Γράφει η Παρασκευή Παπαγιάννη
Φωτογραφίες: Ματίνα Φουντούλη

Όποιαδήποτε μέρα αυτής της εβδομάδας που πέρασε δεν ήταν θερμοκρασιακά μια καλή μέρα για να τρέξεις κατευθείαν από την πρωινή σου δουλειά σε ένα από τα πιο ανεβαστικά λάιβ της περιόδου. Αυτό χρειάστηκε όμως να κάνω για να φτάσω (σχετικά) εγκαίρως στην Τεχνόπολη στο Γκάζι το βράδυ της Τρίτης 22 Ιουνίου, εκεί όπου μας είχε υποσχεθεί η Μαρίζα Ρίζου πως μας περιμένει με ένα αντίδοτο (κιθάρες, πιάνο, hammond, τζουράδες, νταούλια, αστείρευτη ενέργεια, ανοιχτή καρδιά και λαχτάρα) για τον παράξενο μακρύ χειμώνα που αφήσαμε πίσω μας και που πολλοί δεν το έχουμε πολυπιστέψει ότι έχει φύγει ανεπιστρεπτί. Το γεγονός βέβαια ότι τρέχω, μάλλον προσθέτει στον ενθουσιασμό και την περιέργεια μου για το πρώτο (για μένα) λάιβ του φετινού καλοκαιριού. Η φωτογράφος της αποστολής Ματίνα που έχει ήδη φτάσει είναι ο πληροφοριοδότης μου και μου στέλνει καίρια “τηλεγραφήματα” για τα τεκταινόμενα στην Τεχνόπολη. Όπως μου είχε πεί καθώς συνεννοούμασταν για την κάλυψη της συναυλίας: “Ε, αν βγάλει για παράδειγμα τα παπούτσια της επί σκηνής θα στο στείλω!

Η Ματίνα προφανώς κάτι ήξερε: η Μαρίζα στη μοναδική απόπειρα να εμφανιστεί επί σκηνής με ψηλοτάκουνα, διαπιστώνοντας πως η αισθητική δεν αντισταθμίζει την ταλαιπωρία, απευθύνθηκε στο κοινό κατά τη διάρκεια της συναυλίας και αστειευόμενη δείχνοντας τα παπούτσια είπε “Τα βλέπετε αυτά; Δείτε τα καλά, γιατί τώρα θα τα βγάλω!!”. Δεν τα ξαναέβαλε ποτέ στη σκηνή.

Ίσως αυτό το στιγμιότυπο να είναι και το πιο χαρακτηριστικό που θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις αν σου ζητούσε κάποιος να περιγράψεις τη Μαρίζα Ρίζου η οποία γεννήθηκε το 1986 στην Άρτα και είναι συνδεδεμένη με την ποπ εκδοχή της big band jazz και swing τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Με sold out εμφανίσεις, μουσική για διαφήμιση, ταινίες και δείγμα της δουλειάς της στο θέατρο [Μαντάμ Σουσού (2017), Απλή μετάβαση (2019), Festen (2015), Μάμα Ρόζα (2019)] η εμπορική επιτυχία της δουλειάς της μετά την πρώτη της επαφή με το κοινό με τη διασκευή της πάνω στη Μπόσα Νόβα του Ησαΐα του Φοίβου Δεληβοριά, και στη συνέχεια με τις προσωπικές της δουλειές Γλυκό Πρωί (2014), Μεγάλη Γιορτή (2016) και Πόσο Βλάκας (2019), είναι κάτι αναμφισβήτητο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ίδια έχει κλειδώσει ως προς τις συντεταγμένες της.

