Γράφει ο Δημήτρης Κονιδάρης
Σαν σήμερα, στις 10 Φεβρουαρίου 1975, έφυγε από τη ζωή για το ταξίδι προς την αθανασία ο Νίκος Καββαδίας, ένας ποιητής που ύμνησε τη θάλασσα όσο ελάχιστοι και συνεισέφερε πολλά σπουδαία έργα στη νεοελληνική ποίηση.
Καταρχάς, γεννήθηκε το 1910 στο Νικόλσκι Ουσουρίσκ της Μαντζουρίας, μια μικρή επαρχιακή πόλη στην περιοχή του Βλαδιβοστόκ, ένα μέρος σχεδόν μυστηριακό όπου τερματίζει ο περίφημος υπερσιβηρικός σιδηρόδρομος. Εκεί η οικογένειά του διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου αλλά με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914) μετακινήθηκε προς την Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Αργοστόλι αφού η Κεφαλονιά ήταν ο τόπος καταγωγής των γονέων του. Αργότερα μετακόμισαν στον Πειραιά όπου ο Καββαδίας υπήρξε συμμαθητής του Γιάννη Τσαρούχη κατά τη φοίτησή του στο δημοτικό. Κατά τα γυμνασιακά του χρόνια γνωρίστηκε με τον συγγραφέα Παύλο Νιρβάνα και στα δεκαοκτώ του δημοσίευσε τα πρώτα ποιήματά του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας. Παράλληλα άρχισε να εκδίδει το σατυρικό φυλλάδιο Σχολικός Σάτυρος. Με το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών έδωσε εξετάσεις για να εισαχθεί στην ιατρική σχολή. Όμως ο θάνατος του πατέρα του αυτήν περίοδο (1929) τον ανάγκασε να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο ενώ εργαζόταν και σε φιλολογικά περιοδικά. Την ίδια περίπου εποχή ξεκίνησε τα ταξίδια του ως ναύτης, κάτι που τον σημάδεψε ανεξίτηλα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το 1931 το περιοδικό «Ναυτική Ελλάς» δημοσίευσε το έργο «Τραγούδια». Το 1932 προχώρησε στη δημοσίευση των ταξιδιωτικών του εντυπώσεων στην εφημερίδα «Πειραϊκόν Βήμα». Παράλληλα εξέδιδε σε συνέχειες το μυθιστόρημα «Η απίστευτη περιπέτεια του λοστρόμου Νακαχαναμόκο» το οποίο, σημειωτέον κυκλοφόρησε το 2022 σε μορφή ακουστικού βιβλίου σε αφήγηση Ανδρέα Χατζηδήμου.
Το 1933 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα και είχε πια γίνει αρκετά γνωστός στον κύκλο των διανοουμένων. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η ποιητική του συλλογή «Μαραμπού» η οποία αντιμετωπίστηκε με ευνοϊκές κριτικές. Το 1938 η “Νέα Εστία” δημοσιεύει τα ποιήματά του, ενώ ο ίδιος παρουσιάστηκε στον στρατό και υπηρέτησε στην Ξάνθη. Το 1939 απέκτησε το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως και, μετά την ιταλική επίθεση το 1940, έφυγε για το αλβανικό μέτωπο όπου υπηρέτησε και ως ασυρματιστής. Ύστερα από τη γερμανική επίθεση τον Απρίλιο του 1941 και τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού επέστρεψε στην Αθήνα.
Ως ανήσυχο πνεύμα και δυναμικός χαρακτήρας δεν θα ήταν δυνατόν να μείνει άπραγος κατά τη ζοφερή περίοδο της Κατοχής. Έτσι εισήλθε γρήγορα στις τάξεις της Εθνικής Αντίστασης και αγωνίστηκε στο πλευρό του ΕΑΜ. Παράλληλα εντάχθηκε και στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Συν τοις άλλοις, πέτυχε την ένταξή του στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και συνέχισε να γράφει ποιήματα. Εντελώς αναμενόμενο ήταν να επηρεαστεί από την Αντίσταση γράφοντας τα «Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη» και «Αθήνα 1943», με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός, στο περιοδικό “Πρωτοπόροι“. Το 1944 μετέφρασε μαζί με τον Βασίλη Νικολόπουλο, το έργο του Ευγενίου Ο’ Νήλ “Το Ταξίδι του Γυρισμού“. Στις αρχές του 1945 τίθεται επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση την οποία παραχωρεί αργότερα στον Λάκωνα Νικηφόρο Βρεττάκο, λόγω της αναχώρησής του από την Ελλάδα για να εργαστεί με το πλοίο “Κορινθία”. Τον Ιανουάριο του 1947 οι εκδόσεις Θ. Καραβία κυκλοφόρησαν τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Πούσι».
Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξίδεψε πάρα πολύ αφού, άλλωστε, η αγάπη του για τη θάλασσα ήταν μεγάλη. Μέσα στη χρονική αυτή περίοδο συνέβησαν τα πιο σημαντικά ίσως γεγονότα στη ζωή του ποιητή. Για την περιπετειώδη ζωή του έχουν γραφτεί πολλές ιστορίες όπως για την παρ’ ολίγον συνάντησή του με τον Γιώργο Σεφέρη το 1954, όταν ο μετέπειτα Νομπελίστας δεν χαιρέτησε τον Καββαδία στο πλοίο που εργαζόταν ο τελευταίος, κάτι που ενόχλησε σφόδρα τον Καββαδία. Επίσης, έχει προβληθεί αρκετά στο Διαδίκτυο η ιστορία με τη νεαρή Ελληνίδα την οποία βοήθησε ο ποιητής να ξεφύγει από τους οίκους ανοχής στην Αργεντινή.
Στις 10 Φεβρουαρίου 1975 άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Λίγο μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε και η τρίτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τραβέρσο».
Κατά τη διάρκεια της ζωής του δεν ευτύχησε να γνωρίσει την αναγνώριση που δικαιούτο και άξιζε αλλά μετά τον θάνατό του και ύστερα από τις μελοποιήσεις των ποιημάτων του, σημειώθηκε κατακόρυφη άνοδος της δημοτικότητάς και αύξηση του ενδιαφέροντος για το έργο του. Πρωτεύοντα ρόλο σε αυτές διαδραμάτισε, ασφαλώς, ο μεγάλος Θάνος Μικρούτσικος με τον «Σταυρό του Νότου» (1979) που αποτέλεσε έναν από τους σπουδαιότερους μεταπολιτευτικούς δίσκους και εξελίχθηκε σε έναν από τους εμπορικότερους όλων των εποχών στη χώρα μας. Αναμφιβόλως, «Ο Σταυρός του Νότου» διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στο να γίνει ευρέως γνωστός ο Καββαδίας και αποτελεί τη μεγαλύτερη επιτυχία του συνθέτη με ευρύτατη αποδοχή αλλά είναι τουλάχιστον αξιοπερίεργο ότι αντιμετώπισε σφοδρές αντιδράσεις στο ξεκίνημά του. Όταν ο Θάνος είχε σχεδόν ολοκληρώσει τα τραγούδια, τα έστειλε στον επικεφαλής της LYRA Αλέξανδρο Πατσιφά ο οποίος δεν ήταν θετικός απέναντι στο έργο γιατί δεν του άρεσε ο Καββαδίας. Παρόλα αυτά έδωσε το πράσινο φως για την ηχογράφηση λέγοντας στο νεαρό συνθέτη «Σε αγαπάω πολύ και σε πιστεύω αλλά αυτόν το δίσκο θεώρησέ τον ως ένα δώρο από εμένα. Δεν πρόκειται να πουλήσει ούτε χίλια αντίτυπα»! Επίσης, όλες σχεδόν οι κριτικές στον τύπο της εποχής χαρακτήρισαν τον Σταυρό του Νότου ως μια ατυχή παρένθεση στη δημιουργική πορεία του νεαρού και ελπιδοφόρου συνθέτη. Λόγου χάριν, στην Καθημερινή, στην οποία είχαν γραφτεί διθύραμβοι για την «Καντάτα στην Μακρόνησο» (1976), αναφέρθηκε ότι ο δίσκος είναι πληκτικός και εύχονταν στον συνθέτη να τον ξεχάσει το συντομότερο δυνατόν. Πάντως ο ίδιος ο Μικρούτσικός είχε καταλήξει πως βασική αιτία της αρχικής απόρριψης του δίσκου ήταν η επιλογή του Καββαδία που δεν θεωρείτο σπουδαίος ποιητής από μερίδα κριτικών. Ο συνθέτης είχε αναφέρει ότι χαρακτήριζαν εσφαλμένα τον Καββαδία ως «ποιητή ημερολογίου» και «ποιητή της θάλασσας και των ναυτικών» καθώς και ως έναν χαμηλοτέρου επιπέδου ηθογράφο υποτιμώντας την προσφορά του στην νεοελληνική ποίηση. Ωστόσο, ισχυριζόταν, ο Μικρούτσικος πως ο Καββαδίας χρησιμοποίησε τη θάλασσα σχεδόν προσχηματικά για να μιλήσει για την αξία της ανατροπής, την ελευθερία και τη δύναμη της ζωής χωρίς συμβάσεις. Έτσι, προσπάθησε με τη μουσική του να αναδείξει τα πολλά επίπεδα της ποίησης του Καββαδία, κάτι που κατάφερε αφού ο δίσκος ακολούθησε μια θρυλική πορεία και γράφτηκε στην ιστορία της μουσικής μας με χρυσά γράμματα ενώ ακόμα και τώρα τα τραγούδια του ακούγονται σε συναυλίες.
