Γράφει ο Δημήτρης Κονιδάρης

Σαν σήμερα πριν από εκατό χρόνια, στις 7 Απριλίου 1922, γεννήθηκε στα Τρίκαλα ο Απόστολος Καλδάρας (1922-1990), ένας από τους αξιολογότερους συνθέτες στη χώρα μας.

Από τα πρώτα του ακούσματα ήταν οι εκκλησιαστικοί ύμνοι, μιας και ο παππούς του ήταν ιεροδιδάσκαλος ενώ επηρεάστηκε και από τη δημοτική μουσική. Ο πατέρας του διατηρούσε εμπορικό κατάστημα στην πόλη των Τρικάλων και έδωσε τη δυνατότητα στον Απόστολο να σπουδάσει σε πανεπιστημιακή σχολή. Εντούτοις, η αγάπη του νεαρού για τη μουσική ήταν υπέρτερη και τον κέρδισε το ελληνικό τραγούδι στο οποίο χάρισε πολλές από τις καλύτερες στιγμές του. Έτσι, έμαθε να παίζει μπουζούκι και κιθάρα από τα γυμνασιακά του χρόνια. Το 1946 εγκατέλειψε τη γεωπονική σχολή της Θεσσαλονίκης και μετακόμισε στην Αθήνα για να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε ο πρώτος του δίσκος με τίτλο «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι» που σημείωσε μεγάλη επιτυχία.

Όμως το τραγούδι ορόσημο με το οποίο προκάλεσε σεισμό στη μουσική πραγματικότητα της χώρας μας σε μια από τις χειρότερες, ελέω εμφυλίου, περιόδους ήταν αναμφισβήτητα το θρυλικό «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» (1946), ένα άσμα που έγραψε ιστορία στο διάβα των δεκαετιών και θεωρήθηκε ακόμα κι από τον Μίκη Θεοδωράκη ως η ωραιότερη μελωδία μαζί με τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη. Το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» πρωτοτραγουδήθηκε από την Στέλλα Χασκίλ ενώ στη συνέχεια ακούστηκε κι από άλλους ερμηνευτές και ερμηνεύτριες. Το τραγούδι είχε καθαρά πολιτικό περιεχόμενο αφού οι αρχικοί στίχοι ήταν «Νύχτωσε και στο Γεντί, το σκοτάδι είναι βαθύ κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί. Άραγε τι περιμένει, όλη νύχτα ως το πρωί στο στενό το παραθύρι που φωτίζει το κελί». Στη συνέχεια, όμως, άλλαξαν οι στίχοι ένεκα του κλίματος της εποχής και απέκτησε διαφορετικό περιεχόμενο. Σημειωτέον ότι το Γεντί ήταν οι φυλακές στη Θεσσαλονίκη όπου οδηγούσαν τους Αριστερούς της εποχής. Αναντίρρητα με αυτό ο νεαρός συνθέτης και στιχουργός άρχισε να δίνει βροντερό παρών στη μουσική πραγματικότητα της πολύπαθης χώρας μας και προϊδέασε τον κόσμο για τα εξαιρετικά κομμάτια που θα έγραφε στη συνέχεια.

Την επόμενη δεκαετία του 1950, που ήταν από τις καλύτερες για το λαϊκό τραγούδι, προμήθευσε με πολλά κομμάτια τους σημαντικότερους τραγουδιστές της εποχής.
Συνεργάστηκε με τον νεαρό ακόμα Στέλιο Καζαντζίδη με το τραγούδι «Για μπάνιο πάω» (1952) το οποίο όμως απέτυχε παταγωδώς. Ωστόσο, στη συνέχεια και μέχρι το 1973 η συνεργασία τους μάς έδωσε πολλά γνωστά και ωραιότατα τραγούδια όπως: «Πριν μου φύγεις γλυκιά μου», «Το χαμένο κορμί», «Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά», «Θα πάω σ’ άλλες πολιτείες», «Τραγούδα καμηλιέρη», «Ό,τι αγαπώ εγώ πεθαίνει», «Ας παν στην ευχή τα παλιά», «Αλλοτινές μου εποχές»,  «Σ’ αγάπησα και πόνεσα»,  «Ανάθεμα την τύχη μου», «Γυάλινος κόσμος» και πολλά ακόμα. Ασφαλώς η σύζευξη των μελωδιών του με τη φωνή του Καζαντζίδη ήταν ένα ευτύχημα για τη μουσική μας.

Με την Καίτη Γκρέυ, μια από τις κυριότερες εκπροσώπους του λαϊκού τραγουδιού όλων των εποχών, συνεργάστηκε σε τραγούδια όπως «Έχω δυο βραδιές που ξενυχτώ», «Το τραγούδι της ορφάνιας», «Σ’ ένα βράχο φαγωμένο», «Είπα να μεθύσω απόψε» και πολλά ακόμα. Με την Γιώτα Λύδια, μια ακόμα από τις μεγάλες κυρίες του λαϊκού τραγουδιού είχε συνεργασία σε τραγούδια όπως «Πέτρινη καρδιά», «Ο Παράνομος δρόμος», «Συ που χάραξες πορεία», «Όταν πέσεις σ’ άλλα χέρια», «Το καμαράκι», «Τι καλός που είσαι». Πολύ ενδιαφέρουσα ήταν κι η σύμπραξή  του με την Πόλυ Πάνου σε  τραγούδια όπως «Σ’ αγάπησα και πόνεσα», «Φέρτε μια κούπα με κρασί», «Βρε ζωή φαρμάκια στάζεις», «Με πίκραναν απόψε», «Άσε πρώτα να ξεχάσω», «Το δίκοπο μαχαίρι».

