Γράφει η Μάρω Παναγή
Ευχαριστούμε για το φωτογραφικό υλικό τον Σταύρο Χαμπάκη
Ας σβήσει το ακατόρθωτο κι ας γίνουν όλα τα αδύνατα εφικτά. Ο Σαίξπηρ γράφει στις αρχές του 17ου αιώνα το έργο «Κοριολανός», ένα δυνατό, σκληρό και περίπλοκο έργο που, όπως και πολλά άλλα του μεγάλου βρετανού συγγραφέα, πάντα επίκαιρα στέκουν μπροστά μας σε καιρούς χαμένους.
Λιμός στη Ρώμη πυροδοτεί την εξέγερση των πληβείων εναντίον των πατρικίων. Πέντε δήμαρχοι, εκλεγμένοι από τον λαό, αναλαμβάνουν να μεσολαβήσουν στην εξουσία ώστε να κατευνασθούν τα πνεύματα. Στο μεταξύ ξεσπά πόλεμος με τους Βόλσκους, έναν γειτονικό λαό. Ο Γάιος Μάρκιος, αποκαλούμενος μετέπειτα Κοριολανός, είναι εθνικός ήρωας, αφοσιωμένος στους πατρίκιους και περιφρονητικός προς τους πληβείους. Κατακτά την πόλη των Βόλσκων, Κοριόλη, (εξ ου και το προσωνύμιό του) και νικά τον θανάσιμο εχθρό του, Τούλλο Αουφίδιο. Η κατάσταση περιπλέκεται όταν ο Κοριολανός θα έρθει σε σύγκρουση με τους δημάρχους και προσπίπτει στον Τούλλο Αουφίδιο θέλοντας να εκδικηθεί την πατρίδα του. Είναι αρκετός ο πληγωμένος εγωισμός του ώστε να στραφεί εναντίον ακόμα και της ίδιας του της οικογένειας ή μήπως ο χαρακτήρας του νάρκισσου, σκληρού ήρωα μπορεί να αλλάξει;
Το έργο αυτό μάς αφορά ακόμα και σήμερα. Παρόλο που ο Κοριολανός είναι υπέρμαχος της Αριστοκρατίας αποτελεί παράλληλα εχθρό για το πολιτικό σύστημα. Είναι ένας άνθρωπος γενναίος και ανόθευτα ειλικρινής που δεν μπορεί να ενταχθεί και να αντέξει τους ισχυρούς μηχανισμούς του συστήματος που επιδιώκουν να τον αλλάξουν, κάνοντάς τον πιο μετριοπαθή και διαλλακτικό. Τελικά αυτό που θα καταστρέψει τον ήρωα είναι η ίδια του η τιμιότητα και ειλικρίνεια, όπως επισημαίνει ο νεαρός σκηνοθέτης Αλέξανδρος Διαμαντής.
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό πως η δυσκολία προσαρμογής ενός τέτοιου έργου σε μια σύγχρονη θεατρική μορφή είναι μεγάλη. Η συσχέτιση και μετάβαση από την ιστορία της αρχαίας Ρώμης, όπως γράφτηκε από τον Σαίξπηρ στην Αγγλία του 17ου αιώνα, στο σήμερα είναι μία πρόκληση. Η παράσταση του Αλέξανδρου Διαμαντή στο θέατρο Σημείο ναι μεν αποτέλεσε μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση, ωστόσο δεν μετέδωσε στο έπακρο τη δύναμη και τον ηρωισμού του έργου αυτού.
