Γράφει ο Δημήτρης Κονιδάρης

Η 26η Φεβρουαρίου 2025 θα μείνει στην ιστορία ως μια ακόμα ημέρα θλίψης και πένθους για το ελληνικό τραγούδι με την ανακοίνωση της εκδημίας του αγαπημένου  ερμηνευτή Μανώλη Λιδάκη.  Στο χθεσινό άρθρο του Musiccorner.gr μπορείτε να δείτε ορισμένα βασικά σημεία της αξιοθαύμαστης και αξιέπαινης πορείας του αλλά στο παρόν, σύντομο, κείμενο θα αρκεστούμε στο να αναφέρουμε μερικές σκέψεις και κρίσεις για τον εκλιπόντα, υποσχόμενοι ότι στο μέλλον θα υπάρξει αναλυτικότερο αφιέρωμα. Άλλωστε στον ηλεκτρονικό τύπο παρατίθενται από εχθές πάμπολλα αφιερώματα για τη  ζωή του και την καριέρα του και δεν θεωρούμε ότι θα προσέθετε προσώρας κάτι αναγκαίο μια ακόμα καταγραφή των ανωτέρω.

Ο Λιδάκης ήταν αναμφισβήτητα ένας από τους πλέον καλλίφωνους τραγουδιστές της γενιάς που γεννήθηκε τη δεκαετία του 1960. Μια φωνή που είχε γλυκύτητα, μελωδικότητα, καθαρότητα, φρεσκάδα, πλαστικότητα, κρυστάλλινο χρώμα και, συνεπώς, εξαιρετική ποιότητα. Μια ξεχωριστή και ευκόλως αναγνωρίσιμη φωνή που απέδιδε με χαρακτηριστική άνεση οτιδήποτε αναλάμβανε. Η αυθεντικότητα της φωνής αυτής θύμιζε σε μεγάλο βαθμό τις προηγούμενες δεκαετίες με εμφανή, θεωρώ, την προσπάθεια του Κρητικού τραγουδιστή να κρατήσει ψηλά τη σημαία που είχαν υψώσει ερμηνευτές όπως ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης, ο Ξυλούρης, ο Πουλόπουλος, ο  Μητσιάς, ο Νταλάρας, ο Χαλκιάς, κ.α.

Ερμήνευσε πολλά τραγούδια που έγιναν επιτυχίες κυρίως τη δεκαετία του 1990, σε μια εποχή που είχε εισέλθει η κρίση στο ελληνικό τραγούδι και είχε μειωθεί αισθητά η ποσότητα των αριστουργηματικών έργων τα οποία είχαμε συνηθίσει στο διάστημα 1960-1980 αλλά και τη δεκαετία του 1980. Όμως, η παρακμή του ελληνικού τραγουδιού στη δεκαετία του 1990 ήταν πασιφανής και δεν αφορούσε μόνο τη δημιουργία μουσικών έργων αλλά και την προβολή αυτών αφού είχε επικρατήσει άλλου είδους τραγούδι, σαφέστερα λιγότερο ποιοτικό και περισσότερο ευτελές. Εντούτοις, ο Μανώλης Λιδάκης κατάφερε να αποδώσει πολλά τραγούδια που έγιναν επιτυχίες και, το κυριότερο, ήταν αξιόλογα σε μια δύσκολη εποχή, κάτι που κάνει το κατόρθωμά του ακόμα πιο αξιοπρόσεκτο. Έτσι, κατάφερε να αποτελέσει έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους του νεότερου έντεχνου ελληνικού τραγουδιού, όπως και του λαϊκού. Έγινε ιδιαιτέρως αναγνωρίσιμος και αναμφιβόλως η φωνή του «εφύλαττε Θερμοπύλας» προσπαθώντας να στηρίξει την καλή ελληνική μουσική κάτι που πέτυχε σε μεγάλο βαθμό.

