Συνέντευξη στην Ντέπυ Σιδέρη

Σε μία ολοκληρωμένη συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης, γνωρίσαμε τον Θοδωρή Μαυρογιώργη. Μας μιλά για τα παιδικά του χρόνια στην Αγία Σοφία και την Καλλίπολη του Πειραιά, μέχρι τα καλοκαίρια του στα Κύθηρα, καθώς και για τις αρχικές του μουσικές ανησυχίες μέχρι την ολοκλήρωση του πρώτου του διπλού δίσκου. Μας εξηγεί τις μουσικές του προτιμήσεις και μας συστήνει τον εαυτό του ως καλλιτέχνη, άνθρωπο και μπαμπά. Δεν διστάζει να θεωρήσει πρότυπά του ανθρώπους νεότερους από τον ίδιο και δεν θέλει να διαχωρίζει τη μουσική λόγω της προσωπικής του ανάγκης να ακούει διαφορετικά είδη. Αγαπάει όλα τα τραγούδια του, κυρίως όμως εκείνα που ξεφεύγουν από τα καθιερωμένα. Άνθρωπος με ευαισθησίες, δεν διστάζει να συζητάει τα «στραβά» που βλέπει …και δεν τα παρατάει εύκολα.

Λίγα λόγια για σένα… που μεγάλωσες και πως ήσουν ως παιδί;
Μεγάλωσα στην Αγία Σοφία και στην Καλλίπολη στον Πειραιά. Είχα πολύ όμορφα παιδικά χρόνια. Τρεις μήνες διακοπές στα Κύθηρα το καλοκαίρι, βόλτες με το ποδήλατο τα απογεύματα και ποδόσφαιρο στα στενά, θυμάμαι τον πατέρα μου να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει στο σπίτι και τη μάνα μου να καταβάλει κάθε προσπάθεια να είναι δίκαιη αλλά να μας κακομαθαίνει κιόλας! Ήμουν, μάλλον, από τα ανήσυχα παιδιά που γονιδιακά και δικαιωματικά το λούζομαι πλέον από τους γιούς μου!

…το επαγγελματικό μονοπάτι ήρθε σιγά σιγά, από την ανάγκη να βελτιωνόμαστε, να γινόμαστε καλύτεροι, να μαθαίνουμε. Στην ουσία είναι σα να ξύπνησα ένα πρωί και αυτό το «πρέπει να πάω στη δουλειά» ήταν μια live εμφάνιση…

Πότε η αγάπη σου για τη μουσική έφτασε σε σημείο να σε πάει σε “επαγγελματικά” μονοπάτια;
Από την αρχή αυτό έγινε πολύ φυσικά, γιατί ξεκινήσαμε να παίζουμε με τον ξάδερφό μου στο νησί μας, στα Κύθηρα, σε ένα ιδιαιτέρως «ασφαλές» πλαίσιο, καθώς σχεδόν όλοι ήταν γνωστοί και φίλοι. Έπειτα από δυο καλοκαιρινές σεζόν που δουλέψαμε στα Κύθηρα, αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε τις δυνάμεις μας και το χειμώνα στην Αθήνα, το πολύ μακρινό 1998. Ποτέ δεν το σκέφτηκα ως μέσο βιοπορισμού, ως επαγγελματικό μονοπάτι. Νομίζω πως αυτό –το επαγγελματικό μονοπάτι δηλαδή– ήρθε σιγά σιγά, από την ανάγκη να βελτιωνόμαστε, να γινόμαστε καλύτεροι, να μαθαίνουμε. Στην ουσία είναι σα να ξύπνησα ένα πρωί και αυτό το «πρέπει να πάω στη δουλειά» ήταν μια live εμφάνιση.

Έχεις κάποια μουσικά πρότυπα ή κάποιο μέντορα;
Μικρότερος είχα καλλιτέχνες που θαύμαζα, όπως όλοι οι πιτσιρικάδες, μεγαλώνοντας όμως νομίζω πως απέκτησα πρότυπα, όταν καταστάλαξα για τη μουσική και τα δικά μου κριτήρια. Θεωρώ πως έχω διάφορους ανθρώπους, στιχουργούς, συνθέτες, ερμηνευτές που εκτός από το καλλιτεχνικό τους έργο, εκτιμώ την προσωπικότητά τους και τη στάση ζωής τους. Τους κρατάω ως φυλαχτό και ενημερώνομαι. Πολλοί από αυτούς είναι μικρότεροι σε ηλικία από εμένα, οπότε έχει βάση το «οι νεότεροι μας δείχνουν το δρόμο».