Οι πληροφορίες μου λένε ότι έχει ανοίξει η βραδιά με το Καλοκαίρι, και συνέχισε με Τη Μπόσα Νόβα του Ησαΐα, και το Ας Γελάμε Συχνά. Διασχίζοντας την πλατεία μέχρι την Τεχνόπολη, η ατμόσφαιρα φέρει κάτι το ελαφρώς κουρασμένο κι όμως ακόμη υπερκινητικό ταυτόχρονα. Το Γκάζι όπως το ξέραμε πάντα. Αλλά με ένα ελαφρό σάστισμα. Μπορεί και να ήταν αλήθεια ο εγκλεισμός. Μπορεί να είναι ψέματα το τώρα. Ο ζεστός αναβρασμός και το υπεράριθμο άρρυθμο πηγαινέλα έχει κάτι από προσμονή αλλά και θάμπωμα. Τα ρυθμικά μπάσα και τα γέλια από τους γύρω χώρους μπερδεύονται με την τσίκνα απ’ τα βρώμικα και μια αίσθηση ότι τίποτα δεν συμβαίνει κι όλο κάτι συμβαίνει. Πάνω σ’ αυτό το ηχητικό χαλί ακούγεται κι η φωνή της Μαρίζας, καθώς μπαίνω στην Τεχνόπολη, να τραγουδάει για εκείνη την παλιά γνωστή, την εσπερινή Αύρα που η αλαφράδα της φέρνει ανατριχίλα, που τα λιμνάζοντα νερά δεν τη θέλουν. Τα υπόλοιπα ηχητικά συμβάντα μετατίθενται στην περιφέρεια εκείνη τη στιγμή.

Κάθομαι ακριβώς στη φάση που εξηγεί εμφατικά στο κοινό πως η ενέργεια της και ο ενθουσιασμός της δεν είναι χημικά υποκινούμενα για να συμπληρώσει γελώντας πως δε θα ήθελε να φαντάζεται τι θα γινόταν αν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Η Μαρίζα είναι μια καθαρόαιμη entertainer, πρώτα τραγουδίστρια και μετά τραγουδοποιός. Λατρεύει την αλληλεπίδραση με το κοινό. H ίδια έχει εξηγήσει εξάλλου σε παλαιότερες συνεντεύξεις της ότι αυτό που την ελκύει στη σκηνή είναι η απόλυτη σύνδεση με το παρόν. Η ίδια το λέεει χωρίς περιστροφές “ψώνιο”, κατά το “έχω ψώνιο”. Η διαφορά ανάμεσα στο “είμαι ψώνιο” και στο “έχω ψώνιο” είναι που διαχωρίζει ίσως τους έντονους ανθρώπους από τους εγωπαθείς. Είναι κάτι για το οποίο δε φοβάται να μιλήσει η ίδια όταν ανάμεσα στα τραγούδια μας εξηγεί πως δεν μπορεί να θαυμάσει καλλιτέχνες που δεν είναι “ωραίοι τύποι”, όσο δεξιοτέχνες κι αφοσιωμένοι κι αν είναι στη δουλειά τους.

Σε αυτό το σημείο έρχεται και η στιγμή να μιλήσουμε για την επικίνδυνη ψευτιά του εύκολου. Το Πες Μου, όπως μας εξηγεί, προέκυψε από μια συζήτηση με κάποιον που θαυμάζει ως καλλιτέχνη και άνθρωπο και μοιάζει πράγματι σαν μια από αυτές τις δύσκολες μα και ωραίες κουβέντες που έχουμε όλοι κάνει πριν κάποιο μεγάλο βήμα ή μετά από μεγάλη απογοήτευση. Μοιάζει επίσης με περιπλάνηση σε δάσος: ακολουθείς κάποιο σπασμένο μονοπάτι, οι θόρυβοι μεταμορφώνονται σε υπάρξεις που για να διαφύγεις απ’ τις σκιές που προβάλλουν πρέπει να φωνάξεις πιο δυνατά. Να ακούσεις εσύ ο ίδιος τη δική σου φωνή να σου λέει αυτό που έχεις να πιστέψεις τώρα.

