Γράφει ο Γιάννης Τσούμαλης
Φωτογραφίες: Αθηνά Γκούμα

Μιχάλης : «Με απέλυσαν».
Σοφία : «Γιατί»;
Μιχάλης : «Το θέμα είναι γιατί όχι. Έλα… μίλα μου για όνειρα! (φανερά προκλητικό ύφος)»

~~~

Mια μικρή στιχομυθία της «Κοινής Ησυχίας», της παράστασης που είδα την προηγούμενη εβδομάδα στο θέατρο «Διάνα» σε κείμενα Οδυσσέα Ιωάννου, με πρωταγωνιστές τον ίδιο, την Σοφία Πανάγου και τον Μιχάλη Τιτόπουλο και ερμηνευτή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου με τους μουσικούς του : Ανδρέα Αποστόλου,  Μαίρη Μπρόζη, Βαγγέλη Πατεράκη, Στέφανο Δημητρίου και Γιάννη Αυγέρη.

Η ως άνω στιχομυθία φανερώνει τον ολάνθιστο πυρήνα του έργου : γιατί να ονειρεύομαι; Προκαταβολικά να πω πως το ερώτημα δεν τίθεται εδώ ως επιταγή, όπως στα βιβλία που έχουν συνταγές ευτυχίας και προτείνουν τα Χ βήματα που θα σε κάνουν ευτυχισμένο. Η λογική αυτή, που έχει δράσει σα χειμώνας σε φυλλοβόλα έργα τέχνης και ζωής, βασίζεται στο στοιχείο του ενθουσιασμού του αποδέκτη. Δεν σου λέει, όμως, τι θα κάνεις με τον προκληθέντα ενθουσιασμό πέρα από μια σειρά αστείων, αδιέξοδων βημάτων.

Το ερώτημα εδώ τίθεται ως α π ο ρ ί α, ξάστερη και αθώα. Όπως ακριβώς τίθεται το εκάστοτε επίμαχο ζήτημα στον πλατωνικό διάλογο. Συν-ζητείται.

Εδώ, όμως, δεν είναι συζήτηση. Είναι παράσταση. Η πρόκληση των δημιουργών μεγάλη. Ποιους όρους θα θέσουν για να αξιοποιήσουν καλλιτεχνικά αυτή την απορία; Η απάντηση αρχικά δεν ενδιαφέρει. Αυτό που μας νοιάζει είναι ο τρόπος. Πώς θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι αξίζει να ονειρευόμαστε; Έτσι το έργο ξεκινά απότομα. Το σκηνικό στην αρχή είναι μια υποτιθέμενη συναυλία του Βασίλη στα τελειώματα με τους δυο πρωταγωνιστές να γνωρίζονται εκεί. Ύστερα ακολουθεί η είσοδος του Οδυσσέα Ιωάννου, ο οποίος φανερώνει μια σπαρταριστή διαπίστωση περί ονείρου και   συν-υπάρχειν, για των οποίων την ουσία αναρωτιέται.

Να τα εργαλεία φανερά ήδη απ’ την αρχή: ένα αδιάκοπο, συναρπαστικό και συνεπαρμένο γίγνεσθαι (η συναυλία) και μια ψυχή (του Οδυσσέα Ιωάννου) που αναλύει προσεκτικά τα ρέοντα δίχως μανία να δει πως γίνονται τα μαγικά. Εδώ, ομολογουμένως, υπάρχει αντίφαση, η οποία συγχωρείται στη ψυχή του καλλιτέχνη και η οποία συνοψίζεται στην πρόθεση να συμμετέχεις στη ζωή και ταυτόχρονα να αποκόβεσαι, για να την καταλάβεις και να την παρουσιάσεις ύστερα ως καλλιτέχνημα, χωρίς αυτό να είναι αυτοσκοπός. Άλλο ένα εργαλείο –λίγο πιο κρυφό και η αξία του οποίου θα φανεί παρακάτω- είναι (συμβολικά μιλώντας) η εξέλιξη του ήρωα Μιχάλη, ο οποίος από ενθουσιώδης νέος γίνεται υπάκουος της κοινής μας ησυχίας και στυγνός ρεαλιστής του κάθε – μέρα. Με ρίζα πάλι τον πλατωνικό διάλογο το εργαλείο είναι το εξής: να δίνεις ως δημιουργός στους ήρωες, με τους οποίους διαφωνείς, τα καλύτερα επιχειρήματα.