Ποιό από τα τρία τραγούδια που μας έχεις “συστήσει” θεωρείς ότι είναι πιο κοντά σε σένα; Ποιό σε αντιπροσωπεύει;
Καθένα από τα τραγούδια αυτά, όπως και τα δυο προηγούμενα με τον Θέμη Καραμουρατίδη και τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο, εκφράζουν διαφορετικές πτυχές είτε του χαρακτήρα μου είτε της ζωής μου. Δυστυχώς ή ευτυχώς, είμαι από αυτούς που δε θέλουν να διαχωρίζουν τη μουσική. Ίσως για να «δικαιολογήσω» την προσωπική μου ανάγκη να ακούω διαφορετικά είδη μουσικής, και να μου αρέσουν κιόλας από πάνω. Μάλλον, τα τραγούδια που έχουν μέσα πολλές ερωτήσεις και ξεβολεύουν είναι λίγο πιο αγαπημένα μου. Σε αυτό το κριτήριο εμπίπτουν και τα τρία τραγούδια, αλλά αν έπρεπε να επιλέξω με βάση τον ενθουσιασμό μου και την ανάγκη για groove ίσως να έφερνα λίγο πιο μπροστά από τα υπόλοιπα τα “Ψάρια”.

O “Superman” είναι ένα τραγούδι που αγγίζει πολλούς ανθρώπους και από διαφορετικές πτυχές. Πιστεύεις ότι η καρδιά θυμάται ακόμα κι αν ξεχνάει ο νους;
Όσο επιμένουμε να πιστεύουμε σε ένα καλύτερο αύριο, δε γίνεται να μην πιστεύουμε πως η καρδιά θυμάται ακόμα κι αν ξεχνάει ο νους.

…η διαδρομή από τον Paolo Nutini, τους Prodigy, τον Jeff Buckley, τους Mahala Rai Banda, στον Γιαν Βαν, τον Anser, την Μποφίλιου, τον Αλκίνοο, τον ΛΕΞ μου φαινόταν οριακά ένα τσιγάρο δρόμος…

Σε μια συνέντευξή σου μίλησες για τον διπρόσωπό σου εαυτό. Μίλησέ μας για αυτές τις δύο πλευρές σου.
Πάντα ήλπιζα να είναι μόνο διπρόσωπος και να μην ανακαλύπτω κάθε φορά και έναν ακόμα! Όμως, πλέον έχω σταματήσει το μέτρημα. Η αλήθεια είναι πως πάντοτε προσπαθούσα να ισορροπήσω μεταξύ των Wedding Singers που έπαιζαν χορευτική μουσική με έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και της επιθυμίας μου να τραγουδήσω ελληνικό στίχο που στα δικά μου αυτιά ηχούσε σπουδαίος. Οπότε η διαδρομή από τον Paolo Nutini, τους Prodigy, τον Jeff Buckley, τους Mahala Rai Banda, στον Γιαν Βαν, τον Anser, την Μποφίλιου, τον Αλκίνοο, τον ΛΕΞ μου φαινόταν οριακά ένα τσιγάρο δρόμος. Όλον αυτό τον κυκεώνα μουσικών προσπαθώ να συνοψίσω σιγά σιγά με τη μουσική και τα τραγούδια που θέλω να κάνω. Το αποτέλεσμα θα δείξει αν θα τα καταφέρω, αλλά όπως και να έχει η διαδρομή και η διαδικασία είναι φανταστική.

Εκτός από το τραγούδι, τη μουσική γενικότερα, τι άλλο αγαπάς να κάνεις;
Ταξίδια και βουτιές ως πρώτη σκέψη. Α, και κυνηγητό με όλους τους πιθανούς τρόπους! Είτε κάνοντας το δεινόσαυρο TREX, είτε έναν φανταστικό «κακό» που κυνηγάει δυο μικρούς ταλιμπάν. Επίσης, αγαπώ το διάβασμα, το οποίο είχα αμελήσει για λίγο καιρό, αλλά επέστρεψα σε αυτό. Και, πλέον, συνειδητοποιώ πόσο σπουδαία είναι για την ψυχική μας υγεία η παρέα, τώρα ειδικά που την έχουμε τόσο πολύ απαρνηθεί. Η παρέα με τους φίλους μας και με ανθρώπους που μοιραζόμαστε παρόμοιες ανησυχίες, χιούμορ και σκέψεις.

