Γράφει η Παρασκευή Παπαγιάννη
Φωτογραφίες: Στάθης Κατάρας

Την ώρα που διασχίζω τη Λεωφόρο Κηφισίας για να φτάσω στο Αίθριο Θέατρο στο Μαρούσι, οι σκέψεις μου δεν αφορούν ακριβώς τη συναυλία στην οποία θα μοιραστούν τη σκηνή οι Καντινέλια, η Σαββέρια Μαργιολά και οι Babo Koro. Σκέφτομαι το θόρυβο και τη μεγάλη ταχύτητα των οχημάτων. Σκέφτομαι την αδράνεια των καθημερινών διαδρομών οι οποίες είναι οριζόντιες, γραμμικές και δεν σταματάνε για κανέναν, κι όμως καταλήγουν να κυνηγούν την ουρά τους. Ήρθα από το “λάθος” σημείο. Κάνω ένα ανορθόδοξο πέρασμα και βρίσκομαι στη νησίδα κι εκεί νιώθω ακόμη περισσότερο το ρεύμα της κίνησης. Μετά από ένα δεύτερο εξίσου αντικανονικό διάβημα τα καταφέρνω και βρίσκομαι τελικά στην είσοδο του θεάτρου για να παραλάβω την πρόσκληση μου και να περιμένω την έναρξη της συναυλίας.

Ο χώρος έχει κάτι που με πηγαίνει πίσω και ξεχνάω την αγχωμένη μου διάβαση και την αφύσικη ταχύτητα των πραγμάτων. Ως παλιά κάτοικος της περιοχής θυμάμαι τοπικά φεστιβάλ και δρώμενα στα οποία αναμιγνύεται η μυρωδιά του πεύκου με τη σκόνη και η συμμετοχή πιάνει όλο το ηλικιακό φάσμα. Μαζεύεται η γειτονιά (η τοπική και η ευρύτερη) και γίνεται για λίγο κάτι άλλο από οικοδομική και χωροταξική συγκατοίκηση. Υπάρχει μια γραφικότητα αλλά ταυτόχρονα και μια ησυχία και μια οικειοτητα σε όλο αυτό. Αυτή είναι μια ατμόσφαιρα που λείπει και μοιάζει ένα ωραίο σύμπλεγμα χώρου και χρόνου για να παίξουν τρία σχήματα που μοιράζονται κατά πως τα έχω καταλάβει την αίσθηση της νοσταλγίας αλλά και της αμεσότητας που μιλάει σε ένα ευρύ κοινό. Το καθένα με τη γλώσσα του προφανώς, όπως άλλωστε θέλει και η ιδέα πίσω από το “Άρτεμεις” στα πλαίσια του οποίου διοργανώνεται η συγκεκριμένη μουσική συνάντηση.

Όπως εξηγούν οι ίδιοι οι διοργανωτές, το Φεστιβάλ Αμαρουσίου γεννήθηκε το 2007 με σκοπό να αγκαλιάσει το φιλοθεάμον κοινό των βορείων προαστίων τις βραδιές του καλοκαιριού. Κάθε χρόνο, σε ένα από τα σημαντικότερα φεστιβάλ της Αττικής, μεγάλα ονόματα της ελληνικής μουσικής σκηνής και του θεάτρου αλλά και εναλλακτικές καλλιτεχνικές προτάσεις συναντιούνται στο Φεστιβάλ Αμαρουσίου με περισσότερους από 50.000 θεατές σε όλη τη διάρκειά του. Η ανανέωση είναι το στοιχείο που χαρακτηρίζει τη διαδρομή του, αυτό όμως που διατηρείται σταθερό είναι η απόκρισή του σε ένα μαζικό ακροατήριο. Φέτος προστέθηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ η ενότητα “Άρτεμεις” στα πλαίσια της οποίας έγινε η σημερινή συναυλία και μας συστήνεται ως εκδήλωση νεολαίας, νέων απόψεων και δημιουργικών ιδεών.

Παρά την ιδιαίτερη συνθήκη, φέτος 14 μουσικές και θεατρικές παραστάσεις ποικίλλου ενδιαφέροντος φιλοξενήθηκαν στο χώρο του Αιθρίου Θεάτρου από τις 1-19 Ιουλίου. Το φεστιβάλ φέτος είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Μάνου Χατζιδάκι και η σημερινή εκδήλωση ανοίγει με την Έλλη Τσιτσιπά και την Ιωάννα Χρυσομάλλη να ερμηνεύουν χορευτικά το Χαμόγελο της Τζοκόντας και το Θάλασσα Πλατιά. Μου έρχεται ένα αμήχανο χαμόγελο. Το μεν έχει καταλήξει ήχος πτήσης και το δε τραγουδιέται σχεδόν αποκλειστικά ειρωνικά πλέον. Σίγουρα όμως δεν έχουν παλιώσει όπως δείχνουν και οι δύο χορεύτριες που αποδίδουν δυναμικά τη μελωδία.