Η Μαρίζα όμως είναι και μινόρε και ματζόρε. Άνθρωπος της παρέας. Δε θα ταξίδευε ποτέ μόνη της μόνο και μόνο για να πετύχει κάτι μεγάλο. Ξεμπερδεύει με τους δράκους και μας επιστρέφει στις ιστορίες του μουσικού συνόλου με το οποίο εμφανίζεται και με το οποίο έχει δεθεί αρκετά ώστε να αναπτύξουν μεταξύ τους απολαυστικό -και όπως λέει η ίδια “καυστικό αγγλοσαξονικό”- χιούμορ ακόμη και για το παρολίγον ταξίδι στον άλλο κόσμο του Άγγελου Αϊβάζη, o οποίος τη συνοδεύει στο Νωρίς (που οριακά θα ήθελα για το κωμικό της υπόθεσης να το ακούω καθώς έτρεχα για να έρθω), αλλά και στο Μονόλογο Για Δύο. Εδώ η ερμηνεία ζωντανεύει το σκηνικό μιας ιστορίας που σβήνει, που περνάει από τον έρωτα στην ανακάλυψη της άγνοιας: ανάμεσα στους καπνούς στο αρχείο της μνήμης βλέπουμε τα άνθη που μαραίνονται, τα αγκάθια που απομένουν, και μια μιμόζα που για κάποιο λόγο δε συμμετέχει στο μαρασμό.

Ακολουθεί το Έπεσε Έρωτας του Σταμάτη Κραουνάκη κι εδώ βλέπουμε τη Μαρίζα να έρχεται πιο κοντά στο έδαφος, ενώ τραγουδάει σε οκτάβες και ένταση αρκετά μακριά του. Παρά την έντονη ερμηνεία όμως δε χάνει ούτε στιγμή την πλάγια ματιά της. Μοιάζει αμυδρά μέσα στη διάλυση της καψούρας να κατεργάζεται το επόμενο αστείο της, γιατί από την εντέλεια στη συντέλεια, η διαδρομή μπορεί να είναι και πάρα πολύ σύντομη- αλέ ρετούρ, κυκλική συγκοινωνία. Κι αυτό, αν μπορέσεις να το δείς καθαρά, είναι από μόνο του αστείο. Στην εκπνοή του τραγουδιού μας βάζει ξανά στο παιχνίδι: “Πρέπει να ηρεμήσω παιδιά!” Αλλά όπως μας έχει ήδη πει προηγουμένως είναι υπερβολικά ενθουσιασμένη που κάνει λάιβ. Όλο αυτό της προξενεί μια Άλλη Ευτυχία και δε δέχεται να της κρύβουν το φώς. Γιατί να το δεχτεί άλλωστε; Χορεύει έντονα και περιστροφικά, αλλά όχι άστατα. Κάτω απ’ το ξέφρενο υπάρχει μια επίγνωση: δε χάνει τη γη κάτω απ’ τα πόδια της. Κι εδώ θυμάμαι το αστείο της Ματίνας και παρατηρώ πως η Μαρίζα είναι τελικά όλη αυτή την ώρα ξυπόλητη στη σκηνή.

Σκέφτομαι πως η παραστατική της πλευρά (την οποία δεν μπορώ να διαχωρίσω από το πως φαντάζομαι την προσωπικότητά της) έχει κάτι το ακέραιο που έχω καιρό να το συναντήσω. Δεν αφορά συμπάθεια ή αντιπάθεια, αφορά όμως την ευθύτητα της συναλλαγής. Δε σου δίνει σε καμία περίπτωση λιγότερα από αυτά που σου υποσχέθηκε. Αυτή είναι άλλωστε και η υπέρτατη πρόκληση του entertainer. Και θέλει κάτι ειδικό για να μπορείς να υλοποιήσεις και να ζυγίζεις τις καλλιτεχνικές σου υποσχέσεις. Όπως μάλλον και για να βρεθείς Ανάμεσα Στα Άστρα: θέλει να ψήνεσαι να γνωρίζεις τον εαυτό σου και τους άλλους χωρίς να χάνεις τον έλεγχο, αλλά ούτε και την έκπληξη. Να ξέρεις πότε ν’ αφήσεις τις τσάρκες και να πιάσεις το ταξίδι.

