Γράφει η Μαρία Αβραμίδου
Φωτογραφίες συνέντευξης: Χαρά Γερασιμοπούλου

Δευτέρα, 27 Μαρτίου. Είναι η Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου και τί καλύτερο για να τη γιορτάσει κάποιος από το να δει μια παράσταση. Βρεθήκαμε, λοιπόν, στο «Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου», προκειμένου να παρακολουθήσουμε τη θεατρική μεταφορά της νουβέλας του Λέοντος Τολστόι, «Αφέντης και Δούλος».

Γύρω στις 21:30, κι ενώ όλοι στο κατάμεστο θέατρο περιμένουμε να κλείσουν τα φώτα προκειμένου να ξεκινήσει η παράσταση, οι οικοδεσπότες μας, Δημήτρης Λιγνάδης και Γιώργος Νανούρης ανατρέπουν τις συμβάσεις. Αντί να χαμηλώσουν ως είθισται, όλα τα φώτα της σκηνής ανάβουν και οι δύο πρωταγωνιστές μάς καλωσορίζουν και αρχίζουν να μάς διηγούνται την υπόθεση του έργου που θα παρακολουθήσουμε. Η πλοκή, απλή: στις 7 Δεκεμβρίου, την επομένη της γιορτής του Αγίου Νικολάου, ο Βασίλι Αντρέιτς ξεκινά μαζί με τον δούλο του, τον μουζίκο Νικίτα, ένα ταξίδι προκειμένου να προλάβει να πλειοδοτήσει πρώτος για την αγορά ενός κτήματος. Η επιθυμία του δε να το αγοράσει είναι τόσο μεγάλη, που τον κάνει να αψηφά τη χιονοθύελλα που έχει ξεσπάσει από νωρίς και η οποία, μοιραία, θα αποκλείσει τους δύο άνδρες, φέρνοντάς τους αντιμέτωπους με τον θάνατο…

afentis_doulos_2017_03_004

Από μόνα τους, τα έργα που δεν έχουν γραφτεί εξαρχής για το θέατρο παρουσιάζουν μια εγγενή δυσκολία: πώς θα μετατραπεί με ευστοχία ο πεζός λόγος σε θεατρικό; Η διασκευή που δημιούργησε ο Γιώργος Νανούρης, ο οποίος είναι επίσης ο σκηνοθέτης της παράστασης, υπερβαίνει αυτό το εμπόδιο με έναν πολύ σοφό τρόπο. Οι δύο ηθοποιοί υποδύονται τους ρόλους τους, όντας ταυτόχρονα και αφηγητές της ιστορίας.

Με αξιοθαύμαστη, θεωρώ, ισορροπία, ο Νανούρης συνδύασε τον πεζό, τον ποιητικό αλλά και τον θεατρικό λόγο, δημιουργώντας ένα ρέον και ευήκοο κείμενο. Με τα λιτά, λειτουργικότατα σκηνογραφικά και ενδυματολογικά μέσα που του προσέφερε η Μαίρη Τσαγκάρη, αλλά και τους θαυμάσιους φωτισμούς του Χρήστου Τζιόγκα, το έργο, σε συνδυασμό με την ευφυή σκηνοθετική προσέγγιση, κυριολεκτικά σε καθηλώνει.

Ένα έλκηθρο στο κέντρο της σκηνής, το οποίο περιστρέφεται αργά μέσα στον κύκλο της ζωής –τον κύκλο του χρόνου–, καθώς ο δούλος τραβά τα ηνία μέσα στο χιόνι, κουβαλώντας τον ζεστά ντυμένο μέσα στη γούνα αφέντη του, που κάθεται με σιγουριά στη θέση του. Μακριά λευκά πανιά κινούνται μέσα στη βοή του ανέμου καθώς η χιονοθύελλα ξεσπά κι αργότερα μετατρέπονται σε λόφους από χιόνι. Η φλόγα ενός και μόνο σπίρτου είναι ικανή να «σκίσει» το πιο βαθύ σκοτάδι, ενώ οι φωτισμοί σε συνδυασμό με την άκρως αισθαντική μουσική που έχει συνθέσει ο Λόλεκ φτιάχνουν κινηματογραφική ατμόσφαιρα, χωρίς ωστόσο το θέατρο να παύει στιγμή να είναι θέατρο.