…σε αυτό το σημείο του χάρτη που ζούμε, ακροβατώντας μεταξύ δυτικής και ανατολικής Μεσογείου, θεωρώ απίθανο να μη συγκινούν κάποιον τραγούδια με αγγλόφωνο στίχο όπως αντίστοιχα και ρεμπέτικα, λαϊκά…

Τραγουδάς και αγγλικό στίχο, αλλά όπως έχεις πει: “το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι υπάρχει πάντα στη ζωή μου“. Πόσο κόντρα είναι αυτά τα είδη;
Το Day after day, του Παύλου Σιδηρόπουλου είναι ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια. Είναι ένα αγγλόφωνο τραγούδι που περιέχει μπουζούκι, «παίζοντας» περισσότερο με τη λογική του ήχου του οργάνου παρά με την τεχνοτροπία ενός παίχτη μπουζουκιού. Νομίζω, πως το «κόλπο» είναι το πώς μπορούν να συνδεθούν. Από την άλλη, σε αυτό το σημείο του χάρτη που ζούμε, ακροβατώντας μεταξύ δυτικής και ανατολικής Μεσογείου, θεωρώ απίθανο να μη συγκινούν κάποιον τραγούδια με αγγλόφωνο στίχο όπως αντίστοιχα και ρεμπέτικα, λαϊκά. Τουλάχιστον, όπως το σκέφτομαι εγώ, μπορώ να περάσω υπέροχα σε ένα μαγαζί ακούγοντας ρεμπέτικα όπως και σε μια συναυλία του The Weekend ή των Rival Sons, και το λέω με κάθε ειλικρίνεια, όχι προσπαθώντας να τηρήσω ίσες αποστάσεις. Για παράδειγμα, αν και έχω προσπαθήσει με φίλους και παρέες, δεν έχω διασκεδάσει όσο θα περίμενα στα μαγαζιά που λέμε «πίστες».

Αν σου έλεγαν να διαλέξεις ένα είδος μουσικής στο οποίο θα έπρεπε να ενταχθείς. Τι  θα σε κέρδιζε;
Αν πίστευα πως μπορώ να γράψω στίχο στο επίπεδο που θα ήθελα, θα επέλεγα ξεκάθαρα το hip hop. Με δεδομένο, πως δεν έχω αυτή τη δυνατότητα, νομίζω πως θα επέλεγα το rock που στα δικά μου αυτιά καλύπτει ένα ευρύ φάσμα και θα κάλυπτε το μεγαλύτερο κομμάτι από τις σκέψεις που θα ήθελα να επικοινωνήσω.

Τα live streaming -κυρίως λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της πανδημίας- αυξάνονται. Πιστεύεις ότι είναι η ανάγκη που τείνει να γίνει συνήθεια;
Είναι τόσο μεγάλη η ανάγκη επικοινωνίας και των καλλιτεχνών και του κόσμου γενικότερα, που δε θεωρώ πως τα live streams που συμβαίνουν αυτή την περίοδο θα αλλάξουν ουσιαστικά το χάρτη των ζωντανών εμφανίσεων. Το μόνο ενδιαφέρον, που φαντάζομαι πως το έχουν σκεφτεί αρκετοί καλλιτέχνες κυρίως εκτός Ελλάδας, είναι το πώς θα μπορούσε να αυξηθεί το κοινό μέσω streaming, ακόμα κι όταν θα ξεκινήσουν να πραγματοποιούνται εμφανίσεις, όπως τις γνωρίζαμε προ πανδημίας. Εννοώ, πως θα ήταν ενδιαφέρον να μπορείς να επιλέξεις να δεις μια συναυλία, έστω και από το σπίτι, η οποία συμβαίνει στην άλλη άκρη της γης. Ποτέ η παρουσία στο χώρο της συναυλίας ή μιας θεατρικής παράστασης δε θα μπορούσε να συγκριθεί με την απομακρυσμένη θέαση, οπότε δε νομίζω πως θα γίνει συνήθεια ή θα υποσκελίσει τις ζωντανές εμφανίσεις.

…μόνο προσέχοντας ο ένας τον άλλο θα καταφέρουμε κάτι, καθώς το αδηφάγο τέρας ως κοινωνικό και οικονομικό σύστημα μέσα στο οποίο ζούμε δείχνει πως σε δύσκολες καταστάσεις είναι ο καπετάνιος που βουτάει πρώτος από το καράβι…

Υπάρχει κάτι θετικό το οποίο θα μπορούσαμε ν ́αποκομίσουμε από αυτή την αλλαγή στον τρόπο διασκέδασης αλλά και στη ζωή μας γενικότερα;
Το θετικό που μπορούμε να αποκομίσουμε, είναι πως μόνο προσέχοντας ο ένας τον άλλο θα καταφέρουμε κάτι, καθώς το αδηφάγο τέρας ως κοινωνικό και οικονομικό σύστημα μέσα στο οποίο ζούμε δείχνει πως σε δύσκολες καταστάσεις είναι ο καπετάνιος που βουτάει πρώτος από το καράβι. Επομένως οι κινηματικές δράσεις που αυξάνονται είναι ένα από τα θετικά. Από εκεί και πέρα, μόνο και μόνο το γεγονός, πως στερηθήκαμε την επικοινωνία με δικούς μας ανθρώπους ίσως να μας κάνει να εκτιμήσουμε λίγο παραπάνω το χρόνο μας πάνω στη γη, αρκεί να μην είμαστε χρυσόψαρα και μετά από λίγο καιρό το ξεχάσουμε κι αυτό.