Παρόλο που ίσως της έχει σχεδόν “φορεθεί” ο χαρακτηρισμός της δροσερής, παλαβιάρας ρετροφερμένης και ολίγον τζάζ, η Μαρίζα Ρίζου φαίνεται να έχει κάνει μια πολύ προσεγμένη και λεπτομερή ρύθμιση πάνω στο ευρύ φάσμα του υλικού της, αλλά και δουλειά με το συναίσθημά της. Αυτό φαίνεται όχι μόνο στην ερμηνεία και την τραγουδοποιία αλλά και στην αφήγησή της όταν (παρά το παραστατικό χιούμορ της) μας μιλά για τα όρια που έχουμε να υπερασπιστούμε και την ανθρώπινη βλακεία που έχουμε να συναντήσουμε στην αγάπη, με τρυφερή θλίψη, αλλά και λυτρωμένο θυμό, ανάλογα την περίπτωση. Κάπως έτσι μας μιλάει στο Πόσο Βλάκας Ήσουν για έναν δικό της “βλάκα” που τον αγαπάει πολύ, αλλά και για το πως γεννιέται η γενναιοδωρία μέσα από άφατες και ακραίες διαδικασίες, ερμηνεύοντας το Καίγομαι Και Σιγολιώνω του Δημήτρη Υφαντή. Στο κομμάτι αυτό δέχεσαι να καταναλωθείς από κάτι πρωτόγονο που έρχεται κι αυτό ως εντολοδόχος, κι έχοντας κάνει τη δουλειά του, σε αφήνει φεύγοντας περιέργως πιο ευγενικό, απαλλαγμένο απ’ το μικρόψυχο δίπολο θύτη και θύματος. Μετά τη δική της απογείωση η Μαρίζα επανέρχεται στην πραγματικότητα της σκηνής και επαναφέρει και το αναλογιο της που έχει αναπάντεχη συμμετοχή στην υπερβατική κατάσταση.

Η ίδια μας εξηγεί ότι ίσως είναι ατόπημα η αλληλουχία των τραγουδιών που έχει κάνει τώρα, επιλέγοντας ένα βροχερό τραγούδι μετά από ένα καιόμενο. Όμως ως ακροάτρια νιώθω ότι το Κάτω Απ’ Τη Μαρκίζα (βασισμένο σε προσωπική ιστορία του Μάνου Ελευθερίου) εντάσσεται σε αυτό το φάσμα της ευγένειας που αποκτάς έχοντας καεί, έχοντας συνομιλήσει με το ανεκπλήρωτο και με τα γκρίζα μάτια κάποιου που δεν έχει απαντήσεις να μας δώσει παρόλο που μπορεί να έχουμε πιστέψει ότι τις ενσαρκώνει. Σκοπός βέβαια δεν είναι να βουλιάξουμε. Γι’ αυτό η Μαρίζα κι ο Άγγελος ανασύρουν απ’ το συλλογικό απόθεμα της καλώς εννοούμενης μαγκιάς, την ικανότητα να αντιμιλάμε στην καλοβαλμένη μαντάμ, τη Μοναξιά μ’ ένα νέτο σκέτο Μάλιστα Κύριε και όλων των ειδών τις φυγές -Με Αεροπλάνα Και Βαπόρια. Ακόμη και στους διωγμούς μπορούμε να αντιτάξουμε δύναμη. Στην καλή του εκδοχή άλλωστε το μουσικό συλλογικό μας ασυνείδητο ενέχει ισόποσα τη μαγκιά, την έκσταση και τη δροσιά. Αυτό φαίνεται να το κατέχει η Μαρίζα Ρίζου στην ερμηνεία της, γιατί παρά τη δραματουργία που τη χαρακτηρίζει προσεγγίζει το υλικό με ενθουσιασμό και αγάπη κι όχι μανιέρα και έπαρση.

