Συνέντευξη στην Παρασκευή Παπαγιάννη
Φωτογραφίες: Στάθης Κατάρας

Η Λίνα Ροδοπούλου πριν ασχοληθεί κατ’ αποκλειστικότητα με τη μουσική σπούδασε Αγρονόμος – Τοπογράφος μηχανικός στο Ε.Μ.Π. και εργάστηκε μάλιστα για σημαντικό χρονικό διάστημα στο αντικείμενο των σπουδών της. Ξεκίνησε τις μουσικές σπουδές της με την κλασική κιθάρα, και έπειτα προχώρησε και στο κλασικό τραγούδι. Η κέλτικη άρπα -με την οποία όπως μας εξήγησε έχει μια φυσική, σχεδόν μαγική σύνδεση και συνοδεύει πλέον τα περισσότερα λάιβ της- μπήκε στη ζωή και στη μουσική της καριέρα πολύ πρόσφατα, κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού.

Τα τελευταία χρόνια παράλληλα με τις μουσικές της εμφανίσεις διδάσκει τραγούδι και είναι βοηθός του μαέστρου Παναγή Μπαρμπάτη σε διάφορες χορωδίες. Έχει τραγουδήσει υπό τη διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη στο Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό στάδιο. Έχει στο ενεργητικό της έναν Γαλλόφωνο δίσκο υπό τη μουσική επιμέλεια του κιθαρίστα και μουσικού, Παναγιώτη Μάργαρη.

Το ύφος της το περιγράφει ως μεσογειακό, ένας χαρακτηρισμός που καλύπτει μουσική, σύγχρονη όσο και παραδοσιακή, εγχώρια όσο και ξένη. Ερμηνεύτρια με σπάνια ωριμότητα, ευγένεια και επαγγελματισμό, αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη συνέπεια ήχου, αισθητικής και καλλιτεχνικού οράματος. Στην παρούσα φάση αξιοποιεί την άρπα αρμονικά και ευρυματικά σχεδόν με το σύνολο του ρεπερτορίου της, ώστε να επανεφεύρει και να αποδώσει μια ονειρική διάσταση στα προσωπικά της αγαπημένα. Αντιμετωπίζει την τέχνη ως καταφύγιο (και για τους δημιουργούς και για το κοινό) και ως κάτι σπουδαίο το οποίο αξίζει να υπηρετείται από τον καλλιτέχνη.

Συνατηθήκαμε με τη Λίνα Ροδοπούλου και μιλήσαμε για την οικουμενική διάσταση της τέχνης, για το φολκλόρ και τον ρομαντισμό, τη σύγχρονη αισθητική και την καλλιτεχνική ωριμότητα που εκφράζεται μέσα από την αισθητική πληρότητα.

Ποιά είναι τα πρώτα ακούσματα που θυμάσαι να έχεις; Έχουν αλλάξει μέσα στο χρόνο ή έχεις εμβαθύνει σ’ αυτό που ήδη ήταν το πρώτο σου άκουσμα;
Τα πρώτα ακούσματα ήταν αυτά που μου μετέδωσαν οι γονείς μου. Αυτά δηλαδή της οικογένειάς μου. Αρχικά ήταν όλα τα ελληνικά παραδοσιακά ακούσματα. Και αυτά που ήταν σύγχρονα κατά τα παιδικά μου χρόνια, όσο και πιο παλιά, από την ελληνική έντεχνη και λαϊκή σκηνή, μέχρι και παραδοσιακά… Πολύ ρεμπέτικο! Αυτές ήταν οι πρώτες μου μουσικές. Μεγαλώνοντας άρχισα να εξερευνώ κι αυτά που μου αρέσουν πιο πολύ και σίγουρα μελέτησα και το ξενόγλωσσο ρεπερτόριο.