 

Μιλώντας για δυναμισμό, οι Καντινέλια δε χάνουν χρόνο και μόλις τελειώσει το αφιερωματικό κομμάτι της βραδιάς μπαίνουν κατευθείαν με την ενέργεια στα ύψη. Τα ύψη είναι άλλωστε και ο φυσικός τους χώρος, όπως δηλώνει και το όνομά τους: Τα Καντινέλια είναι μικρά γεράκια που συναντά κανείς στα Κυκλαδονήσια. Ζευγαρώνουν στον αέρα ως ένδειξη της απόλυτης ελευθερίας και αρμονίας τους με τη φύση. Ο Θανάσης Ζήκας και η Εύη Σεϊτανίδου μας υποδέχονται με τις ιδιαίτερης κατασκευής φτερωτές (κυριολεκτικά και μεταφορικά) κιθάρες τους και με άπλετο χιούμορ, σουρεαλισμό και αθωότητα.

Οι Καντινέλια είναι το ρυθμικό και ξέφρενο μείγμα ανάμεσα σε ετερόκλητα είδη που προέρχεται όμως από δύο ανθρώπους που μοιάζουν να είναι όμοιοι και ξεχωριστοί όπως δύο πτηνά απ’ το ίδιο σμήνος, που πιάσανε ένα δικό τους νησάκι και το ζούνε χωρίς αύριο. Ο Θανάσης Ζήκας γιός του τραγουδοποιού Γιώργου Ζήκα, με σπουδές στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ Άρτας και κατεύθυνση οργανοποιία, έχει στο κέντρο της δημιουργικής του δουλειάς τη σύνθεση τραγουδιού. Η τσαμπούνα είναι το βασικό όργανο της έρευνάς του και μια ευκαιρία για ταξίδια και γνωριμία με τους μουσικούς ενός οργάνου με αρχέγονη παράδοση. Η Εύη Σεϊτανίδου εκτέθηκε από μικρή στη μουσική παράδοση του Πόντου και ξεκίνησε το τραγούδι σε παιδική ηλικία. Η λαϊκή κιθάρα είναι το κύριο μέσο της όμως η ποντιακή λύρα δεν μπόρεσε να μην της ασκήσει την ανάλογη έλξη. Αυτό που δημιουργήθηκε από τη συνάντησή τους είναι κάτι που προκαλεί πλατύ χαμόγελο και εξασφαλίζει ότι σε συνθήκη συναυλίας δε σε χωράει η καρέκλα σου.

Ο ήχος του θα μπορούσε να λέγεται και blues grec: τα ηπειρώτικα, τα blues, η funk, και το gypsy στοιχείο συναντάνε τη λαϊκή κιθάρα, τη λύρα και την τσαμπούνα. Το τζαζ κι ο αμανές πιάνονται σταυρωτά και φυγοκεντρίζονται. Ανάλαφροι, ομιλητικοί και περιπαικτικοί, πειράζουν με το ρυθμό και ο ένας με τον άλλο. Παίζουν και με το όριο της σοβαρότητας γιατί ξέρουν ότι αυτό που το “λέν’ λογισμό” και η μάταιη αναζήτηση του τέλειου, όπως θα μας εξηγήσουν, δεν πρέπει να το αφήνουμε να μας καταπίνει. Άμα μπορέσεις να σταματήσεις το μυαλό σου που τρέχει, θα δείς ολοκάθαρα πως “Όσο πιο πολύ το δουλεύεις τόσο πιο πολύ σε δουλεύει αυτό”.

Καλούν κοντά μας να πεί την ιστορία του έναν αναχωρητή που ένιωσε την ασφυξία της πόλης και προτίμησε τα θηρία απ’ το παλιοσύστημα με τις τηλεμαϊμούδες, κάπου με καθαρό αέρα και συνείδηση άμα πρόκειται να ζήσει κανείς με καρδιοχτύπι όπως λένε στο “Νησί”. Καλούν και με ιδιαίτερους ήχους το γνωστό μας αηδόνι το χαϊδεμένο, ενώ στο κοινό περνάει κόσμος περπατώντας χορευτά. Κάπως πρέπει να γίνει κι αυτός ο ρημάδης ο χορός ο απαγορευμένος, γιατί στη σκηνή έχει βγεί η τσαμπούνα και “Τα παλαιά μου βάσανα” αυτό που προστάζουν, σε κάτι που μοιάζει με μοιρολόι-ποδοβολητό είναι: “Λελαλέ κι αμάν αμάν, θα τη γουστάρω τη ζωή”.

