Οι παραστάσεις με τον τίτλο “Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία”, με αποκορύφωμα τη συναυλία στο Ηρώδειο, τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε, έφεραν ξανά μαζί τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Με αφορμή αυτήν ακριβώς την πρόσφατη συνεργασία τους, οι δύο σπουδαίοι καλλιτέχνες καταγράφουν τις εντυπώσεις τους ο ένας για τον άλλον:

«Αυτή η συνάντηση του Βασίλη Παπακωνσταντίνου με τη μουσική μου, μού προσφέρει μεγάλη χαρά. Το σημερινό ελληνικό κοινό ίσως να μην γνωρίζει ότι πρωτοσυναντηθήκαμε στα 1974 και συνεργαστήκαμε σε συναυλίες και ηχογραφήσεις ως τα 1977 με καρπούς κάποια τραγούδια από τον «Προδομένο Λαό» και τους κύκλους «Της Εξορίας» και «Εχθρός Λαός». Λίγο αργότερα μας έφερε κοντά η ποίηση του Καρυωτάκη, που μου έδωσε την αφορμή να γράψω και την πρώτη μου όπερα, τον «Κώστα Καρυωτάκη».

Πιστεύω ότι η περίπτωση του Βασίλη Παπακωνσταντίνου μέσα στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι είναι μοναδική. Δηλαδή έχει τον αποκλειστικά δικό του τρόπο που τραγουδά, που σκέφτεται και που αντιμετωπίζει την περιρρέουσα πραγματικότητα. Το γεγονός ότι επέλεξε τον ήχο και το στυλ ροκ είναι μονάχα ένα από τα χαρακτηριστικά του.

Το άλλο χαρακτηριστικό του, για μένα, είναι η ακτινοβολία του προσωπικού του Ήθους, που κατάφερε να το διαφυλάξει ακέραιο σε χρόνους πονηρούς, όπως ήταν η δεκαετία του ‘80 ως σήμερα.

Ακόμα θεωρώ ότι η δυναμική στον τρόπο της ερμηνείας του Βασίλη είναι στο βάθος παράλληλη με τη δική μου, με τη διαφορά ότι όταν εκείνος αποφάσιζε το μοναχικό του πέταγμα (αμέσως μετά τα τραγούδια «Της Εξορίας»), είχε τα φτερά του ελεύθερα, ενώ τα δικά μου μοιάζανε με του αετού του Ριζίτικου τραγουδιού, που παρακαλεί τον ήλιο να ανατείλει για να λιώσουνε τα χιόνια από τα φτερά του και τα κρούσταλλα από τα ακρόνυχά του για να μπορέσει να πετάξει.

Βασίλη, θυμήσου τα κλειστά στάδια της Γερμανίας και κείνον τον ψηλό «ροκά» που τραγουδούσες κι εσύ μαζί του και το νεανικό ακροατήριο να πηδά και να φωνάζει «κι άλλο – κι άλλο – κι άλλο» σχεδόν επί μία ώρα μετά το τέλος της συναυλίας… Με τη διαφορά ότι το «ροκ» το δικό μου γεννήθηκε μέσα από τα βράχια της Κρήτης μαζί με τον Δία…»

Μίκης Θεοδωράκης

theodorakis_papakonstantinou_2014_09

«1974, άνοιξη. Βρέθηκα να χτυπάω την πόρτα του σπιτιού του Μίκη Θεοδωράκη στο Παρίσι. Άνοιξε ο ίδιος. «Καλησπέρα σας. Είμαι ένας τραγουδιστής από την Ελλάδα και έρχομαι από το Μόναχο, όπου εκεί βρίσκομαι πάνω από ένα χρόνο. Θα ήθελα να με ακούσετε». Χαμογελώντας, με οδήγησε αμέσως στο πιάνο. «Τι ξέρεις;», μου λέει. «Όλα», του απαντώ. Ίσως φοβήθηκε με την απάντησή μου αυτή, λέγοντάς μου ότι έχει πολύ λίγο χρόνο στη διάθεσή του. Δέκα λεπτά περίπου, αν θυμάμαι καλά.