Άφησες την εργασία στο αντικείμενο των σπουδών σου. Κάθε αλλαγή καριέρας είναι σύνθετη και έχει πολλή ανασφάλεια, πόσω μάλλον όταν αυτή αφορά μετάβαση σε ένα καλλιτεχνικό επάγγελμα. Ποιό ήταν το πιο αποφασιστικό βήμα που χρειάστηκε να κάνεις σ’ αυτήν τη διαδικασία;
Ακριβώς, και φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση το ένα με το άλλο, αν και η μουσική κρύβει πάρα πολλά μαθηματικά μέσα της! Το πρώτο βήμα ήταν να πιστέψω στον εαυτό μου, δηλαδή να πώ ότι μπορώ να τα καταφέρω σ’ αυτό το καινούργιο αντικείμενο. Γιατί σίγουρα, η ενασχόληση με την τέχνη εμπεριέχει ένα μεγάλο ρίσκο και μόνο η πίστη μπορεί να μας κάνει να υπερνικήσουμε όλη αυτή την αβεβαιότητα. Προτεραιότητα μου επίσης ήταν να δω τι ακριβώς θέλω να κάνω στον χώρο αυτό και να αποκτήσω βέβαια και τα κατάλληλα εφόδια. Δηλαδή όταν πήρα απόφαση ότι θα ασχοληθώ επαγγελματικά με τη μουσική, αποφάσισα και να ξεκινήσω σπουδές στο κλασικό τραγούδι, να τις ολοκληρώσω, ώστε έτσι να νιώθω κι εγώ πολύ πιο δυνατή και να νιώθω ότι έχω και κάποια εργαλεία μουσικά που θα μου κάνουν πιο εύκολη την πορεία μου.

…ένα πάρα πολύ μεγάλο ίνδαλμα για μένα, που έπαιξε κάποιο ρόλο στο να διαλέξω την Κέλτικη άρπα, είναι η Loreena McKennit…

Είναι και μια κάπως αμφίδρομη η σχέση ανάμεσα στα εργαλεία -στο να έχεις κατακτήσει ένα επίπεδο τεχνικό και μια τεχνογνωσία μουσική- και την αυτοπεποίθηση. Δηλαδή νομίζω ότι το ένα κάπως προαπαιτεί το άλλο.
Ακριβώς! Εγώ έχω να πω ότι η κατάκτηση των εργαλείων είναι κάτι που σαφώς μπορεί και εν μέρει να μας διαμορφώσει ως καλλιτεχνικά, και αυτό γιατί μας δίνουνε τη δυνατότητα, αυτά που θέλουμε να μπορούμε να τα πράξουμε. Βέβαια για μένα το εργαλείο δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι κάτι το οποίο χρησιμοποιούμε και το ανακαλούμε όταν υπάρχει ανάγκη.

Αναφέρεις ότι πλέον συνοδεύεις τις περισσότερες παραστάσεις σου με την κέλτικη άρπα. Μιλησέ μας για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της (καταβολές, ήχος, ιδιομορφίες). Πως ξεκίνησες, πως την επέλεξες;
Κατ’ αρχάς θα ήθελα να πω ότι ο τρόπος που χρησιμοποιώ αυτό το υπέροχο όργανο μπορεί να φαντάζει ανορθόδοξος. Η άρπα συναντάται περισσότερο στη Βόρεια Ευρώπη (εμείς οι Έλληνες δεν το έχουμε τόσο πολύ στην κουλτούρα μας)… Αν και υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ της Αρχαίας Ελληνικής λύρας με την άρπα και μπορώ να πώ ότι αποτελεί ντιμπέιτ το ποιος την έχει εφεύρει πρώτος: οι Έλληνες ή οι Ιρλανδοί; Επέλεξα την Κέλτικη άρπα γιατί θεωρώ ότι μέσω αυτής μπορώ ν’ αναδείξω πολλά ελληνικά τραγούδια, έντεχνα και παραδοσιακά. Όχι δηλαδή ως κλασική αρπίστρια, αλλά σ’ ένα ρεπερτόριο μέσα στο οποίο ίσως να μη τη φανταζόταν κανείς. Θέλω έτσι να δώσω μια διάσταση πιο ονειρική σε ακούσματα που γνωρίζουμε ως τώρα, με μια ίσως πιο γήινη αισθητική.