 

Και, πέρα από τον σπουδαίο Λόγο του Τολστόι, η καρδιά του έργου εντοπίζεται στους δύο θαυμάσιους ηθοποιούς και σκηνοθέτες που βρίσκονται επί σκηνής –αντίθετοι και συμπληρωματικοί συνάμα. Ο αφέντης, Βασίλι Αντρέιτς, έχει μάθει να μετράει τη ζωή με το χρήμα και να υπερηφανεύεται για όσα έχει καταφέρει μόνος του. Ο δούλος Νικίτα ξέρει καλά ότι είναι μέρος της φύσης και δεν μπαίνει στη λογική του να λειτουργήσει ανεξάρτητα. Μέσα από τη συνδιαλλαγή των δύο χαρακτήρων, εντοπίζει κάποιος διαχρονικά κοινωνικά, πολιτικά, ακόμη και θεολογικά ζητήματα, ενώ ολόκληρο το έργο διαβάζεται με τρόπο αλληγορικό.

Επιτρέψτε μου εδώ, μια προσωπική σημείωση: η πρώτη φορά που έκλαψα σε θεατρική παράσταση, ήταν πριν από πολλά χρόνια στο θέατρο «Ιλίσια – Βολανάκης», παρακολουθώντας τον Δημήτρη Λιγνάδη στον «Όσκαρ». Κι εκείνο ήταν έργο μόνο για δύο ηθοποιούς –συμπρωταγωνίστρια ήταν η ξεχωριστή κυρία Τζένη Ρουσσέα– κι εγώ έκτοτε στο θέατρο έχω ξανακλάψει μόνο σε μία παράσταση ακόμη. Εν προκειμένω, ο Δημήτρης Λιγνάδης μάς χαρίζει ακόμη μία σπουδαία ερμηνεία στον ρόλο του Βασίλι Αντρέιτς. Η εμπειρία και η ψυχή του τον οδηγούν με μέτρο και επιδεξιότητα να βγάλει στην επιφάνεια κρυμμένες πτυχές του χαρακτήρα του αφέντη –υψηλών όσο και χαμηλών «χρωμάτων», τις οποίες κι ο ίδιος ο Βασίλι Αντρέιτς ανακαλύπτει στην πορεία– προσδίδοντάς του έτσι μια πιο γήινη, ανθρώπινη διάσταση.

Εξαιρετικά γήινος και απλός στην ερμηνευτική του προσέγγιση –και όχι μόνο λόγω του χαρακτήρα που υποδύεται– είναι ο Γιώργος Νανούρης. Λιτός και καίριος προσφέρει αρμονική αντίστιξη στην επί σκηνής συνύπαρξη με τον αφέντη του, αφήνοντας το γνήσιο συναίσθημα να κυριαρχήσει, χωρίς υπερβολές.

 

Πώς μπορεί ένας αφέντης να κατανοήσει έναν δούλο και το αντίστροφο; Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να αντιληφθεί και να συμπονέσει έναν άλλο άνθρωπο; Με το να έρθει στη θέση του και το να είναι Άνθρωπος, παίρνουν την απάντηση ο αφέντης, ο δούλος, και όλοι εμείς οι ευτυχείς θεατές, καθώς οι δυο αφηγητές μάς λένε καληνύχτα. Αυτή η θεατρική παραβολή, αυτό το παραμύθι, αν προτιμάτε, απαιτεί –και ίσως και να δημιουργεί– ενεργές καρδιές. Όπως γράφει, άλλωστε, ο σπουδαίος ρώσος συγγραφέας, «Όπως ένα κερί δίνει τη φλόγα του στο άλλο κι από ένα κερί μπορεί να ανάψουν χίλια, έτσι και μια καρδιά μπορεί να φωτίσει μιαν άλλη και από μία καρδιά να ζεσταθούν χίλιες». Και αυτό νομίζω ότι είναι το ουσιαστικό ζητούμενο –τώρα και σε κάθε εποχή…

afentis_doulos_2017_03_005

Λίγο πριν από την έναρξη της παράστασης, οι κύριοι Δημήτρης Λιγνάδης και Γιώργος Νανούρης μίλησαν κατ’ αποκλειστικότητα στο MusicCorner.gr.