Εξόχως επιτυχημένη ήταν κι η συνεργασία του  με την Βίκυ Μοσχολιού με την οποία άφησε πανέμορφα και πασίγνωστα κομμάτια όπως «Δεν  ξέρω πόσο σ’ αγαπώ», «Ένα αστέρι πέφτει πέφτει», «Μην τα φιλάς τα μάτια μου», «Πήρα απ’ τη νιότη χρώματα»,  «Λες κι οργώνω μεσ’ στα βράχια», «Είπα να σβήσω τα παλιά».

Με τον Μανώλη Αγγελόπουλο συνεργάστηκαν σε  τραγούδια όπως «Καλή τύχη», «Ρίχτε στο γυαλί φαρμάκι», «Όσο αξίζεις εσύ», «Στα βουνά δεν παν οι πόνοι», «Δεν υπάρχει για μας χωρισμός» ενώ με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση έδωσαν τραγούδια όπως «Στ’ Αποστόλη το κουτούκι», «Αφού αμαρτήσανε τα δυο σου χείλη», «Μου σπάσανε το μπαγλαμά», «Τι τραβάω τι τραβάω», «Θα με γράψει η ιστορία», «Μεγάλος είναι ο Θεός», «Ποδαράδες και Κοκκινιά», «Τώρα που ρχονται τα χιόνια», «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι». Αναντίρρητα μια από τις διαχρονικότερες επιτυχίες του Καλδάρα είναι το «Όνειρο απατηλό» που ακούστηκε από τη φωνή του Σταμάτη Κόκοτα το 1968 και το απέδωσε υπέροχα κι ο Κώστας Τριανταφυλλίδης στην κινηματογραφική ταινία «Ευτυχία» (2019), χωρίς να παραβλέπουμε το «Πετραδάκι πετραδάκι» με τον Μιχάλη Μενιδιάτη.

Το 1971 συνεργάστηκε με τον ανερχόμενο, τότε, Γιώργο Νταλάρα στο δίσκο «Ο Γιώργος Νταλάρας τραγουδά Απόστολο Καλδάρα» στον οποίο ο νεαρός ερμηνευτής απέδωσε παλαιότερες επιτυχίες του συνθέτη. Ωστόσο, με τον Νταλάρα έδωσαν από τη ΜΙΝΟS την επόμενη χρονιά (1972) ένα έργο που ήταν, αναμφιβόλως, από τα αξιολογότερα της δεκαετίας και όχι μόνο. Πρόκειται για τη «Μικρά Ασία» σε στίχους Πυθαγόρα που εκδόθηκε και με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από τη Μικρασιατική καταστροφή. Στο δίσκο εμφανίστηκε και η νεαρή Χαρούλα Αλεξίου, η οποία είχε εντυπωσιάσει τον Καλδάρα καθώς και  τον επικεφαλής της ΜΙΝΟS Μάκη Μάτσα. Εντούτοις, ο δίσκος δεν προχώρησε ικανοποιητικά σε πωλήσεις τον πρώτο καιρό και ο Μάτσας οργάνωσε μια συνέντευξη τύπου στην οποία κλήθηκαν δημοσιογράφοι με μικρασιατική καταγωγή για να παρουσιαστεί η «Μικρά Ασία». Ύστερα από αυτό οι δημοσιογράφοι έγραψαν εγκωμιαστικά σχόλια για τον δίσκο, που είναι πράγματι ένα αριστούργημα, και επηρέασαν σιγά σιγά την κοινή γνώμη με αποτέλεσμα το εξαίσιο αυτό έργο να βρει τη θέση που του αξίζει και στις πωλήσεις οι οποίες ανήλθαν σε αρκετές δεκάδες χιλιάδες. Με αφορμή, μάλιστα, το γεγονός αυτό, ο Μάτσας, εισηγήθηκε στα μέλη της Ομοσπονδίας Φωνογραφικής Βιομηχανίας, της οποίας ήταν πρόεδρος, το θεσμό του χρυσού και του πλατινένιου δίσκου. Έτσι, ορίστηκε να απονέμεται ο χρυσός δίσκος στα 50.000 πωλημένα αντίτυπα και ο πλατινένιος στις 100.000 πωλήσεις. Η «Μικρά Ασία» έφθασε τις 50.000 και έγινε ένας από τους πρώτους δίσκους στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας που πήρε χρυσό δίσκο.