Υπάρχει ένα τρόπον τινά αστείο, ότι οι Ιρλανδοί (άλλοι το λένε και για τους Σκωτσέζους, οπότε ίσως οι κέλτες γενικά) είναι οι “Έλληνες του Βορρά”. Αυτό μουσικά ισχύει; Μορφολογικά, στις αντίστοιχες μουσικές παραδόσεις;
Θεωρώ ότι δικαίως το λένε! Εγώ, παρόλο που την άρπα μου την έχω φέρει από την Ιρλανδία, δεν έχω καταφέρει η ίδια να ταξιδέψω εκεί και θα ήθελα πάρα πολύ. Ακούω ότι συγκεκριμένα οι Ιρλανδοί μοιάζουν μ’ εμάς τους Έλληνες κι ως προς την ιδιοσυγκρασία. Μουσικά έχω να πω ότι μοιάζουμε πολύ γιατί έχουμε αφ’ ενός κοινές μουσικές κλίμακες και έχουμε και πολλά φολκλόρ όργανα που είναι κοινά, δηλαδή η Ιρλανδία είναι η μόνη χώρα που έχει κι αυτή μπουζούκι. Η αλήθεια είναι ότι λόγω γλώσσας δεν έχω καταφέρει να εντρυφήσω στην κέλτικη μουσική. Αλλά ένα πάρα πολύ μεγάλο ίνδαλμα για μένα, που έπαιξε κάποιο ρόλο στο να διαλέξω αυτό το όργανο είναι η Loreena McKennit, μια καλλιτέχνιδα πολύ αγαπητή ως προς το Ελληνικό κοινό.

…όπως στη φύση μας αρέσει να βλέπουμε βιοποικιλότητα και διαφοροποιήσεις… Γιατί και στη μουσική να προσπαθούμε να το καταστρέψουμε αυτό; Γιατί να υπάρχει μονοκαλλιέργεια; Η γοητεία της μουσικής είναι ότι μας δίνει τη δυνατότητα να ταξιδεύουμε στις διαφορές…

Ήθελα να σε ρωτήσω για την έννοια του “φολκλόρ”. Συχνά λέγεται με αρνητική έννοια. Νομίζω όμως ότι αυτός ο χαρακτηρισμός είναι άδικος. Θέλεις να μου πεις λίγο παραπάνω, τη δική σου αντίληψη και εμπειρία πάνω σ’ αυτό; Tί βλέπεις στη σύγχρονη μουσική σκηνή και το πως εντάσσονται τα παραδοσιακά στοιχεία σ’ αυτήν;
Η αλήθεια είναι ότι έχει δύο όψεις το νόμισμα. Από τη μία διαπιστώνω μετά λύπης μου ότι σε μια προσπάθεια να ομογενοποιηθούν τα πάντα -ηχητικά, αισθητικά, τεχνολογικά- όσον αφορά τη μουσική, επικρατεί μια αισθητική που όντως κάνει το φολκλόρ να μοιάζει γραφικό. Από την άλλη παρατηρώ με χαρά τώρα τελευταία -ειδικά στην Ελλάδα- μια αναβίωση του φολκλόρ και γενικά των παραδοσιακών ακουσμάτων, τα οποία πλέον παρουσιάζονται με έναν πιο φρέσκο τρόπο, και μπορούν και προσεγγίζουν και πολύ νεότερους ανθρώπους. Πιστεύω ότι όλα αυτά τα ακούσματα είναι διαμάντια, με πολύ αξιόλογο πρώτο υλικό, που δεν πρέπει να μένουν ανεκμετάλλευτα… Όπως στη φύση μας αρέσει να βλέπουμε βιοποικιλότητα και διαφοροποιήσεις… Γιατί και στη μουσική να προσπαθούμε να το καταστρέψουμε αυτό; Γιατί να υπάρχει μονοκαλλιέργεια; Η γοητεία της μουσικής είναι ότι μας δίνει τη δυνατότητα να ταξιδεύουμε στις διαφορές!