Η προσεγμένη δωρική σκηνοθεσία έτεινε πολλές φορές να γίνει στατική. Η μεγάλη ράμπα που ήταν τοποθετημένη στο κέντρο της σκηνής ήταν το ιδανικό σκηνικό που αναδείκνυε την αντιπαλότητα, τις εξουσιαστικές σχέσεις και τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των ηρώων, ενώ παράλληλα έδεσε γεωμετρικά και χωροταξικά με τους στρογγυλούς καθρέφτες που κρέμονταν από ψηλά. Επίσης, η επιλογή του σκηνοθέτη όλοι οι ηθοποιοί να βρίσκονται συνέχεια στη σκηνή γέμισε θεμιτά τον χώρο. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρχαν άλλα ενδιαφέροντα σκηνοθετικά ευρήματα που να αναδείξουν την κινησιολογία που απαιτούταν, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν κρεσέντο σε κορυφαίες στιγμές. Η πομπώδης μουσική έδινε τον δραματικό τόνο που ταίριαζε, όπως και το ημίφως, όμως, η ενδυματολογικές επιλογές ήταν άστοχες. Δεν κατάφεραν να δώσουν το εκσυγχρονιστικό και νεωτερικό στοιχείο για το οποίο προορίζονταν. Στόλιζαν παραπάνω από όσο έπρεπε τους ηθοποιούς, προδίδοντας άκομψα τις ιδιότητες τους.
Ο εξαμελής θίασος από την πρώτη στιγμή φάνηκε πολλά υποσχόμενος. Οι περισσότεροι δεν ενσάρκωναν μόνο έναν ρόλο και οι στιγμιαίες αυτές εναλλαγές των προσώπων δόθηκαν έξυπνα με την αλλαγή των ρούχων, ενώ εκτελέστηκαν αρκετά πετυχημένα από τους ηθοποιούς. Η ερμηνεία της Παρθενόπης Μπουζούρη ξεχώρισε. Η ίδια, με έντονες κινήσεις, άβολες σωματικές στάσεις, αλλαγές στην ένταση της φωνής και με καθηλωτικά μάτια περνούσε φαινομενικά εύκολα από τον ρόλο της μάνας σε αυτόν του θανάσιμου εχθρού. Η επιλογή του να ερμηνεύσει τους δύο αυτούς αντιθετικούς ρόλους μία ηθοποιός άγγιξε ψυχαναλυτικά «χωράφια» αναφορικά με τα συμπλέγματα και την πάντα προβληματική σχέση μίσους και πάθους. Ο Νικόλας Μίχας και ο Στάθης Μαντζώρος μετέδωσαν την αλήθεια των ηρώων τους, ενώ η Άρτεμις Γρύμπλα και η Ωρόρα Μαριόν αντιμετώπισαν πιο περίπλοκους χαρακτήρες που συνεχώς εναλλάσσονταν.
Προσωπικά, περίμενα πολύ περισσότερα από τον Ιωάννη Παπαζήση. Άνετος στην κίνηση, με καθαρή φωνή και αρκετά εκφραστικός, όμως, δεν ένιωσα πως κατάφερε να μεταδώσει τον λαμπρό δυναμισμό και την τρέλα του Κοριολανού, ενός ανθρώπου που καθοδηγείται από το ένστικτο, που είναι αδίστακτος και άλογος. Ο τρόπος ομιλίας του είχε έναν μονότονο ρυθμικό τόνο που έγινε κάποιες φορές κουραστικός και βεβιασμένος και αναρωτιέμαι τί ήθελε να δείξει αυτή η σκηνοθετική εντολή. Το αγγλικό θέατρο της εποχής του Σαίξπηρ σαφώς είχε έναν πομπώδη χαρακτήρα, τον οποίο ένιωσα πως ο Αλέξανδρος Διαμαντής ήθελε να μεταδώσει, αλλά εν τέλει το αποτέλεσμα φάνηκε σαν κάτι εντελώς ξένο.
Είναι σημαντικό και άξιο που ένας νέος σκηνοθέτης επιχείρησε να εκφραστεί μέσω ενός δύσκολου και κλασικού έργου. Ομολογουμένως στάθηκε επάξια απέναντι σε αυτήν την πρόκληση παρά τα όποια τρωτά σημεία.
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…