Το 1973 κυκλοφόρησε ένα ακόμα συγκλονιστικό έργο του Καλδάρα, «Ο Βυζαντινός Εσπερινός» με στιχουργό αυτή τη φορά τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και στο τραγούδι ξανά το δίδυμο Γιώργος Νταλάρας-Χαρούλα Αλεξίου. Σε αυτό το έργο ο συνθέτης πέτυχε τη διασταύρωση ήχων της βυζαντινής οκτωήχου (σ.σ. η βυζαντινή μουσική έχει οκτώ ήχους σύμφωνα με τους οποίους ψάλλονται οι ύμνοι). Ο ιδιοφυής Καλδάρας, έχοντας πολύ καλή γνώσης της βυζαντινής μουσικής, πέτυχε να γεννήσει εξαιρετικές μελωδίες που δεν έχουν δυτικότροπα στοιχεία. Ευνόητο ήταν να χρησιμοποιήσει παραδοσιακά όργανα όπως κλαρίνο, λαούτο, σαντούρι. Θα ήταν παράλειψη να μην τονιστεί και η εκπληκτική εργασία του Λευτέρη Παπαδόπουλου ο οποίος έγραψε λόγια που συνταίριαξαν ιδανικά με τη μουσική. Πολύ σημαντικό, ασφαλώς, το γεγονός ότι κι αυτός ο δίσκος πήγε πολύ καλά σε εμπορικό επίπεδο χωρίς να φθάσει, εντούτοις,  τη «Μικρά Ασία».

Αξίζει, φυσικά, να σημειωθεί ότι σε αρκετά τραγούδια συμμετείχε ο ίδιος ο συνθέτης με τη φωνή του όχι τόσο μεμονωμένα όσο περισσότερο ως συνοδεία στους βασικούς ερμηνευτές. Τονιστέον ότι πολλά τραγούδια του ακούστηκαν στον ελληνικό κινηματογράφο σε ταινίες που στις περισσότερες εκ των οποίων ήταν πρωταγωνιστής ο Νίκος Ξανθόπουλος.

Σημειωτέον ότι πέρα από τους στίχους που έγραψε ο ίδιος, συνεργάστηκε με αρκετούς στιχουργούς αλλά ιδιαιτέρως κομβική ήταν η επαγγελματική του σχέση με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου με την οποία μάς χάρισαν πολλές επιτυχίες. Επίσης, ο Καλδάρας ήταν από τους λίγους καλλιτέχνες που δεν εκμεταλλεύτηκαν την Παπαγιαννοπούλου αφού αρκετοί αγόραζαν στίχους της έναντι πινακίου φακής.

Γενικά, όλα τα χρόνια της σπουδαιότατης διαδρομής του δεν επαναπαύτηκε σε επιτυχίες του παρελθόντος. Συνέχισε να γράφει τραγούδια μέχρι το τέλος της ζωής του δείχνοντας την αγάπη του για τη μουσική και αφουγκραζόμενος τις απαιτήσεις της κάθε δεκαετίας. Ακόμα και στη, δυσκολότερη για το ποιοτικό τραγούδι, δεκαετία του 1980 προσαρμόστηκε με αξιοθαύμαστη επιτυχία στις αλλαγές του λαϊκού τραγουδιού. Λόγω του ότι ήταν χαμηλών τόνων, ποτέ δεν προέβαλε το έργο του όπως θα έπρεπε. Άφηνε τα τραγούδια του να μιλούν μόνα τους και να ακολουθούν την πορεία τους. Σε αυτό έμοιαζε πολύ με έναν άλλο μεγάλο συνθέτη, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, που κινήθηκε αθόρυβα όπως και ο Καλδάρας.

Εν κατακλείδι, η σκληρή δουλειά του σε συνδυασμό με το τεράστιο ταλέντο του μάς χάρισαν κλασικά και υπέροχα τραγούδια που έχουν κερδίσει άνετα τη μάχη με το χρόνο αφού, πέραν της αδιαμφισβήτητης αξίας τους, ακούγονται ακόμα και τώρα σε διάφορες εκδηλώσεις. Είναι εντυπωσιακό ότι  σε  πολλά μαγαζιά με ρεμπέτικη και λαϊκή μουσική ο αριθμός των τραγουδιών του Καλδάρα είναι πολύ μεγάλος ενώ αγκαλιάζονται από τον κόσμο με περισσή αγάπη. Το σίγουρο είναι το έργο του άγγιξε και αγγίζει τη λαϊκή ψυχή και την εξέφρασε με μοναδικό τρόπο. Ως εκ τούτου, ο μέγας αυτός δημιουργός έχει κερδίσει δικαιωματικά μια θέση στο πάνθεον των γιγάντων του μουσικού πολιτισμού της χώρας μας. Το έργο του και, επομένως, το όνομά του θα παραμείνουν αθάνατα.

Βιβλιογραφία.

  1. Περιοδικό «Μετρονόμος», τεύχος 69-70, Ιανουάριος-Μάρτιος 2019, με αφιέρωμα στον Απόστολο Καλδάρα
  2. «Πίσω από τη Μαρκίζα, 40 χρόνια ελληνικής μουσικής όπως την έζησα», Μάκης Μάτσας, εκδόσεις Διόπτρα, 2014
  3. Δισκογραφία Απόστολου Καλδάρα

—————

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here