Θέλω να κάνω την ίδια ερώτηση για το ρομαντισμό, για τη φιλοσοφία και την αισθητική του ρομαντισμού δηλαδή…
Η αισθητική είναι κάτι που καλλιεργείται σύμφωνα με τις προσλαμβάνουσες που έχουμε καθημερινά. Με αυτήν την έννοια και ως προς το ρομαντισμό υπάρχει αδικία, γιατί πηγαίνει κόντρα στη σημερινή αισθητική. Η σύγχρονη αισθητική δεν είναι αυτή που εκφράζει το μέσο άνθρωπο. Αλλά ίσως είναι και θέμα εμπορευματοποίησης και γενικότερης πολιτικής της εποχής μας. Όταν ο άνθρωπος βομβαρδίζεται με αυτήν την αισθητική, στο τέλος την αποδέχεται και ξεχνά την έμφυτη προτίμηση του.

Παρακολουθώντας την πορεία σου, βλέπει κανείς πολύ ευρύ ρεπερτόριο (κλασικό, παραδοσιακό, λαικό, φολκ, γαλλικό τραγούδι). Τι εννοποιεί αυτά τα ετερόκλητα είδη για σένα; Ποιό είναι το κοινό νήμα;
Ευχαριστώ γι’ αυτή την ερώτηση γιατί μου δίνει τη ευκαιρία να πω ότι από τη μια ίσως έχω ανοίξει αρκετά τη ψαλίδα, γεγονός που δε βοηθά στην απόκτηση μια συγκεκριμένης ταυτότητας, όμως το δικό μου χαρακτηριστικό είναι ότι όλα αυτά τα είδη, τα ενώνω με μια κοινή αισθητική. Δηλαδή με ότι κι αν καταπιαστώ θα προσπαθήσω να έχει έναν κοινό ήχο ώστε αυτό που θα με χαρακτηρίσει πλέον είναι ότι εγώ είμαι αυτή που ερμηνεύει όλα αυτά. Οπότε και σε μια ζωντανή μου εμφάνιση, μπορεί κάποιος ν’ ακούσει ένα παραδοσιακό τραγούδι, μπορεί ν’ ακούσει κι ένα γαλλικό. Θα τ’ ακούσει όμως υπό ένα πολύ όμοιο αισθητικό πρίσμα, γιατί θέλω να ενώνω διαφορετικά πράγματα και αυτό γιατί θεωρώ ότι η μουσική είναι μία.

Υπάρχει κάποιο μουσικό είδος στο οποίο δεν έχεις ακόμη δοκιμαστεί και θα ήθελες; Κάτι το οποίο να σου έχει κινήσει την περιέργεια;
Η αλήθεια είναι ότι έχω κατά καιρούς καταπιαστεί με πάρα πολλά είδη και μάλλον τα είδη με τα οποία δεν έχω ασχοληθεί επαγγελματικά (γιατί ως ακροατής ακούω κι εγώ πολλά παραπάνω πράγματα) ίσως νιώθω ότι μπορεί και να μη μου ταιριάζουν. Μέχρι στιγμής έχω ασχοληθεί με αυτά στα οποία έχω να προσφέρω κάτι ξεχωριστό ως καλλιτέχνης. Επομένως προς το παρόν, κινούμαι σε ένα ύφος λίγο μεσογειακό, που περιλαμβάνει και το ελληνικό και το ξενόγλωσσο ρεπερτόριο-, γιατί εδώ νιώθω ότι μπορώ να βάλω το δικό μου λιθαράκι και να είμαι και “χρήσιμη”.