Μετά από αυτά τα περισσότερο εσωστρεφή μονοπάτια, η οικοδέσποινα επί σκηνής αποφασίζει να μας επαναφέρει στο παρόν και στην προσωπική της δουλειά. Μιλώντας μας με το Αλλιώτικο Παιδί για τα φτερά που αποκτάς αποδεχόμενος τη διαφορά σου, τις μικρές διευκρινίσεις προς τους αγαπημένους αλλά και το μεγάλο φόβο που συνεχίζει να επικρατεί ως κοινωνικό παράδειγμα. Συνεχίζει με το Πετάω, στο οποίο η ταύτιση του κοινού είναι εμφανής καθώς έστω και καθήμενοι μπαίνουμε στην ταλάντωση του σουίνγκ και των νοερών φτερών. Ακολουθεί η συνεργασία της με τον Θέμη Καραμουρατίδη και το Γεράσιμο Ευαγγελάτο Θέλω Κάποιον Να Με Σύρει: Σκέφτομαι τον άνθρωπο-δέντρο που μπορούμε να κρυφτούμε, να ξαπλώσουμε στη σκιά του ψάχνοντας τον εαυτό μας. Η μουσική χαμηλώνει, ο δρόμος ανοίγει, και σ’ αυτόν τον ανοιχτό δρόμο ξαφνικά οι ταχύτητες ανεβαίνουν ξάνα. Βάζουμε Φωτιά Στα Φρένα και η Μαρίζα χορεύει σάμπα, αστειεύεται με το κοινό και στέλνει και τον κορωνοιο κάπου που σίγουρα δε θα θέλαμε να τον ακολουθήσουμε (όχι ότι θα θέλαμε έτσι κι αλλιώς!)

Στο Όχι Δε Θα Μπορέσω, που ακολουθεί, μας καλεί με γλαφυρό τσαμπουκά να σκέφτουμε τους αποχαιρετισμούς που οφείλουμε και ποιόν θέλουμε να στείλουμε να κάνει παρέα στον κορωνοιό ο καθένας με τη λεξιπλασία που αρμόζει. “Τα σκοτάδια σου πάρε και αντέ γειά!” λέει εμφατικά και καταλήγει γελώντας “Α κάτσεις να μαλώεις;” Όχι προφανώς! Πρέπει να κάνεις χώρο για αυτή την άλλη αγάπη, που “όταν θα ‘χουμε υποφέρει καλημέρα θα μας πεί”. Στο συγκεκριμένο κομμάτι ένιωσα μια ιδιαίτερη ανάταση. Επειδή είναι γνώριμο και μοιάζει να επανασυστήνεται κάθε φορά που το ακούω, από όποιον το ακούω. Ίσως επειδή αυτό κάνει κι η αγάπη έτσι κι αλλιώς. Επανασυστήνεται με άλλες φωνές, πρόσωπα, μορφές. Κάνει κύκλους, όπως το επόμενο τραγούδι του ίδιου δημιουργού με το οποίο όμως έχω παράξενη σχέση. Το Ας Κρατήσουν Οι Χοροί, σαν να μην πάλιωσε (για μένα) το ίδιο ωραία με το Μη Μιλας Αλλο Γι’ Αγάπη -σκέφτομαι. Αλλά πάνω που πάω να χαλαστώ, βλέπω ότι η Μαρίζα το έχει οικειοποιηθεί για να μας παρουσιάζει τη μπάντα και το φέρνει ξανά στον αστερισμό της παρέας που φωτίζει τη νύχτα και στην ευχή “Να πυκνώνει ο δεσμός μας”, απ’ όπου και ξεκίνησε. Κι έτσι παρέα, μετά από (κάποιας αδιευκρίνιστης και ελαστικής μονάδας μέτρησης) χρόνους οικειότητας, Πάμε Μια Βόλτα. Σουινγκάρουμε πάλι, βλέπουμε προς το φως ξανά. Ίσως όχι με ανίδεη αθωότητα, αλλά ξαλαφρωμένα, ήρεμα, αληθινά.