Με αυτές τις πρώτες σκέψεις παρακολουθώ δυο νέους, που γνωρίστηκαν σε μια συναυλία του Βασίλη να μεγαλώνουν, να συγκατοικούν, να ζουν μαζί το κάθε-μέρα σε κοινή ησυχία, που μοιάζει κάπως σαν ομερτά. Η Σοφία Πανάγου και ο Μιχάλης Τιτόπουλος έχουν έναν άθλο να φέρουν εις πέρας. Δίπλα στα μεγάλα τραγούδια και την πολύχρονη επιβλητικότητα του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, πρέπει να ερμηνεύσουν τους σχεδόν συμβολικούς διαλόγους του Ιωάννου. Όχι μόνο, λόγω ταλέντου, φανερά υψηλής αίσθησης και συνείδησης των όσων λένε και εργατικότητας τα καταφέρνουν, αλλά η σκηνική τους ένταση και χημεία τους θέτει στην ίδια θέση με τη ροκ διάθεση του ερμηνευτή.

Τα τραγούδια εμβόλιμα περιγράφουν το μέσα των ηρώων με έναν Παπακωνσταντίνου να μου αποδεικνύει πως οι μικροί και ζεστοί χώροι του ταιριάζουν απόλυτα. Τολμώ να πω πως τον απολαμβάνω περισσότερο έτσι. Με το κρύσταλλό του διαυγές και με το φως της μουσικής να κάνει τα πεντάγραμμα αισθήματα ράγες για τα τρενάκια μας. Ατμοσφαιρικός, δωρικός, επιβλητικός και φυσικά στα σημεία αστείος και υπάκουος της σκηνοθετικής ματιάς της Ελένης Ράντου.

Η συμβολή της σκηνοθεσίας εδώ δεν είναι φανερή με την πρώτη ματιά. Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως η Ράντου “δεν έκανε και πολλά”. Επιστρέφω στην αρχή, για να αποδείξω γιατί η Ράντου συνέβαλε τα μέγιστα και κάλλιστα. Αν δούμε την παράσταση απλά ως εναλλαγή τραγουδιών με πρόζα ή ακόμα ως θέατρο που τα τραγούδια εκφέρουν τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων, δεν θα μπορέσουμε να απαντήσουμε στο ως άνω ερώτημα. Θυμίζω: γιατί να ονειρεύομαι; Υπάρχουν φορές που οι δυο ήρωες, όσο τραγουδά ο Παπακωνσταντίνου, κινούνται αργά. Στέκονται, χορεύουν, περπατούν, κοιτιούνται. Σημειωτέον ότι το ζευγάρι αυτό είναι –υποτίθεται– «γείτονες ενός μαγαζιού που τραγουδά ο Βασίλης». Γιατί επηρεάζεται ο χρόνος τους κατά τη διάρκεια των τραγουδιών; Μιαν απάντηση θα μπορούσε να είναι η ικανότητα της τέχνης  να κατεβάζει την κεκτημένη ταχύτητα. Εντός, λοιπόν, της σκηνικής ενότητας, τέχνη και καθημερινότητα συγκρούονται, με την πρώτη να επιδρά χρονικά στη δεύτερη. Συμβαίνει παντού. “Δεν είναι μικρόκοσμος. Είναι όλος ο κόσμος” λέει κάπου ο Ιωάννου για αυτούς τους δύο. Το πρώτο βήμα για να μπορώ να ονειρευτώ, είναι να αφήνομαι σε ‘κείνο που θυμίζει την ουσία μας κι όταν το κάνω, είναι ο χρόνος ή σα να σταμάτησε ή σα να μη με νοιάζει. Και αντιστρόφως: η μη λήψη υπόψη του χρόνου, είτε αφορά διαστήματα της μέρας, είτε της ζωής, είναι πολύτιμη για το όνειρο.

