Γράφει ο Γιάννης Τσούμαλης

Ηρώδειο. 30/08/2021. Μετά από καιρό. Ήταν η δική μας “λευκή παραλία” του ποιητή, με τα ροδόχρωμα φώτα πάνω στο μάρμαρο και τα πανιά από το “μαύρο μεθυσμένο καράβι” του Ρεμπώ. Μα πως να συλλαβίσεις τη μαγεία μιας βραδιάς σε τούτο τον καιρό της ωφέλειας; Δεν γίνεται αλλιώς δίχως το “δάκρυ της ροδιάς”, δίχως το άστρο με το οποίο κάποια στιγμή “θα αποδίδουμε Δικαιοσύνη”. Κι από τη μεριά του αυτός ο μεγάλος του ελληνικού τραγουδιού είναι ένας δρόμος παλιός που περνά μέσα από την Ελευσίνα, το Γουαδαλκιβίρ, από τη γη των Βησιγότθων και από την Ανατολή έχοντας το τραγούδι μέσο να ειπωθεί το άρρητο, να περάσει η νύχτα όπως μαζεύει τα καπνά. Είναι το πείσμα αυτοκίνητης ψυχής που στη διασταύρωση τύχης και επιλογής έπαθε το ατύχημα του καλλιτέχνη κι έγιναν τα χαλάσματα σκόνη από αστέρια και φως. Είναι η καθαρότητα της ερμηνείας που πείθει τον ακροατή πως το τραγούδι ήταν έτσι να τραγουδηθεί. Είναι το λαϊκό τραγούδι -όπως το υπηρέτησε αυτός και οι αξιότατοι συνεργάτες του – εκείνο που είναι το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο του συλλογικού φαντασιακού και ο μέγιστος κοινός διαιρέτης του καημού του. Είναι η “μουσική του Παρθενώνα” όπως τόνισε και ο ίδιος παραπέμποντας στον Μίκη Θεοδωράκη.

Με τον Νίκο Γκάτσο και τον Μάνο Χατζιδάκι στον κορμό της Κιβωτού εκείνης της νύχτας του Ηρωδείου, με τα ευγενή μέταλλα των μεγαλύτερων συνθετών και στιχουργών μας, με τους οποίους συνεργάστηκε και με την πνοή μιας εξαιρετικής δωρικής ορχήστρας που έμεινε πιστή στον ενορχηστρωτικό  τρόπο των πρώτων ηχογραφήσεων χωρίς μουσικούς βερμπαλισμούς σωθήκαμε για λίγο από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα καιρού που βάλθηκε να απομαγεύσει τη ζωή με τη βία και τη βιάση. Μια μουσική νύχτα είναι καλή και κάλλιστη, όταν μετά από το πέμπτο ή το δέκατο τραγούδι νιώθεις τους σφυγμούς σου να ζητάνε «μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη». Αφού τραγούδησε το «ήρθατε σαν κύματα» ένιωσα πως είναι το «χαρούμενο χέρι» που κρατάει το κοφτερό δρεπάνι της «Αμοργού» και θερίζει ό, τι έσπειρε στην εύφορη κοιλάδα ενός κοινού που σιγοτραγούδησε από την πρώτο τραγούδι τον «Τσάμικο». «Είδες τι κάνουν πενήντα χρόνια αλήθειας και ακεραιότητας» σκέφτηκα μετά «το στρείδι και το μαργαριτάρι», γιατί ένιωθα και έβλεπα πως ήταν ένας οικοδεσπότης που σε φιλεύει απ’ τον κήπο του μαγειρεμένη νοστιμιά κι έναν καφέ στο τέλος με λουκούμι συριανό και θέα το κυκλαδίτικο γαλάζιο. Γκρεμίζονται βιβλιοθήκες με ένα κοινό «αχ», με έναν καημό που βρίσκει έδαφος να γίνει ποίηση και τραγούδι. Και σε τούτη την κορυφαία διαδικασία ο Μανώλης Μητσιάς κράτησε (και τη νύχτα αυτή) τον ρόλο του οδηγού.

Από την αυτοσχέδια ορχήστρα που είχε φτιάξει μαζί με άλλα παιδιά στα Δουμπιά μέχρι και τούτη τη νύχτα , από τη μάνα του που του έμαθε να τραγουδά τα μακεδονίτικα όσο δούλευαν στα χωράφια μέχρι τους μεγάλους συνθέτες που σκάλιζαν στη φωνή του το δικό τους όνομα, καίγεται και καίει με την ίδια φλόγα και είναι τύχη και για μας να διδασκόμαστε από αυτόν  τον τρόπο και το βάθος του παλιού που είναι η ρίζα και η ατμόσφαιρά μας. Ίσως να βλέπουμε στον κόσμο αυτό που θέλουμε εκείνη τη στιγμή. Ισχύει, όμως, κι εκείνο το Φαούστειο, πως ο κηπουρός βλέπει τον κόσμο ανθισμένο. Προσπερνώντας δικαιωματικά την υποκειμενικότητα του βιώματος, καταθέτω με δυο λόγια την αίσθηση μου από εκείνη τη νύχτα με τον Μανώλη Μητσιά παραφράζοντας και αφιερώνοντάς του ετούτα τα στιχάκια του Γκάτσου που ο ίδιος τραγούδησε : Αλλάζουν οι καιροί, περνάν τα χρόνια, του κόσμου το ποτάμι είναι θολό, μα εσύ βγήκες στου ονείρου τα μπαλκόνια, για να με δεις σκυμμένο στον πηλό, καράβια να κεντώ και χελιδόνια.

Υ.Γ.: Μα, για να κεντήσει ο άνθρωπος τα όρια του πάνω από το μπόι του χρηστικού ίσαμε τη θωριά του φαινομενικά (υπό την προϋπόθεση της αυτογνωσίας) αδύνατου, πρέπει να διεκδικήσει μέσα από την κοινωνία του βιώματος την ανθρώπινη ουσία, την ανθοφορία της ανθρώπινης σχέσης. Γίνεται αυτό δίχως ατμόσφαιρα και καημό; Γίνεται αυτό δίχως τον αντικριστό χορό του Διόνυσου και του Απόλλωνα πάνω στους δρόμους των συλλογικών διεκδικήσεων; Το “cogito” του Διαφωτισμού είναι κενό γράμμα δίχως τον Άλλον, δίχως τον αγώνα για τη ζωή, δίχως το πείσμα του καημού. Τα εκφράζεις τούτα και άλλα τόσα ερωτήματα που προκύπτουν διά της μουσικής; Η απάντηση είναι θετική. Αν κοιτάξεις τον Παρθενώνα που κέντησε ο Μίκης Θεοδωράκης πάνω στους αιώνες. Ο Μανώλης Μητσιάς -ίσως γνωρίζοντας την κατάσταση της υγείας του- του έκανε στο τέλος ένα μικρό αφιέρωμα. “Μας ακούει ο Μίκης” είπε. Τρία τραγούδια άναψαν τη φωτιά ημών των ακροατών. Συγκλονισμός κύκνειος και αφιερωμένος. Κι έβλεπα στα μάρμαρα, στη μουσική, στον Μητσιά, σε μας …μια συνέχεια. Ένα νήμα που ενώνει το διαχρονικό αίτημα αυτού του λαού, όλων των λαών, για δικαιοσύνη και ομορφιά. Από τα υψώματα του Μάτσου Πίτσου του Νερούδα ως το κρυφό περιγυάλι του Σεφέρη.

——————-

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του MusicCorner.gr…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here