Κι αφού χορτάσουμε βόλτα μοιραζόμαστε μια παλιά αγαπημένη ιστορία. Συνειδητοποιώντας το ηχητικό περιβάλλον,η Μαρίζα δυσαρεστείται λίγο για τις τριγύρω ετερόκλητες παρεμβολές. Όπως όμως τονίζει αυτή την “ανελέητη κομματάρα”, το Ζητάτε Να Σας Πώ, δεν τη σβήνει τίποτε, ούτε “να βαράει Τιέστο από πίσω”. Και πράγματι, ούτε ο χρόνος ούτε ο θόρυβος μπορεί να απλώσει χέρι στο τραγούδι που μας μεταφέρει από τη δεκαετία του ‘30, δυνατά κι ακέραια. Μόνο κάποιος με έλλειψη σοβαροφάνειας μπορεί να διακρίνει τόσο απλά και τόσο ξεκάθαρα το βασικό μας πρόβλημα και ταυτόχρονα τη βασική μας ελπίδα: “Δεν είν’ οι καρδιές το ίδιο όλες καμωμένες”. Ίσως αυτή την έλλειψη σοβαροφάνειας η Μαρίζα κι ο Αττίκ να τη μοιράζονται.

Όπως μας δίνει να καταλάβουμε πλέον η Μαρίζα προχωράμε προς το κλείσιμο. Με το Να Με Προσέχεις του Νίκου Πορτοκάλογλου και με μια παραίνεση όσοι γνωρίζουμε καλά το διπλανό μας να τον αγκαλιάσουμε. Η ενέργεια χαμηλώνει για λίγο, μέχρι που έρχεται όντως το τελευταίο κομμάτι της βραδιάς με την υπενθύμιση ότι Είναι Μικρή Η Ζωή όπου ξεσηκώνεται ξανά το μικρό σύμπαν της Τεχνόπολης και παρόλο που δεν υπάρχει συμμαζεμός η Μαρίζα μας προτρέπει να συγκρατηθούμε “Μη σηκώνεστε θα μας σκίσουν! Απόψε χορεύω εγώ για σάς!!!” και όντως χορεύει για όλους μας κι εμείς χορεύουμε από μέσα μας, μέχρι που αφήνει τη σκηνή και από τα μεγάφωνα της Τεχνόπολης μεταδίδονται οι απαραίτητες οδηγίες για την τακτική και ήρεμη αποχώρηση του κοινού.

Πάω να φύγω λίγο βιαστικά κι εγώ με το πρώτο κύμα, αλλά κάτι με κρατάει και κοντοστέκομαι λίγο πριν την έξοδο. “Δεν ξέρω, εμένα αυτό είναι η ψυχοθεραπεία μου…” ακούω μια κοπέλα να λέει σε μια φίλη της περνώντας. “Μου έφτιαξε τη διάθεση”, λέει κάποιος άλλος. “Θα γίνω γκρούπι!!” δηλώνει ένα παιδί στη φίλη του. Αφήνω να περάσει μπροστά μου ο κόσμος μέχρι που σχεδόν αδειάζει ο χώρος. Πολλοί φεύγουν επαναλαμβάνοντας σκόρπιες μουσικές φράσεις από την παράσταση. Σκέφτομαι πόσο η κάθε εποχή στην πόπ κουλτούρα της ίσως βγάζει το αντίθετό της, τα απωθημένα της, το ανεστραμμένο είδωλό της. Τώρα λοιπόν, μέσα απ’ το ζόφο ξεπηδάει αυτό. “Ο κόσμος έχει ανάγκη από…” ακούω μια γυναίκα να λέει χωρίς να μπορέσω ν’ ακούσω τη συνέχεια. Ο κόσμος έχει ανάγκη από… κάτι συναυλίες σαν αυτές, γεμάτες ευχή και γιορτή, κι ας μην ξέρουμε τα πάντα…

——————-

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του MusicCorner.gr…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here