Σίγουρα η εποχή που γεννήθηκε του έδωσε τα κατάλληλα ερεθίσματα για να καλλιεργήσει τον μουσικό του κόσμο αλλά η ύστερη εποχή από το 1980 και μετά δεν τον ευνόησε όσο θα έπρεπε. Στα χρόνια που ανδρώθηκε επαγγελματικά έπρεπε να παλέψει όχι μόνο με τον κλασικό ανταγωνισμό στη δισκογραφία αλλά και με την προαναφερόμενη παρακμή του ελληνικού τραγουδιού. Αν είχε γεννηθεί κάποια χρόνια νωρίτερα, όπως οι Γ. Νταλάρας, Μ. Μητσιάς και Λ. Χαλκιάς, θα είχε την ευκαιρία να ερμηνεύσει περισσότερα τραγούδια των κολοσσιαίων ερμηνευτών του έντεχνου και της μελοποιημένης ποίησης με ό,τι αυτό συνεπαγόταν. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι δεν άφησε αξιοσημείωτη παρακαταθήκη στη μουσική μας. Δυστυχώς, η πτώση του γενικότερου επιπέδου του ελληνικού τραγουδιού δεν σταμάτησε στο 2000 ούτε αργότερα. Μπορεί να κυκλοφόρησαν όμορφα έργα και κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες αλλά, οπωσδήποτε, ήταν πολύ μικρότερος ο αριθμός τους. Και ο Λιδάκης ήταν ένας πραγματικά έξοχος ερμηνευτής αυτής της περιόδου που, συν τοις  άλλοις, είχε να αντιμετωπίσει προβλήματα, στα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα,  με την κυρίαρχη δισκογραφική της εποχής, τη «ΜΙNOS», και τον ισχυρό άνδρα αυτής, τον Μάκη Μάτσα. Είχε παραδεχτεί, εξάλλου, ότι ήταν λάθος του να υπογράψει το πρώτο του συμβόλαιο με μια τόσο ισχυρή εταιρεία. Η φυγή του από αυτήν και η μεταπήδησή του στη «Sony Music» τον βοήθησε να γίνει περισσότερο γνωστός στο μουσικό κοινό της χώρας μας και να αγαπηθεί πολύ από όλες τις ηλικίες, δείγμα της ευρύτατης αποδοχής της υπέροχης φωνής του και του ταλέντου του.

Την εκτίμησή τους για τις ικανότητές του και την ερμηνευτική του δεινότητα είχαν εκφράσει κατ’ επανάληψη τεράστιες μορφές του ελληνικού τραγουδιού. Για παράδειγμα ο Γ. Μπιθικώτσης είχε μιλήσει πολλάκις με  θαυμασμό για τη φωνή του. Εξάλλου τον είχε πάρει τηλέφωνο, κάποια στιγμή, κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, και τον κάλεσε σπίτι του όπου ο Γρηγόρης άκουγε τραγούδια με τη φωνή του Λιδάκη και του είπε «Πώς τραγουδάς έτσι, ρε παιδί μου; Εσύ είσαι δικός μας, δεν είσαι απ’ τους άλλους» και του ζήτησε συνεργασία σε μαγαζί όπου ο Γρηγόρης επέμενε το όνομά του να μπει κάτω από του νεαρού Λιδάκη. Επίσης, κατά την ίδια δεκαετία ο Μπιθικώτσης τον είχε χαρακτηρίσει ως τον κορυφαίο Έλληνα τραγουδιστή της νεότερης εποχής. Αναγνώριση είχε και από τον Σ. Καζαντζίδη ο οποίος είχε πει στον Μανώλη Καραντίνη να του φέρει τον Λιδάκη και να τον φιλήσει στον λαιμό όπερ και εγένετο. Ο Στέλιος είχε εκφράσει επιθυμία να συνεργαστούν αλλά δεν πρόλαβαν. Εννοείται, βεβαίως, ότι οι δύο γίγαντες του λαϊκού τραγουδιού συμβούλευαν τον νεαρό ερμηνευτή για το πώς να πορευτεί στον δύσβατο δρόμο της ελληνικής δισκογραφίας και, γενικότερα, της μουσικής.

Ο ίδιος επίσης είχε δηλώσει ότι επηρεάστηκε όχι μόνο από Μπιθικώτση και Καζαντζίδη αλλά και τους Ξυλούρη, Μπαξεβάνη, Αηδονίδη, Μοσχολιού, Αλεξίου, Γαλάνη. Είναι, ασφαλώς, κρίμα, που τα τελευταία χρόνια είχε μειωθεί η δισκογραφική του παρουσία όπως και οι ζωντανές του εμφανίσεις. Τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε αποδείχθηκαν μη αντιμετωπίσιμα και το ελληνικό τραγούδι έχασε έναν από τους καλύτερους εκπροσώπους του κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία. Ωστόσο, η κληρονομιά του είναι, αν μη τι άλλο, πολύτιμη και η φωνή του  θα συντροφεύει πάντοτε όσους αγαπούν την καλή ελληνική μουσική.

—————

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

*