afentis_doulos_diloseis_2017_03_001_nanouris_lignadis

Ο τίτλος της παράστασης, «Αφέντης και Δούλος», μάς οδηγεί σχεδόν αυτόματα σε πολλούς και επίκαιρους συνειρμούς.
Γιώργος Νανούρης: Το έργο έχει μεταφραστεί και ως «Αφέντης και Υπηρέτης», απλώς στη συγκεκριμένη μετάφραση της Σταυρούλας Αργυροπούλου, πάνω στην οποία βασίστηκε η διασκευή, αντικαταστήσαμε στον τίτλο τη λέξη «υπηρέτης» με τη λέξη «δούλος». Αυτή η λέξη συνειρμικά κατευθείαν σε πάει αλλού και γι’ αυτό ακριβώς κρατήσαμε έτσι τον τίτλο.
Δημήτρης Λιγνάδης: Η λέξη «δούλος» έχει σημειολογικά πιο πολλές σημασίες. Άλλωστε η λέξη «δουλειά» βγαίνει απ’ τη «δουλεία», το «δουλείν». Υπάρχει επίσης η έννοια που χρησιμοποιούμε στην εκκλησία «ο δούλος του Θεού».

afentis_doulos_diloseis_2017_03_004_lignadis

Μιλήστε μας λίγο για τη συνεργασία και τους ρόλους σας.
Γιώργος Νανούρης: Είχα να παίξω καιρό στο θέατρο –τα τελευταία χρόνια σκηνοθετώ περισσότερο ή η συμμετοχή μου σε παραστάσεις είναι πολύ μικρή. Είχα, λοιπόν, τη μεγάλη τύχη ο άνθρωπος που παίζω μαζί του να είναι ένας σκηνοθέτης και να είναι και δάσκαλος. Οι όροι δηλαδή με τους οποίους ξανάπαιξα μετά από τόσα χρόνια, ήταν τέτοιοι που ξαναχαλάρωσα. Ο Δημήτρης με βοήθησε πάρα πολύ, με έκανε να νιώσω συμπαίκτης. Δεν ξέρω πώς θα ήταν εάν έπαιζα τέσσερα χρόνια μετά, όπως τώρα, με έναν άνθρωπο που απλώς ήταν ηθοποιός και όχι και ένας δάσκαλος. Σε σχέση με τον ρόλο μου υπήρξε πολύ βοηθητικός, πολύ χαλαρωτικός –με έλυσε από πολλά πράγματα. Ακόμη και εάν έβαζα κάποιον άλλο ηθοποιό να υποδυθεί τον χαρακτήρα που ερμηνεύω, το σίγουρο είναι ότι ο Δημήτρης θα ήταν ο αφέντης.
Δημήτρης Λιγνάδης: Επιστρέφω στον Γιώργο αυτά που είπε για μένα –κι εγώ ένιωσα ακριβώς το ίδιο σε αυτήν τη δοσοληψία – μαθητεία. Όταν βγαίνεις να σκηνοθετήσει κάποιος, δεν παύεις να είσαι μαθητής –και έτσι πρέπει. Αυτή είναι, λοιπόν, μια ευτυχής συγκυρία για μένα. Παίζω τον ρόλο ενός ανθρώπου που, σε πρώτη ανάγνωση, δείχνει σκληρός, μονόπλευρος, μονοκόμματος, αποφασισμένος και άθεος ουσιαστικά. Κατά τη γνώμη μου, ωστόσο, δεν υπάρχει πραγματικός άθεος, διότι όλοι πιστεύουμε σε έναν θεό –ακόμη κι αν αυτός είναι ο εαυτός μας, ο άνθρωπος, η φύση, η μοίρα ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, έχει μια ακαλλιέργητη ψυχή, σε σχέση με τον δούλο που έχει μια ακαλλιέργητη τσέπη, αλλά πολύ καλλιεργημένη ψυχή και μυαλό. Η προσπάθειά μου ήταν να τον δικαιώσω, όπως συμβαίνει με όλους τους φαινομενικά αρνητικούς ρόλους. Αυτή ήταν η βασική δυσκολία –αλλά εδώ που τα λέμε, δεν υπάρχει ρόλος χωρίς δυσκολία. Ακόμη και αν δεν μπορείς να την εντοπίσεις, πρέπει να την εφεύρεις για να βρεις τον τρόπο να ερμηνεύσεις τον εκάστοτε χαρακτήρα. Ήθελα να μην βγει ένα ρομαντικό διήγημα, όπου θα έχουμε να κάνουμε με τον «καλό φτωχό» και τον «κακό πλούσιο».