Η ένταση κορυφώνεται, οι ήρωες ξεσπούν, οι μουσικοί τραγουδούν. Ως ένα σημείο το έργο μένει καρφωμένο στην πραγματικότητα, υπό την έννοια ότι -αν εξαιρέσει κανείς την ως άνω σκηνοθετική συμβολή- από τη μία ο Βασίλης ερμηνεύει και μόλις τελειώνει, η δράση συνεχίζεται. Στα σημεία επεμβαίνει ο Ιωάννου.

Ώσπου εισέρχεται πονηρά το πιραντελικό στοιχείο του διαλόγου των χάρτινων ηρώων με τον δημιουργό. Η πραγματικότητα καταρρέει και το φανταστικό στοιχείο αρχίζει να κυριαρχεί. Ο Οδυσσέας Ιωάννου δεν μιλά απλώς με τους ήρωες του, αλλά συζητά μαζί τους για το πως θέλουν να γράψει τη συνέχεια τους. Όλα εντελώς φυσικά. Ο ρεαλισμός εδώ της σκηνοθεσίας υπηρετεί απολύτως το νόημα, δημιουργώντας αρχικά ένα περίεργο συναίσθημα ότι κάτι πάει στραβά. Τίποτα, όμως, δεν πάει στραβά. Το έργο στο λέει ξεκάθαρα : από ΄δω και πέρα, για να απαντηθεί το άγιο ερώτημα, θέλω να κάνω το επόμενο άλμα πιο κοντά στο όνειρο : θέλω να σπάσουν τα όρια της λογικής.

Τα όρια συγχέονται, για να χαθούν ύστερα στο «Πουέρτο Ρίκο» και στο «φαιό νταμάρι της Αθήνας», σα «γυμνά καλώδια» που «αγκαλιάζουν τα ψηλά Volt» του παιχνιδιού που «παίζεται ακόμα» και το κοινό αναζητά «τη θάλασσα στη σκάλα» σιγοτραγουδώντας συνεπαρμένο. Με σπασμένα όρια και έναν βαθύ ενθουσιασμό συμβαίνει τότε το απροσδόκητο. Κόβεται το ρεύμα. Στο έργο πάντα. Ο Βασίλης βγαίνει μπροστά και προτείνει να το πάμε έτσι. «Δεν έχουμε ανάγκη το ρεύμα». Μας παρακινεί να ανάψουμε τους φακούς από τα κινητά. Και αρχίζει μια μουσική μυσταγωγία. Ο Ιωάννου παίζει φυσαρμόνικα, ο Αποστόλου πιάνο, ο Παπακωνσταντίνου τραγουδά, ακούγεται λίγη κιθάρα και δεκάδες μικροί φακοί ανάβουν. Έχω ξεχαστεί στην κουπαστή. Ούτε θυμάμαι, ούτε σχεδιάζω. Μονάχα ζω την κοινότητα αυτή αισθήματος. «Λες να τελειώνει;» σκέφτηκα.

Μα το έργο δεν είχε αυτό το τέλος. Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος πως γίνεται να θεωρήσουμε ως τέλος σε μια παράσταση μια εκδοχή που περιείχε τους θεατές; Είμαστε μέρος του έργου; Όχι ακριβώς. Ήμαστε –και είμαστε– μέρος του ονείρου του δημιουργού, του Οδυσσέα Ιωάννου. Το παραδέχεται και επί σκηνής. Είναι τούτο βερμπαλισμός ή ευήθεια προς εντυπωσιασμό; Διόλου. Είναι το επόμενο άλμα πιο κοντά στο όνειρο.