Δεν πρέπει να παραβλέπουμε, βεβαίως, ότι ο Σταυρός του Νότου κυκλοφόρησε στη χρυσή περίοδο της μελοποιημένης ποίησης (1960-1980), κάτι που σημαίνει ότι ο κόσμος είχε μάθει να ακούει μη συνηθισμένους και δύσκολους στίχους που χρειάζονταν περισσότερη σπουδή για να γίνουν κατανοητοί. Από τον «Επιτάφιο» (1960) του Γιάννη Ρίτσου που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης είχε κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι και όταν κυκλοφόρησε το 1979 ο Σταυρός του Νότου σίγουρα δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Με τις υπέροχες φωνές του Γιάννη Κούτρα, της Αιμιλίας Σαρρή και του Βασίλη Παπακωνσταντίνου καθώς και τις εξαίσιες μελωδίες του Θάνου Μικρούτσικου, οι στίχοι του Καββαδία ταξίδεψαν σε όλη την Ελλάδα και σε ολόκληρο τον κόσμο με τους ναυτικούς να αναγάγουν τον δίσκο σε «Βίβλο των ναυτικών». Ως εκ τούτου οι στίχοι του μπήκαν στα χείλη του λαού όπως οι στίχοι του Ρίτσου, του Ελύτη, του Σεφέρη και των άλλων μεγάλων μας ποιητών, με αποτέλεσμα να γίνονται πολυτραγουδισμένοι οι «περίεργοι» στίχοι που μιλούν για τρικυμίες, φάρους, λιμάνια, καραβοφάναρα, μουσώνες, καταγώγια, ατσάλινο μαχαίρι, θερμαστές, τροπικά πουλιά και βέβαια για «τη Γέφυρα του Αδάμ στη Νότια Κίνα» και το «Άλφα του Κενταύρου». Στο πέρασμα των επόμενων ετών πιθανόν να βοήθησε στην περαιτέρω αποδοχή του δίσκου η σχεδόν εξωτική ζωή του Καββαδία αφού σίγουρα δεν ήταν συνηθισμένο φαινόμενο ο ποιητής να είναι ένας ασυρματιστής σε καράβι. Ωστόσο, πέρα από οποιαδήποτε αμφιβολία, ο δίσκος είναι ένα αριστούργημα από κάθε πλευρά που ακολούθησε, όπως αναφέρθηκε, λαμπρή πορεία στον χρόνο.
Οπωσδήποτε υπάρχουν κι άλλες μελοποιήσεις του έργου του έργου του όπως αυτή του Γιάννη Σπανού με τον δίσκο «Ανθολογία Γ’» (1975) στον οποίο ο συνθέτης συμπεριέλαβε το «Ιδανικός και ανάξιος εραστής» που ακούστηκε με τη φωνή του Κώστα Καράλη.
Εν συνεχεία, ήταν η Μαρίζα Κωχ που μελοποίησε το 1977 οκτώ ποιήματα του ποιητή μεταξύ των οποίων τα «Φάτα Μοργκάνα», «Πούσι», «Νανούρισμα», «Μαραμπού».
Το 1983 ο Μιχάλης Τερζής συμπεριέλαβε ποιήματα του Καββαδία στον δίσκο του «Τραγούδια της θάλασσας» ενώ στη συνέχεια υπήρξαν κι άλλες μελοποιήσεις από τους αδελφούς Κατσιμίχα, τον Λάκη Παπαδόπουλο, κ.α. Εντούτοις, στο παρόν σύντομο αφιέρωμα δεν είναι σκοπός η πλήρης παρουσίαση του μελοποιημένου έργου του τόσο παραγνωρισμένου, έως το 1979, αυτού ποιητή αλλά μία συνοπτική καταγραφή ορισμένων σημαντικών σταθμών της ζωής του και του έργου του. Εν κατακλείδι, ο σπουδαίος αυτός ποιητής μπορεί να μην γνώρισε εν ζωή τη μεγάλη καταξίωση αλλά μετά θάνατον το έργο του αναγνωρίστηκε και έφθασε στα χείλη του λαού μέσα από εξαίρετες μελοποιήσεις.
Βιβλιογραφία
- «Ο Θάνος κι ο Μικρούτσικος», μια αυτοβιογραφία από 24 συναντήσεις, Οδυσσέας Ιωάννου, εκδόσεις «Πατάκη», 2011
- Εκπομπή «Τρένο φάντασμα», Κανάλι 6, Λεμεσός, Κύπρος
- Εκπομπή «Μηχανή του χρόνου» με αφιέρωμα στον Καββαδία
- Αφιέρωμα στον Νίκο Καββαδία από «Ώρα Ελλάδας», 13-9-2023
- Δισκογραφία από https://www.discogs.com/
—————
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…