 

Ποια αίσθηση θα θέλατε να πάρει κάποιος μαζί του φεύγοντας από την παράσταση;
Γιώργος Νανούρης: Θα ήθελα ο καθένας μας να ξαναθυμηθεί ότι, παρά αυτή τη δυσκολία που ζούμε όλοι, μπορεί κάποιος άνθρωπος δίπλα μας να περνάει πιο δύσκολα από μας και ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να τον κοιτάξουμε στα μάτια και να του απλώσουμε το χέρι. Είναι τόσο άγρια τα πράγματα και όλοι προσπαθούμε να κρατηθούμε. Πάνω σ’ αυτήν την προσπάθεια ξεχνάμε τον διπλανό μας –όχι απαραίτητα άδικα ή λανθασμένα ή επειδή είμαστε εγωιστές. Όλοι αγωνιούμε, έχει γίνει πολύ δύσκολη η ζωή. Έχουμε ξεχάσει ότι μπορεί να νιώσουμε κι εμείς καλύτερα με το να δώσουμε το χέρι σε έναν άλλον άνθρωπο. Οπότε αυτή την επαφή που έχει λίγο χαθεί, θα ήθελα να ξαναθυμηθούμε όλοι.
Δημήτρης Λιγνάδης: Συμφωνώ με όλα αυτά που λέει ο Γιώργος και προσθέτω ότι θα ήθελα ο θεατής να φύγει από αυτήν την παράσταση, έχοντας ξανά αγαπήσει το γνήσιο θέατρο. Δεν λέω ούτε αληθινό, ούτε καλό –το γνήσιο.

afentis_doulos_diloseis_2017_03_006_nanouris

Υπάρχουν επόμενα σχέδια τα οποία είναι ανακοινώσιμα;
Γιώργος Νανούρης: Όπως είναι τα δεδομένα μέχρι τώρα, θα συνεχίσουμε αυτές τις παραστάσεις μέχρι και τη Μεγάλη Τρίτη, 11 Απριλίου. Για μετά, έχω κάποια σχέδια αλλά δεν είναι ακόμη ανακοινώσιμα.
Δημήτρης Λιγνάδης: Εγώ το καλοκαίρι θα κάνω έναν ρόλο που είναι εφεύρημα, στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή, μια παράσταση που θα πάει στην Επίδαυρο, με τον Κώστα Καζάκο και άλλους λαμπρούς ηθοποιούς. Μετά θα ξεκινήσω πρόβες για ένα έργο ζωής για μένα, τον «Πέερ Γκυντ» του Ίψεν, ένα έπος ποιητικό σαν παραμύθι, το οποίο θα ανέβει στο Εθνικό Θέατρο, σε μια μεγάλη παραγωγή.

———————-

*Για περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση, διαβάστε το δελτίο τύπου.

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here