Κι αυτό είναι η ζωή. Σκέτη. Καιόμενη σαν βάτος ιερή και σα φωτιά ολέθρια. Οι συντελεστές κατάφεραν να φτιάξουν μια πρωτόγνωρη, αυθεντική στιγμή. Το «χωρίς ρεύμα» δεκάλεπτο είναι η μόνη στιγμή μέσα στο έργο που πρωταγωνιστές, μουσικοί, ερμηνευτές,  δημιουργός και κοινό δεν διακρίνονται. Είναι όλοι στο ίδιο επίπεδο, αυτό του ανθρώπου που πάλλεται, μάχεται, δημιουργεί μια στιγμή χωρίς να έχει απόλυτη συνείδηση ότι ενεργεί έτσι. Η ζωή καταρρίπτει όλες τις αναλύσεις. «Τώρα δεν παρουσιάζουμε, τώρα ζούμε μαζί μ’ εσάς, όπως κι εσείς μαζί μας» φαίνεται να παραδέχονται. Το λέει ρητά και η πρωταγωνίστρια, η οποία κάποια στιγμή παραδέχεται πως χάλασε ένα παιχνίδι, για να δει πως λειτουργεί. Το χάλασε όμως. Γι’ αυτό συχνά δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση.

Ας μην ξεχνάμε και τούτο: εμείς, ως θεατές, είμαστε μέρος του ονείρου του δημιουργού, γιατί είχε το θάρρος να το κυνηγήσει, να το στηρίξει, να του βρει παρέα, να το ζήσει, να το επί-κοινωνήσει με μεράκι και ιδρώτα. Αυτή είναι η κοινωνικοπολιτική πλευρά του ονείρου του καθενός. Γίνεσαι σύμβολο από τη στιγμή που ονειρεύεσαι. Δημιουργείς στον άλλο μια περίεργη συναισθηματική ενέργεια που δεν χωρά στην κοινή μας ησυχία. Το περιεχόμενο του ονείρου δεν ενδιαφέρει εδώ. Η πράξη του ονειρεύεσθαι είναι επαναστατική, από τη στιγμή που ξεκινά. Άσχετα αν θα φανείς άξιος να το εκπληρώσεις. Αυτό είναι άλλο θέμα. Απόδειξη όλου αυτού είναι τα υγρά μάτια των θεατών, το θερμό χειροκρότημα και η κερδισμένη σιωπή της εξόδου από το θέατρο.

Τελευταίο τραγούδι η «Όμορφη πόλη». Ο Παπακωνσταντίνου στέκεται στην έξοδο της σκηνής, ο Αποστόλου στο πιάνο. Τίποτα άλλο. Μετά από αυτόν τον πόλεμο ονείρου και πραγματικότητας, ξημερώνει κι οι δρόμοι χάνονται. Τώρα ο καθείς μόνος του καλείται να γονιμοποιήσει την ουσία της παράστασης με την μέσα του ομορφιά. «Φωνές, μουσικές, ο ήλιος χρυσίζει…». Σαν τη λιακάδα μετά τη μπόρα, τα όρια της λογικής ενώνονται πάλι και προκαλούν. Χειροκροτώ. Για ό,τι μας έδωσαν, για ό,τι κατάλαβα, για όλους τους συνανθρώπους μου, που δεν το μολογάμε, αλλά αισθανθήκαμε ότι η «κοινή ησυχία» πέτυχε διάνα.

Η απάντηση φαίνεται πια καθαρή: ονειρεύομαι, γιατί με τούτη την ενέργεια δηλώνω ότι μπορώ να ζήσω τη ζωή, με τα μεθύσια, τους ανθρώπους, τα τραγούδια, τις συναυλίες, τα άγχη, τις ανησυχίες, τους έρωτες, την κοινή ησυχία της. Μπορώ ύστερα αυτό το υλικό να το αναλύσω –ελεύθερος από χωροχρονικούς περιορισμούς και υπηρέτης της ποιητικότητας ως δημιουργίας και εν στενή εννοία ποίησης– σε σημείο που δεν θα γίνω αποκομμένος φιλόσοφος του 19ου αιώνα, ούτε στείρος αναλυτής του 21ου. Με πλούσιο και εκτιμημένο το υλικό της ζωής μου κρίνω το όνειρο, το κοιτώ διαλεκτικά και δίνω στους αντιπάλους του τα καλύτερα επιχειρήματα. «Τώρα που με απέλυσαν, μίλα μου για όνειρα». Πέφτω. Με συντρίβει ο ρεαλισμός. Σε ό,τι ηλικία να είμαι, ό,τι φύλο και να έχω, ό,τι εθνικότητα και να είμαι, ακόμα κι αν έχω χάσει σαράντα χρόνια στη φυλακή, οφείλω να σηκωθώ. Να συγχωρήσω κι ύστερα να πάρω δύναμη από τους ανθρώπους μου. «Ένας με έναν θα σωθεί», εγώ εσένα, «εσύ εμένα και τον κόσμο όλοι οι άλλοι». Οι άλλοι σωπαίνουν όταν τα έργα του ονείρου μου δικαιώνουν την ομορφιά, στην οποία όλοι πιστεύουμε, αλλά λίγοι παραδέχονται. Έτσι θα πάρω μαζί μου κι άλλους χωρίς να το θέλω, γιατί απλά έκανα εκείνο που φώτιζε μέσα μου. Γίνομαι παράδειγμα, γιατί γίνομαι εγώ. Είναι η προσωπική μου συμφωνία με τη ζωή.