Βλέπεις αισιόδοξα τη ζωή. Ήσουν πάντα έτσι ή κάνοντας οικογένεια άλλαξε ο τρόπος που βλέπεις τις καταστάσεις;
Νιώθω την ανάγκη να συζητάω τα «στραβά» που βλέπω σύμφωνα με τη δική μου κρίση, προκειμένου να αισιοδοξώ, όσο αντιφατικό κι αν ακούγεται αυτό. Θεωρώ, πως αν αναγνωρίσεις ένα πρόβλημα, μπορείς να ψάξεις τη λύση του. Αν δεν το δεις, θα αιωρείται πάντα κάπου εκεί τριγύρω. Μάλλον, από τότε που έγινα μπαμπάς και σύζυγος, τρομοκρατήθηκα λίγο παραπάνω, νιώθοντας πως υπάρχουν τουλάχιστον δυο άνθρωποι που βασίζονται πάνω μου ή που κρέμονται από κουβέντες που θα πω, από τη συμπεριφορά μου, από τη διάθεσή μου. Οπότε αυτό με ανάγκασε περισσότερο να κάνω ενδοσκόπηση, να ψάξω με πιο έντονους ρυθμούς. Μερικές φορές αυτό, εκτός από το να ακούγεται, είναι και κουραστικό, όμως αυτό που με έχουν μάθει σίγουρα οι γονείς μου είναι να μην παραιτούμαι ποτέ.

Άλλοτε κερδίζεις, άλλοτε χάνεις, όμως η αίσθηση πως το να μπορέσεις να συνεχίσεις εκεί που έχεις χάσει μια μάχη είναι εξίσου υπέροχο με το να έχεις κερδίσει…

Πως φαντάζεσαι ή πως θα ήθελες να είναι η ζωή σου σε 10 χρόνια από τώρα;
Σε δέκα χρόνια, δηλαδή, το 2031 θα ήθελα να ετοιμαζόμαστε με την μπάντα μου και φίλους συνεργάτες για τον τέταρτο ή πέμπτο μου δίσκο (ιδιαιτέρως φιλόδοξο σενάριο), να συντηρώ την μπάντα μου οικονομικά ώστε να κάνουμε όσα περισσότερα live μπορούμε μέσα στο χρόνο και να έχουν ένα ετήσιο τεράστιο party οι Wedding Singers. Τότε περίπου τα αγόρια μας θα είναι περίπου 12 και 14 κι ελπίζω να θέλουν να μας κάνουν ακόμα παρέα, να παίζουμε επιτραπέζια, να κάνουμε ταξίδια, να ακούμε δίσκους όλοι μαζί, να βλέπουμε ταινίες και να κουβεντιάζουμε και για κανένα βιβλίο, αν αυτό είναι εφικτό. Α, και μια και θα είναι μεγάλα τα παιδιά μας τότε, ακολουθώντας το παραδοσιακό οικογενειακό έθιμο των γονιών μας, ελπίζω να έχουμε τη δυνατότητα με το κορίτσι μου να εξαφανιζόμαστε για 4-5 μέρες οι δυο μας.

Eτοιμάζεις τον πρώτο σου προσωπικό δίσκο. Μίλησέ μας γι αυτόν.
Στην πραγματικότητα είναι δυο δίσκοι, ο καθένας από επτά τραγούδια. Ο ένας σε παραγωγή του Κου Κ, από τον οποίο έχουν κυκλοφορήσει ήδη τα “Ψάρια” (μουσική και στίχοι Κος Κ) και το “Πόσο άντρας είσαι” (μουσική και στίχοι Ορέστης Ντάντος). Ο άλλος σε παραγωγή του Παντελή Νικηφόρου, από τον οποίο έχει κυκλοφορήσει μέχρι στιγμής ο “Superman” (στίχοι Ειρήνη Τσαγκαράκη). Προσπαθώντας να κερδίσουμε λίγο χρόνο μέσα σε αυτό το τοπίο της πανδημίας θα κυκλοφορήσουν ακόμα τρία τραγούδια από αυτούς τους δυο δίσκους. Θα είναι η πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά που θα παρουσιάσω και ομολογώ πως ανυπομονώ να τη μοιραστώ…

————–

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here