…για να μου τραβήξει κάτι το ενδιαφέρον θα πρέπει να νιώσω ότι υπάρχει από πίσω ένα όραμα καθώς και κατάθεση ψυχής. Επομένως η έκφραση και γενικότερα η μουσική αισθητική, είναι αυτή που θα με κάνει να προσέξω κάτι και να πω ότι εδώ υπάρχει κάτι που με αγγίζει.

Ως μουσικός, αλλά και ως ακροάτρια που δίνεις τη μεγαλύτερη έμφαση; Στην τεχνική; Στην έκφραση; Σε κάποιο άλλο στοιχείο; Τι είναι αυτό που θα σε οδηγούσε στο νιώσεις μεγαλύτερη σύνδεση με μια δημιουργία;
Το νούμερο ένα είναι το συναίσθημα που θα μου εγείρει. Αυτό μπορεί και να οφείλεται στην τεχνική (που θα είναι μικρό το ποσοστό πιστεύω), η οποία ναι μεν πρέπει να υπάρχει, αλλά κυρίως οφείλεται στην καλλιτεχνική μας πρόθεση. Για να μου τραβήξει δηλαδή κάτι το ενδιαφέρον θα πρέπει να νιώσω ότι υπάρχει από πίσω ένα όραμα καθώς και κατάθεση ψυχής. Επομένως η έκφραση και γενικότερα η μουσική αισθητική, είναι αυτή που θα με κάνει να προσέξω κάτι και να πω ότι εδώ υπάρχει κάτι που με αγγίζει.

Έχεις κάνει κάποιες πολύ όμορφες διασκευές (Το “Ανάθεμα τον Αίτιο”, “Τα Βεγγαλικά σου Μάτια”, την “Κανελόριζα”…). Ποιά είναι η διαδικασία, η πορεία που ακολουθείς όταν διασκευάζεις ένα κομμάτι; Ποιοί είναι οι παράγοντες που καθορίζουν το τελικό αποτέλεσμα;
Το κυριότερο είναι κατ’ αρχάς να βρίσκω υλικό που μου αρέσει, δηλαδή τραγούδια αγαπημένα μου. Δε γίνεται άλλωστε να καταπιαστεί κανείς με κάτι που δεν αγαπά. Το δεύτερο είναι να συνειδητοποιήσω ποιο θέλω να είναι το μουσικό και αισθητικό αποτέλεσμα. Πρέπει δηλαδή να υπάρχει ένα όραμα όσον αφορά τα τραγούδι αυτό διότι νιώθω ότι έχω τεράστια ευθύνη, ειδικά όταν πρόκειται για κάτι χιλιοτραγουδισμένο και αγαπημένο απ’ τον κόσμο. Όλο αυτό πρέπει να γίνεται με αγάπη, αλλιώς δεν υπάρχει λόγος. Και κάθε τραγούδι μπορεί να μου βγάζει διαφορετικό συναίσθημα, πράγμα που καθορίζει το αποτέλεσμα της διασκευής, η οποία ζυμώνεται μέσα μου από τη πρώτη στιγμή μέχρι και το τέλος της διαδικασίας.

Έχεις πολύχρονη ενασχόληση ως μουσικός και ερμηνεύτρια. Σε κάποιες περιπτώσεις απ’ όσο γνωρίζω έχεις γράψει και στίχο. Έχεις ασχοληθεί και με τη σύνθεση; Είναι κάτι που θα σε ενδιέφερε το να παρουσιάσεις μια δική σου ολοκληρωμένη δουλειά σε συνθετικό επίπεδο;
Η αλήθεια είναι ότι έχω κάποια πράγματα αλλά προς το παρόν μένουν στο συρτάρι μου. Δεν θα έλεγα όχι, αλλά για μένα επειδή η σύνθεση δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε κύρια επιδίωξη μου, μπορεί να γίνει όταν για κάποιο λόγο νιώσω την ανάγκη. Όπως για παράδειγμα γράφω στίχους όταν έρθει μια μουσική η οποία εμένα μου κεντρίσει το ενδιαφέρον και θα σκεφτώ ότι θέλω εγώ να ενσαρκώσω τα λόγια σε αυτή. Όποτε λοιπόν συμβαίνει αυτό είναι ένα αυθόρμητο γεγονός.

