίζει όπως εκείνος γνωρίζει καλύτερα, όπως το ζευγάρι δίπλα που φιλιόταν και ψιθύριζαν αγκαλιά «ακούω την αγάπη». Ναι, από τις ομορφότερες και συνάμα πιο λιτές εικόνες που μυρίζουν απόλυτη καθαρότητα, μακριά από φτιασιδώματα και δηθενιές…

«Στείλε μου αν θέλεις λίγη, μόνο λίγη, τόση δα, δικαιοσύνη και για μένα», τραγουδούσε μαινόμενος ο Αγγελάκας και ήταν το τραγούδι όπου η σιωπή δεν απέχει από την κραυγή. Αυτήν την κραυγή που βγάλαμε όλοι ζητώντας τα αυτονόητα που έγιναν ζητούμενα, αυτήν την κραυγή για δικαιοσύνη ή μάλλον για την απουσία, την έλλειψη της και σαφώς για τις διακρίσεις της. Εμείς πάντως, με αρχηγό τον Γιάννη Αγγελάκα  τραγουδήσαμε δυνατά, για να το ακούσουν όλοι, «θα ανατέλλω». Δεν ξέρω αν ισχύει ότι «ο χαμένος τα παίρνει όλα» αλλά σίγουρα έχοντας μια «ταξιδιάρα ψυχή», σιγά μην κλάψω σιγά μην φοβηθώ!

Ο ήχος αυτή την δεύτερη μέρα είναι πιο δυνατός και πιο καθαρός. Ο ρυθμός, ο παλμός, το διάχυτο πάθος του κοινού, πλήρως εναρμονισμένα με αυτά της μπάντας. Ένα μικρό διάλειμμα να πάρουμε βαθιές ανάσες, να κάτσουμε λίγο κάτω για να συνεχίσουμε με τον Σωκράτη και τους μουσικούς του.

Ο Σωκράτης Μάλαμας, βγήκε στη σκηνή  χαρούμενος. Διέκρινες στο πρόσωπό του το «στόμα που γελά», που θα έλεγε και ο φίλος του ο Θανάσης. Αναρωτιόμουν αν θα ικανοποιήσει την επιθυμία μας να μας πει όλα τα αγαπημένα τραγούδια. Δεν μας απογοήτευσε. Συνολικά, ακούσαμε …52 τραγούδια του! Ο Σωκράτης, η Ιουλία, ο Πέτρος, ο Φώτης, ερμήνευσαν συνολικά όλα τα τραγούδια που θέλαμε να ακούσουμε.

Ξεκινώντας να ρέει «το κρασί στο αίμα», μας ταξίδεψε μια «βόλτα στα βαθιά» και συνεχίσαμε ευτυχείς, λυπημένοι και πότες, αναζητώντας το ζητιανόξυλό μας στην Ελλάδα και στην Αμερική και καταλήξαμε στον κήπο όπου συναντήσαμε τη Νεράιδα και την Πριγκιπέσσα. Τον ακούς να φωνάζει «ελάτε πουλάκια μου» και τα νοήματα των τραγουδιών έχουν αρχίσει να χορεύουν στο μυαλό σου (ή μήπως το είχαν κάνει ήδη πριν ξεκινήσεις να χορεύεις κανονικά;) Η συνολική εμπειρία ακρόασης που μπλέκεται με αυτή της διονυσιακής μέθεξης, σε πάει αυτόματα σε ένα μαγικό σύμπαν που  όλα είναι καθάρια και τίποτα δεν μπορεί να τα λεκιάσει. «Του ασώτου» ήταν το τραγούδι που αφιέρωσε ο Σωκράτης στον Θανάση. Τον λόγο τον ξέρει μάλλον ο ίδιος, εμείς δεν έχουμε ιδέα! Όλοι μοιάζουν …ακούραστοι σήμερα! Αρχής γενομένης από τον Γιάννη Αγγελάκα που τραγουδούσε σερί σχεδόν δύο ώρες, βλέπεις τώρα και τον Σωκράτη με την Ιουλία σαν «ξωτικά» να συνεχίζουν να μας μαγεύουν τραγουδώντας αδιάκοπα, εναλλάσσοντας τη σκυτάλη μέχρι να λαβώσουν το χρόνο.

Ο κόσμος βράζει, «ένα καμίνι με καταπίνει» και η Ιουλία Καραπατάκη με το γνώριμο αξιολάτρευτο παιδικό της χαμόγελο, μας ρίχνει «στη φωτιά» και «φορώντας τα μεταξωτά» την είδαμε να εμφανίζεται ως άλλη «Περσεφόνη», κόβοντας μας με «της μνήμης το μαχαίρι». Υπέροχος ο Φώτης Σιώτας στο «Πάλι παιδί» και μοναδική ερμηνεία στο «Αερικό».

Το «τσιγάρο ατέλειωτο» μάλλον προμηνύει την αρχή του τέλους της βραδιάς για να έρθουν τα «Παξιμάδια» να σε παρασύρουν στις όχθες του Αχέροντα, να νιώθεις την κούραση σαν πέπλο να αρχίζει να σε τυλίγει αλλά να μην την φοράς, να θες να μείνεις λίγο ακόμη, λίγο ακόμη με το κοντομάνικο, λίγο ακόμη με τον Σωκράτη και την παρέα του και την παρέα σου. Λίγο ακόμη με αυτή τη θέα στη σκηνή και κάτω από τη σκηνή, να σου κόβει την ανάσα και να δυσκολεύεσαι να την αποχωριστείς.

Αφού έχεις πιει άφθονο τσίπουρο ή μάλλον δεν έχεις σταματήσει να πίνεις πέραν των διαλειμμάτων για ύπνο, αφού τα πόδια σου δεν σε κρατάνε πια από το πολύ χοροπηδητό (οκ δεν είμαστε εικοσάχρονα!), αφού η φωνή σου βγαίνει με δυσκολία και είναι πιο μπάσα και από του πατέρα σου και αφού ακούς τον Σωκράτη να λέει «παγώσανε τα χέρια μας, δεν μπορούμε να παίξουμε άλλο» συνειδητοποιείς ότι μάλλον πρέπει να κατευθυνθείς προς το αυτοκίνητο που είναι και δύο – τρία χιλιόμετρα μακριά. Κατηφορίζοντας, κάνεις και μια στάση στο Κυριάκι για τα τελευταία καραφάκια. Στα φεστιβαλικά ταξίδια λοιπόν, σε αυτά που έζησες και στα επόμενα, σε αυτά που σου δημιουργούν την αίσθηση της προσδοκίας και θα σε μεταφέρουν νοερά αλλού. Εκεί που χρειάζεται να μαζέψεις όσο καλοκαίρι μπορείς για να έχεις απόθεμα το χειμώνα και κάπου να ανατρέχεις, να σκουντάς τις θύμησες και να χαμογελάς, να βλέπεις τα βιντεάκια και τις φωτογραφίες και να γυρνάς στη σκηνή στο δάσος στην Αρβανίτσα, να ακούς τον Πεχλιβάνη και εκείνος να φυσάει τόσο δυνατά που θα φέρνει την κάθαρση και την δικαιοσύνη…

Κλικ εδώ για φωτορεπορτάζ από την τρίτη ημέρα του Φεστιβάλ Αρβανίτσας

——————-

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του MusicCorner.gr…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here