Γράφει η Μαρία Αβραμίδου
Ο διάσημος αρχαιολόγος Indiana Jones (Harrison Ford) συνταξιοδοτείται από το Πανεπιστήμιο όπου διδάσκει και δείχνει να έχει αφεθεί στην κατάθλιψη, μετά τη διάλυση της οικογένειάς του. Η ξαφνική άφιξη της βαφτισιμιάς του, Helena Shaw (Phoebe Waller-Bridge) τον ρίχνει απρόθυμα σε μια αναζήτηση… ελληνικού ενδιαφέροντος, φέρνοντάς τον ταυτόχρονα αντιμέτωπο με έναν αντίπαλο από το παρελθόν, τον ναζί επιστήμονα Jürgen Voller (Mads Mikkelsen)…
«Ο Indiana Jones και ο Δίσκος του Πεπρωμένου» (“Indiana Jones and the Dial of Destiny”) αποτελεί την πέμπτη κατά σειρά εξόρμηση του θρυλικού χαρακτήρα στην μεγάλη οθόνη και την πρώτη φορά που ο Steven Spielberg δεν κρατά τον ρόλο του σκηνοθέτη –παρά το γεγονός ότι είναι παραγωγός της ταινίας. Η επίδρασή και το σκηνοθετικό ύφος του, ωστόσο, είναι κάτι παραπάνω από εμφανή στην προσέγγιση του εξαιρετικού James Mangold, ο οποίος χειρίζεται με σεβασμό, θαυμασμό και πολύ κέφι την ευκαιρία που του δόθηκε να γίνει μέρος ενός κινηματογραφικού μύθου. Χωρίς να πέσει στην παγίδα να αντιγράψει τον Spielberg –πώς θα μπορούσε, άλλωστε;– φροντίζει να μας θυμίσει όλα όσα απαρτίζουν το σύμπαν του Indiana Jones: μια εναρκτήρια σεκανς σαν ταινία μικρού μήκους μέσα στην ταινία, η αναζήτηση για ένα ανεκτίμητο αντικείμενο, χάρτες που αποτυπώνουν ταξίδια σε μέρη μακρινά, απειλητικά ζωύφια, απρόβλεπτες αντιδράσεις σε επικίνδυνες καταστάσεις, η αξία των φίλων, η αλαζονεία των εχθρών, εμπνευσμένες σεκάνς δράσης, χιούμορ, αδυσώπητος ρυθμός στον οποίο δίνει tempo η αξέχαστη μουσική του John Williams και συγκίνηση. Σε ένα άρτιο τεχνικά φιλμ, όλα λειτουργούν όπως πρέπει, προκειμένου ο θεατής να απολαύσει για δυόμιση ώρες που κυλούν νεράκι το ψυχαγωγικό σινεμά στην πιο καθαρόαιμη μορφή του, αυτή που μόνο στη μεγάλη οθόνη μπορεί να βιωθεί όπως πραγματικά της αξίζει.
Δεν θα σταθώ στη μαγεία της τεχνολογίας, η οποία έκανε τον σχεδόν ογδόντα ενός ετών σήμερα πρωταγωνιστή της ταινίας να παίξει με τη σημερινή του μορφή κι εμείς να βλέπουμε το πρόσωπό του όπως ήταν πριν από σαράντα δύο χρόνια. Ούτε θα σας διαβεβαιώσω ότι η μεγάλη σεναριακή ανατροπή της πλοκής θα πείσει τους πάντες για την αληθοφάνειά της. Όμως θα τονίσω ότι κανένα από τα παραπάνω συστατικά δεν θα ήταν από μόνο του ικανό να καταγράψει τον Indiana Jones στις χρυσές σελίδες της ιστορίας του κινηματογράφου, αν δεν υπήρχε ο σπουδαίος Harrison Ford. Με την αβίαστη φυσικότητα και την αληθινή απλότητα της ερμηνείας του, τις αυτοσαρκαστικές ατάκες, την αμεσότητα της έκφρασής του και, κυρίως, την Ανθρωπιά με την οποία ενδύει όλες του τις ερμηνείες, ο Ford είναι ο Indiana Jones με κάθε του βλέμμα, κάθε του κίνηση, κάθε του λέξη, κάθε του ανάσα.
Σε μια εποχή που οι άνθρωποι ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία και κατακτούν τη σελήνη (διόλου τυχαία η χρονολογική τοποθέτηση της πλοκής το 1969), ο ηλικιωμένος αρχαιολόγος αρνείται να αποχωριστεί το παρελθόν, ακόμη και όταν αυτό τον πληγώνει, και προασπίζεται την αξία της Ιστορίας, γνωρίζοντας καλά ότι και αυτή από ανθρώπους γράφεται. Τί κι αν η ηλικία πια κάνει τις κινήσεις του πιο δύσκολες; Το θάρρος, το χιούμορ και η ευφυία του είναι αυτά που έχουν πάντοτε τον τελευταίο λόγο. Και οι, συνήθως παράτολμες, επιλογές του. Και η Πίστη του –κυρίως όταν νομίζει ότι την έχει χάσει πια. Α, ναι. Και η iconic fedora του, το καπέλο που ουδέποτε αποχωρίζεται με την θέλησή του. Και γιατί να το κάνει, άλλωστε; Κάποια πράγματα, ό,τι και να συμβεί, υπερβαίνουν την κινηματογραφική –και όχι μόνο– ιστορία. Έχουν περάσει πια στη σφαίρα του θρυλικού…
*Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους σε διανομή από τη Feelgood Entertainment, από την Πέμπτη, 29 Ιουνίου.
—————
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…