Έχεις αναφέρει την ιδιαίτερη αγάπη σου και για τη μουσική της Μικράς Ασίας. Με την έννοια ότι είναι ένα “ενδημικό” μουσικό είδος (όχι όπως η γαλλική ή η κέλτικη μουσική), έχεις κάποιο ιδιαίτερο κοινωνικό ή προσωπικό βίωμα γύρω από αυτό;
Βίωμα μου αποτελεί το γεγονός ότι μεγάλωσα με αυτά τα τραγούδια, όχι λόγω καταγωγής, αλλά γιατί στο οικογενειακό μου περιβάλλον επικρατούσαν ως άκουσμα. Για το λόγο αυτό, η Μικρασιάτικη μουσική, αποτελεί αγαπημένο μου είδος. Πιστεύω ότι κάθε τι μουσικό που ακούμε στα παιδικά μας χρόνια μας διαμορφώνει σε τέτοιο βαθμό ώστε να θέλουμε κάποια στιγμή να το αγγίξουμε καλλιτεχνικά.

…πάντα κυριαρχεί η εξής ερώτηση: Πως μπορώ να το εξυπηρετήσω τη μουσική που επιλέγω και αγαπώ με μια αισθητική που μου ταιριάζει και μου αρέσει;

Θα ήθελα να πείς λίγα πράγματα πάνω στο πως βιώνεις την διαδικασία της ερμηνείας (και με τη φωνή και με τα μουσικά όργανα τα οποία παίζεις). Ποιές είναι οι προκλήσεις που συναντάει μια ερμηνεύτρια;
Οι προκλήσεις που συναντώ σίγουρα εξαρτώνται από το τι έχω να ερμηνεύσω. Κάθε είδος έχει τις δικές του ανάγκες και τις δικές του προκλήσεις και αυτό που με απασχολεί καταρχάς είναι να το υπηρετήσω όπως του αρμόζει. Θεωρώ ότι κάθε μουσική έχει το δικό της συναίσθημα τους δικούς της “κανόνες” και πρέπει να ερμηνεύεται και να προσεγγίζεται ανάλογα. Αρχικά προσπαθώ να νιώσω αυτές τις ανάγκες. Και βέβαια πάντα κυριαρχεί η εξής ερώτηση: Πως μπορώ να το εξυπηρετήσω τη μουσική που επιλέγω και αγαπώ με μια αισθητική που μου ταιριάζει και μου αρέσει;

Συνεχίζοντας το θέμα των προκλήσεων, πιστεύω ότι υπάρχει το θέμα της εικόνας που έχει ή αναμένεται να έχει η ερμηνεύτρια σε συγκεκριμένες μουσικές παραδόσεις. Στο παραστατικό επίπεδο δηλαδή (και φαντάζομαι και κάποιες φορές για λόγους εμπορευσιμότητας, αυτό μπορεί να πιάνει και γενικότερα τη δημόσια εικόνα της ερμηνεύτριας)…
Η αλήθεια είναι ότι η μουσική για έμενα δεν ακούγεται μόνο, αλλά βλέπεται κιόλας. Είναι ήχος και εικόνα. Αν σε μια συναυλία απομονώσουμε τον ήχο και κοιτάξουμε τον ερμηνευτή, μόνο και μόνο από αυτό που βλέπουμε, μπορούμε να αισθανθούμε την ερμηνεία του. Από τις εκφράσεις του. Όπως λοιπόν την ερμηνεία τη βλέπουμε έτσι σίγουρα και κάθε μουσικό είδος πρέπει να συνοδεύεται από την ανάλογη εικόνα. Κι αυτό είναι που δημιουργεί και την γενικότερη αισθητική ενός καλλιτέχνη, αυτή που εισπράττει το κοινό. Με αυτόν τον τρόπο εκφράζει μια πληρότητα, μια σύμπνοια μεταξύ της εικόνας και του ήχου μέσα από την οποία ο ακροατής και θεατής συνειδητοποιεί ότι ο καλλιτέχνης είναι ώριμος.