Τους ακούω και σκέφτομαι ότι δεν μπορεί, πρέπει να τους αρέσει πολύ η λέξη κλωτσοπατινάδα, αυτό το πράγμα που είναι ανάμεσα σε καυγά, σε γλέντι και σε χορογραφία. Η Εύη το λέει από μόνη της με πηγαία χαρά: “Να δοκιμάσω να ρεζιλευτώ λίγο;” Και μιμείται τον κόκορα! Και γιατί όχι. Εξάλλου ο καλύτερος τρόπος να τη βγάλεις καθαρή σ’ αυτή τη ζωή είναι “Ότι σου λεν μην τις ακούς, ότι σι λεν μην τις πιστεύς” και “να μη ζητάς τέλειο να βρείς”. Με όλη τη σπαρταριστή χαρά που μοιάζει να έχει απ’ έξω, είναι δύσκολο νούμερο η ελευθερία και το ότι αυτοί οι δύο μας έκαναν και την ακούσαμε σε μελωδία δεν είναι καθόλου λίγο και καθόλου εύκολο. Πρέπει όμως να φύγουν προς το παρόν κι εμείς τους χαιρετάμε όπως κάτι που πετάει και ίσως ξαναγυρίσει όταν θα το θελήσει αυτό.

 

Στη θέση τους έρχεται μετά από ένα σύντομο διάλειμμα η Σαββέρια Μαργιολά με μια ενέργεια πιο νυχτερινή και ταυτόχρονα πιο γήινη και “Καλώς ανταμώνουμε” με μια βαθιά, ζεστή και δεμένη πολυφωνία ανάμεσα στην ίδια και στο Νίκο Πασαλίδη (ούτι) και το Μάριο Μούρμουρα (κιθάρα και stormbox) που την πλαισιώνουν. Δε λείπει βέβαια η αναφορά στη θάλασσα ούτε εδώ, με το “Σε ποιά θάλασσα αρμενίζεις”, όμως είναι μια άλλη από την προηγούμενη, πιο σκοτεινή και μελαγχολική. Είναι η θάλασσα στην οποία ψάχνουμε τον άλλο.

Η παρουσία της ίδιας έχει κάτι από αυτή την ευγενή μελαγχολία που αναδίδουν οι ντίβες του παρελθόντος. Είναι ήρεμη και στιβαρή, δεν κάνει θόρυβο, κρατάει το βάρος της παράστασης πάνω της χωρίς να κλέβει από το σύνολο, χωρίς να έχει ανάγκη να είναι αστραφτερή πρωταγωνίστρια. Αυτές οι ποιότητες έχουν σίγουρα σχέση με τη συνεπή και μακρόχρονη σχέση της με τη μουσική, αφού όχι μόνο προέρχεται από μουσική οικογένεια (με πατέρα τον Δημήτρη Μαργιολά και παππού το μουσικοσυνθέτη και βιολιστή Γιώργο Μαργιολά) αλλά μετράει και στο ενεργητικό της σπουδαίες συνεργασίες με μεγάλα ονόματα της ελληνικής μουσικής σκηνής όπως ο Μανώλης Μητσιάς, η Χάρις Αλεξίου,ο Κώστας Μακεδόνας, η Γιώτα Νέγκα, ο Σωκράτης Μάλαμας και πολλοί άλλοι. Με τρείς δισκογραφικές προσωπικές δουλειές στο ενεργητικό της (“Πρώτη Πράξη”, “Αλισάχνη” και “Ερωτογραφία”) παραμένει μια ήρεμη δύναμη που δεν έχει χάσει τη συνεκτικότητα της, παρά τις δυσκολίες που μπορεί να προκαλεί η πτώση της μουσικής βιομηχανίας σε πολλούς καλλιτέχνες. Παρότι κατ’ εξοχήν λαϊκή και έντεχνη ερμηνεύτρια δεν αντλεί έμπνευση μόνο από τις προφανείς πηγές (όπως είναι η Μοσχολιού, ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, η Αλεξίου και η Βιτάλη) αλλά προσανατολίζεται πάντα στην ενσωμάτωση καινούργιων στοιχείων και στο δημιουργικό πειραματισμό μέσα από συνεργασίες και συμμετοχές σε δουλειές φίλων καλλιτεχνών. Κινείται ανάμεσα σε μουσικά είδη με μια εντυπωσιακή απλότητα.