Να τη δείτε την παράσταση και βγαίνοντας κάντε μια σιωπηλή βόλτα να γονιμοποιηθούν μέσα σας τα νοήματα. Η δική μου προσέγγιση δεν διεκδικεί τίποτα περισσότερο από την δημόσια καταγραφή των σκέψεών μου, γιατί… κι εγώ ονειρεύομαι και φοβάμαι.

Αντί επιλόγου παραθέτω ένα απόσπασμα από την «Προσωπική Συμφωνία» του Ρόναλντ Χαργουντ*:

« Φουρτ**(ανακρινόμενος) : […] Ξέρω πως μια μόνο ερμηνεία ενός αριστουργήματος είναι πιο δυνατή και πιο ζωτική άρνηση του πνεύματος του Νταχάου και του Άουσβιτς απ’ ό, τι οι λέξεις. Τα ανθρώπινα όντα νιώθουν ελεύθερα όπου κι αν παίζεται ο Βάγκνερ ή ο Μπετόβεν. Η μουσική μπορεί να τους μεταφέρει σε καθεστώτα όπου οι βασανιστές και οι δολοφόνοι δεν μπορούν να τους αγγίξουν.

Άρνολντ(ανακριτής) : (Η οργή ξεσπάει σε μια ήρεμη τρομαχτική απειλή) Μύρισες ποτέ σου καμένη σάρκα; Εγώ τη μύρισα από τέσσερα μίλια μακριά. […] Τη μυρίζω τώρα, τη μυρίζω τη νύχτα, γιατί πια δεν μπορώ να κοιμηθώ απ΄αυτή την μπόχα που μου τρυπάει τα ρουθούνια. Θα τη μυρίζω για την υπόλοιπη ζωή μου. […]

Φούρτ : Ταγματάρχα, τι είδους κόσμο ονειρεύεστε; Τι είδους κόσμο σκοπεύετε να φτιάξετε; Δεν αντιλαμβάνεστε, αλήθεια, τη δύναμη που έχει η τέχνη να φέρνει σε επικοινωνία την ομορφιά, τον πόνο και τον θρίαμβο; Ακόμα κι αν αρνείστε να το παραδεχτείτε, δεν πιστεύετε πως η μουσική, ιδιαίτερα, ξεπερνά τη γλώσσα και τα εθνικά σύνορα, και μιλάει κατευθείαν στο ανθρώπινο πνεύμα; Εάν πιστεύετε ειλικρινά πως η μόνη πραγματικότητα είναι ο φυσικός κόσμος, δε θα σας απομείνει τίποτε άλλο παρά αυτή η μυρωδιά που σας κυριεύει τα νύχτες[…]»

*Μτφ.: Αθανασία Α. Καραγιαννοπούλου, Πράξη 2η, Σκηνή 2η , εκδ. Κέδρος
** Wilhelm Furtwängler, ο σημαντικότερος μαέστρος του 20ου αιώνα. Εδώ ανακρίνεται από κάποιον στυγνά ρεαλιστή Ταγματάρχη.

——————————

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του MusicCorner.gr…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here