Η άρπα γενικά είναι συνδεδεμένη κυρίως (για να μην πω αποκλειστικά) με γυναίκες μουσικούς. Για ποιό λόγο πιστεύεις ότι μπορεί να συμβαίνει αυτό;
Ειδικά στην Ελλάδα αυτό ισχύει κατά κόρον. Δηλαδή στη συντριπτική πλειοψηφία τους, τα λίγα άτομα που παίζουν άρπα, είναι γυναίκες. Πλην πολύ μικρών εξαιρέσεων. Στο εξωτερικό ίσως όχι τόσο πολύ. Η δική μου άποψη ως προς το γιατί συμβαίνει αυτό είναι ότι επειδή η αισθητική είναι λίγο πιο ρομαντική, ίσως ταιριάζει περισσότερο στις γυναίκες. Είναι το ηχόχρωμα και η αισθητική αυτού του οργάνου.

Ως μουσικός έχεις επίσης και μια τηλεοπτική παρουσία. Θεωρείς ότι αυτή τη στιγμή η τηλεόραση, με τους νόμους και τις ιδιαιτερότητές της, μπορεί να προσφέρει στη διάδοση και την υποστήριξη της μουσικής; Ποιά είναι η δική σου εμπειρία;
Η τηλεόραση μπορεί να προσφέρει αρκετά σε έναν καλλιτέχνη, γιατί καλώς ή κακώς είναι ένα μέσο πολύ μαζικό οπότε σε συνδυασμό με όλα τα άλλα (ραδιόφωνο, περιοδικά, τα sites και το youtube), βοηθάει στη διάδοσης της τέχνης. Βέβαια με τη βασική προϋπόθεση ότι ο καλλιτέχνης που θα απευθυνθεί σε αυτά τα μέσα, να μπορέσει να προβάλλει την αισθητική και το ρεπερτόριο που αγαπά… Γιατί καμιά φορά μπορεί να επιλέξουμε ένα μέσο προβολής αλλά με έναν τρόπο που μπορεί να μην μας εκφράζει αισθητικά, επειδή μας δίνεται η δυνατότητα για προβολή. Αυτό θεωρώ ότι είναι λίγο λάθος. Όταν λοιπόν μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας και να εκφράζουμε αυτό που θέλουμε, ναι, γιατί όχι;

Ποιο είναι το τοπίο που βλέπεις σε αυτή τη φάση και στο δημιουργικό επίπεδο και στο επίπεδο της μουσικής βιομηχανίας; Παρατηρείς αλλαγές μετά τον εγκλεισμό;
Αφενός υπάρχουν πολύ μεγάλες αλλαγές μετά τον εγκλεισμό. Από τη μία όλα τα καλλιτεχνικά επαγγέλματα έχουν πληγεί σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Όμως ο εγκλεισμός οδήγησε σε μια έκρηξη δημιουργικότητας. Αυτό ήταν καλό. Από την άλλη σίγουρα η παρούσα πραγματικότητα όσον αφορά την τέχνη δεν είναι κι η καλύτερη. Υπάρχει μια γενική αισθητική η οποία δεν αφήνει πολλά διαφορετικά πράγματα -μουσικά τουλάχιστον- να εκφραστούν και να διαδοθούν… Είναι πολύ δύσκολο στις μέρες μας και ειδικά όταν υπάρχει τόσο μεγάλος ανταγωνισμός, τόσοι πολλοί καλλιτέχνες… Ζούμε και σε μια ψηφιακή εποχή που όλοι έχουμε ένα βήμα. Η υπερπληροφόρηση όμως είναι πρόβλημα. Το σίγουρο πάντως είναι ότι έπειτα από αυτό το τόσο δύσκολο διάστημα υπάρχει ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση περισσότερο από ποτέ.