Η εισαγωγή από το πιάνο γεμίζει το δωμάτιο. Με τρεμάμενα πόδια, μπήκα σωστά. «Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή». Ο μύθος ολοζώντανος μπροστά μου, χτύπαγε τα πλήκτρα με την ψυχή του. «Πάμε κι αυτό, παιδί μου». «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ». Κι αυτό κράτησα απ’ τη ζωή μου. Γυρίζει προς την πόρτα και λέει δυνατά: «Μυρτώ, έλα!». Και να μπροστά μου η κυρία Μυρτώ, με τον μικρό Γιωργάκη και τη μικρή Μαργαρίτα. Τώρα πλέον, είχαμε και ακροατήριο. Συνεχίσαμε για πάνω από δύο ώρες. Έφυγα κυριολεκτικά πετώντας, με τις νέες παρτιτούρες στη μασχάλη. «Μελέτησέ τα καλά, Βασίλη. Έχεις στη διάθεσή σου ενάμιση μήνα, γιατί έχουμε μπροστά μας μεγάλη περιοδεία στην Αμερική».

Μετά από έναν περίπου μήνα, πριν φύγουμε για την Αμερική, θα δίναμε στο Παρίσι συναυλία υπέρ των Μαροκινών φοιτητών. Η αίθουσα κατάμεστη. Ο Μίκης στο πιάνο, εγώ στο μικρόφωνο. Απίστευτο! Η αίθουσα δονείται απ’ άκρη σ’ άκρη. Διάλειμμα. Κι εκεί στο διάλειμμα, ήρθε η είδηση. Έπεσε η χούντα στην Ελλάδα. Το δεύτερο μέρος της συναυλίας ήταν γιορτή. Τελειώσαμε με το «Κι εσύ λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό».

Ο Μίκης γύρισε στην Ελλάδα την άλλη μέρα. Εγώ στο Μόναχο, για να μαζέψω τα πράγματά μου. Βρεθήκαμε στην Ελλάδα μετά από μία εβδομάδα. Στούντιο ηχογράφησης. Columbia. Δύο έργα ταυτόχρονα. Το ένα, «Μαντώ Μαυρογένους» / Θίασος Αλίκης Βουγιουκλάκη- Μάνου Κατράκη . Δίσκος: «Προδομένος Λαός». Το άλλο, «Εχθρός Λαός» του Ιάκωβου Καμπανέλλη / Θίασος Τζένης Καρέζη-Κώστα Καζάκου. Στον «Εχθρό Λαό», ο Μίκης πρότεινε να τραγουδάω ζωντανά. Κι έτσι κι έγινε. Τραγουδούσα ζωντανά σε όλες τις παραστάσεις. Ακολούθησε ο δίσκος «Της Εξορίας» και, συγχρόνως, περιοδεία το 1976 και 1977 σε όλη την Ευρώπη. Αεροπλάνα, πούλμαν, τρένα, μέρες ολόκληρες, μέρες, μήνες.

Επειδή ήμουν καλός δέκτης, ο Μίκης με έβαζε να κάθομαι δίπλα του σε όλα τα ταξίδια. Έτσι έμαθα την αληθινή ιστορία της Ελλάδας. Έτσι έμαθα για τα βασανιστήρια των ανθρώπων από «ανθρώπους», έτσι έμαθα τη Ζάτουνα, τον Άη Στράτη, τον Ωρωπό, τη Γυάρο, τη Μακρόνησο, όπου εκεί έκανε «διακοπές» και ο πατέρας μου, όπως ο Μίκης, ο Ρίτσος, ο Μπιθικώτσης και τόσοι άλλοι σύντροφοι. Έτσι έμαθα να υποστηρίζω την ενότητα της Αριστεράς, με όραμα μια Παγκόσμια Αριστερά.

Παρόλο που από τα 14 μου ήμουν ονειροπαρμένο με μανία για την ποίηση, ένιωσα βαθιά και ουσιαστικά τους ποιητές μέσα μου, τραγουδώντας τους. Ακολούθησε η ηχογράφηση του έργου «Καρυωτάκης». Να γιατί είμαι τυχερός! Γιατί βρέθηκα στην σκιά της πιο ψηλής κολώνας του πολιτισμού μας.

Πάνω στα μάρμαρα του Ηρωδείου, που κακιά σκουριά δεν πιάνει, η μουσική του Μίκη θα μας ξεναγήσει στα περιβόλια και στα λιβάδια των ποιητών μας.

Μίκη Θεοδωράκη, σε τιμώ και σε ευχαριστώ που μου έμαθες πως “Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία”».

Βασίλης Παπακωνσταντίνου

theodorakis_papakonstantinou_afisa_2014_09_b

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here