Τα μουσικά ηνία παίρνει το ζεϊμπέκικο, με το “Τί με κοιτάζεις” που απαιτεί δύναμη και σεμνότητα, που καθώς φαίνεται διαθέτει η ερμηνεύτρια σε περίσσευμα. Η νύχτα είναι βαριά όταν μας αρνούνται το όνειρο, μας θυμίζει με τις πλέον πανταχού παρούσες “Άγριες Μέλισσες” της Φωτεινής Βελεσιώτου, αλλά το κουράγιο βρίσκεται, γιατί φυσάει κάπου κάπου (για όποιον θέλει να τον αφουγκραστεί) αέρας “Πεχλιβάνης” κι έτσι αποφασίζουν κάποιοι και σηκώνονται και χορεύουν στα κλεφτά. Είμαστε λίγοι αλλά ενθουσιώδεις οι θεατές απόψε και το “Παραμύθι με Λυπημένο Τέλος” σηκώνει κι άλλους από τις θέσεις τους.

Το νυχτοπερπάτημα συνεχίζεται και μας πηγαίνει να σιγοτραγουδήσουμε έξω από ερμητικά κλειστές πόρτες, να δούμε ξυπνητά όνειρα στα οποία καίγονται τα σάπια για να βγεί από μέσα ο πιο όμορφος ανθός. Κάπου εκεί σημαίνει “Το ρολόι της Ταβέρνας” με έναν ‘πειραγμένο’ Τσιτσάνη, και βέβαια δε θα μπορούσε από το αποψινό πρόγραμμα να λείπει ο Χατζιδάκις που μας προσκαλεί να πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι. Η Σαββέρια κλείνει το δικό της κομμάτι του προγράμματος με το “Καίγομαι και Σιγολιώνω” και μετά από αυτόν τον έντονο αισθαντικό διάλογο στρίβει σε κάποιο μισόφωτο στενό και μας αφήνει να συνεχίσουμε την περιπλάνηση με την υπόνοια ότι αυτό που ακολουθεί δεν μπορεί να μας απογοητεύσει.

 

Οι Babo Koro είναι ένα μουσικό πλάτωμα στο οποίο οι φωνές των Βαλκανίων και της Μεσογείου συναντιούνται με πολυάριθμα και κάποιες φορές καλά κρυμμένα ρεύματα και επιρροές. Babo Koro σημαίνει, σε ελεύθερη μετάφραση, η γιαγιά που χορεύει και τραγουδάει. Μέσα στο πολύπλοκο μουσικό υφαντό που φτιάχνουν μαζί οι Δημήτρης Αναστασίου (βιολί), Κώστας Νικολόπουλος (ακορντεόν), Σωτήρης Τσακανίκας (κιθάρα, φωνή), Αντιγόνη Μπασακάρου (φωνή), Αποστόλης Μπουρνιάς (κρουστά), Γιάννης Δίσκος (σαξόφωνο, κλαρίνο), Σταμάτης Σταματάκης (κοντραμπάσο), μπορείς να βρείς κυριολεκτικά κάθε λογής κλωστές: την παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας, τις βαλκανικές πολυφωνίες, το swing, τους τσιγγάνους της Ανδαλουσίας, το άμεσο rock, αλλά και prog που φέρνει στο νου Steven Wilson και Ian Anderson σε μια σπάνια ισορροπία και ακεραιότητα που δεν υπόκειται στο trend του ξαναζεστάματος και του ανακατέματος μιας παράδοσης “παραδεδομένης” με λίγο εύπεπτο “ηλεκτρισμό”. Δεν περιορίζονται στο να πουν μια παλιά ιστορία με σύγχρονη ηχητική λεξιπλασία ή στο να την αναπαράγουν για τους νοσταλγούς. Η έντονη εικονοποιία και η προσήλωση τους στο στιχουργικό αφήγημα -η ροή και η ρίμα- έχουν στόχο να ενεργοποιήσουν το κομμάτι της παράδοσης που χτυπάει μέσα στον καθένα με τη δική του ιδιοσυχνότητα. Κι έτσι γίνονται αληθινά επικαίροι μέσα στη σημερινή μεγάλη και ευρεία δίψα για γιορτή.