Θα ήθελα να μου αναφέρεις κάποιους μουσικούς που εκτιμάς τη δουλειά τους. Υπάρχουν μουσικοί που ξεχωρίζεις στην σύγχρονη ελληνική σκηνή;
Υπάρχουν αξιόλογοι δημιουργοί και ερμηνευτές όπως ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, που θαυμάζω και ακολουθώ από τα χρόνια της εφηβείας μου. Ο Ορφέας Περίδης είναι άλλος ένας δημιουργός που θα ήθελα πάρα πολύ να συνεργαστώ μαζί του, μιας και έχω μεγαλώσει με τα δικά του ακούσματα, καθώς και ο Νίκος Ξυδάκης ο οποίος μας έχει χαρίσει πολλά αγαπημένα τραγούδια. Οι παραπάνω καλλιτέχνες είναι για μένα φωτεινά παραδείγματα ανθρώπων που διαμόρφωσαν την ελληνική μουσική.

Μίλησε μας για το επερχόμενο λάιβ σου στις 30 Σεπτεμβρίου…
Είμαι πολύ χαρούμενη για το λάιβ αυτό, αφενός γιατί είναι ένα αφιέρωμα στις μουσικές της Μικράς Ασίας, όπως αυτές συναντούν την Ελλάδα και τη Μεσόγειο. Είναι στα πλαίσια του φεστιβάλ “Το Μικρό Παρίσι” το οποίο φέτος, λόγω των εκατό χρόνων από τη Μικρασιατική καταστροφή, είναι αφιερωμένο στη Μ. Ασία. Χαίρομαι πάρα πολύ γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να ασχοληθώ με τα αγαπημένα μου παραδοσιακά ακούσματα. Δεν το κάνω πολύ συχνά να είναι τόσο στοχευμένες οι ζωντανές μου εμφανίσεις σ’ αυτό το είδος. Θα ταξιδέψουμε σε διάφορα με μέρη με αφετηρία την Μικρά Ασία… Και είμαι διπλά χαρούμενη γιατί θα έχω μαζί μου δύο πολύ ταλαντούχους συνεργάτες: την Χρυσάνθη τη Τζοβάνη η οποία θα παίξει γιαλί ταμπούρ, ούτι και κρουστά. Είναι μια μουσικός που ταιριάζει πάρα πάρα πολύ στο συγκεκριμένο πρότζεκτ στο οποίο ήθελα ήθελα να δώσω έναν πιο παραδοσιακό τόνο… Ταυτόχρονα ο Χρήστος Κουμούσης θα μας συνοδεύσει στο πιάνο. Κι όλα αυτά σε έναν πολύ όμορφο, ανακαινισμένο χώρο, το Λουξ. Ανυπομονώ λοιπόν γι ‘ αυτή την ξεχωριστή βραδιά.

Ποιά είναι τα σχέδια σου για το επόμενο διάστημα;
Η επόμενη ζωντανή μου εμφάνιση, είναι στις 7 Οκτωβρίου στο «Οκιο», στον Πειραιά στη Μαρίνα Ζέας. Εκεί θα παρουσιαστεί ένα πρόγραμμα με έντονο ταμπεραμέντο, με την αισθητική που με εκφράζει και άρωμα Μεσογείου. Επίσης στις 20 Νοεμβρίου θα παρουσιάσω ένα πολύ ατμοσφαιρικό πρόγραμμα στο «Μπαράκι της Διδότου». Πέρα από τις ζωντανές εμφανίσεις θα κυκλοφορήσει πολύ σύντομα μια διασκευή βασισμένη στην άρπα, ενός πολύ αγαπημένου μου τραγουδιού, το οποίο είναι το «Μένω εκτός» σε μουσική του Ara Dinκjian και στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου.

————–

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here