Το σχήμα με την τώρινή του μορφή υφίσταται από το 2017, ωστόσο τα μέλη του συνεργάζονται σε διάφορους συνδυασμούς για παραπάνω από μια δεκαετία μέσα από παλαιότερες μπάντες. Την Άνοιξη του 2019 κυκλοφόρησε η πρώτη δισκογραφική δουλειά τους με τίτλο “Σίσυφος” ενώ έχουν συμμετάσχει σε σημαντικά φεστιβάλ και μουσικές σκηνές στην Ελλάδα (Ziria Music Festival 2019, Balkan Fest 2019, Μελιτζαζ 2019 κ.α.).

Βγαίνοντας στη σκηνή μας βουτάνε απ’ το χέρι και μας ξεκινάνε με μια επικίνδυνη μανούβρα, αυτή “Τ’ αετομάχου” στην άκρη της αβύσσου. Ακολουθεί το “Δενδρίτσι”, παραδοσιακό της Θράκης με μια πιο τσιγγάνικη ροκ προσέγγιση, όπως και το “Μαργούδι” του οποίου η εισαγωγή πάει να πλησιάσει κάπως τις Gymnopedies του Erik Satie, γρήγορα όμως αλλάζει και το βαλς δένει με το δημοτικό Θρακιώτικο με ζωηρό βηματισμό και μια ακρίβεια και ένταση που παραπέμπει σε κινηματογραφική αφήγηση. Στο ηχοτοπίο μπαίνει και η “Μαύρη Πεταλούδα” με τους αινιγματικούς της δακτυλισμούς και τους ρυθμικούς κυματισμού της μιλώντας μας για περιπλάνηση και αναγέννηση.

Κι επάνω στην αντιστροφή της ροής του χρόνου συναντάμε το “Σίσυφο”. Η μελωδία που διέπει το δικό του (και εν τέλει και το δικό μας) ταξίδι δεν μπορεί παρά να είναι ειρωνική: η ανάβαση της ελπίδας έχει αναγκαστικά μέσα της (σαν ξόρκι ή σαν κατάρα) τη μοιραία έκβαση “Άιντε κι ας πεθάνω”. Κι όμως, όπως λέει κι ο μουσικός αφηγητής “Πέφτω κλαίω γελάω, ξανασηκώνομαι κι ειν’ το βήμα σίγουρο. Ποιός μας σταματά. Με χορό να δούμε το ξημέρωμα. Την καρδιά μας καίει τ’ αντάμωμα” , εκεί όπου δίνουμε το χέρι σε κάποιον που θα μας μιλήσει για μέρη που ούτε θα δούμε. Για έναν τέτοιο τόπο μας μιλάει και “Το Σβήσιμο”: για το ποτάμι που χορεύουν οι πνιγμένοι, με μια χαρακτηριστικά βαλκανική μελαγχολία που μοιάζει με αργή σιωπηλή πλημμύρα.

Έχει περάσει όμως η ώρα και πρέπει να αποχαιρετιστούμε όπως μας εξηγούν και παρά τις παρακλήσεις του κοινού κλείνουμε με το “Γέλα μου” το οποίο έχει ντύσει με εικόνες ο Θοδωρής Παπαδουλάκης φτιάχνοντας εν τέλει μία ιστορία για τον ξεριζωμό, για την ανάβαση που κάνεις ψάχνοντας το θάρρος να πείς όμορφα λόγια, για την ελπίδα και τον έρωτα που γεννιούνται παρόλ’ αυτά και μέσα σε όλα αυτά.

Στην αποψινή εμφάνιση συμμετείχε με το σχήμα ο Fausto Sierakowski (σαξόφωνο)

 

Τελειώνοντας η παράσταση παίρνω άλλη διαδρομή από αυτήν την άφιξης. Και γιατί θέλω να αποφύγω τη μεγάλη αγχωτική λεωφόρο, αλλά και για να περπατήσω λίγο παραπάνω με αυτή την αίσθηση της μικρής οικείας γιορτής στο λευκό χαλικόστρωτο που ήταν όμως ένα φανταστικό ταξίδι στον κόσμο, με όμορφους και άμεσους αφηγητές και μουσικές που δεν χαμπαριάζουν από μόδες και χρόνους. Και παρόλο που κυρίως χορέψαμε από μέσα μας, στο νοερό μας χορό άκουσα φωνές να τραγουδάνε δυνατά και είδα φωτισμένα πρόσωπα κι αχόρταγα για κλωτσοπατινάδα, περιπλάνηση και ανάβαση. “Καλώς (να) ανταμώνουμε” “Κάτω στην αυλή κρυφά κρυφά” “Με καθαρό αέρα και συνείδηση”…

——————-

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του MusicCorner.gr…

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here